Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο Νονός

 
Εγώ λατρεύω αυτόν τον συγγραφέα. Τέλος. Διαβάζοντας τα βιβλία του νιώθεις ότι παίρνεις το βάπτισμα του πυρός σε μια κόλαση πόνου και οργής. Πολλοί τον χλευάζουν, τον θεωρούν σαν το αχάριστο «βαφτιστήρι» σε μέρη όπου μοιράζουν πλουσιοπάροχα δώρα οι Νονοί και εκείνος αρνήθηκε να πάρει το μερίδιό του. Μια καταλανική έκφραση μου έδινε ανέκαθεν το μέτρο για το πόσο δύσκολο είναι να ανιχνεύσει κανείς την αλήθεια: «Όταν υπάρχει πλημμύρα, το πρώτο πράγμα που λείπει είναι το πόσιμο νερό». Θέλει να σου προσφέρει μια γουλιά καθαρό νερό και συ αρνείσαι. Μα, δεν πίνεις νερό μόνο όταν διψάς. Αν καταλάβεις ότι διψάς, τότε είσαι ήδη αφυδατωμένος! Σου ζητάει απλώς να διαβάσεις τις λέξεις του. Στο ζητάνε και άλλοι αυτό, το ξέρω. Πρέπει να αποδεχτείς το τίμημα της επιλογής σου. Από αισθητικής άποψης δε, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα – ο Σαβιάνο μπορεί άνετα να αντιμετωπίσει στα ίσα ένα «Καρτέλ» και από μερικά μυθιστορήματα-λείψανα τύπου Βάσκες είναι πολύ πολύ καλύτερος, είναι σχεδόν αστείο να το συζητάμε περαιτέρω.
 
Πρόσφατα δολοφονήθηκε εν ψυχρώ μία βραζιλιάνα ακτιβίστρια. Και τι μας νοιάζει εμάς; Είμαστε πολύ μακριά από την Βραζιλία και σε λίγο αρχινάει και το Μάστερ Σεφ. Το πολύ πολύ να μάθουμε πεταχτά και πρόχειρα για την δράση της, να δηλώσουμε αλληλέγγυοι και να βάλουμε και ένα «Λυπάμαι» ή «Έλεος» στο φβ, κατά την διάρκεια των διαφημίσεων. Αξίζει αυτό; Το θέμα είναι να μάθεις για την δράση της Μαριέλε Φράνκο πριν εκείνη πεθάνει. Όχι γιατί έτσι θα δείξεις «ψαγμένος» στους φίλους σου αλλά γιατί έτσι θα είχε δικαιωθεί ο αγώνας της. Ο αγώνας της για αλήθεια, για πόσιμο νερό. Σε κάτι παρόμοιο αποσκοπεί και ο Σαβιάνο. Ενδεχομένως κάποια στιγμή να τον ξετρυπώσουν οι διώκτες του και να τον ξεκοιλιάσουν αλλά μέχρι τότε, επιθυμεί όσο γίνεται περισσότεροι αναγνώστες να διαβάσουν τα βιβλία του, ακόμα και αν διατηρούν ένα μειδίαμα χλευασμού στα χείλη τους. 
 
Είδα ότι στη γη μου εμφανίσθηκαν συνθήματα εναντίον μου: «Σαβιάνο, σκατό». «Σαβιάνο, σκουλήκι». Και μια τεράστια κάσα με το όνομά μου. Και μετά προσβολές, αδιάκοπες συκοφαντίες, με πρώτη την πιο συχνή και κοινότοπη: «Αυτός έκανε λεφτά». Με τη δουλειά μου ως συγγραφέας τώρα κατορθώνω να ζω και, ευτυχώς να πληρώνω τους δικηγόρους.
 
Το βιβλίο ανθολογεί κείμενα που γράφτηκαν την περίοδο 2004-2009, δηλαδή πριν και μετά τις αποκαλύψεις του συγγραφέα για την δράση της Καμόρρα (2006). Δεν ακολουθεί χρονική ακολουθία και έτσι μπορεί να διαβάσεις πρώτα ένα κείμενο για την βράβευση της ταινίας «Γόμορρα» στις Κάννες και ύστερα ένα κείμενο αρκετά χρόνια προγενέστερο. Η συνοχή των ιστοριών όμως δεν χαλάει διόλου – ο Σαβιάνο ενδιαφέρεται το ίδιο για τις περιπτώσεις ξεχωριστών ανθρώπων που πήγαν κόντρα στις πιθανότητες και στο εχθρικό τους περιβάλλον και αναδείχθηκαν με τιμιότητα και στο ίδιο το εχθρικό και εγκληματικό περιβάλλον που καταστρέφει με κυνικότητα γενιές και γενιές νέων ανθρώπων. Η αληθινή πείνα να γίνεις κάποιος, να πετύχεις έναν στόχο, να ξεχωρίσεις από την ανανδρία και την γαλιφιά εκείνων που σε περιβάλλουν. Ως αναγνώστης αμφιταλαντεύεσαι διαρκώς ανάμεσα σε δυο συναισθηματικές καταστάσεις, την (χωρίς μελό) συγκίνηση από τη μια και την οργή που φουσκώνει μέσα σου από την άλλη. Η ισορροπία είναι αξιοθαύμαστη, αν και στο τέλος κλίνεις (μάλλον) προς την οργή, καθώς αντιλαμβάνεσαι ότι οι συγκινητικές περιπτώσεις είναι θλιβερά λίγες και απαιτούν πολύ κόπο για να υπάρξουν και να ξεχωρίσουν. Ο Σαβιάνο όμως θέλει να σε πείσει ότι οι περιπτώσεις αυτών των ξεχωριστών ανθρώπων δεν είναι αμελητέες και ισχνές, είναι εκείνες που του δίνουν κουράγιο να γράφει σε μία κατάσταση χρόνιου εγκλεισμού και φόβου, θα δώσουν και σε σένα κουράγιο, και τέλος πάντων, και ο ίδιος ο Σαβιάνο είναι μια τέτοια ξεχωριστή περίπτωση, διάβασέ τον. 
 

 
Ωστόσο, θα αποκρύψω τις συγκινητικές περιπτώσεις, αφήστε τον Σαβιάνο να τις πει που μπορεί να τις αναδείξει καλύτερα, και θα αναφερθώ σε εκείνες τις περιπτώσεις που προκαλούν οργή και ίσως θα έπρεπε να μάθουμε πρώτες μπας και κινητοποιηθούμε. Έχοντας διαβάσει πρόσφατα τα «Παιχνίδια που παίζουν τα πρωτεύοντα» έχω την εντύπωση ότι οι ιστορίες του Σαβιάνο μοιάζουν σαν case studies που θα ζήλευε και ο Μαεστριπιέρι για το δικό του βιβλίο. Εξουσία, νεποτισμός, βία στον υπερθετικό και παράλογο βαθμό.
 
[...] Κάθε φορά που πετάμε κάτι στα σκουπίδια, εκεί στον τενεκέ κάτω απ' το νεροχύτη της κουζίνας ή κλείνουμε τη μαύρη σακούλα, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι δε θα μετατραπεί σε λίπασμα, σε κομπόστ, σε τροφή που θα ταΐσει ποντίκια και γλάρους, αλλά θα μετατραπεί απευθείας σε εταιρική δράση, κεφάλαια, ψήφους. (...) Το τραγικό είναι οι νέες γενιές που καταστρέφονται. Το ίδιο το μέλλον που συμβιβάζεται. Όποιος γεννιέται σήμερα δε θα μπορεί ούτε καν να προσπαθήσει να αλλάξει αυτά που όσοι προηγήθηκαν δεν κατάφεραν να σταματήσουν και να αλλάξουν. Σε τούτα τα καταβασανισμένα εδάφη οι εμβρυϊκές δυσπλασίες είναι ογδόντα τοις εκατό περισσότερες σε σχέση με τον εθνικό μέσο όρο. Αξίζει τον κόπο να θυμίσουμε το δίδαγμα του Μπέογουλφ, του επικού ήρωα που ξερίζωσε τα χέρια του Δράκου που μίαινε τη Δανία: «Ικανότερος δεν είναι ο εχθρός που σου παίρνει τα πάντα, αλλά εκείνος που σε κάνει να συνηθίζεις να μην έχεις πια τίποτα».
 
Το βιβλίο, σχεδόν 330 σελίδες σκληρά συγκινητικών ιστοριών, πωλούνταν στην Πρωτοπορία μόλις 2.40 – ένας μονός εσπρέσο κοστίζει τουλάχιστον 2.50 και ίσως να έχει χάλια γεύση. Δύσκολα να εκτιμηθεί η αλήθεια στις μέρες μας. Μόλις τον καθαρίσουν θα κατακλυστεί το φβ από τα «RIP Robe» και όλοι θα πλακωθούμε στους εσπρέσο της παρηγοριάς! Ο Σιαβάνο είναι ο νονός εκείνος που θα σου φέρει ένα δώρο κάπως ενοχλητικό και άχαρο συγκρινόμενο με τα δώρα των άλλων, αλλά εκείνο που θα εκτιμηθεί καλύτερα όταν θα ωριμάσεις.    
 
Σε σύγκριση με τα δύο προηγούμενα βιβλία του Σαβιάνο, «Γόμορρα» και «000», όπου επικεντρώνονταν κυρίως στις αποκαλύψεις για την δράση των εγκληματικών οργανώσεων και στις συγκινητικές ανθρώπινες ιστορίες αντίστασης, σε αυτό το βιβλίο ενσωματώνει και μερικά θαυμάσια άρθρα που αποτίουν φόρο τιμής σε συγγραφείς που αγαπά για το θάρρος τους και την επιμονή τους στην ελευθερία και την αλήθεια. Μίνι κριτικά δοκίμια για συγγραφείς όπως ο Γουίλλιαμ Βόλμαν, ο Μάικλ Χερ (που έγραψε τις «Αποσπάσεις», «Dispatches», 1977, ένα συγκλονιστικό χρονικό του πολέμου του Βιετνάμ που ενέπνευσε ταινίες όπως το «Full metal jacket» και το «Αποκάλυψη τώρα» – «Δέκα χρόνια του πήρε για να γράψει τις Αποσπάσεις. Και μετά τις Αποσπάσεις τίποτα. Κανένα άλλο βιβλίο. Ίσως γιατί, όπως γράφει ο Τζον Λε Καρρέ, είναι το ωραιότερο που γράφτηκε ποτέ για τον πόλεμο μετά την Ιλιάδα»), ο Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, ο Ούβε Γιόνζον, ο Γκούσταβ Χέρλινγκ, η Άννα Πολιτκόφσκαγια – με το ένα μάτι ψαχούλευα διαρκώς την «Βιβλιονέτ» και με το ένα χέρι τα ψιλά στο πορτοφόλι μου, για να δω πού θα καταλήξω. Δεν κατέληξα για την ώρα, ωστόσο για την λογοτεχνία του Σαβιάνο είμαι κατηγορηματικός... τα ρέστα μου! 
 
 
[...] Η απάντηση είναι απλή: η λογοτεχνία προξενεί φόβο στο έγκλημα όταν αποκαλύπτει το μηχανισμό του, αλλά όχι όπως γίνεται στα ρεπορτάζ. Προξενεί φόβο όταν το ξεσκεπάζει στην καρδιά, στο στομάχι, στο μυαλό των αναγνωστών.
(...) Δε συμβαίνει το ίδιο στις δυτικές κοινωνίες, όπου μπορείς να γράψεις ό,τι θέλεις, μπορείς να υψώσεις τη φωνή σου, μπορείς να παραγάγεις ό,τι θέλεις. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν ξεπεράσεις τη γραμμή της σιωπής και φτάσεις τότε στους πολλούς. Εκείνη τη στιγμή στις δυτικές κοινωνίες γίνεσαι στόχος.
 
Σε όλους όσοι επιμένουν ότι ο Σαβιάνο έκανε μια «αρπαχτή» πλούτου και φήμης – (...) πήγαινες γυρεύοντας, τι πονηρός που είσαι, πολλοί ζουν σαν εσένα, μην παραπονιέσαι, εσύ φταις για όλα, είσαι βεντέτα, είσαι βρομιάρης, είσαι αλήτης, αντέγραψες... οι φίλοι που είναι έτοιμοι να επικρίνουν τις απουσίες σου ενώ παίζουν playstasion, η νωθρότητά τους που τη δικαιολογούν με τις προσωρινές δουλειές τους – εκείνος αντιτείνει τα ζεστά λόγια αλληλεγγύης ανυπεράσπιστων ανθρώπων, αλλά και την σπουδαία και τιμητική στήριξη σημαντικών ανθρώπων που φαινομενικά δεν είχαν κάτι να «κερδίσουν» συμπαρατασσόμενοι στο πλευρό του. Ο κατάλογος είναι μακρύς, αναφέρω ενδεικτικά τους: Βισλάβα Σιμπόρσκα, Γκύντερ Γκρας, Τζον Μ. Κούτσι, Σαλμάν Ρούσντι, Ελφρίντε Γέλινεκ, Ζοζέ Σαραμάγκου, Μάρτιν Σκορτζέσε, Πολ Όστερ, Ουμπέρτο Έκο, Κλαούντιο Μάγκρις, Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Μάριο Βάργκας Λιόσα, αδελφοί Ταβιάνι, κ.α. 

Το βιβλίο τα σπάει, σπανίως βιβλίο καταφέρνει να κάνει τόσο εύστοχη (αυτο)κριτική ήδη από τον τίτλο του – η ομορφιά και η κόλαση! Σε άψογη έκδοση από τον «Πατάκη» και μετάφραση από την Μαρία Οικονομίδου (αποκαλύπτεται μία χαριτωμένα ειρωνική διάσταση όταν αντιπαραβάλεις φευγαλέα, το όνομα της μεταφράστριας με την αναπτυσσόμενη οικονομία μιας ολόκληρης χώρας, καθώς και άλλων, βασιζόμενη στην δράση εγκληματικών οργανώσεων!). Αγοράστε το βιβλίο αμέσως ή απλώς περιμένετε μέχρι να τον δολοφονήσουν ή να πάρει το Νόμπελ, επιλογές υπάρχουν! Μια από τις πιο συγκινητικές ιστορίες του τόμου είναι εκείνη της Μίριαμ Μακέμπα, της Mama Africa, που πέθανε το 2008 κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας αλληλεγγύης στο Καστέλ Βολτούρνο του ιταλικού νότου, ενώ είχε πρώτα ζητήσει μια αμερικανική έκδοση του βιβλίου του Σαβιάνο.
 
Η Μίριαμ Μακέμπα πέθανε στην Αφρική. Όχι τη γεωγραφική Αφρική, αλλά εκείνη που μεταφέρθηκε εδώ από τους ανθρώπους της, που αναμείχθηκε με αυτή τη γη, στην οποία πριν από λίγους μήνες δίδαξε την οργή της αξιοπρέπειας. Και, ελπίζω, την οργή της αδελφοσύνης. 
 
 
Υ.Γ. 2666   Pata Pata like, μην περιμένεις να πεθάνω πρώτα!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!