Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αισιόδοξη τοξικότητα

 
Η αιώνια συζήτηση γύρω από τον Σελίν μου θυμίζει κάτι ταμπέλες σε διάφορα χιπστερομάγαζα του τύπου «Αν είσαι ομοφοβικός, ρατσιστής ή θρησκόληπτος, μην μπαίνεις στο μαγαζί μου!» (αν διαλέγεις πελάτες, σύντομα θα είσαι ο τελευταίος που θα μπαίνεις στο μαγαζί σου) ή κάτι προφίλ στα σόσιαλ μίντια, «Παρακαλώ κάντε μου την χάρη να αυτοδιαγραφείτε!» (εσύ κάνε μας την χάρη!) και κάτι τέτοια σαχλά. Ο κόσμος γίνεται κάπως πιο πολύπλοκος μετά τα πέντε και όσο και αν φωνάζουμε τη μαμά μας να έρθει να μας σκουπίσει στην τουαλέτα δεν πρόκειται να το κάνει – όταν γίνουμε εικοσιπέντε ίσως καταφέρουμε και την μεταπείσουμε. Από την τοξική αισιοδοξία που κατακλύζει όλο και περισσότερο την κοινωνία σε όλα τα επίπεδα προτιμώ απερίφραστα την αισιόδοξη τοξικότητα ενός Σελίν. Αισιόδοξη; Ναι. Γιατί πριν μάθεις τι μπορείς να γίνεις πρέπει να μάθεις πρώτα τι είσαι. Άνθρωπος – 70% νερό (ορίστε, ακόμα και ένας φασίστας όπως ο Σελίν βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο) και 30% σκατά, οκ. «Ο Εβραίος αποτελείται από 85% θράσος και 15% κενό!... ο άριος δεν έχει δράμι θρασύτητα… Είναι γενναίος μόνο όταν τον στέλνουν στον πόλεμο… δειλός στη ζωή… πρόβατο…» (ΤΑ ΠΡΟΟΟΒΑΑΑΤΑΑ…!) Ανάλογα με την ηλικιακή σου ομάδα είτε φώναξε τη μαμά σου είτε μάθε να τα αντιμετωπίζεις μόνος σου, άνθρωπε.
 
Αναμφιβόλως ο Σελίν είναι ταλεντάρα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τον υποβάλλουμε σε κριτική απαξίωση αν χρειάζεται (Vana Mparmpa Oficial dislikes that!) και αυτό το πολύτιμο δοκίμιο από τις εκδόσεις «Μάγμα» έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην ελληνική βιβλιογραφία· ελπίζω, κάποτε να καλυφθεί και το μεγαλύτερο κενό, εκείνο της μη έκδοσης των σημαντικότερων έργων του. Η πλειοψηφία των αναγνωστών ακούει Σελίν και λέει, μακριά, αυτός είναι φασίστας, τέλος, στην πυρά τα βιβλία του. Χωρίς να ξέρει περισσότερα, χωρίς να ψάχνει περισσότερα, χωρίς να αμφιβάλλει – με δημοκρατικές διαδικασίες, όπως λένε. Ο Σελίν απλώς γάβγιζε δυνατότερα από όλους τους άλλους («… κυνηγήθηκε επειδή υπήρξε όχι μόνον αντισημίτης, μα ο αντισημίτης που το διακήρυξε πιο ανοιχτά κι έξαλλα από κάθε άλλον») αλλά αν πιστέψουμε την γνωστή ρήση, δεν δάγκωνε, και αργότερα, μεταπολεμικά, αν πιστέψουμε και την άλλη γνωστή ρήση, ψόφο δεν είχε, γιατί ακόμα και αν ήταν κακό σκυλί, ήταν καλός, πολύ καλός συγγραφέας.
 
Το δοκίμιο χωρίζεται σε δύο σχεδόν ίσα και ταυτόχρονα άνισα μέρη: το πρώτο, μια που το διάβασα μια που το ξέχασα, γραμμένο από το δημοσιογράφο αντιφασίστα Χανς-Έριχ Καμίνσκι (σε ωραία μετάφραση του Χαράλαμπου Μαγουλά) και το δεύτερο, επίμετρο-δοκίμιο, γραμμένο με μαεστρία από τον Νίκο Μάλλιαρη. Ο Καμίνσκι θαύμαζε τον Σελίν για τα πρώτα του μυθιστορήματα «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» και «Θάνατος επί πιστώσει» και προσπαθεί να φανταστεί, με φτωχό και χλιαρό κατά την γνώμη μου χιούμορ, τους λόγους που τον οδήγησαν να στραφεί προς τον αντισημιτισμό στα επόμενα αμφιλεγόμενα κείμενά του («Μπαγκατέλες για μια σφαγή», «Mea culpa», «Την κάτσαμε»). Είναι γραμμένο το 1938 και πλέον κάπως κοντόθωρο γιατί έκτοτε η συζήτηση και οι αναλύσεις έχουν προχωρήσει πολύ και η αποστασιοποίηση που μας παρέχει η χρονική απόσταση μάς βοηθάει να τα δούμε καθαρότερα, όσοι τέλος πάντων δεν είμαστε τυφλωμένοι. Ωστόσο, είναι σημαντικό ως ορεκτικό γιατί ανοίγει την όρεξη για το σπουδαίο επίμετρο και την συζήτηση που ανοίγει για τον Σελίν που ίσως βοηθήσει κάποιους αναγνώστες που ακόμα δυσπιστούν να τον διαβάσουν, τελικά να το πράξουν.
 
[…] «Η τακτική του πλέον ήταν να παρουσιάζεται ως «άνθρωπος του ύφους [homme a style]» κι όχι των «ιδεών [homme a idees]» ή των «μηνυμάτων [homme a messages]». Μια τέτοια δήλωση συνοψίζει εξαίσια το έργο κάθε μεγάλου λογοτέχνη, εφόσον ίδιον της λογοτεχνίας, της πραγματικής και μεγάλης λογοτεχνίας, είναι η προσπάθεια επίτευξης ενός προσωπικού ύφους – το «μήνυμα» κάθε μεγάλου συγγραφέα είναι το ύφος του: Σ’ αυτό αποκρυσταλλώνεται η κοσμοθεώρησή του, αυτό ενσαρκώνει την καινούργια, πρωτότυπη ανάγνωση του κόσμου, κι απ’ αυτό εκπηγάζουν οι «ιδέες» του – εν προκειμένω, το «σελινικό» στοιχείο, αυτή η νέα αίσθηση του κόσμου που μόνον ο Σελίν καταφέρνει να «πιάσει» και να εκφράσει».
 
Αυτή ήταν μια βασική υπερασπιστική γραμμή του Σελίν μεταπολεμικά και ως έναν μεγάλο βαθμό ισχύει. Αν υπήρξε άλλοθι, φτηνή δικαιολογία ή αποτέλεσμα της ιδιοφυΐας του κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Η αντισημιτική του ρητορική ήταν τότε πολύ της «μόδας» (με πολλά εισαγωγικά γιατί σας φοβάμαι, εσάς, δεν ξέρω από πού θα μου έρθει) και από τη θέση του αντιήρωα εναντίον όλου του σκατόκοσμου που ενστερνιζόταν σε όλα τα έργα του, δεν γινόταν να αφήσει αυτό το ζήτημα εκτός. Ήταν ζωτικής σημασίας να ενοχλεί όσο περισσότερο μπορούσε – κάποιοι θα πείτε, χωρίς λόγο και βάση, και κάποιοι άλλοι θα πούμε, ότι το έκανε με πολύ σκατολογική ευαισθησία! Σίγουρα ήταν μια πολύ αντιφατική προσωπικότητα (όπως ενίοτε είναι κάποιοι μεγάλοι καλλιτέχνες), με μανία καταδίωξης ενδεχομένως, αλλά και με μια σπάνια μεγαλοφυΐα που ανανέωσε εντυπωσιακά την γαλλική γλώσσα και πρέπει να τιμάται και να βρίσκεται ανάμεσα στους μεγάλους ανανεωτές της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. 
 


[…] «Βλέπουμε, δηλαδή, πως στην περίπτωση ενός λογοτέχνη σαν τον Σελίν, το έργο του οποίου βασίζεται σε μέγιστο βαθμό στην ίδια του τη ζωή (καθώς ο ίδιος παρουσίαζε κάθε έργο του «ταυτόχρονα ως μυθιστόρημα και ως αυτοβιογραφία»), η φορμαλιστική, προυστιανή απολυτοποίηση της διάκρισης μεταξύ έργου και ζωής δεν βοηθά ιδιαίτερα την κατανόηση ούτε του πρώτου ούτε της δεύτερης: όχι μόνον η ζωή επηρεάζει το έργο αλλά και αντιστρόφως, το ίδιο το λογοτεχνικό σύμπαν που πλάθει ο συγγραφέας φτάνει να επηρεάζει το πώς βλέπει ο ίδιος τον εαυτό του».
 
Αν καταπιανόταν με πιο «χαρούμενα» θέματα από τον θάνατο και τη ζωντανή σήψη, τώρα θα μιλούσαμε για μέγιστο συγγραφέα που θα διάβαζαν όλοι, αλλά τι να κάνουμε ρε παιδιά, δεν σας γουστάρει για αναγνώστες του, βασικά δεν γουστάρει κανέναν, δεν αντέχει ούτε τα άντερά του. Πρόσφατα κατάφερα να βρω ένα αντίτυπο του εξαντλημένου βιβλίου του «Από τον έναν πύργο ο άλλος», από τα τελευταία του, στο οποίο φαίνεται η μεγάλη εξέλιξη της γραφής του που δεν είχε ακόμα ξεκινήσει στο πολυδιαφημισμένο (και σχεδόν το μόνο που έχει εκδοθεί στα ελληνικά, τι θλίψη, γαμώτο) «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας», ξεκίνησε δειλά με το δεύτερο μυθιστόρημα «Θάνατος επί πιστώσει» και άρχισε να διαμορφώνεται αισθητά στους λεγόμενους αντισημιτικούς του λιβέλους, παρά τα όποια μειονεκτήματα και αν έχουν αυτοί, όπως καταδεικνύει το καταπληκτικό επίμετρο. «Ο αντισημιτισμός του Σελίν είναι τόσο γκροτέσκος και υπερβολικός, σαν ο συγγραφέας «να έκανε τα πάντα για να μην το πάρει κανείς στα σοβαρά». Είναι ένας αντισημιτισμός τόσο ξεκαρδιστικός ώρες ώρες, που διόλου δεν νοιάζεται να εκλογικεύσει τα βαθύτερα αισθήματα και συμπλέγματα του συγγραφέα – όπως αντίθετα κάνουν ο Πλεύρης κι όλοι οι υπόλοιποι αντισημίτες ή οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, που συνήθως παρουσιάζονται ως σοβαροί «ιστορικοί» ή «ερευνητές». Μια πανέμορφη και καλαίσθητη έκδοση από τις εκδόσεις «Μάγμα» που θα ζήλευε και θα ήθελε να έχει στην τεράστια βιβλιοθήκη του ακόμα και ο Χιτ… ας μην σας σοκάρω περισσότερο γιατί εσείς πιστεύετε και ότι η λογοτεχνία de facto δημιουργεί καλοσύνη… θα πω μόνο να αγοράσετε το δοκίμιο για τον Σελίν, και να διαβάσετε και Σελίν, ήταν ψυχούλα μωρέ… 
 


Δε θέλω να πολιτικοποιήσω παραπάνω την ανάρτηση, δεν είμαι δα και ο Μιθριδάτης από τα Ημίζ – θα σας τα χρωστάω!
 
«Γιατί γράφω; Θα σας πω. Γράφω για να κάνω όλους τους υπόλοιπους να μη διαβάζονται».

Σχόλια

  1. Πόσο μα πόσο τίμιο και ειλικρινές κείμενο...
    Κι ας σκεφτούμε... Πόσους αποτρέπει να τον διαβάσουν το όνομα Έζρα Πάουντ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να' σαι καλά Νώντα, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

      Για μένα, αυτή η συζήτηση, αν πρέπει κάποιος να διαβάσει Πάουντ ή άλλους συγγραφείς, δεν έχει πια νόημα. Ό, τι θεωρώ ότι θα μου προκαλέσει ευχαρίστηση η ανάγνωσή του, το διαβάζω.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!