Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ορατή λογοτεχνία

 

Ίσως και θεόρατη, γιατί όχι; Εκκινώντας από τις «Αόρατες Πόλεις» – βιβλίο που ψιλοβαριέμαι και έχω παρατήσει δις, συγγνώμη Καλβίνο – και συγκεκριμένα τη Διομίρα, περιμένοντας και στο ΚΤΕΛ κανένα μισάωρο γιατί ο οδηγός είχε πεταχτεί για καφέ, ο Σπύρος Γλύκας ξεκινάει το ταξίδι εντός και εκτός των ορίων της επιστημονικής φαντασίας. «Του φαινόταν αστείο αλλά και συνάμα τραγικό ότι πέντε οικογένειες – πόσα άτομα άραγε να τις αποτελούν, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μακρινών συγγενών τους; – ευθύνονταν ουσιαστικά για τη μερική καταστροφή της Γης πριν από δυόμιση αιώνες. Κι αυτές οι ίδιες ήταν εκείνες που έβαλαν τα θεμέλια για την ανασυγκρότηση των πάντων, για να φτάσουμε σήμερα σε έναν πλανήτη με δεκατέσσερις επαρχίες και πρωτεύουσα τη μοναδική πόλη που παρέμενε εκτός θόλων. Σ’ αυτήν την πόλη βασίλευε ακόμα η οικογενειοκρατία» #Μαραμπού_δε_γμσαι; Όλες οι ουτοπίες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστοπία, όμως, είναι δυστοπία με τον δικό της μοναδικό τρόπο! 
 
Επαναστάσεις, αλληλεγγύη και λογοτεχνία δεν γίνονται από τον καναπέ και τουλάχιστον αυτό το τελευταίο το ξέρει καλά ο Σπύρος Γλύκας γιατί από τα πρώτα του έργα έχει διανύσει έτη φωτός ξέροντας ότι η συγγραφική φωτιά που καίει μέσα του δεν σβήνει πια. Η «Διομίρα» είναι ένα άρτιο μυθιστόρημα που είχα διαβάσει πριν χρόνια όταν μου το είχε εμπιστευτεί ο συγγραφέας του και είχα ενθουσιαστεί – με το ίδιο το κείμενο, όχι επειδή μου το είχε εμπιστευτεί ο συγγραφέας, φτάνει ρε με τα σάλια, ενηλικιωθείτε! – και το ίδιο ακριβώς συνέβη και τώρα που το διάβασα τυπωμένο πια· όπως του αξίζει. Δε ξέρω αν η επιστημονική φαντασία είναι το λογοτεχνικό του πικ – θα το ανακαλύψω στην πορεία – σίγουρα όμως του ταιριάζει πολύ και προσφέρει καταπληκτικά αποτελέσματα. Όλα αυτά τα βιβλία νιώθεις κατά διαστήματα ότι μοιάζουν μεταξύ τους, αντιγράφουν ιδέες, εκμεταλλεύονται μοτίβα, πλιατσικολογούν ταινίες ή ό,τι άλλο. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι· ίσως και να μην είναι καν έτσι. Τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας πατάνε στο τώρα, στο κάθε τώρα (που μεταξύ μας, αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς, αν αλλάζει) και παίρνουν στιβαρή θέση για τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω μας. Και εκεί έγκειται η διαφορά τους αλλά και η βαθιά ομοιότητά τους – πόσα βιβλία ξέρετε να παίρνουν θέση; «Τότε, δεν ήταν λίγες οι φορές που ήθελε να βάλει μια τελεία και να πάψει να ασχολείται με ανθρώπους που όλη τους η ζωή ήταν μια επίδειξη αλλά και συνάμα μια αποφυγή του εαυτού τους».
 
Ο Τροτ, ο Γκραπ, η Πίντα, η Έντι, ο Σέτια και τα άλλα παιδιά, στον έρωτα παρανοούν, πιο πέρα από την τρέλα φτάνουν, γιατί παντού το ένστικτο ακολουθούν, παρέα με πειθήνια ανδροειδή μέχρι να τους στρίψει καμιά βίδα και αυτωνών, ανάμεσα σε βδελυρά ανθρωποειδή που φυτοζωούν πλουσιοπάροχα, κινούμενοι όλοι τους εντός και εκτός ενός συστήματος που αυτοτροφοδοτείται και αυτοκαταστρέφεται με περιοδικότητα. Μαζί τους και η Γριά, μια μυθική μορφή που διασώζεται εντυπωσιακά στη μνήμη μας· γιατί αν ήταν γραμμένη με πεζά γράμματα, γριά, θα την έτρωγε το μαύρο χώμα της πολιτικής ορθότητας όπως και τον συγγραφέα της άλλωστε!
 
Ένα χαρακτηριστικό που μου αρέσει στη γραφή του Γλύκα είναι η κινηματογραφική της άνεση. Το είχα εντοπίσει και σε άλλα κείμενά του αλλά εδώ είναι κυρίαρχο. Δεν το θεωρώ καθόλου ελάττωμα ένα κείμενο να μοιάζει σαν ταινία, λίγα βιβλία το καταφέρνουν με τέτοια επιτυχία, και ακόμα λιγότερα ελληνικά, που δεν ξέρουν πώς να ξεμπλέξουν την σχεδόν ανύπαρκτη πλοκή τους. Αρκετοί θα πουν ότι δεν θέλουν να το κάνουν να μοιάζει σαν ταινία και θα κάνουμε ότι τους πιστεύουμε, αν και ξέρουμε ότι εδώ ισχύει το άλλο ρητό που λέει, Δεν υπάρχει δε θέλω, υπάρχει δεν μπορώ! Γεμάτο χιούμορ, κορυφώσεις και υφέσεις, έντονη δράση, φιλοσοφική διάθεση, απίστευτες ανατροπές και καμία Ducati εντός του, θα συναρπάσει κάθε ανθρωποειδές ή και ανδροειδές, που θα το πιάσει στα αμήχανα ή και μηχανικά του χέρια. Προσωπικά, πιστεύω ότι δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα γνωστότερα και καλύτερα βιβλία του είδους – συγκρίνετέ το με μια από τις 36 ελληνικές εκδόσεις του «Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα» που κυκλοφορούν και θα το διαπιστώσετε. 
 

Το βιβλίο βρήκε – προσωρινή, ελπίζω – στέγη στις εκδόσεις «Ιβίσκος» και περιμένει να του δώσετε την αναγνώριση που αξίζει. Κάποτε θα μιλάμε έντονα για αυτό και για τα βραβεία που θα πάρει. Και θα αναρωτιόμαστε γιατί τόσοι εκδότες προτίμησαν να βγάλουν σκουπίδια στη θέση του. Καλά, αυτό το τελευταίο το αναρωτιόμαστε και τώρα! Ευτυχώς, το εξώφυλλο το φιλοτέχνησε η αδερφή του συγγραφέα, Κατερίνα Γλύκα, που είναι εικαστικός γιατί ειδάλλως θα μιλούσαμε για τερατώδεις δυστοπικές καταστάσεις που θα μας άφηναν το λιγότερο άφωνους – μα για στάσου, τι διακρίνω στη μέση του εξώφυλλου, ανεμογεννήτριες;;… πότε φύτρωσαν και εδώ ρε πούστη μου! Η γενική έκδοση του «Ιβίσκου» είναι πολύ καλή, με προσεγμένη σελιδοποίηση και ωραίο στην αφή χαρτί. Είτε ζείτε σε αόρατες πόλεις ή και σε αόρατα χωριά, όπως αποδείχθηκε για πολλούς ότι συμβαίνει το φετινό καλοκαίρι, βρείτε κάποτε τον χρόνο και το κουράγιο να το διαβάσετε. Γιατί ένα καλό βιβλίο είναι μεγάλη ανακούφιση, αυτό που σας λέω εγώ, Νέτα σκέτα. 
 
[…] «Επικοινωνία, αγαπητέ μου. Επικοινωνία όχι μέσω μέσων, αλλά δια ζώσης. Ακούς τις σάλπιγγες να ηχούν; Όχι, δεν τις ακούς. Εμένα με έχουν ξεκουφάνει τελευταία. Είναι σαν να παρακολουθώ την κορύφωση μιας ταινίας. Απ’ αυτές που δεν έχεις δει ποτέ σου. Απ’ την άλλη όμως δεν σου κρύβω ότι πιστεύω πως και πάλι κάτι θα αλλάξει. Δεν μπορούμε να καταντήσουμε όλοι άβουλοι, μαλθακοί και απομονωμένοι. Έχει συμβεί σε μικρότερο βαθμό στο παρελθόν και ανατράπηκε. Αλλά ξανάγινε. Είμαστε ένα είδος με σοβαρές ατέλειες. Πάντα θα οδηγούμε εαυτούς στην αυτοκαταστροφή. Αυτοί οι κύκλοι δυστυχώς επαναλαμβάνονται πλέον ταχύτερα. Ίσως, αν δεν μας προλάβει η συνεχής εξέλιξη, να χαθούμε κάποια στιγμή. Δεν έγινε και τίποτα. Μια κουκίδα είμαστε. Κάθε ένας από μας ξεχνιέται δυο γενιές μετά τον θάνατό του. Εκτός από κάποιους που είναι ξεχωριστοί για κάθε γενιά. Μια χούφτα. Νομίζω πως δεν αξίζει να πιστεύεις ότι θα εξελιχθείς σε έναν από αυτούς. Και άκου: το ότι έχεις βαλθεί να ξεχωρίσεις επειδή αντιλαμβάνεσαι μάλλον τη ζωή λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι οι περισσότεροι, δεν είναι κι αυτό παρά ένα στατιστικό στοιχείο. Δες το έτσι. Θα σε διευκολύνει. Θα κάνει αυτή σου την πορεία – αν υποθέσουμε ότι καταφέρεις να ακολουθήσεις μία – πιο ειλικρινή και αυθεντική».  
 
Υ.Γ 2666   Οι φωτογραφίες από διάφορες Διομίρες όπως τις έπλασε η φαντασία των αναγνωστών μετά την ανάγνωση του διηγήματος του Καλβίνο. Περιμένουμε και από εσάς τις Διομίρες μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Γλύκα – βιαστείτε, υπάρχουν διορίες! 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ...