Ελάτε βρήκα τον Δανό Zola ∙ μόνο κατά όνομα γιατί τη χάρη την έχει ο (Γ)άλλος. Διάβασα μαζί τα δύο βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά και πιθανότατα δε θα έγραφα τίποτα εδώ (χάλια το 2024 και για εσάς, ξέρω!) αν το ένα από αυτά δεν μου θύμιζε κάπως το πολύ απολαυστικό «Το κορίτσι και το τσιγάρο» του Μπενουά Ντυτέτρ που είχα διαβάσει παλιότερα. «Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα με τη Σουηδία; Ακούω τον εαυτό μου να λέει, χωρίς να ξέρω πού το πάω. Όλοι τους με κοιτάνε, σαν χαμένοι. Θα σας πω εγώ ποιο είναι το πρόβλημα με τη Σουηδία, συνεχίζω, και ξερνάω ένα σωρό πράγματα, που δεν έχουν θέση πουθενά, και που δεν έχω καμία όρεξη να πω. Τους λέω ότι ο κόσμος εδώ στη Σουηδία είναι τόσο εύθικτοι και τόσο μη μου άπτου, λεσβίες, ανάπηροι, άφυλοι, ψόφιοι και ενάντια σε κάθε χαρά της ζωής, που δεν αντέχονται. Και όχι μόνο δεν αντέχονται, είναι για κλάματα, με κεφαλαία γράμματα. Δεν σταματιέμαι με τίποτα, τώρα που άρχισα, και πριν φύγω από την αίθουσα, τους λέω και ότι η Σουηδία είναι να σηκώσεις το καπάκι και να χέσεις μέσα». Ώπα φίλε το έχεσες, γύρνα πίσω στη χώρα σου!
Ας πω δυο γρήγορα λόγια για το βιβλίο που εκδόθηκε δεύτερο, «Οι κάμπιες, ο Ανσάλντο και ο γιος του μπακάλη», όπου όπως λέει το οπισθόφυλλο, η βασική «έμπνευση για αυτό το μυθιστόρημα οφείλεται σε ένα γαλλικό χειρόγραφο του 16ου αιώνα: «Memoires d’ un voyage fait dans les pays septentrionaux en l’ an M.D.C.LXIII» (=«Απομνημονεύματα ενός ταξιδιού που έγινε στις χώρες του Βορρά το έτος 1663)»… «και όπου το ταξίδι αποτελεί με τον άλφα ή βήτα τρόπο το βασικό στοιχείο». Τοποθετημένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του σε ένα ορυχείο στη Φάλουν της Σουηδίας φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό το εκπληκτικό κείμενο του Χόφμαν (με το ακόμα πιο εκπληκτικό επίμετρο του βιβλίου, να το προμηθευτείτε οπωσδήποτε)∙ τα διάφορα παράδοξα που συμβαίνουν φέρνουν στην επιφάνεια και τις άλλες επιρροές του συγγραφέα αλλά σαν σύνολο μου θύμισε τη φράση του Μέλβιλ: «It is better to fail in originality than to succeed in imitation». Ένα προξενιό που χάλασε εν μέσω πανδημίας. Το έχουμε ξαναδεί το έργο! Επίσης, η πανδημία δεν είναι τόσο φανερή στο κείμενο, κυρίως μας προσφέρεται με χρονικές μετατοπίσεις, θα σας τα πω αργότερα, αυτό που έγινε δε θα το πιστεύετε, πατήστε εδώ να δείτε πώς είναι τώρα ΣΟΚ, και τέτοια. Γραμμένο επίτηδες με έναν «παλιό» τρόπο που νομίζω όμως ότι δεν προσφέρει τίποτα νέο. Η γλώσσα το σώζει κάπως γιατί το υπόλοιπο σώμα του κειμένου νοσεί και πυορροεί. Η πανδημία μάς στέρησε την χαρά, ώρα λοιπόν να περάσουμε σε κάτι με περισσότερο χιούμορ.
[…] «Αλήθεια, ξέρεις τι έχει η Σουηδία που δεν έχει η Δανία; Τη ρωτάω και απαντάω μόνος μου, πριν προλάβει να πει οτιδήποτε: Καλούς γείτονες.
Η Καμίλα με κοιτάει φουρκισμένη. Οι άλλοι, που κάθονται στο τραπέζι, και θα άκουσαν το αστείο μου, ούτε αυτοί γελάνε.
Ναι, το χιούμορ δεν ήταν ποτέ το καλύτερο ατού της Σουηδίας, σιγά-σιγά το έχω καταλάβει, αλλά, ρε γαμώτο, αυτά είναι τα αστεία μας, δεν έχουμε άλλα».
Η Καμίλα με κοιτάει φουρκισμένη. Οι άλλοι, που κάθονται στο τραπέζι, και θα άκουσαν το αστείο μου, ούτε αυτοί γελάνε.
Ναι, το χιούμορ δεν ήταν ποτέ το καλύτερο ατού της Σουηδίας, σιγά-σιγά το έχω καταλάβει, αλλά, ρε γαμώτο, αυτά είναι τα αστεία μας, δεν έχουμε άλλα».
Το «Απαγορεύονται τα μπαλόνια» είναι σαφώς καλύτερο από το προηγούμενο (όπως και από το χιούμορ της Σουηδίας). Εδώ ο ήρωας του βιβλίου, καθηγητής στο Κέντρο Γλώσσας & Λογοτεχνίας καυλαντίζει με μια Ρωσίδα φοιτήτρια μέσα σε ένα υπόγειο που προορίζεται για την προσευχή των μουσουλμάνων φοιτητών, ενώ στο σπίτι ετοιμάζει μαζί με την γυναίκα του το μεγάλο πάρτι για τα 40 χρόνια που θα κλείσει εκείνη σε λίγες μέρες. Υποτίθεται ότι αποτελεί μια σάτιρα για την comme il faut κατάσταση τέτοιων αναπτυγμένων κοινωνιών και για κάποιες παράνοιες της πολιτικής ορθότητας. Ωστόσο, το originality – κατά Μέλβιλ – του βγαίνει πολύ καλύτερα εδώ του Ρόμπερτ Ζόλα Κρίστενσεν με αποτέλεσμα το βιβλίο να αποκτάει αναπάντεχο βάθος παρόλο που μοιάζει να (επι)μένει συνεχώς στην επιφάνεια των καταστάσεων.
[…] «Κι εσύ; Τι σόι πράμα είσαι; Δεν είσαι βίαιος, λες, δεν έγινε τίποτα, αλλά τι σε κάνει να πιστεύεις ότι φαίνεται ποιος είναι βίαιος και ποιος όχι; Είναι έτσι και έτσι. Εσύ φυσικά φαντάζεσαι ότι πρόκειται για κάποιους που διαβάζεις γι’ αυτούς στις εφημερίδες, και εσύ είσαι αλλιώτικος από αυτούς. Όμως αυτό δε λένε όλοι τους; Τι ξέρουμε για τον εαυτό μας τελικά, και τι ξέρουμε ο ένας για τον άλλο; Είσαι ό,τι κάνεις, και το ξέρεις κι εσύ, κοφ’ το παραμύθι, και σκέψου ότι και εσύ μπορείς κάπου-κάπου να γίνεις πιο πρωτόγονος από τους πρωτόγονους, οπότε ποιος ξέρει, ίσως αυτή την στιγμή, μια υπόθεση κάνουμε, μια νέα κοπέλα είναι πεσμένη σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο και πεθαίνει απ’ την αιμορραγία. Και αργά η γρήγορα αυτό θα μαθευτεί, και για σένα θα διαβάζουμε στις εφημερίδες».
Το βιβλίο αποκτάει και μια ενδιαφέρουσα χροιά θρίλερ. Ο ήρωας βυθίζεται στις πλάνες του, παρασύροντας και τον αναγνώστη∙ για καλό το λέω αυτό. Στο οπισθόφυλλο, ωστόσο, αναφέρεται ότι «αποκαλύπτεται το “φλερτ” του προς μια Ρωσίδα φοιτήτρια μέσα στην αίθουσα προσευχής των μουσουλμάνων», πράγμα που δεν ισχύει, εκτός και αν μου ξέφυγε κάτι πολύ βασικό από την αφήγηση – νομίζετε ότι είμαι καλά στα μυαλά μου; Παραδείγματος χάριν, ο ήρωας επιπλήττεται για πολύ ελαφρύτερα παραπτώματα στην πολιτικώς ορθή ατμόσφαιρα του πανεπιστημίου, μία βαρύτερη πράξη σαν αυτή που υπονοείται θα προκαλούσε αλυσιδωτές εκρήξεις. Κυρίως ο ήρωας το βιώνει όλο αυτό εσωτερικά, παρόλο που υπάρχει ένα μυστήριο που μένει μερικώς άλυτο και αυτό είναι στα συν της αφήγησης. Λίγη σημασία έχουν αυτά όμως, καθότι το κείμενο έχει ωραίο ρυθμό στην γλώσσα, που κατευθύνει την σκέψη του ήρωα, και η σκέψη με την σειρά της επανακατευθύνει γενναιόδωρα και την ίδια την γλώσσα. Η μετάφραση είναι του γνωστού και μάλλον από τους ελάχιστους σκανδιναβολόγους Σωτήρη Σουλιώτη, ενώ ο τίτλος του βιβλίου δεν έχω ιδέα πού αναφέρεται (αν και θα μπορούσα να κάνω εικασίες) αλλά μου αρέσει. Τα δύο βιβλία κυκλοφορούν από το «Σαιξπηρικόν» σε όμορφες εκδόσεις, αλλά θα ήθελαν μια καλή επιμέλεια για να εξαλειφθούν κάποια λαθάκια που τους ξέφυγαν. Είτε διαλέξετε το ένα είτε διαλέξετε να μη διαλέξετε το άλλο, ο Ρόμπερτ Ζόλα Κρίστενσεν είναι ένας συγγραφέας με ενδιαφέρον και πιστεύω ότι θα πιάσει σύντομα την καλή στιγμή. Λέτε το 2024 να είναι η χρονιά του;
[…] «Αναλύω διεξοδικά τις έννοιες.
Εκείνη με διακόπτει και λέει ότι δεν είναι απόλυτα σίγουρη για το αν τα κατάλαβε όλα, ειδικά μάλιστα αυτό για την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα. Εγώ της λέω ότι τόσο εύκολο δεν είναι, αλλά αν κοιτάξει στο ζωικό βασίλειο, πάρε π.χ. το γουρούνι, εκείνο τρέχει εδώ κι εκεί, χέζει, τρώει και πολλαπλασιάζεται χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο από το να κάνει σαν γουρούνι. Οπότε αυτό είναι καθαρή αναγκαιότητα, και ίσως και να είναι μια χαρά, αλλά υπάρχει και η δυνατότητα, καθ’ ότι εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε ανάγκη να ζήσουμε έτσι, στο βρόντο, όπως μας υπαγορεύουν τα ένστικτα και οι ορμές μας, γιατί μπορούμε να επιλέξουμε να κάνουμε κάτι άλλο. Αυτός είναι ο Κίρκεγκωρ σε κύβο Μάτζι, και όπως μάλλον κατάλαβες, Όλγα, εδώ έχει και μπόλικο Χάιντεγκερ και Σαρτρ, όμως μην ξεχνάς ότι ο δικός μας ο Κίρκεγκωρ τα βρήκε αυτά πρώτος, και όταν ο άνθρωπος διαπιστώνει την ευθύνη που συνεπάγεται να διαλέξεις ή να διαλέξεις να μη διαλέξεις, τότε έρχεται ο φόβος.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.