Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τι ειρωνεία!


Ο συγγραφέας είναι στρουκτουραλιστής και γω τον μόνο διασκεδαστικό στρουκτουραλισμό που γνώρισα στη ζωή μου είναι τα τουβλάκια της lego! Δεν μπορούσα με τίποτα όμως να αντισταθώ σ’ αυτόν τον πιασάρικο τίτλο. Ούτε και στο θέμα του που με απασχολεί συστηματικά και προοδευτικά εδώ και χρόνια. Στις μέρες μας η τραγικότητα στην ειρωνεία έχει μετατοπιστεί επιτυχώς στην τραγικότητα στην λογοτεχνία· αλλά αυτό είναι θέμα μιας κάποιας άλλης ανάρτησης. Για την ώρα ας επικεντρωθούμε στην ειρωνεία. Η ειρωνεία είναι κάπως σαν τους αρχάριους που κάθονται σε ένα τραπέζι πόκερ: «Αν μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά δεν μπορείς να ανακαλύψεις ποιο είναι το θύμα του τραπεζιού, τότε το θύμα είσαι εσύ»! Το ’πιασες το υπονοούμενο; «…Όπως στην ειρωνεία που ένα υπονοούμενο πρέπει πάντα να εντοπιστεί, να αναγνωριστεί και να ερμηνευτεί». Αν λοιπόν δεν μπορείς να ανακαλύψεις εγκαίρως ποιο είναι το θύμα της ειρωνείας τότε πιθανότατα είσαι εσύ το θύμα της. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψεις την περίπλοκη επικοινωνία που κομίζει η ειρωνεία και τα εργαλεία της. Όσοι ταυτίζουν ατυχώς την ειρωνεία με την αγένεια μένουν προσκολλημένοι μόνο σ’ ένα απειροελάχιστο ποσοστό της χρησιμότητάς της. Συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με αυτό που λέγεται ότι συμβαίνει με τον ανθρώπινο εγκέφαλο, ότι δηλαδή χρησιμοποιούμε μόνο το 10% ή και λιγότερο των δυνατοτήτων του, αγνοώντας εν πολλοίς το υπόλοιπο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ειρωνεία. Γιατί η ειρωνεία είναι πρωτίστως εγκεφαλική υπόθεση. Θέλει μυαλό.
 
[…] Πολύ συχνά, στην ειρωνεία συμβαίνει να αντιστρέφεις ή να αντιμεταθέτεις τις σχέσεις, να αμφισβητείς ή να αποκλείεις συνολικά τους τρόπους και τις δομές της επιχειρηματολογίας ή των συλλογισμών, περισσότερο παρά να παίρνεις απλώς το αντίθετο μιας λέξης. Η διατύπωση της ειρωνείας, θα το βλέπουμε διαρκώς, δεν είναι θέμα λέξεων (αλλά όρων, λεξιλογίου) και δεν θα μπορούσε να συμπέσει με μια σειρά από «ευφυολογήματα».
 
Εκατοντάδες χιλιάδες συνάνθρωποί μας αδυνατούν να αντιληφθούν τα σήματα της ειρωνείας, φανταστείτε τότε πόσο δύσκολο καθίσταται να κατανοήσει κανείς ένα δοκίμιο περί ειρωνείας. Μπορεί να είναι σχετικά εύκολο να ειρωνευόμαστε την κριτική (τέτοια που είναι, καλά της κάνουμε!) αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να κριτικάρουμε την ειρωνεία! Ακόμα και αν αποφύγουμε τους σκοπέλους των ορισμών, θα χαθούμε στην αχλή της όλης υπόθεσης. Δεν θα ήταν και τελείως αδόκιμο αν ισχυριζόμασταν ότι την ειρωνεία την διαισθάνεσαι παρά την αντιλαμβάνεσαι και την ξεχωρίζεις. Φυσικά, σε πολλές περιπτώσεις την ξεχωρίζεις με άνεση, αλλά είναι τόσες οι αποχρώσεις της (σίγουρα πάνω από πενήντα) που απαιτούνται πιο εκλεπτυσμένα αισθητι(ρια)κά όργανα για να την συλλάβεις. Και το δοκίμιο του Χάμον αποδεικνύεται πολύτιμος βοηθός. Σε αυτό εκλείπουν οι πολλοί ορισμοί της ειρωνείας (που υπήρχαν σε αφθονία στο δοκίμιο της Κωστίου) και φέρνει στο φως περισσότερο την γενική και καλοκουρδισμένη λειτουργία της γλώσσας και λιγότερο τους φανερούς (ή κρυφούς) μηχανισμούς της.
 
Υπάρχουν πολλές αναφορές σε γνωστά λογοτεχνικά κείμενα, όπως η «Γεροντοκόρη» του Μπαλζάκ – σύμφωνα με τους μελετητές του ένα από τα πλέον ειρωνικά έργα του. Θα φροντίσω να το αγοράσω σύντομα. Βέβαια, είναι λυπηρό που δεν το είχα τόσα χρόνια στη βιβλιοθήκη μου γιατί ειδάλλως θα μπορούσα να πω «Έφτασε η ώρα, η Γεροντοκόρη να κατέβει από το ράφι»! Όπου και να ταξιδέψω, η ειρωνεία με πληγώνει. Εκτός από τον Μπαλζάκ, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και άλλους ειρωνικούς συγγραφείς όπως ο Ουγκώ και ο Φλωμπέρ, στους οποίους η ειρωνεία είναι σχετικά δύσκολα ανιχνεύσιμη αλλά δομικό υλικό των έργων τους (σας μιλάει ο στρουκτουραλιστής μέσα μου, τώρα). 
 
Το βιβλίο του Χάμον σποραδικά περιείχε κάποια σημεία αρκετά «στρουκτουραλιστικά» αλλά σε γενικές γραμμές ήταν πολύ ενδιαφέρον και ψυχωφελές ανάγνωσμα. Το απόλαυσα όσο δεν πάει. Βρήκα αποσπάσματα που μίλησαν ακριβώς στην καρδιά… του μυαλού μου! Το προτείνω με χίλια στο μέσο αναγνώστη που θα ήθελε να μάθει περισσότερα για την ειρωνεία και την εκτεταμένη χρήση της μέσα στην λογοτεχνία, χωρίς να μπλέξει στις φιλοσοφικές σκέψεις ενός Γιανκέλεβιτς ή στους τεχνικούς ορισμούς μιας Κωστίου. Διαβάστε μια φορά και το memoir ενός… μορφωμένου, φτάνει πια με τον σεξισμό! Απολύτως ευφρόσυνο και γοητευτικό ανάγνωσμα.
 
Η γενικότερη έκδοση είναι μια Oasis (ξέρω, κάκιστο λογοπαίγνιο, ακόμα και για τα δικά μου μέτρα) αλλά τι να κάνω, αφού έτσι είναι; Απίστευτα προσεγμένο δοκίμιο χωρίς κανένα ψεγάδι. Πολύ καλή μετάφραση της Βασιλείας Γούλα, υπέροχο εξώφυλλο της Ισμήνης Κορωνίδη, με τις υποσημειώσεις του, την βιβλιογραφία του, με την εξαιρετική ποιότητα χαρτιού, με τα όλα του. Το μόνο «αρνητικό»… είναι η γραφή των κύριων ονομάτων και τίτλων έργων στην πρωτότυπη γραφή. Εδώ θα γίνω λίγο πικρόχολος, δεν πειράζει, εξάλλου ανάρτηση για την ειρωνεία είναι. Το έχω συναντήσει και σε άλλα δοκίμια και είναι εξόχως εκνευριστικό. Μία από τις απολαύσεις της ανάγνωσης βιβλίων είναι να σημειώνω συγγραφείς και τίτλους για μελλοντικούς αναγνωστικούς σκοπούς. Τι να το κάνω αν δεν καταλαβαίνω τα ονόματα; Θα μου πείτε, ψάξτα στο google. Αυτό ποτέ δεν γίνεται γιατί σχεδόν κανένας αναγνώστης δεν αφήνει το βιβλίο για να τρέχει κάθε τρεις και λίγο σε μηχανές αναζήτησης. Επίσης, όταν ένα όνομα αναφέρεται στην αρχή ενός βιβλίου και ακολουθεί σε πολλά σημεία, επιθυμείς κάπως να «συνδεθείς» μαζί του, για να θυμάσαι στην πορεία τι έλεγε, ποιος ήταν, κλπ. Ακόμα, σχεδόν ασυνείδητα όταν συναντάς ένα ξένο όνομα, μοιραία το μεταγράφεις νοερά, οπτικά ή φωνητικά στην μητρική σου γλώσσα. Ειλικρινά, θα ήθελα να ήμουν από μια μεριά όταν ένας άπειρος αναγνώστης πρωτοσυνάντησε το όνομα του Νίτσε γραμμένο ως… Nietzsche! Σε ανάλογες περιπτώσεις, πρέπει τα ονόματα να μεταφράζονται ή ιδανικά να συμπεριλαμβάνεται σε παρένθεση ή υποσημείωση το πρωτότυπο όνομα. Δεν με ενδιέφερε διόλου να δω γραμμένα στην πρωτότυπη γλώσσα τα ονόματα των Φλωμπέρ, Μπωντλαιρ, Ρεμπώ και Μπαλζάκ· αυτά τα έχω δει πολλάκις και τα έχω πλέον μάθει. Ήθελα να μάθω για άλλους άγνωστους συγγραφείς, που για μένα δυστυχώς παρέμειναν άγνωστοι, και μοιραία εντελώς αδιάφοροι. Quel dommage! 
 

 
[…] «Μια τελευταία παρατήρηση: η μεταφορά (ή οι πιο «εκτεταμένες» παραλλαγές της, η αναλογία ή η σύγκριση) είναι σίγουρα το σήμα, ο τόπος, και το πιο συχνό όχημα της ειρωνείας. Σχήμα «διπλό» («ο πιο διπλός κώδικας της αναλογίας» για τον οποίο μιλάει ο Char), «που φέρνει απουσία και παρουσία, ευαρέσκεια και δυσαρέσκεια» (Pascal), εστιάζοντας την προσοχή του πιο αφηρημένου αναγνώστη, σχήμα ιδιαίτερα κατάλληλο στο να χρησιμεύσει ως μικρό μοντέλο, με άλλα λόγια, ως τοπική «μακέτα», για μια γενικότερη διατύπωση της ειρωνείας (λόγος διπλός) που θα παίξει μέσα στην κλίμακα του κάθε κειμένου».
 
Σε ετούτο το μπλογκ εκτελούνται μεταφοραί· μην το ξεχνάτε αυτό. Είμαι για τα μπάζα!
 
Υ.Γ. 2666 Ειρωνεία και στην κριτική, όχι μόνο στην λογοτεχνία. «Η ειρωνεία αποβαίνει ένας τρόπος σκέψης περισσότερο παρά ένας τρόπος λόγου, μια φιλοσοφική στάση περισσότερο παρά μια ηθική και το «οξύμωρο-ύφος» γίνεται, στην πένα των συγγραφέων, όπως και σε αυτή των κριτικών και των θεωρητικών που την περιγράφουν, απ’ ό,τι φαίνεται ο μόνος κατάλληλος τρόπος, για να αναφερθούμε σ’ αυτήν: «μελαγχολική ευθυμία», «σοβαρή ελαφρότητα», «τρυφερή σκληρότητα», «γελοία σοβαρότητα», «σοβαρή ευθυμία», «Madame de Stael», κλπ.». Σας το ξαναλέω, δεν μπορεί να υπάρξει υψηλή λογοτεχνία χωρίς βασικότατο όχημά της την ειρωνεία – όσοι πιστεύετε το αντίθετο, ξεκαβαλάτε από τις προκαταλήψεις σας! Ποσώς με ενδιαφέρει αλλά σαν να ακούω αχνά την απαξιωτική σας απάντηση που τρόπον τινά επαληθεύει το παραπάνω αξίωμα: Σιγά μαντάμ!!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !