Όταν
με ρωτούν πώς μου αρέσει να περνώ τις
ελεύθερες ώρες μου, πάντοτε διακρίνω
μια ανεπαίσθητη αλλά παρούσα επιτίμηση
για τις επιλογές μου στα λόγια και τις
εκφράσεις των συνομιλητών μου. Οι
ελεύθερες ώρες είναι ένας ευφημισμός
αφού συνεχώς είναι φυλακισμένες από
την σφαιρική μεταλλική μπάλα μιας διόλου
σφαιρικής κριτικής. Είτε μου αρέσει να
διαβάζω είτε να μετρώ τους σκουρόχρωμους
ρόζους του ξύλινου ταβανιού μου, αυτό
είναι λίγο πολύ κατακριτέο. Ακόμα όμως
και όταν βρω έναν που του αρέσει να περνά
τις ελεύθερες ώρες του όπως εγώ, οι
λεπτές αποχρώσεις και διαφοροποιήσεις
των δραστηριοτήτων μας, μπορούν να
προκαλέσουν μια κανιβαλική κριτική
άνευ προηγουμένου, με δυο λόγια, να φάμε
τις σάρκες μας.
Μου
αρέσει να διαβάζω˙ αλλά όχι
αστυνομικά. Όταν κάποιος μου λέει ότι
λατρεύει να περνάει την ώρα του διαβάζοντας
αστυνομικά, εγώ σουφρώνω τα χείλη και
σκέφτομαι (ίσως και να το λέω δυνατά),
τι χάσιμο χρόνου! Τις λίγες φορές που
επέλεξα να διαβάσω ένα αστυνομικό,
πρόλαβα και βαρέθηκα μέχρι θανάτου, στο
ελάχιστο χρονικό διάστημα που διήρκεσε
η πυρετώδης ανάγνωσή του. Έμοιαζε σαν
να βρισκόμουν σ' ένα αυτοκίνητο που
έτρεχε ιλιγγιωδώς σε μια λεωφόρο, χωρίς
να προλαβαίνω να απολαύσω την διαδρομή,
βλέποντας μόνο μια ομοιόμορφη και θολή
αλληλουχία δέντρων και κτιρίων. Ώσπου,
φτάναμε σε μια ανοιχτωσιά και μου
ανακοίνωναν ψυχρά, εδώ κατεβαίνεις
φίλε!
Επίσης,
με ενοχλεί η τελειότητά τους. Όλα μέσα
τους μου φαντάζουν τέλεια, αψεγάδιαστα.
Αν δεν περιέχουν ένα κραυγαλέο λογικό
κενό στην ιστορία τους, τότε έχουν
κερδίσει το στοίχημα. Η πλαστική επέμβαση
πέτυχε, μοιάζουν ολότελα φυσικά!
Αντιλαμβάνομαι, εντούτοις, ότι υπάρχουν
διαβαθμίσεις σ' αυτήν την τελειότητα
που ένα έμπειρο μάτι μπορεί να διακρίνει
με ευκολία. Για όσο όμως θα επιμένω να
μην προτιμώ την ανάγνωσή τους, όλα θα
συνεχίσουν να μου μοιάζουν τέλεια. Η
ανέφικτη οικειότητα δεν πρόκειται να
διαταράξει αυτήν την συμφέρουσα συνθήκη.
Όλα αυτά γράφονται εν είδει επιμυθίου,
μετά την προ ημερών ανάγνωση του βιβλίου
του Τζορτζ Πελεκάνου "Αδιέξοδο". Όσοι
διακινδυνεύσετε να εμπιστευτείτε την
κρίση μου, στο τέλος ευελπιστώ να
συμφωνήσετε μαζί μου όταν σας λέω ότι,
το συγκεκριμένο βιβλίο ...ήταν τέλειο!
Νομίζω ότι χάνω τον ελεύθερο χρόνο μου πιο συνετά και ευθύς αμέσως θα σας περιγράψω την πρόσφατη χασούρα μου για να κρίνετε και μόνοι σας! Οι συγγραφείς γιγαντώνονται ή συρρικνώνονται βιβλίο με το βιβλίο είτε με την σειρά που τα γράφουν είτε μ' εκείνη που τα διαβάζεις. Πάντοτε μου ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω τον συγγραφέα από το βιβλίο του. Η παρουσία του ήταν συνεχής, αν όχι στην ιστορία που κάθε φορά μου αφηγούνταν (ενίοτε αυτό λειτουργεί ανασταλτικά για την ίδια την ιστορία και κατ' επέκταση για την διαχρονική σπουδαιότητα του βιβλίου), τουλάχιστον ήταν παρών στην φαντασία μου που τον έπλαθε (με την βοήθεια και κάποιων εξωτερικών ερεθισμάτων) κατά το δοκούν και αδιαλείπτως. Αυτά τα εξωτερικά ερεθίσματα ήταν συνήθως κάποιες φωτογραφίες των συγγραφέων, βιογραφικά στοιχεία, μερικά ανέκδοτα από την πολυτάραχη ή βαρετή ή τραγική ή ό,τι άλλο ζωή τους, κάποιες εμμονικές παραξενιές τους, πολύ συχνά δε, και μερικά αυτοβιογραφικά κείμενα ή δοκίμια θεωρητικού περιεχομένου που ανέπλαθαν με μια “δεύτερη” γραφή τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της πρώτης. Τα ανέκδοτα για να μην περιπέσουν στην φθηνή ρητορική των κουτσομπολιών πρέπει να τα χειριστεί ένα χέρι έμπειρο, που ναι μεν δε θα τους χαριστεί, αλλά τουλάχιστον θα τους “ντύσει” με την ομορφιά του γραπτού λόγου, τον οποίο και εκείνοι πιστά και επίμονα υπηρέτησαν, θα τους κάνει για λίγο χάρτινους ήρωες, εξάλλου τείνω να πιστεύω ότι οι σπουδαίοι συγγραφείς, που ξεχνάει να τους περιμαζέψει η λήθη, είναι επινοημένοι, ζουν μόνο στην φαντασία μας, σχεδόν λησμονούμε ότι κάποτε κατάφεραν και έζησαν και έξω απ' αυτήν.
Αυτήν τη δουλειά ανέλαβε να την περατώσει, υποψιάζομαι με περισσή ευχαρίστηση, ο Χαβιέρ Μαρίας στο βιβλίο του “Γράφοντας τις ζωές των άλλων” που εκδόθηκε πρόσφατα στην Ελλάδα. Πρόκειται για είκοσι έξι αποκαλυπτικά πορτρέτα συγγραφέων-μύθων που στην πλειονότητά τους διατηρούν ακέραιο τον συγγραφικό μύθο τους, με δυο-τρεις εξαιρέσεις στις οποίες η ζωή τους υπονομεύει (όχι όμως μέχρι τέλους) την φαντασία τους. Ο Χαβιέρ Μαρίας δηλώνει εξαρχής ότι βρίσκει απωθητικούς τρεις ανθρώπους, τον Τζέημς Τζόυς, τον Τόμας Μαν και τον Γιούκο Μίσιμα. Διαβάζοντας τα πορτρέτα και αφού αφαιρέσω τον Τζόυς για προσωπικούς λόγους καίτοι ομολογουμένως ήταν μεγάλο καθίκι, έρχομαι να συμφωνήσω με τον Μαρίας.
Ο Μαν με έκανε να γελάσω από αγανάκτηση και λύπηση. Είχε τόση έπαρση ώστε άφησε τα ημερολόγιά του σε σφραγισμένους φακέλους με την εντολή να ανοιχτούν μετά από 25 χρόνια, όταν δε ανοίχτηκαν, η απογοήτευση υπήρξε μεγάλη καθώς σπάνια περιείχαν κάποιο οξυδερκές σχόλιο αντάξιο ενός συγγραφέα, απλώς έβριθαν από καθημερινές ανούσιες καταγραφές που θα άφηναν αδιάφορο και τον πιο κουτσομπόλη. «Κατάφερα να ενεργηθώ μετά το πρωινό», «Πέρασα ένα μεγάλο μέρος χωρίς την τεχνητή οδοντοστοιχία μου. Βάσανα», «Δυσκολευόμουν να καταπιώ το φαγητό οπότε χρειάστηκε να μου το αλέσουν στο μύλο». Απομυθοποίηση τώρα! Είχα σκοπό να καταπιαστώ εντατικότερα με το έργο του Μαν, από το οποίο έχω διαβάσει ελάχιστα, όμως αυτό το πορτρέτο του λειτούργησε ανασταλτικά και θα περάσει καιρός πριν το ξανασκεφτώ.
Ο
Μίσιμα από την άλλη, ήταν και αυτός κάργα
επηρμένος και εκτός όλων των άλλων που
έκανε, με αποκορύφωμα τον τελετουργικό
αλλά ανόητο θάνατό του, την χρονιά που
έκανε παγκόσμια περιοδεία για να
προωθήσει το έργο του, συζητιόταν έντονα
ότι το Νόμπελ λογοτεχνίας θα πάει πρώτη
φορά σε Ιάπωνα, έτσι ο Μίσιμα φρόντισε
να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο την ώρα
της ανακοίνωσης ώστε το κοινό να τον
θαυμάσει με κάθε μεγαλοπρέπεια.
[...]
Όταν το αεροπλάνο όμως προσγειώθηκε
και βγήκε πρώτος πρώτος μ' ένα πελώριο
χαμόγελο στα χείλη, βρήκε το αεροδρόμιο
βυθισμένο στην θλίψη, μια και ο βραβευθείς
ήταν ένας ενοχλητικός συγγραφέας από
τη Γουατεμάλα. Έναν χρόνο αργότερα η
απογοήτευσή του έγινε ακόμα βαθύτερη:
Το Νόμπελ είχε δοθεί επιτέλους στην
Ιαπωνία, αλλά στον φίλο και δάσκαλό του
Γιασουνάρι Καβαμπάτα. Η αντίδραση του
Μίσιμα ήταν άμεση: Πήγε τρέχοντας στο
σπίτι του Καβαμπάτα, για να είναι ο
πρώτος που θα τον συγχαρεί και να βγει
και εκείνος τουλάχιστον στις φωτογραφίες.
Δε χρειάζεται να πούμε πως ο Μίσιμα
θεωρούσε πως όχι μόνο του άξιζε το
Νόμπελ, αλλά και πως ήταν – το δίχως
άλλο – ιδιοφυΐα. «Θέλω να ταυτίσω το
λογοτεχνικό έργο μου με τον Θεό» είπε
κάποτε σ' έναν φανατικό ακροδεξιό, που
πιθανότατα να ήταν συνηθισμένος σε
παρόμοια παραληρήματα μεγαλείου.
Σχεδόν
όλες οι ζωές των συγγραφέων που
παρουσιάζονται στο βιβλίο ήταν τραγικές
και αυτοκαταστροφικές, μοναδική φωτεινή
αχτίδα ήταν ο Λώρενς Στερν (παρά τα
βάσανά του), του οποίου τον Τρίστραμ
Σάντι όποιος έχει διαβάσει καταλαβαίνει
αμέσως την πηγαία αισιοδοξία του
δημιουργού του. Στο τελευταίο κεφάλαιο
που τιτλοφορείται “Τέλειοι καλλιτέχνες”,
ο Μαρίας έχει συγκεντρώσει μερικές
κάρτ-ποστάλ αγαπημένων του συγγραφέων
και προσπαθεί μέσα από την εικόνα που
έχει μπροστά του να μαντέψει συμπεριφορές
και κρυφά αισθήματα των εικονιζομένων.
Βέβαια, στην εποχή των εικόνων (κινούμενων
και μη) και της υπερπληροφόρησης πλέον,
ποιος θα χάσει τον χρόνο του σε τέτοιες
παλιομοδίτικες διαδικασίες και επισφαλείς
εικασίες; Αλλά είπαμε, εδώ μιλάμε για
τον χαμένο χρόνο και έχουμε κάθε δικαίωμα
να αναφέρουμε και αυτό!
Το
βιβλίο του Μαρίας διαβάζεται εξίσου
ιλιγγιωδώς όπως και ένα αστυνομικό,
όμως μού δίνει τον χρόνο να δω κρυφές
θεάσεις των κτιρίων, που έχω παρατηρήσει
με την ησυχία μου εκατοντάδες άλλες
φορές. Γι' αυτό και μένει περισσότερο
στην μνήμη μου. Επίσης, δεν μου φαντάζει
τέλειο. Κάθε άλλο. Φθάνει ως εδώ! Μην
χάνετε τον χρόνο σας με ανόητες αερολογίες.
Χάστε τον χρόνο σας υπεύθυνα. Διαβάζοντας.
Υ.Γ. 2666 Πρωτοδημοσιεύτηκε
στο μπλογκ Διαβάζοντας και σύντομα
έπεσε θύμα επίθεσης της σαπρώδους
εγχώριας κριτικής. Και όπως συμβαίνει
με την καλή κοπριά, άνθισε πολύ γρήγορα!
Ετοιμάζεται να περιοδεύσει ανά την
Ελλάδα το φετινό καλοκαίρι και έχει
κλείσει ήδη εμφανίσεις (views) για τον
προσεχή χειμώνα. Προγραμματίστηκε να
μεταφραστεί σε πέντε νεκρές γλώσσες.
Το ίδιο το άρθρο ωστόσο, στην τωρινή του
μορφή, είναι και αυτό αποτέλεσμα
μετάφρασης από τον ίδιο τον συντάκτη
του. Πρέπει όμως να διευκρινιστεί κάτι,
η μετάφραση δεν έγινε από τα γλιγλικά
όπως αδίκως τον κατηγορούν οι επικριτές
του, αλλά από τα αυθεντικά wakish, τα οποία
ο υποφαινόμενος κατέχει άριστα και τα
εξασκεί λίγο πριν κοιμηθεί, τότε δηλαδή
που παράγει και τις πιο λαμπρές του
ιδέες.
Καλή κίνηση να συμμαζέψετε τα ατάκτως ερριμένα σας στον φυσικό τους χώρο με τίτλους ιδιοκτησίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕγκρίνεται από την ομήγυρη, εξ ονόματος της οποίας αυτοκλήτως ομιλώ, παίρνοντας άδεια από τη σημαία.
Έχω εμπιστοσύνη στην ομήγυρη. Είναι άνθρωποι που πατάνε γερά στον αέρα.
Έτσι σκέφτηκα και εγώ. Εξάλλου το είχα δηλώσει στην προηγούμενη ανάρτηση ότι θα έρχονται κατά καιρούς κείμενα που πλέον βαρέθηκαν το σεργιάνι. Και για να μην είναι σκέτη κονσέρβα το όλο πράμα, θα γράφω και δυο λόγια για την επιτυχή πορεία των κειμένων, γιατί μην θαρρείτε ότι τα κείμενά μου είναι παρακατιανά και αρνούνται τις διεθνείς βραβεύσεις. Κάθε άλλο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑφήστε που δεν θέλω να τα εκθέτω για πολύ καιρό σε ξένους χώρους. Σ' αυτή τη χώρα έχει γίνει πολύ επικίνδυνο να είσαι με τους άλλους... όποιοι κι αν είναι αυτοί.
Νομίζω ότι πρέπει να αναθεωρήσεις τη στάση-σου
ΑπάντησηΔιαγραφήαπέναντι στη "σοβαρή" μερίδα των αστυνομικών μυθιστορημάτων,
γιατί στην ουσία είναι κοινωνικά
και ως τέτοια έχουν τις χάρες κάθε άλλου μυθιστορήματος.
Συνυπογράφω το σχόλιο της Rosa Mund,
καθώς είσαι πλέον νοικοκύρης και δεν χρειάζεται να πηγαίνεις να τρως αλλού.
Π.Φ.
Πατριάρχη Φώτιε, έχεις δίκιο. Είναι παράδοξο αυτό που συμβαίνει, αλλά στην ουσία, δεν σνομπάρω την αστυνομική λογοτεχνία σαν δευτέρας διαλογής λογοτεχνία αλλά την σνομπάρω στο πλάσιο της αναγνωστικής απόλαυσης που μου προσφέρει. Συνήθως βαριέμαι να την διαβάζω και αν κρίνω από τα σπουδαία κοινωνικά θέματα που θίγει, απορώ πραγματικά με τον εαυτό μου!! Θυμάμαι πάντα την ρήση του Πεσσόα που έλεγε (μέσες άκρες), "Το μόνο που θέλω είναι ένα πακέτο τσιγάρα και ένα καλό αστυνομικό βιβλίο" και λέω ότι θα άξιζε να γίνω λίγοτερο αδιάλλατκος απέναντί της. Θα το προσπαθήσω στο μέλλον. Είναι έγκλημα να την αγνοώ!
ΑπάντησηΔιαγραφή