Όλοι εσείς που νιώθετε ακαθόριστο μίσος για τον Τζόυς ή τον θεωρείτε έναν σχιζοφρενή κάφρο που φλόμωσε επίτηδες την λογοτεχνία του με δυσερμήνευτα και κρυπτικά μηνύματα, αναλογιστείτε τούτο (για να νιώσετε χειρότερα): το βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου είναι 220 σελίδες μεγάλου σχήματος, αν αφαιρέσουμε χοντρικά τις 20 σελίδες που δείχνουν μερικές φωτογραφίες και την βιβλιογραφία στο τέλος, θα μείνουν 200. Θέλετε να κόψω άλλες 10; 190, να τα αφήσω; Ωραία, από αυτές τις 190 μόλις οι 16 σελίδες (εν πολλοίς αραιογραμμένες) είναι του ίδιου του Τζόυς – συν άλλες 16 αντικριστές σελίδες η μετάφραση. Σας την δίνει στα νεύρα όλο αυτό; Πολύ το γουστάρω! Κι αν αυτή η λεπτή σύμβαση κουράζει τον αναγνώστη, ας σκεφτεί ότι στην παγκόσμια λογοτεχνία κανείς συγγραφέας που σέβεται τη δουλειά του δεν υποβάλλει προφανείς ερωτήσεις («Who?») με προφανή απάντηση («She»). Οπωσδήποτε ο Τζόις ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που θέτουν ψηλά τον πήχη ως προς αυτόν τον θεμελιώδη κανόνα της αναγνωστικής προσδοκίας και απόλαυσης.
Στο ίδιο μοτίβο, όποιον βλέπω να υποστηρίζει ότι είναι αχρείαστες οι τόσες υποσημειώσεις και ερμηνείες στο έργο του Τζόυς, θεωρώ ότι επαληθεύει ακριβέστατα τον ορισμό της αυτογελοιοποίησης – το έθεσα κάπως ήπια, γιατί είμαι και ευγενικός άνθρωπος, δεν θέλω να προκαλώ. (...) αυτή άλλωστε είναι η ομορφιά της απορίας, του αινίγματος, της λογοτεχνίας: η ανασφάλεια του αναγνώστη. Αυτό το εξαιρετικό δοκίμιο του Άρη Μαραγκόπουλου ήρθε να επιβεβαιώσει και να «γαργαλήσει» αυτή την ανασφάλεια των αναγνωστών, ότι ίσως να είναι έτσι τα πράγματα, ίσως πάλι να μην είναι καν έτσι αλλά πολύ αλλιώς, που θα έρθουν άλλες μελέτες (είναι ισχνότατη η ελληνική βιβλιγραφία επί του θέματος, την τρέλα μου μέσα!) να φωτίσουν τα σκοτεινά σημεία της τζοϋσικής ερμηνείας. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαραγκόπουλος ύστερα από την πρώτη, πριν πολλά χρόνια, «λειψή» απόδοση του «Τζάκομο», έρχεται τώρα να διορθώσει τα πράγματα, και θα επανέλθει σίγουρα και στο μέλλον· όχι γιατί δεν κάνει καλά την δουλειά του αλλά γιατί ο Τζόυς κάνει πολύ καλά τη δική του!
Αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο στην λογοτεχνία είναι το μη τελεσίδικο της απόλαυσης και των ερμηνειών. Ο Ρίτσαρντ Έλμαν, ο επίσημος βιογράφος του Τζόυς και εκείνος που έφερε στην επιφάνεια το «Τζάκομο Τζόυς» ήταν για πολλά χρόνια και παραμένει σθεναρά ακόμα και τώρα μια μεγάλη αυθεντία γύρω από τον Ιρλανδό. Με βοήθησε πολύ κατά την (πρώτη) ανάγνωση του «Οδυσσέα» και του το χρωστάω αυτό. Όμως κάποια στιγμή επέρχεται η αποκαθήλωση των μελετητών – ενίοτε και των συγγραφέων, αν και με τον Τζόυς δύσκολα να γίνει αυτό – κυρίως όταν ανακύπτουν νέοι μελετητές με νέες ιδέες και νέες μεθόδους, πράγμα αξιοθαύμαστο. Ο John McCourt έγινε ένας από αυτούς· ανυπομονώ να δω κάτι δικό του μεταφρασμένο στα ελληνικά. Ακόμα και η Έλεν Σιξού προσπόρισε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες γύρω από τον Τζόυς («Ο τζοϊσικός ερωτισμός δεν ικανοποιείται απλώς με μια μονόπλευρη υπέρβαση [...] Στον Τζόις η διαδικασία γονιμοποίησης αναστρέφεται: αρσενικό-θηλυκό, ο καλλιτέχνης γονιμοποιεί τον εαυτό του μέσα από τον δίαυλο του φαντασιακού»), όταν έχει γράψει επίσης εκείνο το ανόητο επίμετρο για το ανόητο βιβλίο της Λισπέκτορ – τίποτα δεν μόνο άσπρο ή μαύρο, παιδιά!
Έγραφε σχετικά με τη Βιογραφία αυτή η Kathleen Ferris το 1995:
Αυτό το έργο έχει σε τέτοιο βαθμό κυριαρχήσει στο πεδίο της τζοϊσικής έρευνας που, όταν αναφερόμαστε στον Τζόις, αναφερομαστε στον Τζόις του Έλμαν· δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Και πλέον δεν γράφουμε κριτική με βάση τα βιογραφικά στοιχεία, επειδή μετά τον Έλμαν, τι άλλο μένει να πει κανείς;
Έτσι λοιπόν και ο Άρης Μαραγκόπουλος περιορίζει τα βιογραφικά στοιχεία για τον Τζόυς, τι να πει και αυτός μετά τον Έλμαν, και στρέφεται σε όσες γοητευτικές συνδέσεις κατάφεραν να επιτύχουν με τα χρόνια οι ακούραστοι μελετητές του Μεγάλου Ιρλανδού. Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο Τζόυς στον «Οδυσσέα» του μυθοποίησε την πόλη του Δουβλίνου. Όμως και η Τεργέστη, πόλη όπου ο συγγραφέας έζησε 16 από τα πιο γόνιμα καλλιτεχνικά αλλά και πιο δύσκολα χρόνια της ταλαιπωρημένης ζωής του, είναι πιο μυθοποιημένη από ό,τι γενικώς πιστεύεται. Εκεί ο Τζόυς τελείωσε τους «Δουβλινέζους», έγραψε το «Πορτρέτο», τους «Εξόριστους», το «Τζάκομο», και συνέλαβε την μεγάλη ιδέα του «Οδυσσέα», γράφοντας μάλιστα και κάποια από τα πιο απαιτητικά κεφάλαιά του. Το μυθοποιημένο Δουβλίνο είναι περισσότερο η Τεργέστη της καλλιτεχνικής του απελευθέρωσης – η σπουδαία λογοτεχνική του αξία εδράζεται κατά κύριο λόγο σ’ αυτό το μικρό λιμάνι της Μεσογείου!
Γλυκό πλάσμα. Τα μεσάνυχτα, ύστερα από τη μουσική, στον δρόμο Σαν Μικέλε σ’ όλη την ανηφόρα ως επάνω, πρόφερα τρυφερά αυτές τις λέξεις. Σιγά... με το μαλακό, μικρέ μου Τζέιμς! Δεν περπάτησες άλλη φορά στους δρόμους του Δουβλίνου κλαψουρίζοντας μες στη νύχτα κάποιο άλλο όνομα;
Αυτό το έργο έχει σε τέτοιο βαθμό κυριαρχήσει στο πεδίο της τζοϊσικής έρευνας που, όταν αναφερόμαστε στον Τζόις, αναφερομαστε στον Τζόις του Έλμαν· δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Και πλέον δεν γράφουμε κριτική με βάση τα βιογραφικά στοιχεία, επειδή μετά τον Έλμαν, τι άλλο μένει να πει κανείς;
Έτσι λοιπόν και ο Άρης Μαραγκόπουλος περιορίζει τα βιογραφικά στοιχεία για τον Τζόυς, τι να πει και αυτός μετά τον Έλμαν, και στρέφεται σε όσες γοητευτικές συνδέσεις κατάφεραν να επιτύχουν με τα χρόνια οι ακούραστοι μελετητές του Μεγάλου Ιρλανδού. Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο Τζόυς στον «Οδυσσέα» του μυθοποίησε την πόλη του Δουβλίνου. Όμως και η Τεργέστη, πόλη όπου ο συγγραφέας έζησε 16 από τα πιο γόνιμα καλλιτεχνικά αλλά και πιο δύσκολα χρόνια της ταλαιπωρημένης ζωής του, είναι πιο μυθοποιημένη από ό,τι γενικώς πιστεύεται. Εκεί ο Τζόυς τελείωσε τους «Δουβλινέζους», έγραψε το «Πορτρέτο», τους «Εξόριστους», το «Τζάκομο», και συνέλαβε την μεγάλη ιδέα του «Οδυσσέα», γράφοντας μάλιστα και κάποια από τα πιο απαιτητικά κεφάλαιά του. Το μυθοποιημένο Δουβλίνο είναι περισσότερο η Τεργέστη της καλλιτεχνικής του απελευθέρωσης – η σπουδαία λογοτεχνική του αξία εδράζεται κατά κύριο λόγο σ’ αυτό το μικρό λιμάνι της Μεσογείου!
Γλυκό πλάσμα. Τα μεσάνυχτα, ύστερα από τη μουσική, στον δρόμο Σαν Μικέλε σ’ όλη την ανηφόρα ως επάνω, πρόφερα τρυφερά αυτές τις λέξεις. Σιγά... με το μαλακό, μικρέ μου Τζέιμς! Δεν περπάτησες άλλη φορά στους δρόμους του Δουβλίνου κλαψουρίζοντας μες στη νύχτα κάποιο άλλο όνομα;
Η σκέψη ότι το κείμενο του Τζόυς είναι μια «άτελης» ιστορία αγάπης (κάπως έτσι αναδύθηκε από τον Έλμαν που το ανακάλυψε και το έβγαλε στο φως) είναι πολύ επιφανειακή και αν ζούσε ο Τζόυς σήμερα, αυτό που θα φοβόταν περισσότερο και από τα σκυλιά και τους κεραυνούς, είναι η επιφανειακή ανάγνωση των έργων του! Δεν πρόκειται για την περιγραφή τσιλιμπουρδίσματος ενός καθηγητάκου αγγλικών με μια ή περισσότερες ζουμερές μαθητριές του, λες και βρισκόμαστε σε μεσημεριανή ζώνη (του λυκόφωτος!) – σας παρακαλώ, δεν πείθομαι με τόσο λειψά επιχειρήματα, στην Τατιάνα τατιανιές;; Το βιβλίο είναι κάτι πιο βαθύ που σε λερώνει.
Αναλύω περί Σέξπιρ στην πειθήνια Τεργέστη: ο Άμλετ, έφην εγώ, που είναι αβρότατος σε ευγενείς και λαϊκούς, φέρεται με αγένεια μόνον απέναντι στον Πολώνιο. Ίσως επειδή, ως πικραμένος ιδεαλιστής, στους γονείς της αγαπημένης του μπορεί μόνο να διακρίνει τις γκροτέσκο απόπειρες της φύσης να πλάσει την εικόνα της. ..........
Το σημειώσατε αυτό;
Αναλύω περί Σέξπιρ στην πειθήνια Τεργέστη: ο Άμλετ, έφην εγώ, που είναι αβρότατος σε ευγενείς και λαϊκούς, φέρεται με αγένεια μόνον απέναντι στον Πολώνιο. Ίσως επειδή, ως πικραμένος ιδεαλιστής, στους γονείς της αγαπημένης του μπορεί μόνο να διακρίνει τις γκροτέσκο απόπειρες της φύσης να πλάσει την εικόνα της. ..........
Το σημειώσατε αυτό;
Η έκδοση από τις εκδόσεις «Τόπος» είναι υπέροχη, ακριβώς έτσι όπως θα έπρεπε να είναι ένα βιβλίο που συνοδεύει κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, που αφορά τον Τζόυς. Πλήθος ερμηνευτικών σχολίων, γόνιμες εισαγωγικές σκέψεις, και μία μετάφραση/μεταγραφή στο ιδιάζον ύφος του Ιρλανδού. Επίσης, ο Άρης Μαραγκόπουλος με μια σημείωσή του διευκρινίζει ότι όλα τα αποσπάσματα από τα υπόλοιπα έργα του Τζόυς, είναι σε ολόδική του απόδοση – κάτι απολύτως εκτιμητέο και διόλου «ψωνίστικο» μιας και οποιαδήποτε νέα μεταγραφή του τζοϋσικού λόγου πρέπει να γιορτάζεται από τους αναγνώστες του με χαμόγελο και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Κάποιες λίγες φράσεις και λέξεις του μεταφραστή μού φάνηκαν φευγαλέα ελαφρώς επιτηδευμένες (υστερότερα, μητρίδα, κλπ) καθώς και η επιμονή του να μην δίνει την πιο ρέουσα μορφή λόγου όταν αναφερόταν στα βιβλία του Τζόυς (π.χ. όπως συμβαίνει στο Εξόριστοι αντί στους Εξόριστους, κλπ). Ψιλά γράμματα για μένα και ούτε με ενδιαφέρει ποιο είναι πιο σωστό, απλώς μου δημιούργησαν στιγμιαία ενόχληση, και τέλος. Η έκδοση συνοδεύεται από 28 φωτογραφίες εκείνης της εποχής και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, καθώς και από εκτενή βιβλιογραφία. Μην με ρωτάτε τι περιμένετε να διαβάσετε σε αυτό το μικρό και θαυματουργό κείμενο του Τζόυς, γιατί ούτε και γω καλά καλά δεν γνωρίζω, και δεν με νοιάζει κιόλας. Ποτέ δεν με ένοιαζε.
Ο αναγνώστης του βρίσκεται ελεύθερος μεν, στο έλεος ενός ανελέητου κειμένου δε. Παρευρίσκεται σε μια πολυπληθή ερωτική συνεύρεση όπου κανείς δεν «τον συστήνει», κανείς δεν του δίνει σημασία· υποχρεώνεται να συνθέσει κοπιαστικά την αφήγηση, μόνος του, διαβάζοντας ξανά και ξανά τις ίδιες γραμμές, προχωρώντας και επιστρέφοντας ακατάπαυστα στα ίδια γεγονότα και στα ίδια πρόσωπα, αναζητώντας τον κεντρικό μίτο λες και αναζητά ερωτικό παρτενέρ σε μια περίκλειστη χάβρα όπου κυριαρχούν περιπτύξεις αγνώστων. Παρτούζα, δηλαδή. Γαμιέσαι κυριολεκτικά... για να ολοκληρώσεις με τον Τζόυς!
Ο αναγνώστης του βρίσκεται ελεύθερος μεν, στο έλεος ενός ανελέητου κειμένου δε. Παρευρίσκεται σε μια πολυπληθή ερωτική συνεύρεση όπου κανείς δεν «τον συστήνει», κανείς δεν του δίνει σημασία· υποχρεώνεται να συνθέσει κοπιαστικά την αφήγηση, μόνος του, διαβάζοντας ξανά και ξανά τις ίδιες γραμμές, προχωρώντας και επιστρέφοντας ακατάπαυστα στα ίδια γεγονότα και στα ίδια πρόσωπα, αναζητώντας τον κεντρικό μίτο λες και αναζητά ερωτικό παρτενέρ σε μια περίκλειστη χάβρα όπου κυριαρχούν περιπτύξεις αγνώστων. Παρτούζα, δηλαδή. Γαμιέσαι κυριολεκτικά... για να ολοκληρώσεις με τον Τζόυς!
Υ.Γ. 1904 Ο χαρακτηρισμός «Italianized Irishman» αποδίδεται στον John McCourt, Ιρλάνδος που ζει στην Τεργέστη, ευθύνεται μεταξύ των άλλων για το ετήσιο θερινό σεμινάριο Τζόις που γίνεται στην πόλη καθώς και το σχετικά καινούργιο (2004) Museo Joyce.
Υ.Γ. 2666 Επειδή υπάρχει πολυπληθές κοινό στα βιβλιοφιλικά γκρουπ του φβ που διψάει για βιβλία με ποιητικό ύφος, όχι όμως ποίηση, και γεμάτα με όμορφα μηνύματα, θα επανέλθω δριμύτερος. Μείνετε... αποσυντονισμένοι, όπως συνήθως σας συμβαίνει όταν έρχεστε αντιμέτωποι με οτιδήποτε σχετικό με τον Τζόυς!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.