Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σκυλίσια ζωή


Μπορεί πριν κάμποσα χρόνια ο πρωτοποριακός καλλιτέχνης Νίκος Καρβέλας να τραγουδούσε ότι ο σκύλος του είναι γκέι αλλά πολύ πριν από αυτόν ο συγγραφέας Τζον Φάντε μας περιέγραφε μέσω της απολαυστικής νουβέλας του πώς ο σκύλος του ο Ηλίθιος με την εμμονή να καβαλάει όλα τα αρσενικά όντα που συναντούσε, «εννοείς πως επειδή πήγε να σε καβαλήσει, είναι αδερφή;», κατάφερε να τον κάνει να επαναπροσδιορίσει την ζωή του με την οικογένειά του και τον εαυτό του. Όσοι έχετε διαβάσει Μπουκόφσκι θα έχετε παρατηρήσει την εμμονή του να αναφέρει συνέχεια τον Τζον Φάντε ως σπουδαίο συγγραφέα που τον επηρέασε βαθιά στην γραφή του· το δεύτερο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές μόλις κάποιος διαβάσει ένα βιβλίο του Φάντε (εν προκειμένω το «Ρώτα τη σκόνη», το μόνο που κυκλοφορούσε στα ελληνικά μέχρι πρότινος). Η σπουδαιότητα του Τζον Φάντε όμως αρχίζει να μας παρουσιάζεται αυτόφωτη χωρίς την βοήθεια ετερόφωτων σημάνσεων και ελπίζω αυτό να συνεχίσει με αμείωτο ρυθμό. Γιατί η γραφή του παραμένει πιστή σαν σκύλος στα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της λογοτεχνίας εν γένει. Και στην τελική, τα βιβλία του είναι ο καλύτερος φίλος του αναγνώστη!

[...] «Ήταν ένας σκύλος, δεν ήταν άνθρωπος. Άλλα με τον καιρό θα γινόταν φίλος μου, και θα γέμιζε την ψυχή μου περηφάνια και παραλογισμό και όρεξη για ζωή. Ήταν πιο κοντά στον Θεό απ' όσο ήμουν εγώ ποτέ μου. Δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, κι αυτό ήταν επίσης ωραίο. Ήταν απόβλητος και ήμουν απόβλητος. Εγώ πολεμούσα κι έχανα, αυτός πολεμούσε και κέρδιζε. Τους ψηλομύτες μεγάλους Δανούς, τους περήφανους γερμανικούς ποιμενικούς, θα τους πλάκωνε όλους τους στο ξύλο, και θα τους γαμούσε κι από πάνω».



Παρότι Αμερικανός η λογοτεχνία του δεν είναι αμιγώς αμερικανική, το γεγονός ότι υπήρξε απόγονος ιταλών μεταναστών δίνει στην γραφή του ένα μεσογειακό ταμπεραμέντο που θα φανεί πολύ διασκεδαστικό στους Έλληνες αναγνώστες – και ενδεχομένως να φάνηκε πολύ εξωτικό στους Αμερικανούς, γεννώντας αμφίθυμες κρίσεις για το έργο του. Η αλλότρια καταγωγή του, η περιθωριακή ζωή του, οι δυσκολίες της φτώχιας και της επιβίωσης, η προσπάθεια εδραίωσης του ασυμβίβαστου έργου του, κλπ, αποτελούν παράλληλους άξονες με εκείνους του Μπουκόφσκι, γι' αυτό και τον συμπαθούσε τόσο πολύ. Αλλά εδώ δε θα κάνουμε συγκριτική μελέτη ανάμεσα τους, με τι προσόντα εξάλλου; Ο Χένρι Τσ...ε... Μολίσε είναι ένας 55χρονος συγγραφέας μέτριων σεναρίων ενώ ονειρεύεται να γράψει κάποτε τα μεγάλα του μυθιστορήματα, πατέρας 4 παιδιών άνω των είκοσι που δεν λένε να ξεκουνήσουν από το σπίτι, με μία γυναίκα που την αγαπά πολύ αλλά θα ήθελε και να την παρατήσει για μια ξένοιαστη ζωή στην πατρογονική Ρώμη παρέα με μια μελαχρινούλα, έτσι για την αλλαγή. Το μόνο που του έλειπε τώρα είναι ένας ηλίθιος σκύλος, τεράστιος σαν αρκουδα, να τον ταλαιπωρεί με την βαρυθυμία του και τις επιλεκτικές κάβλες του! Ή μήπως αυτός ο σκύλος είναι το αντίβαρο που έψαχνε, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, σε μια ζωή που κάποιες στιγμές κλίνει επικινδυνα προς τον παραλογισμό;

[...] «Έτσι απλά. Μ' ευχαριστεί για όλα. Μ' ευχαριστεί που τον έφερα στην ζωή χωρίς την άδειά του. Μ' ευχαριστεί που τον υποχρέωσα να ζήσει σ' έναν κόσμο πολέμου και έχθρας και μισαλλοδοξίας. Μ' ευχαριστεί που τον πήγα σε σχολεία που τον έμαθαν την απατεωνιά, το ψέμα, την προκατάληψη και τη σκληρότητα. Μ' ευχαριστεί που του φόρτωσα ένα θεό στον οποίο δεν πίστευε και τη μόνη αληθινή εκκλησία, κατάρα στις υπόλοιπες. Μ' ευχαριστεί που του μετέδωσα το πάθος μου για τα αυτοκίνητα, πάθος που μπορεί μια μέρα να τον καταστρέψει. Ευχαριστεί ένα πατέρα που γράφει γλυκερά σενάρια, όπου ένα αγόρι γνωρίζει ένα κορίτσι και οι καλοί νικάνε πάντα τους κακούς και θριαμβεύουν. Μ' ευχαριστεί για όλα».

Το βιβλίο του Φάντε είναι το γλυκόπικρο αποτέλεσμα συμφιλίωσης ενός γεννήτορα με τα λειψά δημιουργήματά του· τα βιολογικά παιδιά του, την συζυγική του αγάπη, τα μισοτελειωμένα μυθιστορήματά του. Με αξιοθαύμαστη λιτή πρόζα ο Φάντε στοχεύει στον πυρήνα του προβλήματος που είναι πάντα ένα και συνήθως δυσεπίλυτο: πώς μπορείς να αντιμετωπίσεις την ζωή σου. Γεμάτο χιούμορ, απολαυστικές στιχομυθίες, και με μια απελευθερωτική σκέψη που θα έκανε την πολιτική ορθότητα να σουφρώσει από αμηχανία, μας παραδίδει ένα φρέσκο μυθιστόρημα εντελώς απροκατάληπτο, παρά τις πολλές επιφανειακές προκαταλήψεις με τις οποίες φαίνεται να ναρκοθετεί τα γραπτά του. «Μερικές φορές η απλή αλήθεια είναι πολύ χρήσιμη. Ο άνδρας δεν ξεφτιλίζεται σώνει και καλά όταν παρουσιάζει μ' αξιοπρέπεια και απλότητα τα ωμά γεγονότα».

Η έκδοση από το «Δώμα» είναι πολύ κομψή, με ένα... πέος στο εξώφυλλό της, τολμά και κερδίζει τις εντυπώσεις! Η μετάφραση του Θάνου Σαμαρτζή είναι αρκετά λειτουργική. Εκεί που υπάρχει ένα θεματάκι είναι στην τιμή του. Το βιβλίο κοστίζει 15 ευρώ, μία οριακά ακριβή τιμή για το μέγεθος του βιβλίου. Φυσικά, δεν κρίνουμε τα βιβλία με τέτοια κριτήρια αλλά επειδή τυχαίνει να είμαι από εκείνους τους σπάνιους – και Ηλίθιους αναγνώστες που αγοράζουν τα βιβλία τους με δικά τους λεφτά και όχι με την σιελόρροια της σκυλίσιας μούρης τους και το κούνημα της ουράς τους, θεωρώ ότι μία τιμή λίγο πιο κάτω από τα 14 ευρώ θα ήταν ιδανική. Αν δεν ήταν Φάντε, θα περίμενα υπομονετικά να καταβαραθρωθεί η τιμή του. Και δεν θα είχα καθόλου τύψεις που δεν στηρίζω την αγορά του βιβλίου. Είναι όμως Φάντε και επιβάλλεται να το αγοράσετε και να το διαβάσετε γιατί ο τύπος είναι παλιά καραβάνα και παρόλο τον αυτοοικτιρμό του, ξέρει κατά βάθος ότι τα βιβλία του δεν είναι καθόλου για τα σκουπίδια.

[...] «Το ξαναδιάβασα και δάκρυσα με την αγάπη που αποτυπωνόταν στις διάφορες φράσεις και το βρήκα πολύ ωραίο σε ορισμένα σημεία, και σκέφτηκα μάλιστα μήπως έπρεπε να το επεκτείνω και να το κάνω ένα μικρό μυθιστόρημα. Αλλά ήμουν παλιά καραβάνα και ήξερα πόσο εύκολο ήταν να με μαγέψει το γράψιμό μου, κι έτσι δεν δυσκολεύτηκα να σκίσω το γράμμα και να το πετάξω στα σκουπίδια».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .