Το περιτύλιγμα αρλεκινεύει ελαφρώς, δεν διαφωνώ. Η φωτογραφία εξωφύλλου φέρνει στο μυαλό περισσότερο τη Ζέλντα Φιτζέραλντ – που κάνει και μικρό πέρασμα από το βιβλίο – ή μοιάζει με αφίσα από το «Πρόγευμα στο Τίφαννυς». Ο δε υπότιτλος κινείται πολύ στα ρηχά λες προέρχεται από τις «Οικογενειακές ιστορίες» με αποτέλεσμα να προσπαθείς να φανταστείς ποιοι δευτεροκλασάτοι Έλληνες ηθοποιοί θα έπαιζαν τον Τζόυς και τον Μπέκετ. Ο τίτλος το ίδιο – αν και το περιεχόμενο τον δικαιώνει απόλυτα, σε σημείο να τον θεωρώ μέχρι και ευφυή. «“Πώς ξεκινάει η τρέλα, Σάντι;” Έπιασα πάλι τον μικρό κλόουν, έτριψα τον αντίχειρά μου στη ριγέ του φόρμα, τον κράτησα μέσα στη χούφτα μου». Η ζωή είναι ένα μεγάλο τσίρκο και δυστυχώς για πολύ καιρό δεν ξέρεις ποιον ρόλο σου επιφυλάσσει. Όταν όμως μπαίνεις στον χορό πρέπει να χορέψεις, και ενίοτε αποδεικνύεται οδυνηρά ακατόρθωτο ακόμα και για τις ιδιοφυΐες του είδους.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο ελάττωμά του∙ οι χαρακτήρες του βιβλίου, κυρίως ο Τζέημς Τζόυς και ο Σάμιουελ Μπέκετ, είναι τόσο σπουδαίοι και τόσο αυτομυθοποιημένοι μέσα από την πορεία της ζωής και του έργου τους, που φαντάζομαι ότι η συγγραφέας δυσκολεύεται να τους μυθοποιήσει περαιτέρω και οι αναγνώστες από την άλλη, ίσως αρνούνται να τους απομυθοποιήσουν ελαφρά τη καρδία. Ωστόσο, η ιστορία ανήκει ολοκληρωτικά στη Λουτσία Τζόυς και η συγγραφέας έχει το δύσκολο έργο να καταφέρει τις λέξεις να μην προδώσουν την βασανισμένη της ύπαρξη. «Η γλώσσα μάς έχει προδώσει», είπε ξαφνικά ο Μπέκετ, σαν να ήξερε ακριβώς τι περνούσα. «Ένα μουσικό κομμάτι μπορεί να σε συγκινήσει στη στιγμή. Ακόμη και μέχρι δακρύων. Το ίδιο και ένας πίνακας. Κοίτα τι μπορεί να εκφραστεί με μια μόνο πινελιά. Όχι όμως με λέξεις. Οι λέξεις μάς έχουν προδώσει». Στο ιστορικό σημείωμα του τέλους η συγγραφέας δηλώνει ότι σχεδόν όλο το υλικό που αφορά την Λουτσία έχει καταστραφεί (επιστολές από και προς τον Μπέκετ, τα αρχεία του Γιουνγκ, κλπ) και έτσι πρέπει να φανταστεί εκείνη όλους τους διαλόγους και τις σκέψεις της Λουτσία. Αυτό όμως μπορεί να μην είναι και τόσο δύσκολο, γιατί η Λουτσία ίσως τελικά να είναι κόρη του πατέρα της, περισσότερο από όσο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, και η ιστορία της να είναι τόσο γνώριμη αλλά και τόσο ξεχωριστή συνάμα που αξίζει να εξιστορηθεί ξανά. Και ξανά.
«“Πρέπει οπωσδήποτε να χορεύω κάθε μέρα, Μπάμπο. Κανείς δεν το καταλαβαίνει – πρέπει να χορεύω!” Ένιωσα ακόμα ένα κύμα θυμού. Γιατί αυτός, που πρέπει να γράφει κάθε μέρα, δεν καταλαβαίνει ότι εγώ πρέπει να χορεύω κάθε μέρα;». Αν θεωρήσουμε ότι η Λουτσία έχει να ξεφύγει μόνο από ένα δίχτυ (γιατί η θρησκεία δεν φαίνεται να επηρεάζει το Παρίσι της δεκαετίας του 1920 και η κοινωνία του μοιάζει πιο ανεκτική από εκείνη της Ιρλανδίας), ο κόπος που πρέπει να καταβάλει δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερος. Συν το δίχτυ του φύλου της. Η οικογένεια Τζόυς κατασπάραξε την Λουτσία και εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή από το να διαλέξει την αυτοεξορία όπως ο πατέρας της∙ μόνο που κατέληξε σε άγονες ψυχικές ερημιές και στην απόλυτη ακινησία που τόσο μισούσε το χορευτικό της ένστικτο. «“Αυτό δεν έχει να κάνει με ρούχα ή χρήματα”, ψιθύρισα, ενώ ζάρωνα μπροστά στην επίδειξη της δύναμης της οργής της μαμάς και του πλήγματος του Μπάμπο. “Μάλιστα, και με τι έχει να κάνει λοιπόν;” Η μαμά ακούμπησε τα χέρια της στους γοφούς της και με αγριοκοίταξε. “Έχει να κάνει με μένα – με τη ζωή μου. Την… την… την ανεξαρτησία μου. Θέλω να χορεύω».
Η Άναμπελ Αμπς τοποθετεί την ιστορία της μεταξύ 1928-1932 στο μποέμ Παρίσι – με κάποια εμβόλιμα χρονικά άλματα προς το ιατρείο του Καρλ Γιουνγκ της Ζυρίχης του 1934 – εκεί όπου ο Τζόυς είναι πασίγνωστος, οικονομικά ανεξάρτητος από τις χορηγίες που εξασφάλισε η φήμη του, και απορροφημένος στο Έργο εν προόδω που ετοιμάζει μυστικοπαθώς. Θεωρεί τη Λουτσία μούσα του έργου του και θέλει να του χορεύει ιδιωτικά για να τον εμπνέει (αργότερα η ίδια «είπε στα ξαδέρφια της ότι εκείνη ήταν το αντικείμενο και η μούσα για όλα τα μέρη της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν, που πραγματευόταν τον έρωτα, τον χορό και την τρέλα»)∙ η μάνα της δεν θέλει να χορεύει σπίτι αλλά το προτιμά από το να χορεύει στις σκηνές του Παρισιού πράγμα που έκαναν προφανώς για εκείνη μόνο οι τσούλες. Επίσης, θέλει βοήθεια με τον Τζόυς και την προχωρημένη τύφλωσή του. Εξαιτίας της τύφλωσης, ο Τζόυς χρειάζεται και την βοήθεια ανθρώπων που γνωρίζουν και εκτιμούν βαθύτατα το έργο του και όχι των Κολάκων και γλειφτών, κατά τη Λουτσία, που απλώς τον συνοδεύουν στα ακριβά εστιατόρια. Ένας τέτοιος πολύτιμος βοηθός υπήρξε και ο νεαρός Μπέκετ. Η Λουτσία από την άλλη, ανερχόμενη χορεύτρια του Παρισιού με ιδιοφυές ταλέντο ήθελε μόνο να χορεύει και να γίνει η καλλιτέχνης που πίστευε ότι ήταν. Αλλά το πορτραίτο της έμεινε ημιτελές, και αυτό είναι οδυνηρό για όποιον το νιώθει. Αγκιστρωμένη στα δίχτυα μιας οικογένειας που ο πατέρας της την ήθελε για μούσα του (ο Γιουνγκ, κατά την ψυχαναλυτική συνήθεια της εποχής, επέμενε ότι κάποιο σεξουαλικό μυστικό κάλυπτε την οικογένεια, που όμως δεν κατάφερε ποτέ να εκμαιεύσει) και η μητέρα της την προτιμούσε εσώκλειστη για να μην έχει να λέει η γειτονιά, η Λουτσία έψαχνε τρόπους διεξόδου. Και ο γάμος ίσως φάνταζε μια κάποια λύση – καημένη Λουτσία, πού να ’ξερες! Ο Μπέκετ έμοιαζε ο πιο κοντινός σωτήρας της.
Η κατάδυση στον ψυχισμό της Λουτσία που επιχειρεί η Άναμπελ Άμπς είναι υπέροχη εμπειρία, νιώθεις το πάθος της για ανεξαρτησία, για καλλιτεχνική αυτοπραγμάτωση και εν τέλει νιώθεις και το βάρος της απελπισίας της. Καθόλου φτηνιάρικο όπως ίσως θα περίμενε κανείς, καθόλου μελό, και απόλυτα ειλικρινές και γνήσιο. Βιβλιάρα από τις λίγες, που δείχνει πώς πρέπει να γράφεις σύγχρονη λογοτεχνία σήμερα χωρίς να νομίζεις ότι είσαι επίγονος του Τζόυς. Σοβαρευτείτε, ψωνάρες! Η συγγραφέας επηρεάστηκε από την βιογραφία της Λουτσία που έγραψε η Carol Loeb Schloss «Lucia Joyce: To dance in the wake» και εγώ ανυπομονώ τρελά να εκδοθεί σύντομα και στα ελληνικά – λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα…! Το βιβλίο κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά γράμματα» και αν έκανε μια πιο προσεκτική επιλογή στο εξώφυλλο και σε κάποιες λεπτομέρειες θα ήταν σούπερ – δεν με χάλασε, όπως προσπάθησα να εξηγήσω και στην αρχή, απλώς νιώθω ότι απομακρύνει κάποιους αναγνώστες που το περιεχόμενο του βιβλίου δεν θα το έκανε επ’ ουδενί. Η μετάφραση είναι της Μυρσίνης Γκανά και μου φάνηκε ότι χόρευε με ωραίο ρυθμό και σταθερά βήματα.
[…] «Το μόνο πράγμα που επικυρώνουν όλοι, σύμφωνα με την αναφορά του πατέρα σας, είναι η απέχθειά σας για τον εγκλεισμό και τον περιορισμό». Ο δρ Γιουνγκ με κοιτάζει εξεταστικά πάνω από τα γυαλιά του, που έχουν γλιστρήσει χαμηλά στη μύτη του και πάλι.
«Είμαι χορεύτρια!» Είμαι ακόμα χορεύτρια; Είμαι ακόμα καλλιτέχνις; Είμαι το οτιδήποτε πλέον; Ένα έντομο; Μια φυλακισμένη… αυτό είμαι μόνο τώρα πια;
«Είμαι χορεύτρια!» Είμαι ακόμα χορεύτρια; Είμαι ακόμα καλλιτέχνις; Είμαι το οτιδήποτε πλέον; Ένα έντομο; Μια φυλακισμένη… αυτό είμαι μόνο τώρα πια;
Υ.Γ. 2666 «Η Λουτσία πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 1982 (την παραμονή της γιορτής της Αγίας Λουκίας). Παρόλο που υπήρχε μια θέση για εκείνη στον οικογενειακό τάφο των Τζόις στο νεκροταφείο Φλούντερν της Ζυρίχης, διεκδίκησε τελικά την ανεξαρτησία της και επέλεξε ως τόπο ταφής της το νεκροταφείο Κίνγκσθορπ στο Νορθάμπτον».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.