Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το Χέρι του Θεού


 

Το Πάσχα έχει μόλις τελειώσει, η εστίαση ανοίγει σήμερα (ακόμα πεινάτε ρε λιγούρια;) και δεν υπάρχει καλύτερος συγγραφέας να ενώσει αυτές τις δύο καταστάσεις από τον Χέρμαν Μέλβιλ – αφ’ ενός γιατί είναι ό,τι πιο κοντινό σε θεό έχουμε αυτή την στιγμή, τώρα θα με πιστέψουν ευτυχώς και τα ζώα, («Γιατί, πραγματικά, αν το λεξικό αυτό που βασίζεται πάνω στην Αγία Γραφή είχε γίνει πιο πλατιά γνωστό κι αγαπητό, θα μπορούσε κανείς με λιγότερη δυσκολία να προσδιορίσει και κατονομάσει “φαινόμενα” ανθρώπων. Μα όπως έχουν τα πράγματα πρέπει μοιραία να στραφούμε προς άλλες αυθεντίες που δεν έχουν καμιά σχέση ή επαφή με το βιβλικό στοιχείο»), αφ’ ετέρου ο λόγος του σε ξεθολώνει αυτόματα από όλες τις παραισθήσεις σου σε αντίθεση με τις τρεις νοθευμένες βότκες που θα έχεις πιει ως τις 19:45! Προσωπικά περίμενα τόσο καιρό να απολαύσω έναν «νέο» Μέλβιλ όπως οι περισσότεροι περιμένατε να απολαύσετε τον φρέντο εσπρέσο σας μέτριο με στέβια και σιρόπι παπάγιας – για τον Θεό! – και μετά μου λέτε ότι οι δυο επιθυμίες μας είναι ισάξιες γιατί τις νιώθουμε και οι δυο με σφοδρότητα. Θα το βυθίσω το πλοίο με αυτά που ακούω. Τέλος πάντων, καλές βόλτες, με προσοχή η νηοπομπή, μην μου πνιγείτε σε δυο σφηνάκια τεκίλα.
 
Αυτή την έκδοση της «Εστίας» (απορώ γιατί δεν επανεκδόθηκε, είναι τέλεια στο σύνολο και η μετάφραση της Νινίλας Παπαγιάνη δυνατή και σκληραγωγημένη) την έψαχνα πολλά χρόνια και την ανακάλυψα πρόσφατα όταν πλέον δεν περίμενα ότι θα την βρω. Με κέντριζε ο τίτλος «Μπίλλυ Μπαντ» το μόνο κείμενο που δεν είχα διαβάσει, καθώς και ο υποσχόμενος υπότιτλος «και άλλες ιστορίες» που με έκανε να φαντάζομαι ακόμα περισσότερες απολαυστικές ιστορίες. Τελικά οι άλλες ιστορίες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εκδόθηκαν όλες στα ελληνικά («Μπενίτο Σερένο», «Μπάρτελμπι ο γραφιάς», «Βιολονίστας», «Τζίμι Ρόουζ», «Μαγεμένα νησιά») και τις έχω ήδη διαβάσει. Ο «Μπίλλυ Μπαντ» θα εκδοθεί προσεχώς στα ελληνικά, περί τα μέσα Μαΐου, από τις εκδόσεις «Αντίποδες» αλλά εγώ δυστυχώς δε θα είμαι από τους πρώτους αναγνώστες του, όπως υπολόγιζα, ίσως ούτε καν και από τους τελευταίους, ο Μέλβιλ δεν σηκώνει αναβολές και καθυστερήσεις, άπαξ και αναγγείλεις επικείμενη έκδοσή του είναι τουλάχιστον ανταρσία να την καθυστερήσεις για οποιοδήποτε λόγο. 
 
Ειλικρινά όσα χρόνια και αν περάσουν δεν μπορώ να το χωνέψω ότι αυτός ο τεράστιος συγγραφέας μένει αγνοημένος από το ευρύ κοινό, θεωρείται φαλαινολάγνος ή δεν ξέρω και γω τι άλλο, παλιακός, δυσνόητος, βαρετός, κλπ, ενώ ξεκάθαρα είναι μόνο το πρώτο· ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ. Διάβασα την μικρή αλλά όμορφη εισαγωγή της μεταφράστιας Νινίλας Παπαγιάννη και με έπιασε η καρδιά μου όταν ξαναδιάβασα ότι ο Μέλβιλ στο τέλος της ζωής του πέθανε αγνοημένος από τον κόσμο που στην αρχή της καριέρας του τον αγκάλιασε θερμά. Οι πρώτες του περιπέτειες από τη χώρα των κανιβάλων, συναρπαστικές πέρα από κάθε αμφιβολία αλλά χωρίς βάθος, τον έκαναν απόλυτα αγαπητό στο κοινό της εποχής του, όταν όμως στην πορεία αναδύθηκε από μέσα του το εύρος της μεγαλοφυίας που τον κατοικούσε, το αναγνωστικό κοινό σαν ο τέλειος προδότης που υπήρξε πάντα, τον καταδίκασε για την αγάπη που επέδειξε προς όλους εμάς. Και αυτό φυσικά, ουδόλως άλλαξε και στην εποχή μας. Πάντα επαινούμε μέτριους συγγραφείς που κινούνται πάνω κάτω στην δική μας μετριότητα αλλά μόλις αντιληφθούμε κάποιον να στέκεται πάνω από εμάς, τον σκοτώνουμε με ένα βλέμμα μας – ή καλύτερα, με την απουσία αυτού.
 
[…] «Κι όμως», είπα, «Ο Χ., όσο παράξενος κι αν φαντάζει στα μάτια μερικών, είναι κι αυτός ένας άνθρωπος σαν όλους μας, και η γνώση της ζωής και του κόσμου προϋποθέτει την πλατιά γνώση της ανθρώπινης φύσης σ’ όλες της τις μορφές».
«Ναι, μα μια επιπόλαιη γνώση που εξυπηρετεί κοινούς και χυδαίους σκοπούς. Γιατί αν θελήσουμε να μπούμε πιο βαθιά, δεν ξέρω αν η γνώση της ζωής και η γνώση της ανθρώπινη φύσης δεν είναι δύο διαφορετικοί κλάδοι στη σφαίρα της γνώσης που, ενώ μπορούν να συνυπάρχουν εντός μας, ωστόσο είναι αυθύπαρκτοι και ανεξάρτητοι. Για έναν μέσο τύπο ανθρώπου, η συνεχής επαφή του μ’ αυτή την γνώση σκοτίζει εκείνη την έξοχη πνευματική κρίση, απαραίτητη για την κατανόηση του “ουσιώδους” σε ορισμένους χαρακτήρες είτε στο καλό είτε στο κακό.» 
 
Με τον «Μπάρτελμπι τον γραφιά» ανέδειξε αυτή την πικρία του για τον άδικο παραγκωνισμό του και το ίδιο αναδεικνύει και στο μεταγενέστερο «Μπίλλυ Μπαντ», που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, μια ιστορία με ναύτες και πολεμικά πλοία αλλά που διαβάζεται άνετα και σαν θρησκευτικό δράμα – πολύ καλύτερο από αυτό που παίχτηκε την περασμένη βδομάδα! Ο Μέλβιλ ξεμπερδεύει νωρίς με την εξωτερική πλοκή, σε παρασύρει σε μεγάλα βάθη, ξαναβγαίνετε μετά από ώρα για μικρές ανάσες εξωτερικής δράσης και ξανά βουτιά. Αν δεν αντέχετε να βυθιστείτε στον ωκεανό της λογοτεχνίας, παίξτε στα ρηχά με κανένα Μπούκερ, εκεί που κατουράνε οι περισσότεροι – τουλάχιστον είναι ζεστά! Δεν είμαι εδώ για να σας πείσω αν και μέσα μου εύχομαι ολόψυχα όλοι να πάρετε την επικείμενη έκδοση από «Αντίποδες» και να την διαβάσετε, αλλά να σας πω μόνο ετούτο, ακόμα και αν σε εκατό χρόνια από τώρα εμφανιστεί νέα πανδημία, συγγραφέας σαν τον Μέλβιλ δε θα έχει βγει, σε αυτό συμφωνεί όλη η επιτροπή των ειδικών. Εμβολιαστείτε εγκαίρως. Το καλύτερο εμβόλιο είναι το διαθέσιμο, διάολε!
 
[…] «Η ζωή δεν είναι παρά μια περίπλοκη παρτίδα σκακιού που ελάχιστες κινήσεις γίνονται σωστές και ίσιες, μα το τέλος κερδίζεται με πλάγιο τρόπο! Λοξό, βαρετό, στείρο παιχνίδι, που δεν αξίζει καν το κάψιμο ενός κεριού όσο παίζεται η παρτίδα.»
 
Υ. Γ. 2666    Άντε ρε «Πατάκη». Θα μας βρει η επόμενη πανδημία σε λίγο!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !