Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Liston


Όποιος θητεύει ένα διάστημα στην Κέρκυρα μοιραία κάποια στιγμή θα αναρωτηθεί πώς γράφεται αυτή η περιώνυμη πλατεία: Λιστών ή Ληστών; Μόλις έρθει ο λογαριασμός της παραγγελίας όμως, θα έχει βγάλει τουλάχιστον ένα πρώτο χρήσιμο συμπέρασμα! Για να αποφύγουμε τα μπερδέματα λοιπόν, το γράφουμε σε άπταιστα greeklish και νιώθουμε και περήφανοι για την συνέχεια της γλώσσας μας και της ελληνικότητάς μας... παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη! Ποτέ δεν συμπάθησα τις λίστες. Λίστα με τα ψώνια, λίστα γάμου, playlist, λίστα τεχνικών χαρακτηριστικών στις ηλεκτρονικές συσκευές, λίστα Λαγκάρντ, Λίντα Ευαγγελίστα (αυτή τη συμπαθώ). Περισσότερο απ' όλες δεν συμπάθησα τις λίστες βιβλίων – τα χρόνια μας είναι πεπερασμένα και τα βιβλία που θα θέλαμε να διαβάσουμε εκτός της βιολογικής μας εμβέλειας, γιατί λοιπόν να κρατάμε τέτοιες λίστες; Για μένα, κρύβει κάτι το μακάβριο που δεν συνάδει με την ζωογόνα αίσθηση που σου προσφέρει η διαδικασία της ανάγνωσης. Θα πεθάνουμε κάποτε κουφάλα νεκροθάφτη, άλλα με ένα χαμόγελο από το φευγαλέο βλέμμα που ρίξαμε τυχαία στις τελευταίες λέξεις ενός βιβλίου που διαβάζαμε, όχι υπό το απειλητικό βλέμμα μιας δαιμονικής και ανεκπλήρωτης λίστας που θα επικρεμάται στο νεκροκρέβατό μας. Το «Φως, περισσότερο φως!» που λέγεται ότι είπε ο Γκαίτε πριν πεθάνει, ίσως αναφερόταν στην επιθυμία του να διαβάσει λίγες ακόμα λέξεις από το βιβλίο που κρατούσε! [Γιορτές σού λέει ο άλλος, χαρά Θεού].

Μαξ Ερνστ, «Τα μάτια της σιωπής», 1943-1944, Σεντ Λούις, Μιζούρι. Γκαλερί Τέχνης Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον
 
Και τι γίνεται με τις λίστες των βιβλίων που διαβάστηκαν και πολλοί φίλοι ετοιμάζονται από ώρα και σε ώρα ν' αναρτήσουν; Οι ρομαντικοί ανάμεσά μας θα πουν ότι γίνονται αστεράκια στο goodreads, κάτι είναι και αυτό. Οι τρεις μάγοι κάποτε ακολουθούσαν φορτωμένοι δώρα το προπορευόμενο αστέρι, στον διαδικτυακό στερέωμα όμως τα αστεράκια έπονται της μαγείας, που επίσης μας δείχνει τον δρόμο της αγάπης και της καλοσύνης – αυτό και αν είναι αφορμή για γιορτινό τραπέζι! Τέλος πάντων, μπορεί να μην μου αρέσει ιδιαίτερα η λιστομανία ως πράξη, ως ανάγνωση όμως είναι πολύ γοητευτική πράξη (ουπς, ταυτολογία). Και το βιβλίο του Έκο υμνεί ακριβώς αυτή την θεϊκή πράξη – Ωσαννά! Και αυτή την αγάπη του για τις λίστες τού την μετέδωσε κατά το ήμισυ ο Τζόυς. Αυτή η επιλογή μου οφείλεται σε δύο λόγους που και οι δυο έχουν σχέση με τις νεανικές μου μελέτες, δηλαδή κάποια μεσαιωνικά κείμενα και διάφορα κείμενα του Τζόις (άλλωστε δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις επιδράσεις των τελετουργιών και των κειμένων του Μεσαίωνα στη διαμόρφωση του νεαρού Τζόις). Δηλαδή, ντάξει, δεν θέλω άλλο δώρο, είμαι κομπλέ. 
 
Μικαλόγιους Κ. Τσουρλιόνις, «Σονάτα αρ. 6, Allegro», 1908, Κάουνας, Μικαλόγιους Κ. Τσουρλιόνις, Εθνικό Μουσείο Τέχνης

Ο Έκο ανθολογεί τα καλύτερα αποσπάσματα από λογής λογής ετερόκλιτες αναγνώσεις. Αυτά τα κομμάτια αφορούν λίστες και καταλόγους και ενδεχομένως να εγείρετε την ένσταση ότι δεν πρόκειται απαραιτήτως και για τα καλύτερα κομμάτια των παρουσιαζόμενων κειμένων· από την άλλη, είναι δύσκολο κάτι τέτοιο καθότι σε όλους αρέσουν οι λίστες. Δείξτε μου έναν που δεν του αρέσουν οι λίστες – τι δείχνετε εμένα μωρέ; Μέσα από αυτή την ανθολογία κάνεις έναν απολογισμό της αναγνωστικής χρονιάς που πέρασε και όσων θα ακολουθήσουν. Κάνεις ένα ξεσκαρτάρισμα. Ας πούμε, ο κατάλογος των μουσικών οργάνων που υπάρχει στον «Δόκτωρα Φάουστους» του Τόμας Μαν επιβεβαίωσε την ομιχλώδη υποψία που κουβαλάω χρόνια ότι τελικά αυτός ο συγγραφέας δεν μου ταιριάζει και πολύ, και αν επιχειρήσω κάποιες προσπάθειες θα είναι με μικρά σε έκταση κείμενά του. Αντιθέτως, εντυπωσιάστηκα με την ομορφιά του «Μαινόμενου Ορλάνδου» (1532) του Λουντοβίκο Αριόστο και άρχισα να αναρωτιέμαι αν έχει εκδοθεί στα ελληνικά (και αν ναι, τουλάχιστον αξιόπιστα). Αν όχι (και μέχρι τότε), πάντα θα υπάρχει ένα μέρος του μέσα σε αυτή την ανθολογία – ανατρέχοντας στην αρχική σημασία της λέξης «ανθολογία», θα έλεγα ότι πρόκειται για «μπουμπούκια» λόγου που συνήθως ευωδιάζουν αλλά ενίοτε φέρνουν και φτέρνισμα! 
 
Νικολά ντε Λαρζιλιέρ, «Μελέτη χεριών», 1715 περ., Παρίσι, Λούβρο


Ερειπωμένα οχυρά και πόλεις χαλασμένες
ήταν εκεί μ' όλα τα πλούτη να ρημάζουν.
Ρωτά κι ακούει πως είν' από συνθήκες ξεχασμένες,
και συνωμοσίες που άτεχνα οι δράστες τους σκεπάζουν.
Είδε και φίδια μ' όψεις σαν δέσποινες χαριτωμένες,
έργα των τοκογλύφων και ληστών που αρπάζουν:
Μετά είδε φιάλες τσακισμένες διαφόρων σχημάτων,
σήμα υποτέλειας στην ισχύ των άθλιων στεμμάτων.

Χυμένο χυλό, άφθονο σα λίμνη να γεμίζει
είδε, και τι σημαίνει ρώτησε το σεβαστό οδηγό του:
- Η ελεημοσύνη που κάποιος (του απαντά) ορίζει
 να μοιραστεί στους άπορους μετά το θάνατό του.

Όλα (φευ!) ξεκινούν από τον Όμηρο και τον κατάλογο των πλοίων της Τροίας, ή ξεκινούν και μ' έναν αλλοπρόσαλλο και απολαυστικό κατάλογο από την «Θεογονία» του Ησίοδου (κυριολεκτικά, γαμιέται ο Δίας εκεί μέσα!), για να καταλήξουν παραχωμένα στα συρτάρια του 17ου κεφαλαίου του «Οδυσσέα» ή για να τα πάρει το «υβριδικό» ποτάμι που κατασκεύασε για το «Finnegans Wake» ο μεγάλος Τζόυς. Αλλά ο κατάλογος με καταλόγους στην λογοτεχνία (και αλλού) είναι ατελείωτος, υπομονή να έχετε να ταξινομείτε τα αταξινόμητα! Νομίζω ότι, ένα μέρος του καταλόγου με τους τίτλους των κεφαλαίων που χρησιμοποιεί ο Έκο, γράφοντας δυο εισαγωγικές σκέψεις πριν ανθολογήσει τα εκάστοτε αποσπάσματα, είναι ικανός για να σας πείσει για την ομορφιά... της ομορφιάς της λίστας: Ο οπτικός κατάλογος, Το ανείπωτο, Δάνεια μεταξύ λίστας και φόρμας, Η ρητορική της απαρίθμησης, Συλλογές και θησαυροί, Η χαοτική απαρίθμηση, Δάνεια μεταξύ πρακτικής και ποιητικής λίστας, Λίστες που προκαλούν ίλιγγο.
 
Τζανκάρλο Βιτάλι, «Η "ουρά" της ερμίνας», 1999, συλλογή του καλλιτέχνη


Το δίδυμο της μετάφρασης και μόνο στην θέαση του προκαλεί την συγκίνηση, δάσκαλος (Ανταίος Χρυσοστομίδης) και μαθήτρια (Δήμητρα Δότση) μαζί, υπό την σκέπη ενός μεγαλύτερου δασκάλου, του Ουμπέρτο Έκο, που αν εξαιρέσει κανείς τα βαρετά του μυθιστορήματα, πρόκειται για έναν σπουδαιότατο στοχαστή. Ειρήσθω εν παρόδω, η ιταλική λογοτεχνία, γαμώ την τρέλα μου, είναι μια από τις ομορφότερες λογοτεχνίες του κόσμου, κάθε φορά την αγαπώ όλο και περισσότερο! Δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτα άλλο σχετικά με την μετάφραση, ή για να το πω σύμφωνα με το πνεύμα της ανάρτησης, αν υπήρχε μια λίστα με τις καλύτερες μεταφράσεις, η συγκεκριμένη θα ήταν στις 3 πρώτες θέσεις.

Το βιβλίο το βρήκα σε ένα Bazaar της Θεσσαλονίκης, μια θεόρατη στοίβα βιβλίων με την ζελατίνα τους, στην τιμή των 3 ευρώ το καθένα, που αγνοούσαν επιδεικτικά οι υπόλοιποι επισκέπτες. Μάλιστα, ο κρετίνος εγώ πήγα στον υπάλληλο και του ζήτησα αν μπορώ να βγάλω την ζελατίνα για να το δω καλύτερα – ότι και καλά τι, δεν θα το αγόραζα αν δεν το έβλεπα από μέσα, εντελώς μαλάκας ο δικός σου! Φυσικά το αγόρασα και πήρα και άλλο ένα για δώρο. Αυτό που με κατέθλιψε ήταν η προσφερόμενη τιμή. Εννοείται ότι σε μια αρχική τιμή των 30-35 ευρώ δεν θα το αγόραζα (δεν θα μπορούσα άλλωστε), αλλά σε μια μέση τιμή 14-18, θα το αγόραζα ευχαρίστως. 3 ευρώ δεν κάνει ούτε το brandname του Έκο, ούτε καν εκείνο των μεταφραστών. Πολύ κρίμα. Ως συστηματικός αναγνώστης, θα περίμενε κανείς να μην με νοιάζει σε τι τιμή φτάνουν τα βιβλία σε μένα (ει δυνατόν, ας έφταναν και τζάμπα), όμως, όταν βλέπω πραγματικές ηλιθιότητες άλλων εκδοτικών οίκων να κοστολογούνται υπέρμετρα και κάποια αξιόλογα βιβλία να ξεπουλιούνται, με πιάνει ένα παράπονο (ίσως να φταίει και η μελαγχολία των γιορτών, τι να πω). 
 
Ζαν Ντιμπιφέ, «Πολυκατοικίες», 1946, Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης


Ένα βιβλίο...*! Συνδυάζει δύο αγάπες μου, την λογοτεχνία και την ζωγραφική. Οι ζωγραφικοί πίνακες (και γενικότερα, οι εικαστικές τέχνες) είναι διπλάσιοι από τα λογοτεχνικά αποσπάσματα και αυτό κάνει το βιβλίο πολυτιμότερο, η πρόσβαση στα μουσεία είναι πιο δυσπρόσιτη από εκείνη στην λογοτεχνία. Ο Έκο φέρνει στην αρχή δυο παραδείγματα χρησιμοποιώντας την «Μόνα Λίζα» του Ντα Βίντσι και τον «Κήπο των επίγειων απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος. Ο πρώτος είναι φιλοτεχνημένος στο πλαίσιο μιας φόρμας που παρόλο που πίσω από το πορτρέτο της Μόνα Λίζα φαίνεται ένα φυσικό τοπίο που εκτείνεται στο άπειρο, δεν μας επιτρέπεται ως θεατές να αναρωτηθούμε γι' αυτό, η προσοχή μας εστιάζεται απαρεγκλίτως στο κέντρο του πίνακα. Αντιθέτως, στον πίνακα του Μπος, η πληθωρικότητα των μορφών μάς κάνει να φανταζόμαστε ότι ο πίνακας εκτείνεται και εκτός πλαισίου, σπάει την φόρμα, μας φανερώνει έναν δυνητικά άπειρο κατάλογο μορφών και μυστηρίων – με αφορμή αυτό, να αναφέρω το εκπληκτικό ντοκιμαντέρ «El Bosco» και να παροτρύνω όσους θέλουν να το αναζητήσουν και να το δουν.

Και τι σόι λίστα θα ήταν αν δεν συμπεριλάμβανε δώρα για όλα τα βαλάντια όπως μια τζούρα Σιμπλίκιου Σιμπλικίσιμου, μια χαοτική περιγραφή του γραφείου του Σλόθροπ ή δυο λεκτικά θραύσματα του τεράστιου Κάρλο Εμίλιο Γκάντα. Αυτούς πρέπει να τους βάλετε οπωσδήποτε στο αναγνωστικό πρόγραμμα της νέας χρονιάς. Γίνεστε ρεζίλι όσο καθυστερείτε. Δεν κρατάτε λίστες βιβλίων; Τι άνθρωποι είστε! Να πάρω και γω το δώρο μου όμως, έτσι;
 
Τζάκομο Μπάλα, «Κορίτσι που τρέχει στο μπαλκόνι», 1912, Μιλάνο, Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης


[...] Παρά τα φαινόμενα, ένα ωραίο παράδειγμα καθόλου χαοτικής υπερβολής είναι οι τριάντα δύο σελίδες του Μαραμπού του Κλοντ Κλοσκί: ο Κλοσκί πράγματι δεν κάνει τίποτε άλλο πέρα από το να παρατάσσει όρους ή σύντομα συντάγματα, το καθένα από τα οποία αρχίζει με τη συλλαβή με την οποία καταλήγει το προηγούμενο: δεν μένει παρά να καταλήξουμε πως σε αυτή την τρέλα υπάρχει μέθοδος και πως η λίστα, χαοτική από την άποψη των σημαινόμενων, δεν είναι το ίδιο από την άποψη των σημαινόντων.

Ό,τι κάνουν όλοι οι Μαραμπού του κόσμου ετούτου, δηλαδή!! Ιδού:

Μαραμπού, μπουκάλι με κρασί, σινεμά, μαγεία εξωτική, κιμονό, Νοέμβρης με βροχή, Χιλιανός νόστος κι επιστροφή, Φίγκαρο, ροκφόρ και καμαμπέρ, μπέρδεμα, μαθήματα πριβέ, βερεσέ, σέλα και χάμουρα, ραντεβού, βουνό και θάλασσα, σαμποτέρ, τέρμα τα δίφραγκα, γκαντεμιά, μια τρύπα στο νερό, ροκ εντ ρολ, ρολόγια ελβετικά, καρτ ποστάλ, Στάλιν και Κα-Γκε-Μπε, Μπελ Επόκ, πόκα, μπριτζ και ραμί, μιζανπλί, πλήξη του θανατά, τάξε μου, μούσα πολύτροπο, ποτ πουρί, ρινίσματα χρυσού, σούπερμαν, μανιοκατάθλιψη, ψήγματα, τάγματα πεζικού, κου ντε πιε, πιερότος φασουλής, λησμονώ, μονοθεϊστικός, κόσμημα, μακάριοι οι πτωχοί, χίμαιρα, μέρα γιορταστική, Κυριακή, κήρυγμα στο τζαμί, Μίτσιγκαν, τσιγγάνικο βιολί, λίβελος, λοσιόν και σαμπουάν, αντοχή, χειροκροτήματα... και σταματώ εδώ γιατί λένε ότι είναι η τροφή του καλλιτέχνη!
 
Σαλβαδόρ Νταλί, «Πενήντα αφηρημένες ζωγραφιές που, ιδωμένες από 2 γιάρδες απόσταση, μεταμορφώνονται σε τρεις Λένιν μεταμορφωμένους σε Κινέζους, και από 6 γιάρδες απόσταση εμφανίζονται σαν το κεφάλι μιας βασιλικής τίγρης», 1962, Φιγκέρες, Ίδρυμα Γκαλά-Σαλβαδόρ Νταλί (Γεια σου Σαλβαδόρ με τα παλαβά σου!!)


Αποκάλυψη τώρα... που θα σοκάρει όλους τους αναγνώστες: δεν διάβασα όλο το βιβλίο!! Αυτό βέβαια με απαλλάσσει και από την βδελυρή ταμπέλα του «κριτικού» (ευτυχώς!) καθότι όπως όλοι γνωρίζουμε δεν υπάρχει κριτικός που να κρίνει βιβλία που ΔΕΝ έχει διαβάσει – είπαμε, αυξάνονται τα θαύματα την περίοδο των Χριστουγέννων, αλλά όχι και έτσι! Περισσότερο το αγόρασα για τις ζωγραφιές, καρφώθηκα ο φλώρος. Εννοείται ότι διάβασα όλες τις εισαγωγικές σκέψεις του Ουμπέρτο Έκο για κάθε κεφάλαιο, όπως επίσης και διάσπαρτα αποσπάσματα που μου ταίριαζαν στην διάθεση και στην στιγμή – λίστα είναι, θα διαλέξω ό,τι γουστάρω, δουλειά σας εσείς. Όπως όταν πάνε άντρες για ψώνια στο σούπερ μάρκετ και μετά ακούνε την κατσάδα, Αφού ήταν γραμμένα στην λίστα, πώς γίνεται να τα ξέχασες;

Προτιμώ να κλείσω ετούτη την ανάρτηση με την «Πιθανότητα» (1985) της Βισλάβα Σιμπόρσκα. Και με μία ακόμη – την πιθανότητα να μας βρει η νέα χρονιά όλους ευτυχείς.

Προτιμώ το σινεμά.
Προτιμώ τους γάτους.
Προτιμώ τις βελανιδιές στον ποταμό Βάρτα.
Προτιμώ τον Ντίκενς από τον Ντοστογιέφσκι.
Προτιμώ τον εαυτό μου που αγαπά τον κόσμο
από τον εαυτό μου που αγαπά την ανθρωπότητα.
Προτιμώ να έχω δίπλα μου βελόνα και κλωστή.
Προτιμώ το πράσινο χρώμα.
Προτιμώ να μη δηλώνω ότι για όλα φταίει το μυαλό.
Προτιμώ τις εξαιρέσεις.
Προτιμώ να βγαίνω νωρίς.
Προτιμώ να μιλώ με γιατρούς για άλλα πράγματα.
Προτιμώ τις παλιές εικόνες με τις γραμμοσκιάσεις.
Προτιμώ τη γελοιότητα να γράφω ποιήματα από τη γελοιότητα να μη τα γράφω.
Προτιμώ στον έρωτα τις επετείους να τις γιορτάζω καθημερινά.
Προτιμώ τους ηθικολόγους που δεν μου υπόσχονται τίποτα.
Προτιμώ μια γνωστική καλοσύνη παρά μια ευκολόπιστη.
Προτιμώ τη γη ντυμένη στα καθημερινά της.
Προτιμώ τις κατακτημένες χώρες από τις κατακτητικές.
Προτιμώ να έχω επιφυλάξεις.
Προτιμώ την κόλαση του χάους από την κόλαση της τάξης.
Προτιμώ τα παραμύθια των Γκριμ από τις πρώτες σελίδες των εφημερίδων.
Προτιμώ φύλλα χωρίς άνθη παρά άνθη χωρίς φύλλα.
Προτιμώ τα σκυλιά με άκοπη την ουρά τους.
Προτιμώ τα ανοιχτόχρωμα μάτια, γιατί τα δικά μου είναι σκούρα.
Προτιμώ τα συρτάρια.
Προτιμώ πολλά πράγματα που εδώ δεν έχω αναφέρει από πολλά που επίσης εδώ δεν έχω αναφέρει.
Προτιμώ τα φύρδην μίγδην μηδενικά παρά τα παρατεταγμένα σε έναν αριθμό.
Προτιμώ την εποχή των εντόμων παρά εκείνη των άστρων.
Προτιμώ να χτυπάω ξύλο.
Προτιμώ να μη ρωτώ για πόσο ακόμα και πότε.
Προτιμώ να λαβαίνω υπόψη ακόμα και την πιθανότητα το κάθε πλάσμα να έχει το δίκιο του.
 
Μαρία Έλενα Βιέιρα ντα Σίλβα, «Η βιβλιοθήκη», 1949, Παρίσι, Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης, Κέντρο Ζωρζ Πομπιντού


Δεν ταιριάζει εδώ αλλά μου άρεσε τόσο πολύ η φράση του Λοτρεαμόν όταν την συνάντησα 3-4 φορές μέσα στο βιβλίο, που θα την αντιγράψω σαν επιθύμιο της ανάγνωσης του βιβλίου του Έκο: «...σαν την τυχαία συνάντηση μιας ραπτομηχανής με μια ομπρέλα, πάνω σε ένα τραπέζι ανατομίας». Αναζητήστε το, αλλιώς θα μπείτε στην μαύρη λίστα!

Υ.Γ. 2018  *Και αυτό γοητευτικότατο το βρήκες; Ε γάμα μας ρε Μαραμπού! Ρε μήπως να φτιάξω μια λίστα με τα γοητευτικότερα βιβλία;; Να είναι αυτό το πρώτο που θα κάνω την νέα χρονιά; Θα το σκεφτώ. Καλή χρονιά να 'ρθει, αλλιώς ας προσπεράσει :) 
 

Σχόλια

  1. Μαραμπού,

    Με τα έξυπνα λογοπαίγνιά σας με "τελειώσατε". Σας έχω αγαπήσει γενικώς (να τα μας...), όμως με τη Σιμπόρσκα, απλώς, σας λάτρεψα. Πείτε μας και το μεταφραστή της, για να ολοκληρωθεί το θεάρεστο έργο σας.
    Θέλετε-δε θέλετε, ανταποδίδω.

    ΜΕΡΙΚΟΙ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

    Μερικοί
    -δηλαδή όχι όλοι.
    Ούτε το μεγαλύτερο μέρος όλων, αλλά το μικρότερο.
    Μη υπολογίζοντας τα σχολεία, όπου πρέπει,
    και τους ίδιους τους ποιητές,
    θα είναι δυο στα χίλια άτομα.

    Τους αρέσει
    -μα αρέσει επίσης το κρεατόζουμο με μακαρόνια,
    αρέσουν τα κομπλιμέντα και το γαλάζιο χρώμα,
    αρέσει το παλιό κασκόλ,
    αρέσει να επιμένουν στο δικό τους,
    αρέσει να χαϊδεύουν το σκυλί.

    Η ποίηση
    -μόνο τι είναι αυτό η ποίηση.
    Δεν ήταν μόνο μια απάντηση ασταθής
    πάνω σ' αυτό το ερώτημα.
    Μα εγώ δεν ξέρω και δεν ξέρω και πιάνομαι απ' αυτό
    σαν ένα σωτήριο στήριγμα.

    Βισλάβα Σιμπόρσκα,Τέλος και αρχή. Κάθε ενδεχόμενο, μετάφραση: Νίκος Χατζηνικολάου, Κούριερ Εκδοτική, 1997

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ε λοιπόν, σε βρίσκει η ποίηση, όντως! Έχει δίκιο ο Τίτος! Εντυπωσιάστηκα τόσο από την Σιμπόρσκα (αυτό το μικρό της δείγμα) που παρήγγειλα άμεσα τις δυο ποιητικές της συλλογές «Μια ποιητική διαδρομή» και «Εδώ!»... εδώ και τώρα, που λένε (μιας και αγαπάτε, κατά δήλωσή σας, τα λογοπαίγνιά μου). Θα είναι τα πρωτοχρονιάτικα δώρα μου. Δεν την ήξερα, δεν γνώριζα ότι τιμήθηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1996 και γενικώς χαίρομαι που θα είμαι το δεύτερο από χίλια άτομα, που έστω και για μια βραχύβια περίοδο, θα αγαπήσει την ποίηση!

      Ο μεταφραστής της είναι ο Βασίλης Καραβίτης και από όσα διάβασα πρόκειται επίσης για σημαντικό ποιητή, που (τι πρωτότυπο) δεν γνώριζα. Μην με εμπαίζετε λοιπόν και ρίξτε ένα ποιημά του στο μπλογκ, εν είδει καλάντων :p

      Διαγραφή
    2. Σας έχω κάνει αναφορά σ' αυτήν τη σπουδαία ποιήτρια, αλλά μάλλον σας διέφυγε.

      https://pepperlines.blogspot.gr/2016/11/blog-post.html

      Βασίλης Καραβίτης, πολύ ενδιαφέρων ποιητής. (ΔΕΝ εμπαίζω κανέναν, πλήν εμού ενίοτε.)


      Κι άλλα αδιέξοδα εκτός απ’ το δικό μας

      Τι μοίρα –επιμένω–
      κι αυτή των λέξεων:
      Να τις ποιμαίνουν με το ζόρι
      αγροίκοι ποιητές!
      Κι ύστερα μαντρωμένες σ’ ένα ποίημα
      να ονειρεύονται περίλυπες
      την άτακτη φυγή τους…

      ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ (1934-2016) Λυπομανία (1989)


      ΥΓ1. Γνωστό ότι αγαπώ τις λίστες. Επίσης, πολύ γουστάρω το βιβλίο που αποκτήσατε.

      ΥΓ2. Μήπως θα 'πρεπε να κάνουμε ένα φόρουμ με όσους πετάνε σπυράκια στις γιορτινές ευχές; Ευγενικές μεν, σαν μια (χαμογελαστή) καλημέρα, τυπικές και άνευ ουσίας κατά βάθος, είναι προτιμότερες απ΄ τις ...κατάρες!

      Διαγραφή
    3. Ωωωω πώς μου ξέφυγε η αναφορά;; Είδατε τι τραβάω όταν δεν κρατάω λίστες; Καλά να πάθω, το χρειαζόμουν ;) Πάντως, απ' ό,τι διαβάζω στα παλιά σχόλια, είχα δηλώσει και τότε ενθουσιαμένος με την ποίηση της Σιμπόρσκα, να εκτιμηθεί αυτό, παρακαλώ. Σε λίγο που θα έχω τα βιβλία της, δεν θα την ξεχάσω ξανά.

      Όμορφο και το ποίημα του Καραβίτη!

      Υ.Γ. Είμαστε πολλοί αυτοί που απεχθανόμαστε τις ευχές, καλά να' μαστε, υγεία πάνω απ' όλα :p

      Διαγραφή
  2. Αγαπητέ Κόλλια,

    Ωραιότατα όλα. Κι αυτή η Βισλάβα μάλλον βάλθηκε να καταστρέψει τα αναγραφόμενα στο ποίημά της ποσοστά. Εκτός κι αν ισχύσει το "είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς" του Μίκη - ούτως ή άλλως θέμα φρονήματος και σθένους ο κόσμος.
    Πρέπει να ομολογήσω, όμως, ότι διαβάζοντας τις ενστάσεις σας για τις λίστες, ταυτοχρόνως με γοήτευε και η εικαστική λίστα της ανάρτησης. Παραλλάσσοντας, λοιπόν [σα "λιστόν" μου ακούγεται σήμερα..), το στίχο της Σιμπόρσκα "προτιμώ τη γελοιότητα να γράφω λίστες από τη γελοιότητα να μην τις γράφω"

    Κι επίσης, σίγουρα και τη γελοιότητα να δίνω ευχές από τη γελοιότητα να μην τις δίνω. Εύχομαι, λοιπόν, για την πιθανότητα να μας έρθει το 2018 με διάθεση ευτυχών στιγμών.

    Να είστε καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γεια σου Διονύση! Μπράβο για την (δεύτερη) παραλλαγή του στίχου της ποιήτριας, το βρήκα πολύ εμπνευσμένο. Όντως, ως έναν βαθμό είναι γελοιότητα να δίνεις ευχές (Έχει καταντήσει κάπως γελοίο το πράγμα, που λένε!) αλλά από την άλλη, είναι απείρως γελοιότερο να μην τις δίνεις. Και πάλι μπράβο για την έμπνευση :)

      Λες να είμαι και γω λιστομανής και μην το γνωρίζω;; Στους ζωγραφικούς πίνακες δεν μπορώ να αντισταθώ και μιας και στο συγκεκριμένο βιβλίο υπήρχαν πολλοί και με όλα τα στοιχεία τους, είναι δεδομένο ότι θα παρασυρθώ. Επίσης, η παράθεση εικόνων δίνει ανάσα και στους αναγνώστες να διαβάσουν τις αναρτήσεις μου ως το τέλος -- ειδάλλως, θα είχα ακόμα λιγότερους αναγνώστες απ' ο,τι έχω.

      Νομίζω όμως ότι δεν συμπαθώ τις λίστες, επιμένω σε αυτό. Δεν σημειώνω ποτέ τίποτα, γιατί βαριέμαι αφόρητα. Πάντως, τις λίστες που σημειώνουν άλλοι, τις κρυφοκοιτάζω, αυτό το παραδέχομαι.

      Καλές γιορτές, σου εύχομαι, ό,τι καλύτερο -- και ας νιώθω γελοίος με αυτό που γράφω :p

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !