Οργιάζουν οι φήμες ότι δεν μπορώ να τελειώσω τον «Μεγάλο απατεώνα» του Χέρμαν Μέλβιλ παρά τον χαμό που έκανα μέχρι να βγει αλλά δεν είναι αλήθεια. Η πλοκή του είναι πολύπλοκη (see what I did there?), η δουλειά πολύπλοκη, η ζωή πολύπλοκη – μόνο ο ιός είναι απλή… γρίπη. Κοντοζυγώνω όμως, λίγη υπομονή, μην πιστεύετε στα fake news· τουλάχιστον όχι σε εκείνα που δεν αξίζουν τον κόπο! Το βιβλίο του Φάντε ήταν το δώρο μιας φίλης για ένα λειψό γεύμα που πληρώσαμε χρυσάφι. Το διάβασα βουλιμικά με την επιθυμία να αποδειχθεί το γλυκό που θα καλύψει ομοιόμορφα όλη την πίκρα. Μήπως όμως λειτούργησε τελικά, ως ένα ορεκτικό, λειψό και αυτό, που άργησε να σερβιριστεί;
«Το όργιο» του Τζον Φάντε περιέχεται σε μια συλλογή με τον τίτλο «West of Rome», μαζί με την νουβέλα «Ο σκύλος μου ο Ηλίθιος» και η γνώμη μου είναι ότι θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί μέσα και όχι να περιφέρεται από εδώ και από εκεί εξαιτίας μιας εκδοτικής αυθαιρεσίας. Ο λόγος είναι απλός: αποδυναμώνεται η αξία του κειμένου και ενδεχομένως και η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου. Εξάλλου, οι υπότιτλοι που δίνονται στα βιβλία, μια πατρική νουβέλα για τον «Σκύλο μου τον Ηλίθιο» και μια παιδική νουβέλα για «Το όργιο» συγκροτούν ένα αχνό αλλά σημαντικό σύνολο· η πατρική ματιά προς τα παιδιά του, στο πρώτο, και αντίστοιχα, η παιδική ματιά προς τον πατέρα, στο δεύτερο. Οφείλουν να βρίσκονται μαζί γιατί αν ένας αναγνώστης πάρει μόνο το δεύτερο βιβλίο θα απογοητευτεί. Και δεν θα φταίει αυτός, ούτε και ο συγγραφέας. Αν συγκρίνεις τα δύο βιβλία, καταλαβαίνεις ότι ο «Σκύλος» είναι πιο μεστό βιβλίο και στέκεται μόνο του, ενώ το «Όργιο» όχι – δεν θέλει δα και πολλή σκέψη, ποιο όργιο στέκεται μόνο του;!
Ο Νικ Στεφανίνι είναι ένας αρχιμάστορας όπου μαζί με τον πολύ καλό χτίστη – τέτοια τάξη τέτοια αλφαδιά δεν έχω ξαναδεί – και φίλο του Φρανκ Γκαλιάνο, αποτελούν ένα επιτυχημένο εργατικό δίδυμο. Ο Φρανκ όμως είναι άθεος και η γυναίκα του Νικ δεν θέλει να τον βλέπει μπροστά της ή όταν τον βλέπει, τρέχει να τον ραντίσει με αγιασμό. Ο 10χρονος γιος της οικογένειας, δουλεύει στο εργοτάξιο κάνοντας μικροδουλειές για να βγάλει το χαρτζιλίκι του – μια μορφή παιδικής εκμετάλλευσης που σχεδόν όλοι είχαμε την τύχη να χαρούμε στα ανέμελα παιδικά μας χρόνια – και εκεί βλέπει τον δαιμονικό Φρανκ να συνυπάρχει με τον άγιο πατέρα του. Από ένα γύρισμα της τύχης ενός άλλου εργάτη που έπαιζε με τις μετοχές, ο Νικ παίρνει ως δώρο ένα ανεκμετάλλευτο ορυχείο και ως συνεργάτη τον Φρανκ. Κάποια στιγμή ο γιος πάει στο ορυχείο και αναπόφευκτα έρχεται αντιμέτωπος με τους δαίμονες της ενήλικης ζωής του που αχνολάμπουν μισοκρυμμένοι από απόσταση και ίσως, όπως αρχίζει να υποψιάζεται, να μην είναι χρυσός. Το κλείσιμο του βιβλίου μού έφερε στο μυαλό κάτι από την καταληκτική σκηνή από την «Ένατη πύλη» του Πολάνσκι· μη ρωτάτε γιατί.
Το βιβλίο λοιπόν ολοκληρώνεται με την κορύφωση της πλοκής, ενώ η μεταοργασμική μελαγχολία που δίνει όλο το βάθος στην λογοτεχνία μένει μετέωρη να υπονοείται. Και αυτό είναι το μειονέκτημά του. Η σύνδεση με το προηγούμενο βιβλίο, θα μείωνε την θλίψη του αναγνώστη και θα βάθαινε το συναίσθημά του. Ο Τζον Φάντε γράφει μια απλή και ανεπιτήδευτη λογοτεχνία που σπανίζει πια αλλά με τρομερό βάθος, που επίσης σπανίζει. Παραμένω ευγνώμων στο «Δώμα» που το παλεύει με τον Φάντε και περιμένω ανυπόμονα να βγουν και άλλα βιβλία του. Η καλή μετάφραση ανήκει στον Θάνο Σαμαρτζή. Εννοείται ότι αξίζει να τον διαβάσετε, καλύτερα όμως να ολοκληρώσετε και τα δύο βιβλία μαζί – όχι ταυτόχρονα, γιατί είναι κομματάκι δύσκολο, καταλαβαίνω.
[…] Ήπιε λίγο κρασί. Πήρε στοχαστικό βλέμμα. Τα μάτια του έμοιαζαν βουτηγμένα στο αίμα.
«Η μητέρα σου είναι μια θαυμάσια γυναίκα» είπε.
Συνέχισα απλά να τον κοιτάω.
«Η πιο υπέροχη γυναίκα του κόσμου».
Σηκώθηκε όρθιος, παραπατώντας, πήγε προς την πόρτα και βγήκε έξω. Πήγα κι εγώ. Είχε καθίσει πάνω σ’ ένα κούτσουρο λίγο πιο πέρα και μονολογούσε.
«Ένας άγγελος» είπε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.