Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μετά μουσικής

 
 
Σκέψεις για τη μουσική και Αύγουστος; Ανάρτηση για τα πανηγύρια, το δίχως άλλο. Η Παναγιά μαζί σας. Madonna mia cara και να πάρει φωτιά το εκκλησιαστικό όργανο λίγο πριν πάρουν φωτιά το κλαρίνο και τα σουβλάκια στη σχάρα. Δεκαπενταύγουστος και χωριό σε μετατρέπουν με την μία σε Γκλεν Γκουλντ, απομονωμένο και να μουρμουρίζεις ανάθεμα σε μια γωνιά. Παραλλαγές Goldchain σε τριχωτό στέρνο, συνεχείς αλλαγές τονικότητας για να μαζέψεις τα παιδιά που έχουν ξεφύγει, και μεθυσμένες αντιστίξεις όταν η Ζίτσα σε χτυπήσει στο κεφάλι. «Αναπτύσσουμε μια κουλτούρα κατά την οποία εμμένουμε στην προαγωγή της έννοιας της αυθεντικότητας, δίχως να συνειδητοποιούμε ότι η θέση που αυτή κατέχει βρίσκεται τόσο μακριά από την πραγματικότητα της δημιουργικής διαδικασίας όσο και η έννοια της πλαστότητας στην αντίθετη κατεύθυνση». Άρχισαν τα όργανα.
 
Εγώ καλοί μου Χριστιανοί δεν σκαμπάζω πολλά από μουσική – το ίδιο συμβαίνει και με την λογοτεχνία απλώς το κρύβω καλύτερα – και έτσι όλα τα τεχνικά κομμάτια του βιβλίου τα αντιμετώπιζα σαν χαλαρή μουσική υπόκρουση που ακούς καθώς περιδιαβαίνεις διαδρόμους σουπερμάρκετ. Ωστόσο, ο τρόπος του Γκλεν Γκουλντ ήταν τόσο έντονος και πειστικός που σου μετέφερε εξαιρετικά το πάθος του, τόσο που θα σε έκανε να πάψεις να κοιτάς αποσβολωμένος την τιμή της φέτας και να επικεντρωθείς λίγο στο κομμάτι που ακούγεται από πάνω σου και στις όποιες κρυφές του χάρες. Ο Γκουλντ είναι πασίγνωστος στους μουσικούς χάρη στο ταλέντο του και στους άμουσους εξαιτίας της ιδιοτροπίας και εκκεντρικότητάς του. Η απέχθειά του για το χειροκρότημα και η απάρνηση των ζωντανών συναυλιών (προτιμάει ξεκάθαρα τις ηχογραφήσεις σε στούντιο) γίνονται εμμονικές στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Για μένα όμως, βρίσκει εκείνες τις σωστές λέξεις να υποστηρίξει την γνώμη του ξανά και ξανά και αυτό το εκτίμησα. Σε κάποιους αναγνώστες θα ηχεί παράφωνα, και αυτό το καταλαβαίνω.
 
 […] «Οι περισσότερες από τις ερμηνευτικές ιδέες που μου έρχονται στο μυαλό, ως ένα βαθμό σχετίζονται με το μικρόφωνο. Καταλαβαίνω βέβαια ότι αυτό μοιάζει με μια ασήμαντη παρατήρηση που από ιδιοτροπία θέλησα να μετατρέψω σε εντυπωσιακή θεωρία, αλλά δεν είναι έτσι. Το μικρόφωνο πραγματικά σε ενθαρρύνει να αναπτύξεις συμπεριφορές, ως προς την ερμηνεία, που είναι εντελώς άτοπες στην κατακερματισμένη ακουστική της αίθουσας συναυλιών. Ακόμα, όσον αφορά την υφή, σου επιτρέπει να καλλιεργήσεις μια διαύγεια που στη ζωντανή συναυλία απλούστατα δεν αποδίδει καθόλου καρπούς.» 
 
Μέσα από τα διάφορα άρθρα, διαλέξεις και συνεντεύξεις που ανθολογούνται σε αυτόν τον τόμο, αναζητούσα επιμελώς εκείνα τα μικρά αποσπάσματα που θα μπορούσαν να έχουν μια αμυδρή σχέση με την λογοτεχνία και τον τρόπο που δημιουργείται ώστε να καταλήξει να ηχεί μελωδικά στα μυαλά των ανθρώπων, ανάμεσα στα μπιτάκια των μπιτσόμπαρων. «Μέσα σε κάθε δημιουργικό άνθρωπο υπάρχει ο καινοτόμος που συγκρούεται με τον έφορο μουσείου. Τα περισσότερα από όσα καταπληκτικά και συγκινητικά συμβαίνουν στην τέχνη, προκύπτουν από τη στιγμιαία επικράτηση του ενός εις βάρος του άλλου»
 
Μια καινοτόμα ιδέα που επεξεργάζεται ο Γκλεν Γκουλντ σε όλο το εύρος του βιβλίου είναι η χρήση της τεχνολογίας μέσω της ηχογράφησης και του μοντάζ ώστε ο τελικός αποδέκτης να απολαύσει το παραγόμενο έργο όπως αυτός πιστεύει ότι του ταιριάζει καλύτερα. Ίσως το παρουσιάζω κάπως απλοϊκά, γιατί δεν αποκλείεται να το κατάλαβα και έτσι, αλλά μου άρεσε πολύ αυτή η ιδέα στον πυρήνα της. Προτιμώ απερίφραστα την διαμεσολαβημένη τέχνη – ως παιδί του σινεμά – και όλες εκείνες τις παράλληλες εκδοχές και ερμηνείες που μπορεί να σου προσφέρει δυνητικά μια δημιουργική διαδικασία. Αντιλαμβάνομαι κάπως και τους περιορισμούς και κινδύνους που μπορεί να έχει μια τέτοια ιδέα, και οι μουσικοί που καταλαβαίνουν καλύτερα όσα λέει ο Γκουλντ θα έχουν και εντονότερες ενστάσεις, αλλά εγώ δεν κρύβω ότι γοητεύτηκα με κάποιον παράδοξο τρόπο. Και θα ήθελα μάλιστα να ακούσω την άποψή του τώρα που η ΑΙ με τα πρώιμα προγράμματά της κάνει κάτι από αυτό που νομίζω ότι υποστήριζε ο Γκουλντ.
 
[…] «Ομολογώ με κάθε ειλικρίνεια ότι χρησιμοποιώ ελάχιστα μοντάζ. Μάλιστα ηχογραφώ ολόκληρα μέρη έργων μια κι έξω. Ομολογώ όμως επίσης ότι όσον αφορά το μοντάζ δεν έχω κανέναν ηθικό ενδοιασμό. Δεν θεωρώ καθόλου επιλήψιμο το να δημιουργεί κανείς μια ερμηνεία ενώνοντας διακόσια κομμάτια, αρκεί να επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η άποψη ότι η δημιουργία μιας ιδανικής ερμηνείας με μηχανικό τρόπο αποτελεί απάτη, ειλικρινά με εξοργίζει. Αν προκειμένου να επιτευχθεί η ιδανική ερμηνεία, είναι αναγκαία η μεγαλύτερη δυνατόν πλάνη και απάτη, τότε θα έλεγα να δοθεί ακόμα μεγαλύτερη δύναμη σε όσους λειτουργούν έτσι. Νομίζω ότι είναι εντελώς ανόητη η άποψη ότι αυτό που μετρά – και μάλιστα παρά τους περιορισμούς του – είναι το αυθεντικό…»
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νεφέλη» σε μετάφραση χωρίς παραφωνίες του Στέφανου Θεοδωρίδη. Αναγνώστες που δεν ασχολούνται εντατικά με την μουσική θα βρουν πολλά κομμάτια δυσνόητα και αναπόφευκτα κάπως βαρετά, αλλά στο γενικό σύνολο το βιβλίο αποδεικνύεται τόσο καλό και ιδιοσυγκρασιακό μαζί, μια ευτυχής συγκυρία που δεν απαντάται συχνά πλέον, που δεν μένει τίποτα να προσθέσεις πέρα από το προφανές: So Gould!
 
[…] «Νομίζω ότι είναι κρίμα δημιουργικοί άνθρωποι να έχουν ανάγκη τον έπαινο και την αναγνώριση. Ο δρόμος που οδηγεί στην παραγωγικότητα και τη δημιουργία κανονικά δεν έχει τέτοιες παρεκκλίσεις. Ακόμα, με συναρπάζει το πώς επηρεάζεται η δημιουργική απόδοση όταν απομονώνεται κανείς από την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία των γύρω του.»

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!