Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κολ-γκερλς



Άρθουρ Καίσλερ∙ δύναμη! ΠΑΜ(Ε). Είναι για σένα, ό,τι τύπος αναγνώστη κι αν είσαι.  Η ευγενική του ψυχή συμπορεύεται με την συγγραφική του δεινότητα και την εντυπωσιακή ευφυΐα και προσφέρει λογική και ευαισθησία σε ίσες δόσεις. Όταν διάβασα τα «Ρολόγια εν πλω» (μην ξεχαστείτε, σε λίγες ώρες γυρίζουμε τα ρολόγια μας μια ώρα μπροστά, εκεί δηλαδή που βρίσκομαι εγώ σε σύγκριση με τους περισσότερους κριτικούς στην Ελλάδα!!), με τις ανελέητες επιστημονικές κόντρες μεταξύ αστρονόμων και ωρολογοποιών, θυμήθηκα το ωραίο βιβλίο του Καίσλερ και το κείμενο που είχα γράψει παλιότερα και είχε δημοσιευτεί στο μπλογκ «Διαβάζοντας». Το μεταφέρω εδώ αυτούσιο γιατί δεν γουστάρω καθόλου να το επιμεληθώ, όπως κάνουν και οι περισσότεροι εκδότες με τα βιβλία που βγάζουν. Η γνώμη μου για το «Μηδέν και το άπειρο» συνεχίζει να ισχύει, αν και θα μετρίαζα κάπως την εριστική μου διάθεση. Όπως και να ’χει όμως, και επιστημονικά μιλώντας πάντα, καλύτερα να μην μου πηγαίνω κόντρα! 

Επειδή μου την είπατε τις προάλλες για την έλλειψη λογοτεχνικότητας που διέκρινα στο κατά τα άλλα σπουδαίο βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ «Το μηδέν και το άπειρο», είπα να διαβάσω ένα ακόμα δικό του για να αποδείξω τα αυτονόητα. Ήδη ο τίτλος θέτει στέρεες βάσεις για μια εμπνευσμένη λογοτεχνία. Ο Καίσλερ παρομοιάζει ευφυώς τους επιστήμονες και διανοούμενους της κάθε εποχής με κολ-γκερλς που περιφέρονται από συνέδριο σε συνέδριο εκπορνεύοντας τις ιδέες τους και συμμετέχοντας απρόθυμα σε μια δυσάρεστη ιδεολογική παρτούζα. 

[...] «Τι νομίζετε πως έκανα; Χασμουριόμουν σ' ένα συμπόσιο για την Ιεραρχική Τάξη στις Κοινωνίες των Ανθρωποειδών Πιθήκων. Ήξερα τι θα' λεγε ο καθένας τους – ο Λόρενς κι εκείνη η Σκάλερ, ο Ρούσελ και οι υπόλοιποι – κι όλοι τους ήξεραν τι θα έλεγα κι εγώ, κι όμως έπρεπε να πάω. Γιατί; Επειδή είμαι ένα ακαδημαϊκό κολ-γκερλ. Όλοι μέσα στο λεωφορείο είμαστε κολ-γκερλς. Εσύ είσαι ακόμη νεαρός, το ίδιο θα γίνεις όταν θα έρθει η ώρα.»

 

 

Σε ένα ειδυλλιακό χωριό των Άλπεων συναθροίζεται μια ντουζίνα διαπρεπών επιστημόνων των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, με σκοπό να διαγνώσει την ασθένεια και να προτείνει θεραπεία για τον άνθρωπο που φαίνεται πως διανύει το λυκόφως του είδους του. Το όνομα του συνεδρίου έχει στην αρχή τον εύγλωττο τίτλο SOS αλλά ύστερα από την παρέμβαση του διευθυντή του ιδρύματος, αλλάζει στο πιο μετριοπαθές «Προτάσεις προς επιβίωσιν». Τα κολ-γκερλς καταφθάνουν κουρασμένα και αδιάλλακτα, ματαιόδοξα και προκατειλημμένα, ζηλόφθονα και προκλητικά, και ξεκινούν το καθένα την προσωπική του παράσταση χωρίς ίχνος σύγκλισης πέρα από το ότι καταδέχονται να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι.

 
Ο Καίσλερ χαρακτηρίζει το μυθιστόρημά του ιλαροτραγωδία και εκείνο δικαιώνει απόλυτα αυτόν τον χαρακτηρισμό. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί εκπληκτικά και άκρως διασκεδαστικά (με πικρό χιούμορ, πάντα) την άνοδο αυτών των διανοιών με τα πολύτιμα συγγράμματά τους και την πτώση των συναισθηματικά στεγνωμένων ανθρώπων που αδυνατούν να αντιληφθούν τον άνθρωπο ως κάτι διαφορετικό πέρα από πεδίο πειραμάτων. 
 
[...] «Η πιο μνημειώδης δεισιδαιμονία του αιώνα μας, τραύλισε ο Μπλαντ, είναι η επιστήμη που μεταχειρίζεται τον άνθρωπο σαν ένα σαλιάρικο σκυλί του Παβλόφ ή σαν έναν τυφλοπόντικα ή σαν ένα ρομπότ προγραμματισμένο από το γενετικό του κώδικα. Η επιστήμη σας είναι μια μεθοδική μορφή παραφροσύνης.» 
 
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Μπλάντ(!) το παράξενο κολ-γκερλ που είναι ποιητής και ταυτόχρονα ικανός γνώστης της φυσικής και της κβαντομηχανικής. Μέσα από τον χαρακτήρα του Μπλαντ και την ειρωνική και κυνική ρητορική του (και πάντα σε συνάφεια με την ιδιότητά του ως ποιητή) ο Καίσλερ φέρνει στην επιφάνεια τον άνθρωπο που συνήθως αγνοούν τα επιστημονικά συνέδρια τα οποία υποτίθεται ότι συνεδριάζουν στο όνομά του και για την ευημερία του! Η συναισθηματική πυκνότητα που συχνά κουβαλά ένας ποιητής μαζί με την κυνικότητα που του δημιουργούν οι βασανιστικές εικόνες της πραγματικότητας, μας επιτρέπει να διακινδυνέψουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ένας δευτερεύον χαρακτήρας, η Κλαίρη, η οποία είναι η γυναίκα του διακεκριμένου φυσικού και εμπνευστή του συνεδρίου, Νικολάι Σολόβιεφ. Η Κλαίρη που είναι ο πιο ανθρώπινος από τους γυναικείους χαρακτήρες του βιβλίου – μια ζωολόγο, την παράξενη φίλη της «με το ξυρισμένο σβέρκο» και μια γραμματέα-πειραματόζωο του καθηγητή Βαλέντι - συζητά με τον κουρασμένο πνευματικά σύζυγό της σε διάφορους αναζωογονητικούς περιπάτους για την επιτυχία αυτού του συνεδρίου και ακόμα περισσότερο για την ενδεχόμενη χρησιμότητά του (σημειωτέον ότι ο Καίσλερ τοποθετεί την ιστορία του χρονικά συντονισμένη με τον πόλεμο του Βιετνάμ, κάνοντας έμμεσες αναφορές στην Ασία και βάζοντας το γιο της Κλαίρης και του Νικολάι να είναι κάπου χαμένος στα «ρυζοχώραφα», εντείνοντας την πνευματική κατάπτωση του Νικολάι και κάνοντας, μέσω της κοινωνικής κριτικής την οποία δεν φείδεται στα βιβλία του, ακόμα ειρωνικότερη και συγκλονιστικότερη την ιστορία που περιγράφει).
 
– Τότε λοιπόν, τι είναι σοβαρό;
– Δεν ξέρεις; Ο πονόδοντος είναι σοβαρός. Όταν είναι δυνατός, ξεχνάς να λυπηθείς για το μέλλον της ανθρωπότητας.
– Τότε λοιπόν, εμπρός για πονόδοντο. Εσύ έχεις;
 

Ο συγγραφέας μυθοποιεί μόνο τους χαρακτήρες διατηρώντας πραγματικούς τους συγγραφείς και τα πειράματα που αναφέρονται εκτενώς στο βιβλίο. Έτσι ο αναγνώστης απολαμβάνει μία θαυμαστή περίληψη αληθινών επιστημονικών θεωριών, τις οποίες ο Καίσλερ διανθίζει με μαεστρία με σκέψεις για την αναγκαιότητα της επιστήμης, την ηθική της και την χρησιμότητά της. Ο λόγος του είναι γεμάτος με όμορφες μεταφορές που μετατρέπουν την επιστημοσύνη που καταλαμβάνει το μισό και πλέον βιβλίο σε έναν γοητευτικό αναστοχασμό που γαργαλάει το μυαλό σου με ερωτήματα άκρως σημαντικά και ενδιαφέροντα. Ανάμεσα στις «σοβαρές» συνεδρίες παρεμβάλλονται κοκτέιλ πάρτυ και γεύματα που αναδεικνύουν τις μικροκακίες και τα πάθη που ταλανίζουν αυτές τις σπουδαίες διάνοιες. Με έναν ιλαρό λόγο, ο συγγραφέας αφήνει σιγά σιγά τον αναγνώστη να ανακαλύψει την τραγωδία που γεννάται όταν επιτρέπει σε μια ντουζίνα ανθρώπων να καθορίσει το μέλλον του.
 

Αυτό το βιβλίο του είναι απείρως πιο σημαντικό από «Το μηδέν και το άπειρο». Σαφώς και είναι σημαντικό να θυμόμαστε πάντα πού μπορεί να οδηγήσει η ολοκληρωτική σκέψη, πολλά βιβλία μας βοηθάνε σ' αυτό, αρκεί βέβαια να τα διαβάζουμε – όμως, για μένα, εκείνο το βιβλίο στερούνταν ολοκληρωτικά την καλλιτεχνική δημιουργία. Μετά τα δυστοπικά σενάρια των Χάξλευ και Όργουελ (παρόλο που το 1984 έπεται χρονικά του βιβλίου του Καίσλερ!) κάθε ανάλογη προσπάθεια περιγραφής του ολοκληρωτισμού φιλτράρεται μέσα από αυτά και βγαίνει συνήθως αποδυναμωμένη και στεγνωμένη (ξέρω, αυθαίρετη η σκέψη μου, αλλά ας μου επιτραπεί σας παρακαλώ, δημοκρατία έχουμε!!). «Το μηδέν και το άπειρο» ήταν ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο αδιάφορα γραμμένο. Αντιθέτως, το «Κολ-γκερλς» καταπιάνεται με ένα θέμα εξίσου σημαντικό – ένα είδος σύγχρονου ολοκληρωτισμού είναι η εξουσία που δίνεται σε μια μερίδα ανθρώπων που σε πολλές περιπτώσεις κρύβεται κάτω από τη φενάκη της προόδου – σε μία γλώσσα όμως, που πρωτίστως απολαμβάνει η ίδια τις ιδέες που περιγράφει πριν τις απολαύσει εσχάτως και ο αναγνώστης. 
 
Η μετάφραση είναι της Γεωργίας Αλεξίου-Πρωταίου και σε καμία περίπτωση δεν είναι ιλαροτραγωδία! Η έκδοση είναι αξιόλογη, με δυο όμορφους πίνακες στο εξώφυλλο, όπου σε έναν από αυτούς, διακρίνεται ένας ζητιάνος που με λίγη φαντασία (που εγώ διαθέτω), θυμίζει τον Τζόυς! Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα εξαιρετικά επίκαιρο βιβλίο που όταν το διαβάσετε, αναπόφευκτα θα σας φέρει στο νου διάφορα «γκρουπάκια των Βρυξελλών» στα οποία διάφοροι σπουδαίοι στύβουν το μυαλό τους για το πώς θα στύψουν τις ζωές των ανθρώπων. Ο Άρθουρ Καίσλερ αποδεικνύεται ένας σημαντικότατος διανοούμενος, ένα υποδειγματικά επαγγελματικό κολ-γκερλ που σου πηδάει ανελέητα το μυαλό με τις ιδέες του αλλά στο τέλος δεν αποκλείεται να σου χαρίσει και μια τρυφερή αγκαλιά!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !