Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Big bang theory

 
Κάποιοι με κατηγορούν ότι τώρα τελευταία το έριξα στην ευκολία των παραμυθιών και δεν μπορώ να επανέλθω στην σοβαρότητα που απαιτούν τα δύσκολα αναγνώσματα. Εγώ όμως θα απαντήσω χρησιμοποιώντας μια ρήση του Αϊνστάιν που έλεγε πως «Αν θες το παιδί σου να γίνει έξυπνο, διάβασέ του παραμύθια. Αν θες να γίνει πιο έξυπνο, διάβασέ του περισσότερα παραμύθια». Νε τι;! Δεν κατάλαβα! Πολλοί από εσάς μας πήρατε τα αυτιά με τον πρόσφατο χαμό του Στήβεν Χόκινγκ και τις αναλύσεις σας για την θεωρία των χορδών (αφού δεν σκαμπάζετε από μουσική, τι το παλεύετε!), εγώ δεν δικαιούμαι λίγο χώρο να κάνω το κομμάτι μου; Στο σύμπαν υπάρχει χώρος για όλους. Και τέλος πάντων, η φαντασία και το δικαίωμα χρήσης της, δεν είναι δώρο Θεού αλλά, αποτέλεσμα έκρηξης – εκκωφαντικής και απαστράπτουσας.
 
Σαν έκρηξη (χαράς) ήταν και όταν ήρθε ένας χρήστης της βιβλιοθήκης και ρώτησε αν θα μπορούσε να δωρίσει κάποια βιβλία, μέσα στα οποία ήταν και «Το πιθάρι» του Πιραντέλλο! Από εκείνη την στιγμή ανυπομονούσα να το δανειστώ, αλλά έπρεπε να κάνω υπομονή μέχρι να γίνουν εκείνες οι βαρετές βιβλιοθηκονομικές ενέργειες που θα το καθιστούσαν και επίσημα κτήμα της βιβλιοθήκης – και που πλήθος εκπαιδευτικών συρρέει, τις τελευταίες εβδομάδες, σε σεμινάρια επιμόρφωσης, με τις ευλογίες του υπουργείου, για να ξεκουράσει τις ορδές των μακροχρόνια ανέργων και κλασμένων βιβλιοθηκονόμων· μας βγήκε η Παναγία ρε παιδιά, τόσα χρόνια, βάλτε και σεις ένα χεράκι βοηθείας... στον κώλο μας! Δε μας λυπάστε; –, για να μπορέσω να το πάρω τελικά στα χέρια μου. 
 
Ειδικά αυτή η έκδοση που κρατώ είναι τίγκα στη σημειολογία (αν έχω καταλάβει επαρκώς τον όρο), από το σηματάκι στο εξώφυλλο, «Βραβείο Νόμπελ – Χαρταετός» που υποδηλώνει και προμαντεύει με σαφήνεια τις παντελώς άστοχες μελλοντικές επιλογές της Σουηδικής Ακαδημίας που πετούσε χαρταετό κατά τη διάρκεια της τελικής απόφασης... μέχρι το όνομα του εκδότη, «Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις Α.Ε.» που συνταιριάζει αρμονικά την κουλτούρα με την αγροκουλτούρα και σπάει τα στεγανά που θέλουν τους ανθρώπους της επαρχίας ξύλα απελέκητα και αγροίκους. Απόψε αυτοσχεδιάζουμε είναι αυτό το βιβλίο και πολύ το γουστάρω!
 
Αφού το ξεκινήσαμε ανάποδα ας πούμε ακόμα ότι το βιβλίο είναι μεγάλου (τετράγωνου) σχήματος με καλής ποιότητας χαρτί και σκληρό εξώφυλλο. Η πρώτη έκδοση έγινε τον Οκτώβριο του 1984 σε 5000 αντίτυπα και ακολούθησε και μία μικρότερη 2000 αντιτύπων τον Δεκέμβριο του 1986 – περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα, θα κλαίτε. Αγροτιά ενωμένη, ποτέ νικημένη! Χτυπάει στα ίσα τον Ψυχογιό... αγροκουλτούρα-υποκουλτούρα, σημειώσατε ένα! Για να μην νομίζετε όμως ότι το βιβλίο του Πιραντέλλο ήταν η εξαίρεση, όπως συνήθως γίνεται στον Ψυχογιό με τα σοβαρά βιβλία που σποραδικά εκδίδει, ο ίδιος αγροτικός συνεταιρισμός είχε πάρει επιδότηση από τον κρατικό κορβανά με σκοπό να εκδώσει συγγραφείς όπως Γουίλιαμ Φώκνερ, Μπόρις Πάστερνακ, Ανατόλ Φρανς, Έρνεστ Χεμινγούει, Ιβάν Μπούνιν, Σέλμα Λάγκερλεφ, Πάουλ Χέιζε, Ράντγιαρντ Κίπλιγκ. Ό,τι σπείρεις θα θερίσεις και μπράβο για την τόλμη του, γιατί το έχουμε ξαναπεί, η Ελλάδα θα σωθεί μόνο χάρη στον πρωτογενή της τομέα!! Το βιβλίο δεν είναι (μόνο) για παιδιά, εννοώντας ότι περιέχει αυτούσια τα διηγήματα του Πιραντέλλο, και αν το σχήμα του βιβλίου ήταν το κλασικό, δε θα διέφερε από μία απλή συλλογή διηγημάτων. Η εικονογράφηση ανήκει στον, αρκετά γνωστό απ' ό,τι φαίνεται, Σπύρο Ορνεράκη και διαθέτει κάτι το ελκυστικό παρά την αρχική αμφιθυμία που νιώθεις όταν την πρωταντικρίζεις. Η μετάφραση ανήκει στον Παναγιώτη (Πάνο) Ράμο και την βρήκα αξιοπρεπέστατη.


 
Τα ίδια τα διηγήματα είναι, το λιγότερο, αριστοτεχνικά. Ο Πιραντέλλο χάρη στο απίθανο χιούμορ του, άλλοτε κινείται (πολύ περισσότερο), κατά το συνήθειό του, προς τις γκροτέσκες καταστάσεις και τις τρελές παρεξηγήσεις μεταξύ των ανθρώπων (της υπαίθρου, στη συγκεκριμένη συλλογή) και άλλοτε εσωτερικεύει όλη την τραγικότητα της ύπαρξης φωτίζοντας εντυπωσιακά και την αναπόφευκτη γελοιότητά της, μέσα σε μια χούφτα λέξεις.
 
[...] Φτάνει στο σπίτι: η μάνα του δε γύρισε ακόμα. Δε θα πρέπει, λοιπόν, να της πει ούτε πού βρισκόταν. Ήταν εκεί και την περίμενε. Κι αυτό που τώρα γίνεται αληθινό για τη μάνα του, γίνεται αμέσως αληθινό και γι' αυτόν. Πράγματι, να τος με τις πλάτες ακουμπισμένες στον τοίχο, δίπλα στην πόρτα.
Είναι αρκετό να τον βρει έτσι.
 
Οι ταυτότητες απασχολούν διαρκώς τον Πιραντέλλο, ποιος είμαι εγώ για μένα, ποιος για τους άλλους, τι είναι αληθινό για τους άλλους, τι για μένα κλπ. («Ε, μα είχε κιόλας αρχίσει να παρατηρεί και ν' αναγνωρίζει πως εκείνα, που ιστιοδρομούσαν κατάφωτα μέσα στον απέραντο, γαλάζιο κενό, ήταν σύννεφα. Μήπως το σύννεφο γνωρίζει την ύπαρξή του; Ούτε γνώριζαν τίποτε γι' αυτόν το δέντρο και οι πέτρες, που αγνοούσαν και τη δική τους ύπαρξη επίσης»). Και όλα αυτά εντασσόμενα πάντα σε μία ξεκαρδιστική μασκαράτα χαρακτήρων και ενορχηστρωμένα με μια συλλογή σοφιστειών που αντλεί από το απώτατο ένδοξο παρελθόν – ουγκ! – των Ελλήνων (φράσεις που, επίσης, με σοφιστεία οικειοποιήθηκα και αρνούμαι να αποδώσω στον νόμιμο κάτοχό τους· καλός μασκαράς είμαι και του λόγου μου!). Ο Πιραντέλλο είναι σπουδαιότατη συγγραφική μορφή και είναι κρίμα τα έργα του να σκονίζονται μέσα σε αραχνιασμένες γλώσσες· το ύφος του πάντοτε θα παραμένει σκαμπρόζικο, αξίζει λοιπόν, να επικαιροποιηθεί και η γλώσσα που θα μας το μεταδώσει. Έμαθα ότι η Δήμητρα Δότση – «άρρωστη» με την Φερράντε, κόλλησε τον πυρετό της Νάπολης – ετοιμάζει μια νέα μετάφραση έργου του Πιραντέλλο και γω, ανεβάζω δέκατα και μόνο στην σκέψη! Δεν είμαστε καλά, δεν έχουμε μυαλό, είμαστε άρρωστοι με τον Ιταλό! 
 
Εκπληκτικό «Το κλεμμένο παιδί», το μικρότερο διήγημα της συλλογής με ένα-δυο φοβερά plot twists που θα ζήλευαν πολλές πένες. Ζήλεψα πολύ αυτή την έκδοση. Θα ήθελα να κατέχω αυτό το μοναδικό βιβλίο. Είπαμε, δεν είμαι κτητικός με τα βιβλία της βιβλιοθήκης μου, όχι με εκείνα των άλλων βιβλιοθηκών! Βέβαια, αν το ενσωμάτωνα στην προσωπική μου βιβλιοθήκη, θα συνέχιζα να είμαι κτητικός απέναντί του, εφόσον δεν είμαι κατά κανόνα κτητικός με τα βιβλία της δικής μου βιβλιοθήκης; Πιραντέλεια ερωτήματα! Όπως και να 'χει ο Πιραντέλλο ήταν ένας εξαιρετικός επιστήμονας που πάσχιζε μια ζωή να ανακαλύπτει νέα λογοτεχνικά σύμπαντα και να μας υποδεικνύει διαρκώς τις φιλοσοφικές μαύρες τρύπες που είναι έτοιμες να μας καταπιούν μέσα στην ρευστότητα των ταυτοτήτων που κατακλύζουν την ύπαρξή μας. RIP Λουίτζι και άσε εμάς τους αναγνώστες σου να απολαμβάνουμε την ανησυχία που μας προκαλείς με τα βιβλία σου.  
 
[...] Η πίστη μπορεί να χαθεί για χίλιους λόγους. Και, συνήθως, όποιος χάνει την πίστη, είναι πεπεισμένος, τουλάχιστον την πρώτη στιγμή, ότι σ' αντάλλαγμα έχει κάποιο κέρδος. Αν όχι τίποτ' άλλο, τουλάχιστο την ελευθερία να κάνει και να λέει ορισμένα πράγματα, που πρώτα θεωρούσε ασυμβίβαστα με την πίστη του. 
 
Όταν, όμως, αιτία της απώλειας δεν είναι η πίεση εγκόσμιων ορέξεων, αλλά η δίψα της ψυχής, που δεν μπορεί πια να χορτάσει από το άγιο ποτήρι και την πηγή του αγιασμένου νερού, αυτός που χάνει την πίστη δύσκολα μπορεί να πείσει τον εαυτό του ότι σ' αντάλλαγμα κέρδισε κάτι. Το πολύ πολύ, έτσι όπως είναι, δε διαμαρτύρεται για την απώλεια, γιατί αναγνωρίζει ότι στο κάτω κάτω έχασε κάτι, που δεν είχε πια γι' αυτόν καμιά αξία. 
 

 
Αθεόφοβε Λούιτζι!

Σχόλια


  1. Οι Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις (γνωστές με το ακρωνύμιο ΑΣΕ) έχουν εκδώσει πολύ ενδιαφέροντα παιδικά βιβλία. Επίσης, "Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης" του Πεντζίκη έχει εκδοθεί από τις ΑΣΕ.
    Άρα, είστε σε καλό δρόμο.
    Αφήστε τις κακές γλώσσες να λένε ότι είναι βιβλίο του 1821.

    Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ έγραψε "Το μαγικό δέντρο" για την κόρη μιας αγαπημένης του φίλης, δώρο στα γενέθλιά της. Γι' αυτό και δεν το εξέδωσε: της χάρισε το μοναδικό αντίτυπο, εκείνο που ο ίδιος είχε δακτυλογραφήσει. Έτσι, επί 40 χρόνια παρέμενε άγνωστο, ώσπου η μικρή του φίλη Βικτώρια, όταν μεγάλωσε, αποφάσισε να το δημοσιεύσει το 1967.
    Πρώτα το έβγαλαν οι εκδόσεις ΑΣΕ και αργότερα ο Καστανιώτης.

    Κι εγώ διαβάζω παιδικά βιβλία. Όχι με την παλιά συχνότητα βέβαια, αλλά μου αρέσουν. Το πιθάρι βέβαια συμπεριλαμβάνεται στα λογοτεχνικά κείμενα του Λυκείου, όχι απαραίτητα ως παιδικό.
    http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B125/626/4037,18146/

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ωωωω πολύ χρήσιμη πληροφορία αυτή! Μ' αυτήν με βοηθήσατε να θυμηθώ ότι έχω στο σπίτι ένα βιβλίο του Πεντζίκη (όχι την Έρση), το «Αρχείον» που είναι από τις εκδόσεις ΑΣΕ -- μου είχε κάνει εντύπωση όταν το είχα πρωτοδεί αλλά δεν το είχα ψάξει παραπάνω. θα το διερευνήσω το Πάσχα που θα έχω το βιβλίο στα χέρια μου. Μπράβο στις εκδόσεις ΑΣΕ, λοιπόν. Ε όχι και 1821, το τερμάτισε :p

      Την ιστορία για τον Φώκνερ την ψιλοήξερα. Ίσως να το έχετε αναφέρει ξανά εσείς ή το έχω συναντήσει κάπου αλλού στον ακυβέρνητο κυβερνοχώρο. Σωστός ο Γουίλλιαμ, η σπουδαιότητά του φανερώνεται και από αυτά τα μικρά και ασήμαντα.

      Καλά είναι τα παιδικά βιβλία, μην ακούτε τις Κασσάνδρες (αλλιώς τις λένε, αλλά τέλος πάντων!), κάποια αξίζουν παραπάνω και από αρκετά των ενηλίκων. Τον Πιραντέλλο δεν τον θυμάμαι από το Λύκειο, δυστυχώς. Γενικά, δεν θυμάμαι πολλά από το Λύκειο, ευτυχώς.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!