Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

A portrait of the dancer as a young lady



Το περιτύλιγμα αρλεκινεύει ελαφρώς, δεν διαφωνώ. Η φωτογραφία εξωφύλλου φέρνει στο μυαλό περισσότερο τη Ζέλντα Φιτζέραλντ – που κάνει και μικρό πέρασμα από το βιβλίο – ή μοιάζει με αφίσα από το «Πρόγευμα στο Τίφαννυς». Ο δε υπότιτλος κινείται πολύ στα ρηχά λες προέρχεται από τις «Οικογενειακές ιστορίες» με αποτέλεσμα να προσπαθείς να φανταστείς ποιοι δευτεροκλασάτοι Έλληνες ηθοποιοί θα έπαιζαν τον Τζόυς και τον Μπέκετ. Ο τίτλος το ίδιο – αν και το περιεχόμενο τον δικαιώνει απόλυτα, σε σημείο να τον θεωρώ μέχρι και ευφυή. «“Πώς ξεκινάει η τρέλα, Σάντι;” Έπιασα πάλι τον μικρό κλόουν, έτριψα τον αντίχειρά μου στη ριγέ του φόρμα, τον κράτησα μέσα στη χούφτα μου». Η ζωή είναι ένα μεγάλο τσίρκο και δυστυχώς για πολύ καιρό δεν ξέρεις ποιον ρόλο σου επιφυλάσσει. Όταν όμως μπαίνεις στον χορό πρέπει να χορέψεις, και ενίοτε αποδεικνύεται οδυνηρά ακατόρθωτο ακόμα και για τις ιδιοφυΐες του είδους.  
 
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο ελάττωμά του∙ οι χαρακτήρες του βιβλίου, κυρίως ο Τζέημς Τζόυς και ο Σάμιουελ Μπέκετ, είναι τόσο σπουδαίοι και τόσο αυτομυθοποιημένοι μέσα από την πορεία της ζωής και του έργου τους, που φαντάζομαι ότι η συγγραφέας δυσκολεύεται να τους μυθοποιήσει περαιτέρω και οι αναγνώστες από την άλλη, ίσως αρνούνται να τους απομυθοποιήσουν ελαφρά τη καρδία. Ωστόσο, η ιστορία ανήκει ολοκληρωτικά στη Λουτσία Τζόυς και η συγγραφέας έχει το δύσκολο έργο να καταφέρει τις λέξεις να μην προδώσουν την βασανισμένη της ύπαρξη. «Η γλώσσα μάς έχει προδώσει», είπε ξαφνικά ο Μπέκετ, σαν να ήξερε ακριβώς τι περνούσα. «Ένα μουσικό κομμάτι μπορεί να σε συγκινήσει στη στιγμή. Ακόμη και μέχρι δακρύων. Το ίδιο και ένας πίνακας. Κοίτα τι μπορεί να εκφραστεί με μια μόνο πινελιά. Όχι όμως με λέξεις. Οι λέξεις μάς έχουν προδώσει». Στο ιστορικό σημείωμα του τέλους η συγγραφέας δηλώνει ότι σχεδόν όλο το υλικό που αφορά την Λουτσία έχει καταστραφεί (επιστολές από και προς τον Μπέκετ, τα αρχεία του Γιουνγκ, κλπ) και έτσι πρέπει να φανταστεί εκείνη όλους τους διαλόγους και τις σκέψεις της Λουτσία. Αυτό όμως μπορεί να μην είναι και τόσο δύσκολο, γιατί η Λουτσία ίσως τελικά να είναι κόρη του πατέρα της, περισσότερο από όσο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί, και η ιστορία της να είναι τόσο γνώριμη αλλά και τόσο ξεχωριστή συνάμα που αξίζει να εξιστορηθεί ξανά. Και ξανά. 
 
«“Πρέπει οπωσδήποτε να χορεύω κάθε μέρα, Μπάμπο. Κανείς δεν το καταλαβαίνει – πρέπει να χορεύω!” Ένιωσα ακόμα ένα κύμα θυμού. Γιατί αυτός, που πρέπει να γράφει κάθε μέρα, δεν καταλαβαίνει ότι εγώ πρέπει να χορεύω κάθε μέρα;». Αν θεωρήσουμε ότι η Λουτσία έχει να ξεφύγει μόνο από ένα δίχτυ (γιατί η θρησκεία δεν φαίνεται να επηρεάζει το Παρίσι της δεκαετίας του 1920 και η κοινωνία του μοιάζει πιο ανεκτική από εκείνη της Ιρλανδίας), ο κόπος που πρέπει να καταβάλει δεν σημαίνει ότι είναι λιγότερος. Συν το δίχτυ του φύλου της. Η οικογένεια Τζόυς κατασπάραξε την Λουτσία και εκείνη δεν είχε άλλη επιλογή από το να διαλέξει την αυτοεξορία όπως ο πατέρας της∙ μόνο που κατέληξε σε άγονες ψυχικές ερημιές και στην απόλυτη ακινησία που τόσο μισούσε το χορευτικό της ένστικτο. «“Αυτό δεν έχει να κάνει με ρούχα ή χρήματα”, ψιθύρισα, ενώ ζάρωνα μπροστά στην επίδειξη της δύναμης της οργής της μαμάς και του πλήγματος του Μπάμπο. “Μάλιστα, και με τι έχει να κάνει λοιπόν;” Η μαμά ακούμπησε τα χέρια της στους γοφούς της και με αγριοκοίταξε. “Έχει να κάνει με μένα – με τη ζωή μου. Την… την… την ανεξαρτησία μου. Θέλω να χορεύω».  
 
 
Η Άναμπελ Αμπς τοποθετεί την ιστορία της μεταξύ 1928-1932 στο μποέμ Παρίσι – με κάποια εμβόλιμα χρονικά άλματα προς το ιατρείο του Καρλ Γιουνγκ της Ζυρίχης του 1934 – εκεί όπου ο Τζόυς είναι πασίγνωστος, οικονομικά ανεξάρτητος από τις χορηγίες που εξασφάλισε η φήμη του, και απορροφημένος στο Έργο εν προόδω που ετοιμάζει μυστικοπαθώς. Θεωρεί τη Λουτσία μούσα του έργου του και θέλει να του χορεύει ιδιωτικά για να τον εμπνέει (αργότερα η ίδια «είπε στα ξαδέρφια της ότι εκείνη ήταν το αντικείμενο και η μούσα για όλα τα μέρη της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν, που πραγματευόταν τον έρωτα, τον χορό και την τρέλα»)∙ η μάνα της δεν θέλει να χορεύει σπίτι αλλά το προτιμά από το να χορεύει στις σκηνές του Παρισιού πράγμα που έκαναν προφανώς για εκείνη μόνο οι τσούλες. Επίσης, θέλει βοήθεια με τον Τζόυς και την προχωρημένη τύφλωσή του. Εξαιτίας της τύφλωσης, ο Τζόυς χρειάζεται και την βοήθεια ανθρώπων που γνωρίζουν και εκτιμούν βαθύτατα το έργο του και όχι των Κολάκων και γλειφτών, κατά τη Λουτσία, που απλώς τον συνοδεύουν στα ακριβά εστιατόρια. Ένας τέτοιος πολύτιμος βοηθός υπήρξε και ο νεαρός Μπέκετ. Η Λουτσία από την άλλη, ανερχόμενη χορεύτρια του Παρισιού με ιδιοφυές ταλέντο ήθελε μόνο να χορεύει και να γίνει η καλλιτέχνης που πίστευε ότι ήταν. Αλλά το πορτραίτο της έμεινε ημιτελές, και αυτό είναι οδυνηρό για όποιον το νιώθει. Αγκιστρωμένη στα δίχτυα μιας οικογένειας που ο πατέρας της την ήθελε για μούσα του (ο Γιουνγκ, κατά την ψυχαναλυτική συνήθεια της εποχής, επέμενε ότι κάποιο σεξουαλικό μυστικό κάλυπτε την οικογένεια, που όμως δεν κατάφερε ποτέ να εκμαιεύσει) και η μητέρα της την προτιμούσε εσώκλειστη για να μην έχει να λέει η γειτονιά, η Λουτσία έψαχνε τρόπους διεξόδου. Και ο γάμος ίσως φάνταζε μια κάποια λύση – καημένη Λουτσία, πού να ’ξερες! Ο Μπέκετ έμοιαζε ο πιο κοντινός σωτήρας της.  
 
Η κατάδυση στον ψυχισμό της Λουτσία που επιχειρεί η Άναμπελ Άμπς είναι υπέροχη εμπειρία, νιώθεις το πάθος της για ανεξαρτησία, για καλλιτεχνική αυτοπραγμάτωση και εν τέλει νιώθεις και το βάρος της απελπισίας της. Καθόλου φτηνιάρικο όπως ίσως θα περίμενε κανείς, καθόλου μελό, και απόλυτα ειλικρινές και γνήσιο. Βιβλιάρα από τις λίγες, που δείχνει πώς πρέπει να γράφεις σύγχρονη λογοτεχνία σήμερα χωρίς να νομίζεις ότι είσαι επίγονος του Τζόυς. Σοβαρευτείτε, ψωνάρες! Η συγγραφέας επηρεάστηκε από την βιογραφία της Λουτσία που έγραψε η Carol Loeb Schloss «Lucia Joyce: To dance in the wake» και εγώ ανυπομονώ τρελά να εκδοθεί σύντομα και στα ελληνικά – λέμε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα…! Το βιβλίο κυκλοφορεί από τα «Ελληνικά γράμματα» και αν έκανε μια πιο προσεκτική επιλογή στο εξώφυλλο και σε κάποιες λεπτομέρειες θα ήταν σούπερ – δεν με χάλασε, όπως προσπάθησα να εξηγήσω και στην αρχή, απλώς νιώθω ότι απομακρύνει κάποιους αναγνώστες που το περιεχόμενο του βιβλίου δεν θα το έκανε επ’ ουδενί. Η μετάφραση είναι της Μυρσίνης Γκανά και μου φάνηκε ότι χόρευε με ωραίο ρυθμό και σταθερά βήματα.  
 
[…] «Το μόνο πράγμα που επικυρώνουν όλοι, σύμφωνα με την αναφορά του πατέρα σας, είναι η απέχθειά σας για τον εγκλεισμό και τον περιορισμό». Ο δρ Γιουνγκ με κοιτάζει εξεταστικά πάνω από τα γυαλιά του, που έχουν γλιστρήσει χαμηλά στη μύτη του και πάλι.
«Είμαι χορεύτρια!» Είμαι ακόμα χορεύτρια; Είμαι ακόμα καλλιτέχνις; Είμαι το οτιδήποτε πλέον; Ένα έντομο; Μια φυλακισμένη… αυτό είμαι μόνο τώρα πια;  
 
Υ.Γ. 2666   «Η Λουτσία πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου 1982 (την παραμονή της γιορτής της Αγίας Λουκίας). Παρόλο που υπήρχε μια θέση για εκείνη στον οικογενειακό τάφο των Τζόις στο νεκροταφείο Φλούντερν της Ζυρίχης, διεκδίκησε τελικά την ανεξαρτησία της και επέλεξε ως τόπο ταφής της το νεκροταφείο Κίνγκσθορπ στο Νορθάμπτον».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Κατά βούληση

Χριστούγεννα πλησιάζουν και ποιος καλύτερος από τον Σοπενάουερ για τον στολισμό; Όταν έχει και τη βοήθεια του καλικάντζαρου του Ουελμπέκ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο γιορτινά! Ο Μισέλ Ουελμπέκ λέει ότι γνώρισε τη φιλοσοφία του Σοπενάουερ κάπου στα 27∙ εγώ την γνώρισα κάπου στα 22 – σίγουρα όχι στο βάθος που την γνώρισε ο Ουελμπέκ – και ακόμα θυμάμαι την έντονη αίσθηση που μου είχε προκαλέσει. Έκανα την πρακτική μου στη βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ και έψαχνα να βρω κάτι να διαβάσω ανάμεσα σε όλα αυτά τα ακατανόητα βιβλία γύρω μου, που θα μπορούσα λίγο να κατανοήσω. Και έτσι έπεσα στον προβοκατόρικο τίτλο «Τα πάθη του κόσμου». Αυτά τα πάθη τραβάτε και εσείς τώρα που με διαβάζατε. Ας προσέχατε!