Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Why so serious?


«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι να πούνε» – στη μεγάλη λογοτεχνία, την επονομαζόμενη κλασική. Είχα καταλήξει ότι μάλλον δε θα διάβαζα ποτέ μου Βίκτορ Ουγκό. Λίγο οι βάναυσες παιδικές διασκευές των βιβλίων του (πώς εκφυλίζουν στα παιδικά/εφηβικά μας μάτια τέτοιους μεγαλειώδεις συγγραφείς, ποτέ δε θα μπορέσω να το χωνέψω), λίγο οι άθλιες εκδόσεις με τις άθλιες μεταφράσεις των «Αθλίων», λίγο η αβάσταχτη (για μένα) λυρικότητα της «Παναγίας των Παρισίων»… ε, δε θέλει και πολύ! Έλα όμως που ένα δοκίμιο για την ειρωνεία («Να είσαι εξωτερικά κωμικός και εσωτερικά τραγικός, δεν υπάρχει πιο ταπεινωτικός πόνος, δεν υπάρχει οργή πιο βαθιά», ορίστε και ένας περιεκτικότατος ορισμός της ειρωνείας δια χειρός του ίδιου του Ουγκό) έπλεκε το εγκώμιο για το συνολικό έργο του και ειδικότερα για το βιβλίο του, με τον απίστευτο τίτλο, «Ο άνθρωπος που γελά». Πόσο μάλλον όταν στην πορεία ανακάλυψα εντελώς τυχαία – That’s Lifo!* – ότι από αυτό το συγκεκριμένο βιβλίο γεννήθηκε ο Joker που όλοι ξέρουμε και πλακωνόμαστε για αυτόν εδώ και μήνες τώρα! «Αν σκίσουμε το στόμα και τα αυτιά και αποκαλύψουμε τα ούλα και σπάσουμε τη μύτη, δημιουργούμε μια μάσκα που θα γελά για πάντα». Απομακρύνετε τα αφελή βλέμματα από τις οθόνες σας. Η ακόλουθη ανάρτηση είναι ακατάλληλη για «ανηλίκους» – θα γίνει hardcore.
 
Πριν προχωρήσω στη ραχοκοκαλιά του βιβλίου – υπάρχει ραχοκοκαλιά και ήταν αυτή που με έπεισε να το αγοράσω – θέλω να σταθώ λίγο στη σάρκα και τις λογοτεχνικές αρτηρίες που τρέφουν το σώμα του. Έχω κατενθουσιαστεί με το βιβλίο του Ουγκό. Και δύο στοιχεία της γραφής του με κέρδισαν ήδη από την αρχή. Το πρώτο είναι οι λεγόμενες «σελίδες ανθολογίας», ετερόκλιτα κομμάτια γραφής που φαίνεται να συνομιλούν με το παρελθόν αλλά και, παραδόξως, με το μέλλον της λογοτεχνίας. Συνήθως την φράση «σελίδες ανθολογίας» την χρησιμοποιούμε εκφυλιστικά, όπως και την λέξη «αριστούργημα», για πράγματα που δεν είναι κάτι παραπάνω από απλώς καλά, αλλά στα μάτια πολλών αναγνωστών μοιάζουν υπέρτατο θαύμα – τουλάχιστον μέχρι όντως να φτάσει η στιγμή που θα το συναντήσουν πραγματικά. Στο βιβλίο του Ουγκό συνωθούνται γραφές που δεν μπορούν να αφήσουν κανέναν δυσαρεστημένο. Υπάρχει μέσα του κάτι από τις καλύτερες σελίδες του Πόε, από τις ταραχώδεις ψυχογραφίες του Μέλβιλ, από τις μοντερνίστικες πινελιές του Εστερχάζυ (η αριστοκρατία και οι λόρδοι στον φέρνουν μοιραία στο μυαλό) ή ακόμα και κάποιες από τις αρχειονομικές καινοτομίες του Περέκ (η καταγραφή πάμπολλων αντικειμένων σε ένα σημείο της πλοκής, το αποδεικνύει). Για χάρη της ανάρτησης, ωστόσο, επέλεξα να φέρω στο φως κάτι από τον κοσμικό τρόμο ενός Λάβκραφτ. «[…] Ακόμα και αυτός που δεν κοιμάται νιώθει να βαραίνει πάνω του αυτός ο κόσμος ο γεμάτος από μια αποτρόπαιη ζωή. Η χίμαιρα που τον περιβάλλει, μια πραγματικότητα που τη μαντεύει, τον ενοχλεί. Ο ξυπνητός άνθρωπος, που βαδίζει μέσα στα φαντάσματα του ύπνου των άλλων, σπρώχνει ταραγμένος κάποιες περαστικές μορφές και έχει, ή νομίζει πως έχει, τον αόριστο τρόμο των εχθρικών επαφών του αόρατου, και νιώθει την κάθε στιγμή την σκοτεινή αίσθηση μιας ανομολόγητης συνάντησης που εξανεμίζεται. Θυμίζει περιπλάνηση σε δάσος αυτή η πορεία μέσα στην νυχτερινή διασπορά των ονείρων. Είναι αυτό που λένε να φοβάσαι χωρίς να ξέρεις το γιατί».
 
Το δεύτερο στοιχείο που με ξετρέλανε είναι οι αποφθεγματικές φράσεις που συμπύκνωναν ένα μέρος της πλοκής που προηγήθηκε ή τις σκέψεις των ηρώων. «Υπάρχει πάντα κάποιος που λέει τη λέξη στην οποία εμπεριέχεται όλο το νόημα της στιγμής» – της φράσης, αντί της λέξης, εν προκειμένω. Και ποιος καλύτερος από τον ίδιο τον συγγραφέα! Ο τρόπος που διαχειρίζεται τις μεταφορές του λόγου είναι εξωπραγματικός. Γι’ αυτό τον διάβαζα ουγκιά-ουγκιά – πωω τι είπα πάλι, πάγωσαν τα ακροδάχτυλά μου και μόνο που το πληκτρολόγησα! Δεν το είχα ξανασυναντήσει σε τέτοιο εύρος. Όλη η σοφία και ο στοχασμός ενός ανθρώπου περικλειόταν σε κομψότατες και αιχμηρές φράσεις μιας καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας. Φράσεις που εξυπηρετούσαν την εκάστοτε πλοκή αλλά και άλλες που έμεναν μετέωρες, άχρονες, αθάνατες. Θα μπορούσα να αντιγράψω τουλάχιστον 50 κορυφαίες αλλά επέλεξα με κόπο την ακόλουθη (παρμένη από τα αποσπάσματα που αφορούσαν έναν αγαπητό… μισητό χαρακτήρα του βιβλίου, τον Μπαρκιλφέντρο):
 
«Η προϋπόθεση γι’ αυτή την ισχύ είναι η ασημαντότητα. Αν θέλεις να παραμείνεις ισχυρός, να παραμείνεις ασήμαντος. Να είσαι ένα τίποτα. Το φίδι που ξεκουράζεται κουλουριασμένο απεικονίζει το άπειρο και το μηδέν μαζί».
 
Μια γρήγορη προσπέλαση κριτικών αναγνωστών στο «Goodreads» φανέρωσε τα γνωστά: «Ωραία ιστορία αλλά θα ήταν καλύτερα αν έλειπαν 200 σελίδες από το βιβλίο» (εννοώντας τις σελίδες ανθολογίας!!!) ή «Ώρες ώρες γινόταν λίγο στοχαστικό για τα γούστα μου» (εννοώντας τα αποφθέγματα ανθολογίας), κλπ. Απόψεις για γέλια, κλασικά – ειδικά όταν μιλάμε για ένα βιβλίο σαν αυτό του Ουγκό. Παραβλέποντας αυτά τα φαιδρά, όμως, πρέπει να παραδεχτώ ότι όντως ο Ουγκό έγραψε μια εξαίσια ιστορία που είχα χρόνια να πετύχω συγγραφέα να την ξεδιπλώνει τόσο αριστοτεχνικά.
 
«Είσαι ντυμένος σαν άρχοντας. Γιατί όχι; Είσαι σαλτιμπάγκος. Ένας λόγος παραπάνω. Ένας γελωτοποιός αξίζει όσο ένας λόρδος. Άλλωστε, τι είναι οι λόρδοι; Κλόουν». It’s the same my dear
 

 
Κινητήριος δύναμη του Ουγκό είναι η ειρωνεία, μια αληθινά καλή ειρωνεία, που απλώνεται σε όλο το εύρος των θεμάτων του, με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Χωρίς να ξεχνάμε όμως ότι διαβάζουμε μια μεστή ιστορία με αρχή, μέση και τέλος· με λυρικές εξάρσεις· με ανελέητη κοινωνική κριτική· με κότσια, στην τελική. Κάτι που σπανίζει στις μέρες μας, παρά το μοντερνίστικο και τάχαμου προοδευτικό συγγραφικά περίβλημα που ενδύονται οι σύγχρονοι συγγραφείς. Δεν υπάρχει λόγος να περιγράψω την πλοκή, θα ήταν τέλειο να την ανακαλύψετε μόνοι σας. Αρκεί να προσθέσω, αν δεν σας έχω πείσει ήδη, ότι ο Ουγκό κάνει και απίστευτες ψυχογραφήσεις στους αξιομνημόνευτους χαρακτήρες του. Γκουινπλέιν, Ούρσους, Ντέα, Χοσιάνα (που θυμίζει κάπως την «Ευνοούμενη» του Λάνθιμου), Μπαρκιλφέντρο, Χόμο – ναι, ακόμα και για αυτόν, όσοι έχετε διαβάσει το βιβλίο, καταλαβαίνετε γιατί το αναφέρω. Και μια συμβουλή: όσοι τραβάτε τα βυζιά σας από ενθουσιασμό για τα βιβλία της Χίλαρι Μάντελ, διαβάστε πρώτα τον Ουγκό για να δείτε πώς γίνεται πραγματικά. Προσοχή στις απομιμήσεις!
 
«Ο Γκουινπλέιν ζούσε μέσα σ’ ένα είδος αποκεφαλισμού, είχε ένα πρόσωπο που δεν ήταν δικό του. Αυτό το πρόσωπο ήταν τρομακτικό, τόσο τρομακτικό, που διασκέδαζε τους άλλους. Προκαλούσε τόσο πολύ το φόβο, ώστε να φέρνει το γέλιο. Ήταν κάτι κολασμένα κωμικό».
 
Η έκδοση του βιβλίου είναι από την «Σύγχρονη Εποχή»· ξέρω τι σκέφτεστε, τα ίδια και χειρότερα σκεφτόμουν και εγώ όταν πήγα να το αγοράσω. Αλλά αφήστε τις προκαταλήψεις κατά μέρος – θα βρείτε άλλες να γεμίσουν το κενό σας. Η έκδοση είναι ανέλπιστα όμορφη, με πυκνογραμμένη αλλά καλαίσθητη γραμματοσειρά, ωραίο χαρτί και τα σχετικά. Η μετάφραση της Ντορέτας Πέππα είναι άψογη (για μένα), θα το διαπιστώσετε γρήγορα και εσείς μόλις έρθετε σε επαφή με τον εκρηκτικό πολυποικιλιακό στοχασμό του Ουγκό. Δεν είχα εντοπίσει κανένα απολύτως ψεγάδι, μέχρι που έφτασα λίγο πριν το τέλος, και για 20 περίπου σελίδες, ήρθα αντιμέτωπος με το δίλημμα (ακόμα και εντός της ίδιας σελίδας!) αν γράφεται «μυλόρδος» ή «μιλόρδος». Έχει και η αριστοκρατία του πνεύματος τα προβλήματά της! 
 
Επιτρέψτε μου να κάνω μια ξεχωριστή αναφορά στο εξώφυλλο. Όσοι με ξέρετε έστω και λίγο, θα γνωρίζετε ότι συχνά βρίζω εξώφυλλα που βρίσκω άσχημα ή αδιάφορα στην καλύτερη. [Εδώ βρίζω νεκρούς, στα εξώφυλλα θα κολλήσω]! Παρόλα αυτά είμαι δεκτικός σε κάποιες παρακινδυνευμένες ενέργειες εκ μέρους των εκδοτών που σκοπό έχουν να προκαλέσουν τους αναγνώστες ώστε να καταπιαστούν με ένα σημαντικό κείμενο που σε άλλη περίπτωση θα προσπερνούσαν αδιάφοροι (π.χ. μου άρεσε το εξώφυλλο του «Μεταίχμιου» με το κορίτσι με το τατουάζ στην «Πάπισσα Ιωάννα»· αρκετά ακραία επιλογή για κάποιους, με ενδεχόμενα οφέλη όμως· που μάλλον δεν τους έκατσε, υποψιάζομαι. Τέλος πάντων, το πόιντ μου στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι αντί για το παλιακό εξώφυλλο του «Ανθρώπου που γελά» θα μπορούσε να χρησιμοποιεί μια σύγχρονη επεξεργασμένη αφίσα της φιγούρας του Joker, έτσι ώστε να γίνει η σύνδεση με πολλαπλές κουλτούρες και είδη, τραβώντας και διαφορετικούς αποδέκτες. Όπως και να’ χει, η ταινία «Joker» και η ερμηνεία του Χόακιν Φοίνιξ ήταν εξαιρετικές και το βιβλίο του Ουγκό ένα από τα 20 (ίσως και μέσα στα 15, 14, 13…) καλύτερα που έχω διαβάσει. Και ξέρετε και κάτι ακόμα, δεν με νοιάζει διόλου αν η κριτική μου είναι για γέλια. «Όταν θέλει, η πραγματικότητα φτιάχνει αριστουργήματα». Το ίδιο κάνει, όταν θέλει και μπορεί, και η λογοτεχνία! Hugo (Big) Boss! «Είχε το ύφος ενός σχολαστικού του χάους». Δεν μπορεί να περιγραφεί πιο εύστοχα.
 
Υ.Γ. 2666 Εναλλακτικός τίτλος ανάρτησης: «The Parasite». Άλλη μία εξαιρετική ταινία που ταιριάζει γάντι με τους κοινωνικούς προβληματισμούς που θέτει ο Ουγκό στα βιβλία του. «Ζούμε σε μια εποχή όπου τίποτα δεν ισοδυναμεί με τον κυνισμό της μάσας. Πάχυνε με δικά μου έξοδα, παράσιτο». Αλλά κέρδισε ο Joker στο φώτο-φίνις. Έτσι είναι. Κι αν σου κάτσει!
 
Υ.Γ. 49 Αφήστε σε σχόλιο ποιο πιστεύετε ότι θα γίνει κάποια στιγμή το μεγάλο σας Ναι ή ποιο θα παραμείνει για πάντα το μεγάλο Όχι! «Κάθε ύπαρξη μοιάζει με μια επιστολή, που την αναιρεί το υστερόγραφο»! Για τον Θεό, Ουγκό, σταμάτα, δεν αντέχω άλλο.
 
Υ.Γ. 1793 Σαν σήμερα, στις 26 Φεβρουαρίου 1802, γεννήθηκε ο Βίκτορ Ουγκό. Μόνο έτσι θα ορί-ζουμε τις ζωές μας πλέον – με τις γεννήσεις και τους θανάτους διασημοτήτων! Δεν πιστεύω να είστε τίποτα φυσιολογικοί!! «Ο θάνατος είναι η αποφυλάκιση μέσα στο άπειρο». Θρηνείστε γιατί χανόμαστε.
 
«Κι εσύ που τόσο επόθησες μια μέρα
Να σβηστούν όλες οι χλευαστικές αηδίες,
Θα έχεις έναν θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
Και μία μνεία σαν τις πολλές του facebook τις μνείες»



* Δεν πίστευα ποτέ μου ότι θα βρω έστω και μια ελάχιστα ενδιαφέρουσα πληροφορία σε ένα τόσο αδιάφορο και εκνευριστικά ψωνίστικο σάιτ όπως είναι η Lifo. Τι να πεις! Την επόμενη δεκαετία, ξανά! 
 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!