Ίσως και θεόρατη, γιατί όχι; Εκκινώντας από τις «Αόρατες Πόλεις» – βιβλίο που ψιλοβαριέμαι και έχω παρατήσει δις, συγγνώμη Καλβίνο – και συγκεκριμένα τη Διομίρα, περιμένοντας και στο ΚΤΕΛ κανένα μισάωρο γιατί ο οδηγός είχε πεταχτεί για καφέ, ο Σπύρος Γλύκας ξεκινάει το ταξίδι εντός και εκτός των ορίων της επιστημονικής φαντασίας. «Του φαινόταν αστείο αλλά και συνάμα τραγικό ότι πέντε οικογένειες – πόσα άτομα άραγε να τις αποτελούν, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μακρινών συγγενών τους; – ευθύνονταν ουσιαστικά για τη μερική καταστροφή της Γης πριν από δυόμιση αιώνες. Κι αυτές οι ίδιες ήταν εκείνες που έβαλαν τα θεμέλια για την ανασυγκρότηση των πάντων, για να φτάσουμε σήμερα σε έναν πλανήτη με δεκατέσσερις επαρχίες και πρωτεύουσα τη μοναδική πόλη που παρέμενε εκτός θόλων. Σ’ αυτήν την πόλη βασίλευε ακόμα η οικογενειοκρατία» #Μαραμπού_δε_γμσαι; Όλες οι ουτοπίες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστοπία, όμως, είναι δυστοπία με τον δικό της μοναδικό τρόπο!
Επαναστάσεις, αλληλεγγύη και λογοτεχνία δεν γίνονται από τον καναπέ και τουλάχιστον αυτό το τελευταίο το ξέρει καλά ο Σπύρος Γλύκας γιατί από τα πρώτα του έργα έχει διανύσει έτη φωτός ξέροντας ότι η συγγραφική φωτιά που καίει μέσα του δεν σβήνει πια. Η «Διομίρα» είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα που είχα διαβάσει πριν χρόνια όταν μου το είχε εμπιστευτεί ο συγγραφέας του και είχα ενθουσιαστεί – με το ίδιο το κείμενο, όχι επειδή μου το είχε εμπιστευτεί ο συγγραφέας, φτάνει ρε με τα σάλια, ενηλικιωθείτε! – και το ίδιο ακριβώς συνέβη και τώρα που το διάβασα τυπωμένο πια· όπως του αξίζει. Δε ξέρω αν η επιστημονική φαντασία είναι το λογοτεχνικό του πικ – θα το ανακαλύψω στην πορεία – σίγουρα όμως του ταιριάζει πολύ και προσφέρει καταπληκτικά αποτελέσματα. Όλα αυτά τα βιβλία νιώθεις κατά διαστήματα ότι μοιάζουν μεταξύ τους, αντιγράφουν ιδέες, εκμεταλλεύονται μοτίβα, πλιατσικολογούν ταινίες ή ό,τι άλλο. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι· ίσως και να μην είναι καν έτσι. Τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας πατάνε στο τώρα, στο κάθε τώρα (που μεταξύ μας, αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς, αν αλλάζει) και παίρνουν στιβαρή θέση για τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Και εκεί έγκειται η διαφορά τους αλλά και η βαθιά ομοιότητά τους – πόσα βιβλία ξέρετε να παίρνουν θέση; «Τότε, δεν ήταν λίγες οι φορές που ήθελε να βάλει μια τελεία και να πάψει να ασχολείται με ανθρώπους που όλη τους η ζωή ήταν μια επίδειξη αλλά και συνάμα μια αποφυγή του εαυτού τους».
Ο Τροτ, ο Γκραπ, η Πίντα, η Έντι, ο Σέτια και τα άλλα παιδιά, στον έρωτα παρανοούν, πιο πέρα από την τρέλα φτάνουν, γιατί παντού το ένστικτο ακολουθούν, παρέα με πειθήνια ανδροειδή μέχρι να τους στρίψει καμιά βίδα και αυτωνών, ανάμεσα σε βδελυρά ανθρωποειδή που φυτοζωούν πλουσιοπάροχα, κινούμενοι όλοι τους εντός και εκτός ενός συστήματος που αυτοτροφοδοτείται και αυτοκαταστρέφεται με περιοδικότητα. Μαζί τους και η Γριά, μια μυθική μορφή που διασώζεται εντυπωσιακά στη μνήμη μας· γιατί αν ήταν γραμμένη με πεζά γράμματα, γριά, θα την έτρωγε το μαύρο χώμα της πολιτικής ορθότητας όπως και τον συγγραφέα της άλλωστε!
Ένα χαρακτηριστικό που μου αρέσει στη γραφή του Γλύκα είναι η κινηματογραφική της άνεση. Το είχα εντοπίσει και σε άλλα κείμενά του αλλά εδώ είναι κυρίαρχο. Δεν το θεωρώ καθόλου ελάττωμα ένα κείμενο να μοιάζει σαν ταινία, λίγα βιβλία το καταφέρνουν με τέτοια επιτυχία, και ακόμα λιγότερα ελληνικά, που δεν ξέρουν πώς να ξεμπλέξουν την σχεδόν ανύπαρκτη πλοκή τους. Αρκετοί θα πουν ότι δεν θέλουν να το κάνουν να μοιάζει σαν ταινία και θα κάνουμε ότι τους πιστεύουμε, αν και ξέρουμε ότι εδώ ισχύει το άλλο ρητό που λέει, Δεν υπάρχει δε θέλω, υπάρχει δεν μπορώ! Γεμάτο χιούμορ, κορυφώσεις και υφέσεις, έντονη δράση, φιλοσοφική διάθεση, απίστευτες ανατροπές και καμία Ducati εντός του, θα συναρπάσει κάθε ανθρωποειδές ή και ανδροειδές, που θα το πιάσει στα αμήχανα ή και μηχανικά του χέρια. Προσωπικά, πιστεύω ότι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα γνωστότερα και καλύτερα βιβλία του είδους – συγκρίνετέ το με μια από τις 36 ελληνικές εκδόσεις του «Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα» που κυκλοφορούν και θα το διαπιστώσετε.
Το βιβλίο βρήκε – προσωρινή, ελπίζω – στέγη στις εκδόσεις «Ιβίσκος» και περιμένει να του δώσετε την αναγνώριση που αξίζει. Κάποτε θα μιλάμε έντονα για αυτό και για τα βραβεία που θα πάρει. Και θα αναρωτιόμαστε γιατί τόσοι εκδότες προτίμησαν να βγάλουν σκουπίδια στη θέση του. Καλά, αυτό το τελευταίο το αναρωτιόμαστε και τώρα! Ευτυχώς, το εξώφυλλο το φιλοτέχνησε η αδερφή του συγγραφέα, Κατερίνα Γλύκα, που είναι εικαστικός γιατί ειδάλλως θα μιλούσαμε για τερατώδεις δυστοπικές καταστάσεις που θα μας άφηναν το λιγότερο άφωνους – μα για στάσου, τι διακρίνω στη μέση του εξώφυλλου, ανεμογεννήτριες;;… πότε φύτρωσαν και εδώ ρε πούστη μου! Η γενική έκδοση του «Ιβίσκου» είναι πολύ καλή, με προσεγμένη σελιδοποίηση και ωραίο στην αφή χαρτί. Είτε ζείτε σε αόρατες πόλεις ή και σε αόρατα χωριά, όπως αποδείχθηκε για πολλούς ότι συμβαίνει το φετινό καλοκαίρι, βρείτε κάποτε τον χρόνο και το κουράγιο να το διαβάσετε. Γιατί ένα καλό βιβλίο είναι μεγάλη ανακούφιση, αυτό που σας λέω εγώ, Νέτα σκέτα.
[…] «Επικοινωνία, αγαπητέ μου. Επικοινωνία όχι μέσω μέσων, αλλά δια ζώσης. Ακούς τις σάλπιγγες να ηχούν; Όχι, δεν τις ακούς. Εμένα με έχουν ξεκουφάνει τελευταία. Είναι σαν να παρακολουθώ την κορύφωση μιας ταινίας. Απ’ αυτές που δεν έχεις δει ποτέ σου. Απ’ την άλλη όμως δεν σου κρύβω ότι πιστεύω πως και πάλι κάτι θα αλλάξει. Δεν μπορούμε να καταντήσουμε όλοι άβουλοι, μαλθακοί και απομονωμένοι. Έχει συμβεί σε μικρότερο βαθμό στο παρελθόν και ανατράπηκε. Αλλά ξανάγινε. Είμαστε ένα είδος με σοβαρές ατέλειες. Πάντα θα οδηγούμε εαυτούς στην αυτοκαταστροφή. Αυτοί οι κύκλοι δυστυχώς επαναλαμβάνονται πλέον ταχύτερα. Ίσως, αν δεν μας προλάβει η συνεχής εξέλιξη, να χαθούμε κάποια στιγμή. Δεν έγινε και τίποτα. Μια κουκίδα είμαστε. Κάθε ένας από μας ξεχνιέται δυο γενιές μετά τον θάνατό του. Εκτός από κάποιους που είναι ξεχωριστοί για κάθε γενιά. Μια χούφτα. Νομίζω πως δεν αξίζει να πιστεύεις ότι θα εξελιχθείς σε έναν από αυτούς. Και άκου: το ότι έχεις βαλθεί να ξεχωρίσεις επειδή αντιλαμβάνεσαι μάλλον τη ζωή λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι οι περισσότεροι, δεν είναι κι αυτό παρά ένα στατιστικό στοιχείο. Δες το έτσι. Θα σε διευκολύνει. Θα κάνει αυτή σου την πορεία – αν υποθέσουμε ότι καταφέρεις να ακολουθήσεις μία – πιο ειλικρινή και αυθεντική».
Υ.Γ 2666 Οι φωτογραφίες από διάφορες Διομίρες όπως τις έπλασε η φαντασία των αναγνωστών μετά την ανάγνωση του διηγήματος του Καλβίνο. Περιμένουμε και από εσάς τις Διομίρες μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Γλύκα – βιαστείτε, υπάρχουν διορίες!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.