Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με αοριστίες».
Το δοκίμιο του Ορτέγκα υ Γκασσέτ «Η αποστολή του βιβλιοθηκάριου» δεν είναι καθόλου μονοποικιλιακό όπως μπορεί να υποθέσει κάποιος με μια γρήγορη ματιά∙ αντιθέτως οι γεύσεις που αφήνει στο μυαλό είναι πολλές, διαφορετικές και έντονες. Χρησιμοποιεί τα βιβλία, ένα αγαπημένο αντικείμενο του ίνσταγκραμ, και τους βιβλιοθηκονόμους, ένα αγαπημένο αντικείμενο (μη συζήτησης) του Υπουργείου Παιδείας, για να μιλήσει για θέματα πιο βαθιά και ανθρώπινα, πάνω απ’ όλα είναι ένας συναρπαστικός στοχαστής που ξέρει τουλάχιστον να μιλάει κατανοητά – μην τον αποκαλέσετε φιλόσοφο, σας παρακαλώ, θα αρχίσει τις αρλούμπες. Ας γυρίσουμε λίγο στα χωρίς κάρτα αλλαγής μαθητικά χρόνια, κάπου εκεί πριν από τις Πανελλήνιες και στο μάθημα του επαγγελματικού προσανατολισμού (που με απλά λόγια σημαίνει, σε όποια κατεύθυνση και αν κοιτάξεις θα πληρώνεσαι με 3,14 ευρώ/ώρα… π… το λένε κάποιοι ειδικοί!), τότε που τα παιδιά δεν έχουν ιδέα τι θα κάνουν με την ζωή τους. Ποια είναι η αποστολή κάθε ανθρώπου; Σίγουρα όχι να σπουδάσει βιβλιοθηκονομία, σας το λέω ειλικρινά με την όποια ωριμότητα έχω αποκτήσει. Ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ εντοπίζει μία αποστολή σε κάθε άνθρωπο, αυτό που νιώθει ότι πρέπει να κάνει, ο ίδιος, χωρίς εξωτερικές δυνάμεις. Σαφώς και σε νεαρή ηλικία οι προσωπικές αποστολές διαδέχονται η μία την άλλη, αποτελεί ίδιον της νεότητας – εδώ ο Τομ Κρουζ στα 60 του και έχει κάνει ήδη 7 επικίνδυνες αποστολές. Διαβάζοντας αυτές τις πρώτες σκέψεις του συγγραφέα, σκέφτηκα πόσο ωραίο θα ήταν να μπουν μερικά αποσπάσματα από αυτό το θαυμάσιο δοκίμιο σε κάποιο μελλοντικό μάθημα Έκθεσης στις Πανελλήνιες. Κάτι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τρώει όλα τα παιδιά∙ όχι θέματα για την κλιματική αλλαγή και άλλες μαλακίες. Τις ουσιώδεις αλλαγές, εξάλλου, τις βιώνουν εντός τους.
Αυτές λοιπόν οι προσωπικές αποστολές άνθιζαν και μαραίνονταν μαζί με τον κάτοχό τους, χωρίς να αποτελούν λίπασμα για κανέναν, πριν τουλάχιστον η κοινωνία ρίξει ένα ευρύτερο βλέμμα στα χωράφια της και ξεχωρίσει κάποιους σπόρους. Όταν το προσωπικό καθήκον μετατράπηκε σε κοινωνική ανάγκη, αναδύθηκε δειλά και η αποστολή του βιβλιοθηκάριου. Και τελευταίο και καταϊδρωμένο το κράτος ήρθε να την επικυρώσει.
[…] «Εάν εφαρμόσουμε αυτό το αξίωμα στο ζήτημα που μας απασχολεί, προκύπτει ότι ένα επάγγελμα δεν γίνεται επίσημο, δεν προσλαμβάνει εγκυρότητα από το Κράτος, παρά μόνο την στιγμή κατά την οποία η συλλογική ανάγκη που αυτό εξυπηρετεί εντείνεται ιδιαίτερα, οπότε και δεν γίνεται πλέον αντιληπτή ως απλή ανάγκη, αλλά ως οξύτατη, επείγουσα ανάγκη. Το Κράτος δεν δέχεται στην επικράτειά του «περιττές» ενασχολήσεις. Η κοινωνία αισθάνεται, ανά πάσα στιγμή, ότι πρέπει να κάνει πολλά πράγματα, αλλά το Κράτος φροντίζει να μην παρεμβαίνει παρά μόνο σε εκείνα που φαίνεται ότι πρέπει απαραιτήτως να γίνουν».
Ίσως αυτό να εξηγεί και την τωρινή απραξία του κράτους απέναντι στους βιβλιοθηκονόμους. Δεν αποτελεί πλέον επείγουσα ανάγκη, και για την κοινωνία μετά βίας θα λέγαμε αποτελεί ανάγκη. Εξηγεί και ο Γκασσέτ στη συνέχεια του δοκιμίου του αυτή την σταδιακή αποκήρυξη της κοινωνίας για την ανάγκη των βιβλιοθηκονόμων∙ και οι στοχασμοί του, να φανταστείτε, σταματούν στο 1935. Αν ζούσε τώρα, θα έφριττε απολύτως. Ευτυχώς, τις σκέψεις του τις συνεχίζει εξίσου απολαυστικά ο Δημήτρης Μαρκόπουλος στο επίμετρό του. Οι βιβλιοθηκονόμοι ξεπηδούν κάπου στην Αναγέννηση, λίγο πριν την εφεύρεση της τυπογραφίας (η οποία ήταν επίσης έντονη κοινωνική ανάγκη), όπου γίνεται αισθητή η ανάγκη για συστηματοποίηση της γνώσης, ώστε οι άνθρωποι να μην ξεκινούν συνεχώς από το μηδέν. Η αποστολή τους εστιάζει κυρίως στην επιστημονική γνώση αλλά δεν θα αργήσει να λάβει εκτεταμένες ιδιότητες. Πιο μετά, στον 19ο αιώνα, η κοινωνική ανάγκη αρχίζει να αποκτά αρνητικό πρόσημο (όπου λίγο πολύ καταλήγει κάθε πρόοδος των ανθρώπων) και να επέρχεται ένας κορεσμός μιας και οι άνθρωποι συνήθισαν να γράφουν πια και για πράγματα που δεν αξίζει να ειπωθούν (οποιαδήποτε ομοιότητα με καταστάσεις και πρόσωπα της πραγματικότητας ΈΧΕΙ άμεση σχέση). Και σε εκείνο το σημείο, ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ προτείνει στους βιβλιοθηκονόμους μια νέα αποστολή. Θα σας αφήσω με την απορία για το αν τελικά ευοδώθηκε. Τέτοιος είμαι!
[…] «Η υπερεπάρκεια βιβλίων και η ανεπάρκεια του περιεχομένου τους έχουν κοινή προέλευση: το γεγονός ότι η παραγωγή πραγματοποιείται χωρίς να υπακούει σε κάποιον σχεδιασμό, αφημένη, σχεδόν πάντα, στην απόλυτη τύχη».
Το καταπληκτικό αυτό δοκίμιο του Ορτέγκα υ Γκασσέτ μπορεί να «εκφωνήθηκε ως εναρκτήριος λόγος στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Βιβλιοθηκάριων της International Federation of Library Associations and Institutions (IFLA)» αλλά μην το φοβάστε. Μεταξύ άλλων καταπληκτικών, αποδεικνύει άθελά του ας πούμε, και γιατί το φλύαρο δοκίμιο της Ιρένε Βαγιέχο είναι όντως τόσο φλύαρο και κακοεπεξεργασμένο, όταν μέσα σε λίγες συγκροτημένες σελίδες μπορείς να εκθέσεις υπέροχες και καλοσχηματισμένες σκέψεις για αυτόν τον συναρπαστικό κόσμο που είναι ο λεγόμενος κόσμος του βιβλίου. Η καλή μετάφραση όπως και ο πρόλογος είναι της Δήμητρας Παπαβασιλείου. Η έκδοση με το ωραίο εξώφυλλο είναι από τις εκδόσεις «Μάγμα» που πάντα προσφέρουν βιβλία τα οποία δεν σου επιτρέπουν να πεις, «Τι βλακεία ήταν αυτό που διάβασα τώρα;». Και αυτό είναι μια νίκη. Ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ θα χαμογελούσε. Το ίδιο κάνει και ένας άνεργος βιβλιοθηκονόμος.
«Ιδού η απαρχή του βιβλίου ως γνήσιας ζωντανής λειτουργίας: το γεγονός ότι, εν δυνάμει, λέει εσαεί αυτά που πρέπει να ειπωθούν.»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.