Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κατά βούληση



Χριστούγεννα πλησιάζουν και ποιος καλύτερος από τον Σοπενάουερ για τον στολισμό; Όταν έχει και τη βοήθεια του καλικάντζαρου του Ουελμπέκ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο γιορτινά! Ο Μισέλ Ουελμπέκ λέει ότι γνώρισε τη φιλοσοφία του Σοπενάουερ κάπου στα 27∙ εγώ την γνώρισα κάπου στα 22 – σίγουρα όχι στο βάθος που την γνώρισε ο Ουελμπέκ – και ακόμα θυμάμαι την έντονη αίσθηση που μου είχε προκαλέσει. Έκανα την πρακτική μου στη βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ και έψαχνα να βρω κάτι να διαβάσω ανάμεσα σε όλα αυτά τα ακατανόητα βιβλία γύρω μου, που θα μπορούσα λίγο να κατανοήσω. Και έτσι έπεσα στον προβοκατόρικο τίτλο «Τα πάθη του κόσμου». Αυτά τα πάθη τραβάτε και εσείς τώρα που με διαβάζατε. Ας προσέχατε!
 
Αργότερα διάβασα το βιβλίο με τον εκπληκτικό τίτλο, χωρίς να γνωρίζω πόσο πιστός είναι στο πρωτότυπο, «Εριστική διαλεκτική» που έκτοτε κυκλοφορεί «Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο» – πώς μπορεί κάποιος να μην γίνει απαισιόδοξος μετά από αυτό, πείτε μου! Κατάφερα να βρω και το σπουδαίο βιβλίο του «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση» σε μια ολότελα άθλια έκδοση∙ προφανώς δε διαβαζόταν. Πριν κάποια χρόνια άρχισε να βγαίνει αυτό το σπουδαίο έργο σε κάμποσους τόμους από τις εκδόσεις «Ροές» και αξίζει να το έχει κάποιος και να προσπαθήσει να διαβάσει κομμάτια του, αν και μπορώ να αντιληφθώ την δυσκολία που θα έχει μια τέτοια προσπάθεια.
 
Ο Μισέλ Ουελμπέκ σε αυτό το δοκίμιο καταγράφει διάφορα αποσπάσματα από το έργο του Σοπενάουερ που τον έχουν επηρεάσει και σκόπευε να χρησιμοποιήσει ίσως σε κάποια εκτενέστερη μελέτη για τον Γερμανό φιλόσοφο. Όμως στην πορεία γοητεύτηκε από τον Κοντ, ιδρυτή του θετικισμού, και ανάμεσα σε Σοπενάουερ και Κοντ, επέλεξε τον δεύτερο και έγινε τελικά ένα διαψευσμένος θετικιστής, όπως λέει και ο ίδιος – ξεκούτιανε και ο Μισέλ! Η αγάπη για τον Σοπενάουερ ωστόσο παρέμεινε δυνατή και μας την προσφέρει απλόχερα. Χωρισμένο σε έξι κεφαλαία, τα 4 πρώτα να αναλύουν έννοιες και σκέψεις από το βιβλίο «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση» και τα 2 τελευταία να έχουν να κάνουν με το πιο ανάλαφρο («Γιατί, λοιπόν, επιδόθηκε σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα; Δύσκολο να πει κανείς, γεγονός όμως είναι ότι αυτό το βιβλίο που είναι σίγουρα το πιο ευφυές, το πιο προσιτό και το πιο αστείο που έγραψε ποτέ, θα μας έλειπε αν δεν υπήρχε. Πράγματι, έχοντας αποτινάξει από την πρώτη σελίδα την αναγκαιότητα να φανεί συνεπής με τον εαυτό του, ο Σοπενάουερ μάς δίνει εδώ μια σειρά από βαθιές, ευαίσθητες διοράσεις, με απίστευτη ελευθεροστομία, σχετικά με το τι ακριβώς μπορούμε να περιμένουμε από μιαν ανθρώπινη ύπαρξη») βιβλίο του «Αφορισμοί για τη σοφία της ζωής» – Στέφανος Ξενάκης likes that! 
 
Το «Σοπενάουερ παρόντος» είναι μια ωραία εισαγωγή στον κόσμο του Σοπενάουερ, διανθισμένο με την απολαυστική παράσταση που δίνει πάντα ο πνευματώδης Ουελμπέκ∙ βούληση να υπάρχει από μέρους των αναγνωστών! Το πρώτο μέρος του βιβλίου «Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση» είναι σίγουρα πιο δυσνόητο, φορτωμένο και με τον Καντ στην πλάτη, αλλά το δεύτερο, εκεί που αναλύονται οι φιλοσοφικές θέσεις του φιλοσόφου γύρω από την αισθητική είναι υπέροχα καινοτόμο και ελκυστικό ([…] «Άφοβα, και μόνος αυτός από τους φιλοσόφους μέχρι σήμερα, θα μπει στα χωράφια των μυθιστοριογράφων, των μουσικών και των γλυπτών (οι οποίοι θα του χρωστούν αιώνια ευγνωμοσύνη και πάντα θ’ ανακουφίζονται που έχουν στο πλευρό τους έναν σύντροφο τόσο γαλήνιο, τόσο νηφάλιο). Δεν θα το κάνει χωρίς κραδασμούς, γιατί το σύμπαν των ανθρώπινων παθών είναι ένα σύμπαν αηδιαστικό, συχνά φρικτό, όπου παραμονεύουν η αρρώστια, η αυτοκτονία και ο φόνος∙ όμως θα το κάνει, και θ’ ανοίξει για τη φιλοσοφία νέα εδάφη (ανεξερεύνητα πριν από αυτόν, και τόσο λίγο εξερευνημένα μετά): θα γίνει ο φιλόσοφος της βούλησης, και η πρώτη του απόφαση, θα είναι να χρησιμοποιήσει την – πολύ ασυνήθιστη για φιλόσοφο – προσέγγιση της αισθητικής ενατένισης»). Θα το αγοράσω μόνο και μόνο για εκείνη την παιδική μου ανάμνηση… – «Βγες από την παιδικότητα, φίλε, ξύπνα!» – η φράση ετούτη του Ρουσσώ προμετωπίδα στο σπουδαίο έργο του. Το δοκίμιο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εστία» σε μετάφραση Γιώργου Καράμπελα. Αγοράστε το μωρέ, θα το καταλάβετε, μη φοβάστε. Μην είστε τόσο απαισιόδοξοι πια!
 
[…] «Αφού, αφενός, κάθε παρόν πράγμα μπορεί να θεωρηθεί με τρόπο καθαρά αντικειμενικό και έξω από κάθε σχέση, και, αφετέρου, η βούληση, σε ένα οποιοδήποτε επίπεδο της αντικειμενικότητάς της, εκδηλώνεται στο καθετί, ούσα έτσι η έκφραση μιας Ιδέας, έπεται ότι κάθε πράγμα είναι ωραίο.
 
Μετά την τέχνη του 20ου αιώνα, τον «παρατηρητή που φτιάχνει τον πίνακα» και τα ready-mades του Ντυσάν, η ιδέα αυτή μας φαίνεται λιγότερο παράξενη∙ την εποχή που τη διατύπωσε ο Σοπενάουερ ήταν τόσο ριζικά καινούρια ώστε οι σύγχρονοί του φαίνεται πως δεν την αντιλήφθηκαν καν. Πρέπει να επιμείνουμε σε αυτό: για τον Σοπενάουερ, το ωραίο δεν είναι μια ιδιότητα που ανήκει σε μερικά αντικείμενα του κόσμου, αποκλείοντας άλλα – δεν υπάρχει επομένως κάποια τεχνική δεξιότητα που μπορεί να προκαλέσει την εμφάνισή του∙ αντιθέτως, συνοδεύει κατ’ ανάγκην κάθε ανιδιοτελή ενατένιση. Το ίδιο εκφράζει, ακόμα πιο ωμά, η ακόλουθη φράση: «Λέγοντας ότι κάτι είναι ωραίο, εκφράζουμε ότι είναι αντικείμενο της αισθητικής μας ενατένισης». Εξίσου απερίφραστα καταδικάζει ο Σοπενάουερ τη χρήση του στοχασμού και των εννοιών στην τέχνη.
 
Καθώς η ιδέα είναι και παραμένει εποπτική, ο καλλιτέχνης δεν έχει αφηρημένη επίγνωση της πρόθεσης και του σκοπού του έργου του: δεν τον καθοδηγεί μια έννοια, αλλά μια ιδέα. Έτσι, δεν μπορεί να δώσει καμία εξήγηση για ό,τι κάνει: εργάζεται, όπως λέμε, ανεπίγνωστα, με ένα feeling που είναι στην πραγματικότητα ενστικτώδες.» 
 
 
Υ.Γ. 2666 Cancel Σοπενάουερ!! Διάβασα το «Δοκίμιο για τις γυναίκες» και είναι τέρμα μισογύνης!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !