Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο

Ελάτε βρήκα τον Δανό Zola ∙ μόνο κατά όνομα γιατί τη χάρη την έχει ο (Γ)άλλος. Διάβασα μαζί τα δύο βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά και πιθανότατα δε θα έγραφα τίποτα εδώ (χάλια το 2024 και για εσάς, ξέρω!) αν το ένα από αυτά δεν μου θύμιζε κάπως το πολύ απολαυστικό «Το κορίτσι και το τσιγάρο» του Μπενουά Ντυτέτρ που είχα διαβάσει παλιότερα. «Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα με τη Σουηδία; Ακούω τον εαυτό μου να λέει, χωρίς να ξέρω πού το πάω. Όλοι τους με κοιτάνε, σαν χαμένοι. Θα σας πω εγώ ποιο είναι το πρόβλημα με τη Σουηδία, συνεχίζω, και ξερνάω ένα σωρό πράγματα, που δεν έχουν θέση πουθενά, και που δεν έχω καμία όρεξη να πω. Τους λέω ότι ο κόσμος εδώ στη Σουηδία είναι τόσο εύθικτοι και τόσο μη μου άπτου, λεσβίες, ανάπηροι, άφυλοι, ψόφιοι και ενάντια σε κάθε χαρά της ζωής, που δεν αντέχονται. Και όχι μόνο δεν αντέχονται, είναι για κλάματα, με κεφαλαία γράμματα. Δεν σταματιέμαι με τίποτα, τώρα που άρχισα, και πριν φύγω από την αίθουσα, τους λέω και ότι η Σουηδία είναι να σηκώσεις το καπάκι και να χέσεις μέσα». Ώπα φίλε το έχεσες, γύρνα πίσω στη χώρα σου!
 
Ας πω δυο γρήγορα λόγια για το βιβλίο που εκδόθηκε δεύτερο, «Οι κάμπιες, ο Ανσάλντο και ο γιος του μπακάλη», όπου όπως λέει το οπισθόφυλλο, η βασική «έμπνευση για αυτό το μυθιστόρημα οφείλεται σε ένα γαλλικό χειρόγραφο του 16ου αιώνα: «Memoires d’ un voyage fait dans les pays septentrionaux en l’ an M.D.C.LXIII» (=«Απομνημονεύματα ενός ταξιδιού που έγινε στις χώρες του Βορρά το έτος 1663)»… «και όπου το ταξίδι αποτελεί με τον άλφα ή βήτα τρόπο το βασικό στοιχείο». Τοποθετημένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του σε ένα ορυχείο στη Φάλουν της Σουηδίας φέρνει αναπόφευκτα στο μυαλό το εκπληκτικό κείμενο του Χόφμαν (με το ακόμα πιο εκπληκτικό επίμετρο του βιβλίου, να το προμηθευτείτε οπωσδήποτε)∙ τα διάφορα παράδοξα που συμβαίνουν φέρνουν στην επιφάνεια και τις άλλες επιρροές του συγγραφέα αλλά σαν σύνολο μου θύμισε τη φράση του Μέλβιλ: «It is better to fail in originality than to succeed in imitation». Ένα προξενιό που χάλασε εν μέσω πανδημίας. Το έχουμε ξαναδεί το έργο! Επίσης, η πανδημία δεν είναι τόσο φανερή στο κείμενο, κυρίως μας προσφέρεται με χρονικές μετατοπίσεις, θα σας τα πω αργότερα, αυτό που έγινε δε θα το πιστεύετε, πατήστε εδώ να δείτε πώς είναι τώρα ΣΟΚ, και τέτοια. Γραμμένο επίτηδες με έναν «παλιό» τρόπο που νομίζω όμως ότι δεν προσφέρει τίποτα νέο. Η γλώσσα το σώζει κάπως γιατί το υπόλοιπο σώμα του κειμένου νοσεί και πυορροεί. Η πανδημία μάς στέρησε την χαρά, ώρα λοιπόν να περάσουμε σε κάτι με περισσότερο χιούμορ.
 
[…] «Αλήθεια, ξέρεις τι έχει η Σουηδία που δεν έχει η Δανία; Τη ρωτάω και απαντάω μόνος μου, πριν προλάβει να πει οτιδήποτε: Καλούς γείτονες.

Η Καμίλα με κοιτάει φουρκισμένη. Οι άλλοι, που κάθονται στο τραπέζι, και θα άκουσαν το αστείο μου, ούτε αυτοί γελάνε.

Ναι, το χιούμορ δεν ήταν ποτέ το καλύτερο ατού της Σουηδίας, σιγά-σιγά το έχω καταλάβει, αλλά, ρε γαμώτο, αυτά είναι τα αστεία μας, δεν έχουμε άλλα».
 
Το «Απαγορεύονται τα μπαλόνια» είναι σαφώς καλύτερο από το προηγούμενο (όπως και από το χιούμορ της Σουηδίας). Εδώ ο ήρωας του βιβλίου, καθηγητής στο Κέντρο Γλώσσας & Λογοτεχνίας καυλαντίζει με μια Ρωσίδα φοιτήτρια μέσα σε ένα υπόγειο που προορίζεται για την προσευχή των μουσουλμάνων φοιτητών, ενώ στο σπίτι ετοιμάζει μαζί με την γυναίκα του το μεγάλο πάρτι για τα 40 χρόνια που θα κλείσει εκείνη σε λίγες μέρες. Υποτίθεται ότι αποτελεί μια σάτιρα για την comme il faut κατάσταση τέτοιων αναπτυγμένων κοινωνιών και για κάποιες παράνοιες της πολιτικής ορθότητας. Ωστόσο, το originality – κατά Μέλβιλ – του βγαίνει πολύ καλύτερα εδώ του Ρόμπερτ Ζόλα Κρίστενσεν με αποτέλεσμα το βιβλίο να αποκτάει αναπάντεχο βάθος παρόλο που μοιάζει να (επι)μένει συνεχώς στην επιφάνεια των καταστάσεων.
 
[…] «Κι εσύ; Τι σόι πράμα είσαι; Δεν είσαι βίαιος, λες, δεν έγινε τίποτα, αλλά τι σε κάνει να πιστεύεις ότι φαίνεται ποιος είναι βίαιος και ποιος όχι; Είναι έτσι και έτσι. Εσύ φυσικά φαντάζεσαι ότι πρόκειται για κάποιους που διαβάζεις γι’ αυτούς στις εφημερίδες, και εσύ είσαι αλλιώτικος από αυτούς. Όμως αυτό δε λένε όλοι τους; Τι ξέρουμε για τον εαυτό μας τελικά, και τι ξέρουμε ο ένας για τον άλλο; Είσαι ό,τι κάνεις, και το ξέρεις κι εσύ, κοφ’ το παραμύθι, και σκέψου ότι και εσύ μπορείς κάπου-κάπου να γίνεις πιο πρωτόγονος από τους πρωτόγονους, οπότε ποιος ξέρει, ίσως αυτή την στιγμή, μια υπόθεση κάνουμε, μια νέα κοπέλα είναι πεσμένη σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο και πεθαίνει απ’ την αιμορραγία. Και αργά η γρήγορα αυτό θα μαθευτεί, και για σένα θα διαβάζουμε στις εφημερίδες». 
 
Το βιβλίο αποκτάει και μια ενδιαφέρουσα χροιά θρίλερ. Ο ήρωας βυθίζεται στις πλάνες του, παρασύροντας και τον αναγνώστη∙ για καλό το λέω αυτό. Στο οπισθόφυλλο, ωστόσο, αναφέρεται ότι «αποκαλύπτεται το “φλερτ” του προς μια Ρωσίδα φοιτήτρια μέσα στην αίθουσα προσευχής των μουσουλμάνων», πράγμα που δεν ισχύει, εκτός και αν μου ξέφυγε κάτι πολύ βασικό από την αφήγηση – νομίζετε ότι είμαι καλά στα μυαλά μου; Παραδείγματος χάριν, ο ήρωας επιπλήττεται για πολύ ελαφρύτερα παραπτώματα στην πολιτικώς ορθή ατμόσφαιρα του πανεπιστημίου, μία βαρύτερη πράξη σαν αυτή που υπονοείται θα προκαλούσε αλυσιδωτές εκρήξεις. Κυρίως ο ήρωας το βιώνει όλο αυτό εσωτερικά, παρόλο που υπάρχει ένα μυστήριο που μένει μερικώς άλυτο και αυτό είναι στα συν της αφήγησης. Λίγη σημασία έχουν αυτά όμως, καθότι το κείμενο έχει ωραίο ρυθμό στην γλώσσα, που κατευθύνει την σκέψη του ήρωα, και η σκέψη με την σειρά της επανακατευθύνει γενναιόδωρα και την ίδια την γλώσσα. Η μετάφραση είναι του γνωστού και μάλλον από τους ελάχιστους σκανδιναβολόγους Σωτήρη Σουλιώτη, ενώ ο τίτλος του βιβλίου δεν έχω ιδέα πού αναφέρεται (αν και θα μπορούσα να κάνω εικασίες) αλλά μου αρέσει. Τα δύο βιβλία κυκλοφορούν από το «Σαιξπηρικόν» σε όμορφες εκδόσεις, αλλά θα ήθελαν μια καλή επιμέλεια για να εξαλειφθούν κάποια λαθάκια που τους ξέφυγαν. Είτε διαλέξετε το ένα είτε διαλέξετε να μη διαλέξετε το άλλο, ο Ρόμπερτ Ζόλα Κρίστενσεν είναι ένας συγγραφέας με ενδιαφέρον και πιστεύω ότι θα πιάσει σύντομα την καλή στιγμή. Λέτε το 2024 να είναι η χρονιά του;
 
Ο Μπέκετ του Βορρά! Ποιος το έκανε καλύτερα;

 
[…] «Αναλύω διεξοδικά τις έννοιες.

Εκείνη με διακόπτει και λέει ότι δεν είναι απόλυτα σίγουρη για το αν τα κατάλαβε όλα, ειδικά μάλιστα αυτό για την αναγκαιότητα και τη δυνατότητα. Εγώ της λέω ότι τόσο εύκολο δεν είναι, αλλά αν κοιτάξει στο ζωικό βασίλειο, πάρε π.χ. το γουρούνι, εκείνο τρέχει εδώ κι εκεί, χέζει, τρώει και πολλαπλασιάζεται χωρίς να σκέφτεται τίποτα άλλο από το να κάνει σαν γουρούνι. Οπότε αυτό είναι καθαρή αναγκαιότητα, και ίσως και να είναι μια χαρά, αλλά υπάρχει και η δυνατότητα, καθ’ ότι εμείς οι άνθρωποι δεν έχουμε ανάγκη να ζήσουμε έτσι, στο βρόντο, όπως μας υπαγορεύουν τα ένστικτα και οι ορμές μας, γιατί μπορούμε να επιλέξουμε να κάνουμε κάτι άλλο. Αυτός είναι ο Κίρκεγκωρ σε κύβο Μάτζι, και όπως μάλλον κατάλαβες, Όλγα, εδώ έχει και μπόλικο Χάιντεγκερ και Σαρτρ, όμως μην ξεχνάς ότι ο δικός μας ο Κίρκεγκωρ τα βρήκε αυτά πρώτος, και όταν ο άνθρωπος διαπιστώνει την ευθύνη που συνεπάγεται να διαλέξεις ή να διαλέξεις να μη διαλέξεις, τότε έρχεται ο φόβος.»

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

A portrait of the dancer as a young lady

Το περιτύλιγμα αρλεκινεύει ελαφρώς, δεν διαφωνώ. Η φωτογραφία εξωφύλλου φέρνει στο μυαλό περισσότερο τη Ζέλντα Φιτζέραλντ – που κάνει και μικρό πέρασμα από το βιβλίο – ή μοιάζει με αφίσα από το «Πρόγευμα στο Τίφαννυς». Ο δε υπότιτλος κινείται πολύ στα ρηχά λες προέρχεται από τις «Οικογενειακές ιστορίες» με αποτέλεσμα να προσπαθείς να φανταστείς ποιοι δευτεροκλασάτοι Έλληνες ηθοποιοί θα έπαιζαν τον Τζόυς και τον Μπέκετ. Ο τίτλος το ίδιο – αν και το περιεχόμενο τον δικαιώνει απόλυτα, σε σημείο να τον θεωρώ μέχρι και ευφυή. «“Πώς ξεκινάει η τρέλα, Σάντι;” Έπιασα πάλι τον μικρό κλόουν, έτριψα τον αντίχειρά μου στη ριγέ του φόρμα, τον κράτησα μέσα στη χούφτα μου» . Η ζωή είναι ένα μεγάλο τσίρκο και δυστυχώς για πολύ καιρό δεν ξέρεις ποιον ρόλο σου επιφυλάσσει. Όταν όμως μπαίνεις στον χορό πρέπει να χορέψεις, και ενίοτε αποδεικνύεται οδυνηρά ακατόρθωτο ακόμα και για τις ιδιοφυΐες του είδους.