Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Italianized Irishman


Όλοι εσείς που νιώθετε ακαθόριστο μίσος για τον Τζόυς ή τον θεωρείτε έναν σχιζοφρενή κάφρο που φλόμωσε επίτηδες την λογοτεχνία του με δυσερμήνευτα και κρυπτικά μηνύματα, αναλογιστείτε τούτο (για να νιώσετε χειρότερα): το βιβλίο που κρατάω στα χέρια μου είναι 220 σελίδες μεγάλου σχήματος, αν αφαιρέσουμε χοντρικά τις 20 σελίδες που δείχνουν μερικές φωτογραφίες και την βιβλιογραφία στο τέλος, θα μείνουν 200. Θέλετε να κόψω άλλες 10; 190, να τα αφήσω; Ωραία, από αυτές τις 190 μόλις οι 16 σελίδες (εν πολλοίς αραιογραμμένες) είναι του ίδιου του Τζόυς – συν άλλες 16 αντικριστές σελίδες η μετάφραση. Σας την δίνει στα νεύρα όλο αυτό; Πολύ το γουστάρω! Κι αν αυτή η λεπτή σύμβαση κουράζει τον αναγνώστη, ας σκεφτεί ότι στην παγκόσμια λογοτεχνία κανείς συγγραφέας που σέβεται τη δουλειά του δεν υποβάλλει προφανείς ερωτήσεις («Who?») με προφανή απάντηση («She»). Οπωσδήποτε ο Τζόις ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που θέτουν ψηλά τον πήχη ως προς αυτόν τον θεμελιώδη κανόνα της αναγνωστικής προσδοκίας και απόλαυσης.

Στο ίδιο μοτίβο, όποιον βλέπω να υποστηρίζει ότι είναι αχρείαστες οι τόσες υποσημειώσεις και ερμηνείες στο έργο του Τζόυς, θεωρώ ότι επαληθεύει ακριβέστατα τον ορισμό της αυτογελοιοποίησης – το έθεσα κάπως ήπια, γιατί είμαι και ευγενικός άνθρωπος, δεν θέλω να προκαλώ. (...) αυτή άλλωστε είναι η ομορφιά της απορίας, του αινίγματος, της λογοτεχνίας: η ανασφάλεια του αναγνώστη. Αυτό το εξαιρετικό δοκίμιο του Άρη Μαραγκόπουλου ήρθε να επιβεβαιώσει και να «γαργαλήσει» αυτή την ανασφάλεια των αναγνωστών, ότι ίσως να είναι έτσι τα πράγματα, ίσως πάλι να μην είναι καν έτσι αλλά πολύ αλλιώς, που θα έρθουν άλλες μελέτες (είναι ισχνότατη η ελληνική βιβλιγραφία επί του θέματος, την τρέλα μου μέσα!) να φωτίσουν τα σκοτεινά σημεία της τζοϋσικής ερμηνείας. Εξάλλου και ο ίδιος ο Μαραγκόπουλος ύστερα από την πρώτη, πριν πολλά χρόνια, «λειψή» απόδοση του «Τζάκομο», έρχεται τώρα να διορθώσει τα πράγματα, και θα επανέλθει σίγουρα και στο μέλλον· όχι γιατί δεν κάνει καλά την δουλειά του αλλά γιατί ο Τζόυς κάνει πολύ καλά τη δική του! 
 


Αυτό που με εντυπωσιάζει περισσότερο στην λογοτεχνία είναι το μη τελεσίδικο της απόλαυσης και των ερμηνειών. Ο Ρίτσαρντ Έλμαν, ο επίσημος βιογράφος του Τζόυς και εκείνος που έφερε στην επιφάνεια το «Τζάκομο Τζόυς» ήταν για πολλά χρόνια και παραμένει σθεναρά ακόμα και τώρα μια μεγάλη αυθεντία γύρω από τον Ιρλανδό. Με βοήθησε πολύ κατά την (πρώτη) ανάγνωση του «Οδυσσέα» και του το χρωστάω αυτό. Όμως κάποια στιγμή επέρχεται η αποκαθήλωση των μελετητών – ενίοτε και των συγγραφέων, αν και με τον Τζόυς δύσκολα να γίνει αυτό – κυρίως όταν ανακύπτουν νέοι μελετητές με νέες ιδέες και νέες μεθόδους, πράγμα αξιοθαύμαστο. Ο John McCourt έγινε ένας από αυτούς· ανυπομονώ να δω κάτι δικό του μεταφρασμένο στα ελληνικά. Ακόμα και η Έλεν Σιξού προσπόρισε μερικές ενδιαφέρουσες ιδέες γύρω από τον Τζόυς («Ο τζοϊσικός ερωτισμός δεν ικανοποιείται απλώς με μια μονόπλευρη υπέρβαση [...] Στον Τζόις η διαδικασία γονιμοποίησης αναστρέφεται: αρσενικό-θηλυκό, ο καλλιτέχνης γονιμοποιεί τον εαυτό του μέσα από τον δίαυλο του φαντασιακού»), όταν έχει γράψει επίσης εκείνο το ανόητο επίμετρο για το ανόητο βιβλίο της Λισπέκτορ – τίποτα δεν μόνο άσπρο ή μαύρο, παιδιά! 
 
Έγραφε σχετικά με τη Βιογραφία αυτή η Kathleen Ferris το 1995:

Αυτό το έργο έχει σε τέτοιο βαθμό κυριαρχήσει στο πεδίο της τζοϊσικής έρευνας που, όταν αναφερόμαστε στον Τζόις, αναφερομαστε στον Τζόις του Έλμαν· δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Και πλέον δεν γράφουμε κριτική με βάση τα βιογραφικά στοιχεία, επειδή μετά τον Έλμαν, τι άλλο μένει να πει κανείς;


Έτσι λοιπόν και ο Άρης Μαραγκόπουλος περιορίζει τα βιογραφικά στοιχεία για τον Τζόυς, τι να πει και αυτός μετά τον Έλμαν, και στρέφεται σε όσες γοητευτικές συνδέσεις κατάφεραν να επιτύχουν με τα χρόνια οι ακούραστοι μελετητές του Μεγάλου Ιρλανδού. Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο Τζόυς στον «Οδυσσέα» του μυθοποίησε την πόλη του Δουβλίνου. Όμως και η Τεργέστη, πόλη όπου ο συγγραφέας έζησε 16 από τα πιο γόνιμα καλλιτεχνικά αλλά και πιο δύσκολα χρόνια της ταλαιπωρημένης ζωής του, είναι πιο μυθοποιημένη από ό,τι γενικώς πιστεύεται. Εκεί ο Τζόυς τελείωσε τους «Δουβλινέζους», έγραψε το «Πορτρέτο», τους «Εξόριστους», το «Τζάκομο», και συνέλαβε την μεγάλη ιδέα του «Οδυσσέα», γράφοντας μάλιστα και κάποια από τα πιο απαιτητικά κεφάλαιά του. Το μυθοποιημένο Δουβλίνο είναι περισσότερο η Τεργέστη της καλλιτεχνικής του απελευθέρωσης – η σπουδαία λογοτεχνική του αξία εδράζεται κατά κύριο λόγο σ’ αυτό το μικρό λιμάνι της Μεσογείου!

Γλυκό πλάσμα. Τα μεσάνυχτα, ύστερα από τη μουσική, στον δρόμο Σαν Μικέλε σ’ όλη την ανηφόρα ως επάνω, πρόφερα τρυφερά αυτές τις λέξεις. Σιγά... με το μαλακό, μικρέ μου Τζέιμς! Δεν περπάτησες άλλη φορά στους δρόμους του Δουβλίνου κλαψουρίζοντας μες στη νύχτα κάποιο άλλο όνομα; 
 
Η σκέψη ότι το κείμενο του Τζόυς είναι μια «άτελης» ιστορία αγάπης (κάπως έτσι αναδύθηκε από τον Έλμαν που το ανακάλυψε και το έβγαλε στο φως) είναι πολύ επιφανειακή και αν ζούσε ο Τζόυς σήμερα, αυτό που θα φοβόταν περισσότερο και από τα σκυλιά και τους κεραυνούς, είναι η επιφανειακή ανάγνωση των έργων του! Δεν πρόκειται για την περιγραφή τσιλιμπουρδίσματος ενός καθηγητάκου αγγλικών με μια ή περισσότερες ζουμερές μαθητριές του, λες και βρισκόμαστε σε μεσημεριανή ζώνη (του λυκόφωτος!) – σας παρακαλώ, δεν πείθομαι με τόσο λειψά επιχειρήματα, στην Τατιάνα τατιανιές;; Το βιβλίο είναι κάτι πιο βαθύ που σε λερώνει.

Αναλύω περί Σέξπιρ στην πειθήνια Τεργέστη: ο Άμλετ, έφην εγώ, που είναι αβρότατος σε ευγενείς και λαϊκούς, φέρεται με αγένεια μόνον απέναντι στον Πολώνιο. Ίσως επειδή, ως πικραμένος ιδεαλιστής, στους γονείς της αγαπημένης του μπορεί μόνο να διακρίνει τις γκροτέσκο απόπειρες της φύσης να πλάσει την εικόνα της. ..........
Το σημειώσατε αυτό; 
 
Η έκδοση από τις εκδόσεις «Τόπος» είναι υπέροχη, ακριβώς έτσι όπως θα έπρεπε να είναι ένα βιβλίο που συνοδεύει κάθε τι, μικρό ή μεγάλο, που αφορά τον Τζόυς. Πλήθος ερμηνευτικών σχολίων, γόνιμες εισαγωγικές σκέψεις, και μία μετάφραση/μεταγραφή στο ιδιάζον ύφος του Ιρλανδού. Επίσης, ο Άρης Μαραγκόπουλος με μια σημείωσή του διευκρινίζει ότι όλα τα αποσπάσματα από τα υπόλοιπα έργα του Τζόυς, είναι σε ολόδική του απόδοση – κάτι απολύτως εκτιμητέο και διόλου «ψωνίστικο» μιας και οποιαδήποτε νέα μεταγραφή του τζοϋσικού λόγου πρέπει να γιορτάζεται από τους αναγνώστες του με χαμόγελο και ένα ποτήρι λευκό κρασί. Κάποιες λίγες φράσεις και λέξεις του μεταφραστή μού φάνηκαν φευγαλέα ελαφρώς επιτηδευμένες (υστερότερα, μητρίδα, κλπ) καθώς και η επιμονή του να μην δίνει την πιο ρέουσα μορφή λόγου όταν αναφερόταν στα βιβλία του Τζόυς (π.χ. όπως συμβαίνει στο Εξόριστοι αντί στους Εξόριστους, κλπ). Ψιλά γράμματα για μένα και ούτε με ενδιαφέρει ποιο είναι πιο σωστό, απλώς μου δημιούργησαν στιγμιαία ενόχληση, και τέλος. Η έκδοση συνοδεύεται από 28 φωτογραφίες εκείνης της εποχής και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, καθώς και από εκτενή βιβλιογραφία. Μην με ρωτάτε τι περιμένετε να διαβάσετε σε αυτό το μικρό και θαυματουργό κείμενο του Τζόυς, γιατί ούτε και γω καλά καλά δεν γνωρίζω, και δεν με νοιάζει κιόλας. Ποτέ δεν με ένοιαζε.

Ο αναγνώστης του βρίσκεται ελεύθερος μεν, στο έλεος ενός ανελέητου κειμένου δε. Παρευρίσκεται σε μια πολυπληθή ερωτική συνεύρεση όπου κανείς δεν «τον συστήνει», κανείς δεν του δίνει σημασία· υποχρεώνεται να συνθέσει κοπιαστικά την αφήγηση, μόνος του, διαβάζοντας ξανά και ξανά τις ίδιες γραμμές, προχωρώντας και επιστρέφοντας ακατάπαυστα στα ίδια γεγονότα και στα ίδια πρόσωπα, αναζητώντας τον κεντρικό μίτο λες και αναζητά ερωτικό παρτενέρ σε μια περίκλειστη χάβρα όπου κυριαρχούν περιπτύξεις αγνώστων. Παρτούζα, δηλαδή. Γαμιέσαι κυριολεκτικά... για να ολοκληρώσεις με τον Τζόυς! 
 
 
Υ.Γ. 1904  Ο χαρακτηρισμός «Italianized Irishman» αποδίδεται στον John McCourt, Ιρλάνδος που ζει στην Τεργέστη, ευθύνεται μεταξύ των άλλων για το ετήσιο θερινό σεμινάριο Τζόις που γίνεται στην πόλη καθώς και το σχετικά καινούργιο (2004) Museo Joyce. 
 
Υ.Γ. 2666  Επειδή υπάρχει πολυπληθές κοινό στα βιβλιοφιλικά γκρουπ του φβ που διψάει για βιβλία με ποιητικό ύφος, όχι όμως ποίηση, και γεμάτα με όμορφα μηνύματα, θα επανέλθω δριμύτερος. Μείνετε... αποσυντονισμένοι, όπως συνήθως σας συμβαίνει όταν έρχεστε αντιμέτωποι με οτιδήποτε σχετικό με τον Τζόυς!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !