Ο συγγραφέας είναι στρουκτουραλιστής και γω τον μόνο διασκεδαστικό στρουκτουραλισμό που γνώρισα στη ζωή μου είναι τα τουβλάκια της lego! Δεν μπορούσα με τίποτα όμως να αντισταθώ σ’ αυτόν τον πιασάρικο τίτλο. Ούτε και στο θέμα του που με απασχολεί συστηματικά και προοδευτικά εδώ και χρόνια. Στις μέρες μας η τραγικότητα στην ειρωνεία έχει μετατοπιστεί επιτυχώς στην τραγικότητα στην λογοτεχνία· αλλά αυτό είναι θέμα μιας κάποιας άλλης ανάρτησης. Για την ώρα ας επικεντρωθούμε στην ειρωνεία. Η ειρωνεία είναι κάπως σαν τους αρχάριους που κάθονται σε ένα τραπέζι πόκερ: «Αν μέσα στα πρώτα πέντε λεπτά δεν μπορείς να ανακαλύψεις ποιο είναι το θύμα του τραπεζιού, τότε το θύμα είσαι εσύ»! Το ’πιασες το υπονοούμενο; «…Όπως στην ειρωνεία που ένα υπονοούμενο πρέπει πάντα να εντοπιστεί, να αναγνωριστεί και να ερμηνευτεί». Αν λοιπόν δεν μπορείς να ανακαλύψεις εγκαίρως ποιο είναι το θύμα της ειρωνείας τότε πιθανότατα είσαι εσύ το θύμα της. Είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να περιγράψεις την περίπλοκη επικοινωνία που κομίζει η ειρωνεία και τα εργαλεία της. Όσοι ταυτίζουν ατυχώς την ειρωνεία με την αγένεια μένουν προσκολλημένοι μόνο σ’ ένα απειροελάχιστο ποσοστό της χρησιμότητάς της. Συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με αυτό που λέγεται ότι συμβαίνει με τον ανθρώπινο εγκέφαλο, ότι δηλαδή χρησιμοποιούμε μόνο το 10% ή και λιγότερο των δυνατοτήτων του, αγνοώντας εν πολλοίς το υπόλοιπο. Το ίδιο συμβαίνει και με την ειρωνεία. Γιατί η ειρωνεία είναι πρωτίστως εγκεφαλική υπόθεση. Θέλει μυαλό.
[…] Πολύ συχνά, στην ειρωνεία συμβαίνει να αντιστρέφεις ή να αντιμεταθέτεις τις σχέσεις, να αμφισβητείς ή να αποκλείεις συνολικά τους τρόπους και τις δομές της επιχειρηματολογίας ή των συλλογισμών, περισσότερο παρά να παίρνεις απλώς το αντίθετο μιας λέξης. Η διατύπωση της ειρωνείας, θα το βλέπουμε διαρκώς, δεν είναι θέμα λέξεων (αλλά όρων, λεξιλογίου) και δεν θα μπορούσε να συμπέσει με μια σειρά από «ευφυολογήματα».
Εκατοντάδες χιλιάδες συνάνθρωποί μας αδυνατούν να αντιληφθούν τα σήματα της ειρωνείας, φανταστείτε τότε πόσο δύσκολο καθίσταται να κατανοήσει κανείς ένα δοκίμιο περί ειρωνείας. Μπορεί να είναι σχετικά εύκολο να ειρωνευόμαστε την κριτική (τέτοια που είναι, καλά της κάνουμε!) αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να κριτικάρουμε την ειρωνεία! Ακόμα και αν αποφύγουμε τους σκοπέλους των ορισμών, θα χαθούμε στην αχλή της όλης υπόθεσης. Δεν θα ήταν και τελείως αδόκιμο αν ισχυριζόμασταν ότι την ειρωνεία την διαισθάνεσαι παρά την αντιλαμβάνεσαι και την ξεχωρίζεις. Φυσικά, σε πολλές περιπτώσεις την ξεχωρίζεις με άνεση, αλλά είναι τόσες οι αποχρώσεις της (σίγουρα πάνω από πενήντα) που απαιτούνται πιο εκλεπτυσμένα αισθητι(ρια)κά όργανα για να την συλλάβεις. Και το δοκίμιο του Χάμον αποδεικνύεται πολύτιμος βοηθός. Σε αυτό εκλείπουν οι πολλοί ορισμοί της ειρωνείας (που υπήρχαν σε αφθονία στο δοκίμιο της Κωστίου) και φέρνει στο φως περισσότερο την γενική και καλοκουρδισμένη λειτουργία της γλώσσας και λιγότερο τους φανερούς (ή κρυφούς) μηχανισμούς της.
Υπάρχουν πολλές αναφορές σε γνωστά λογοτεχνικά κείμενα, όπως η «Γεροντοκόρη» του Μπαλζάκ – σύμφωνα με τους μελετητές του ένα από τα πλέον ειρωνικά έργα του. Θα φροντίσω να το αγοράσω σύντομα. Βέβαια, είναι λυπηρό που δεν το είχα τόσα χρόνια στη βιβλιοθήκη μου γιατί ειδάλλως θα μπορούσα να πω «Έφτασε η ώρα, η Γεροντοκόρη να κατέβει από το ράφι»! Όπου και να ταξιδέψω, η ειρωνεία με πληγώνει. Εκτός από τον Μπαλζάκ, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί και άλλους ειρωνικούς συγγραφείς όπως ο Ουγκώ και ο Φλωμπέρ, στους οποίους η ειρωνεία είναι σχετικά δύσκολα ανιχνεύσιμη αλλά δομικό υλικό των έργων τους (σας μιλάει ο στρουκτουραλιστής μέσα μου, τώρα).
Το βιβλίο του Χάμον σποραδικά περιείχε κάποια σημεία αρκετά «στρουκτουραλιστικά» αλλά σε γενικές γραμμές ήταν πολύ ενδιαφέρον και ψυχωφελές ανάγνωσμα. Το απόλαυσα όσο δεν πάει. Βρήκα αποσπάσματα που μίλησαν ακριβώς στην καρδιά… του μυαλού μου! Το προτείνω με χίλια στο μέσο αναγνώστη που θα ήθελε να μάθει περισσότερα για την ειρωνεία και την εκτεταμένη χρήση της μέσα στην λογοτεχνία, χωρίς να μπλέξει στις φιλοσοφικές σκέψεις ενός Γιανκέλεβιτς ή στους τεχνικούς ορισμούς μιας Κωστίου. Διαβάστε μια φορά και το memoir ενός… μορφωμένου, φτάνει πια με τον σεξισμό! Απολύτως ευφρόσυνο και γοητευτικό ανάγνωσμα.
Η γενικότερη έκδοση είναι μια Oasis (ξέρω, κάκιστο λογοπαίγνιο, ακόμα και για τα δικά μου μέτρα) αλλά τι να κάνω, αφού έτσι είναι; Απίστευτα προσεγμένο δοκίμιο χωρίς κανένα ψεγάδι. Πολύ καλή μετάφραση της Βασιλείας Γούλα, υπέροχο εξώφυλλο της Ισμήνης Κορωνίδη, με τις υποσημειώσεις του, την βιβλιογραφία του, με την εξαιρετική ποιότητα χαρτιού, με τα όλα του. Το μόνο «αρνητικό»… είναι η γραφή των κύριων ονομάτων και τίτλων έργων στην πρωτότυπη γραφή. Εδώ θα γίνω λίγο πικρόχολος, δεν πειράζει, εξάλλου ανάρτηση για την ειρωνεία είναι. Το έχω συναντήσει και σε άλλα δοκίμια και είναι εξόχως εκνευριστικό. Μία από τις απολαύσεις της ανάγνωσης βιβλίων είναι να σημειώνω συγγραφείς και τίτλους για μελλοντικούς αναγνωστικούς σκοπούς. Τι να το κάνω αν δεν καταλαβαίνω τα ονόματα; Θα μου πείτε, ψάξτα στο google. Αυτό ποτέ δεν γίνεται γιατί σχεδόν κανένας αναγνώστης δεν αφήνει το βιβλίο για να τρέχει κάθε τρεις και λίγο σε μηχανές αναζήτησης. Επίσης, όταν ένα όνομα αναφέρεται στην αρχή ενός βιβλίου και ακολουθεί σε πολλά σημεία, επιθυμείς κάπως να «συνδεθείς» μαζί του, για να θυμάσαι στην πορεία τι έλεγε, ποιος ήταν, κλπ. Ακόμα, σχεδόν ασυνείδητα όταν συναντάς ένα ξένο όνομα, μοιραία το μεταγράφεις νοερά, οπτικά ή φωνητικά στην μητρική σου γλώσσα. Ειλικρινά, θα ήθελα να ήμουν από μια μεριά όταν ένας άπειρος αναγνώστης πρωτοσυνάντησε το όνομα του Νίτσε γραμμένο ως… Nietzsche! Σε ανάλογες περιπτώσεις, πρέπει τα ονόματα να μεταφράζονται ή ιδανικά να συμπεριλαμβάνεται σε παρένθεση ή υποσημείωση το πρωτότυπο όνομα. Δεν με ενδιέφερε διόλου να δω γραμμένα στην πρωτότυπη γλώσσα τα ονόματα των Φλωμπέρ, Μπωντλαιρ, Ρεμπώ και Μπαλζάκ· αυτά τα έχω δει πολλάκις και τα έχω πλέον μάθει. Ήθελα να μάθω για άλλους άγνωστους συγγραφείς, που για μένα δυστυχώς παρέμειναν άγνωστοι, και μοιραία εντελώς αδιάφοροι. Quel dommage!
[…] «Μια τελευταία παρατήρηση: η μεταφορά (ή οι πιο «εκτεταμένες» παραλλαγές της, η αναλογία ή η σύγκριση) είναι σίγουρα το σήμα, ο τόπος, και το πιο συχνό όχημα της ειρωνείας. Σχήμα «διπλό» («ο πιο διπλός κώδικας της αναλογίας» για τον οποίο μιλάει ο Char), «που φέρνει απουσία και παρουσία, ευαρέσκεια και δυσαρέσκεια» (Pascal), εστιάζοντας την προσοχή του πιο αφηρημένου αναγνώστη, σχήμα ιδιαίτερα κατάλληλο στο να χρησιμεύσει ως μικρό μοντέλο, με άλλα λόγια, ως τοπική «μακέτα», για μια γενικότερη διατύπωση της ειρωνείας (λόγος διπλός) που θα παίξει μέσα στην κλίμακα του κάθε κειμένου».
Σε ετούτο το μπλογκ εκτελούνται μεταφοραί· μην το ξεχνάτε αυτό. Είμαι για τα μπάζα!
Υ.Γ. 2666 Ειρωνεία και στην κριτική, όχι μόνο στην λογοτεχνία. «Η ειρωνεία αποβαίνει ένας τρόπος σκέψης περισσότερο παρά ένας τρόπος λόγου, μια φιλοσοφική στάση περισσότερο παρά μια ηθική και το «οξύμωρο-ύφος» γίνεται, στην πένα των συγγραφέων, όπως και σε αυτή των κριτικών και των θεωρητικών που την περιγράφουν, απ’ ό,τι φαίνεται ο μόνος κατάλληλος τρόπος, για να αναφερθούμε σ’ αυτήν: «μελαγχολική ευθυμία», «σοβαρή ελαφρότητα», «τρυφερή σκληρότητα», «γελοία σοβαρότητα», «σοβαρή ευθυμία», «Madame de Stael», κλπ.». Σας το ξαναλέω, δεν μπορεί να υπάρξει υψηλή λογοτεχνία χωρίς βασικότατο όχημά της την ειρωνεία – όσοι πιστεύετε το αντίθετο, ξεκαβαλάτε από τις προκαταλήψεις σας! Ποσώς με ενδιαφέρει αλλά σαν να ακούω αχνά την απαξιωτική σας απάντηση που τρόπον τινά επαληθεύει το παραπάνω αξίωμα: Σιγά μαντάμ!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.