Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Με ανώμαλους δεν μιλάω


 

Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χιούμορ. Και έτσι να νιώθετε, δικαίως, λειψοί. «Το μήνυμα είναι λίγο θολό, αλλά η ελευθερία σκέψης στο διαδίκτυο είναι ακόμα πιο απόλυτη αν σκεφτεί κανείς ότι είναι πλέον σίγουρο πως οι άνθρωποι έχουν πάψει να σκέφτονται».
 
Πρέπει να ομολογήσω στα γρήγορα δύο ανωμαλίες σχετικές με την ανάγνωση για να προχωρήσω αργότερα στα ουσιώδη. Μια εντελώς ανώμαλη αίσθηση με ταλαιπωρούσε ελαφρώς στην αρχή πριν εξαφανιστεί οριστικά κάπου στην σελίδα 80, που με έκανε να μην μπορώ να ξεχάσω ότι το βιβλίο είναι μια διανοητική κατασκευή. Σαφώς και είναι· όλα τα βιβλία είναι διανοητικές κατασκευές, το ξέρω, εκτός από μερικά που είναι αδιανόητες κατασκευές, όμως η αδυναμία μου να το ξεχάσω μου στερούσε κάτι από την χαρά της ανάγνωσης. Ίσως να έφταιγαν τα πολλά σύντομα κεφάλαια διαφορετικών χαρακτήρων που είχαν ως κοινό άξονα το ταραχώδες αεροπορικό ταξίδι Παρίσι-Νέα Υόρκη και προετοίμαζαν τον αναγνώστη για την μεγάλη ανατροπή που υποψιαζόταν αλλά δεν μπορούσε ακόμα να διακρίνει. Αυτή η νεφελώδης κατάσταση κράτησε λίγο και βγήκα και εγώ, όπως και το αεροπλάνο, από την μαυρίλα σε φωτεινό ουρανό μέσα σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου! 
 
Επίσης, έχοντας απόλυτη επίγνωση της βλασφημίας που επιχειρώ θα πω ότι το βιβλίο σε πολλά σημεία του μου έφερε στο μυαλό τον Πύντσον. Τίποτα ξεκάθαρα δεν μπορεί να φτάσει την μεγαλοσύνη του Πύντσον που αγαπάμε, όσοι τον αγαπάμε δηλαδή (4-5 max) αλλά σε πολύ αχνές γραμμές ο Τελιέ μού τον θύμισε και αυτό ενίσχυσε την απόλαυσή μου. Τα αρχικά κεφάλαια με τις σύντομες και βίαιες εναλλαγές πολλών και διαφορετικών χαρακτήρων, το μεγάλο plot twist στα μισά του βιβλίου με τις συνωμοσιολογικές του συνδηλώσεις και το χάος του κόσμου, το αμερικανικό φόντο αλλά και η γλυκιά αγκαλιά σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο ταυτόχρονα, οι αμέτρητες αναφορές στην ποπ κουλτούρα, η γενική αίσθηση ότι όλα είναι χαώδη άλλα κάποιες αιχμές παρηγοριάς πάντα θα σχίζουν το ταλαιπωρημένο σαρκίο μας, οι φιλοσοφικές πινελιές σε μια πισίνα αμηχανίας αλλά και γέλιου το οποίο είναι και το μόνο που εν τέλει μας σώζει, έφεραν στο μυαλό μου τον μεγάλο Αμερικανό. Εντούτοις μην φοβάστε να διαβάσετε το βιβλίο του Τελιέ γιατί δεν γράφει καθόλου σαν τον Πύντσον – κανείς δεν μπορεί εξάλλου!
 
[…] «Και για εμάς τους άλλους, Βικτόρ Μιεζέλ, μπορείτε να κάνετε μια πρόβλεψη για το τι πρόκειται να συμβεί από δω και πέρα;»

«Τίποτα.» 

«Ορίστε;» 

«Τίποτα. Τίποτα δε θα αλλάξει. Θα ξυπνάμε το πρωί, θα πηγαίνουμε στη δουλειά επειδή θα ’μαστε πάντα αναγκασμένοι να πληρώνουμε το νοίκι, θα τρώμε, θα πίνουμε, θα κάνουμε έρωτα όπως πριν. Θα συνεχίσουμε να δρούμε σαν να ήμαστε πραγματικοί. Είμαστε τυφλοί μπροστά σε ό,τι θα μπορούσε να μας αποδείξει ότι κάνουμε λάθος. Είναι ανθρώπινο. Δεν είμαστε ορθολογικοί.»

 

Διάβασα το βιβλίο υπό την κατοχή μιας επίμονης και έντονης σκέψης. Εκδόθηκε μόλις πέρσι, το 2020 (Το θυμάστε ρε πούστηδες;) αλλά όσα περιγράφει φαίνεται να χρειάστηκαν μεγάλη έρευνα και είναι μάλλον απίθανο να ολοκληρώθηκαν μέσα σε έναν χρόνο. Παρακαλώ τον μεταφραστή του βιβλίου ή όποιον άλλον γνωρίζει να με διαφωτίσει για τον χρόνο γραφής του βιβλίου. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι παρόλο που το βιβλίο δεν είναι άμεσο (και κακόγουστο, όπως θα συμβεί με τα περισσότερα ανάλογα εγχειρήματα στο μέλλον!) λογοτεχνικό αποτέλεσμα της περιπέτειάς μας με την πανδημία καταλήγει να μιλάει για αυτήν πολύ καλύτερα και βαθύτερα, από ό,τι θα περίμενε κανείς από ένα βιβλίο που γράφτηκε υπό αυτό ειδικά το πρίσμα. Η ιστορία στην «Ανωμαλία» τοποθετείται κυρίως τον Μάρτιο 2021 και Ιούνιο 2021 και γίνεται μόνο μια μικρή αναφορά στην πανδημία του κορονοϊού που μάλλον προστέθηκε μεταγενέστερα, όμως όλα δείχνουν ότι ήταν σαν έτοιμο από καιρό το λογοτεχνικό εμβόλιο και απλώς το έβγαλαν τώρα για να τα κονομήσουν οι εκδοτικές πολυεθνικές! Όσοι το διαβάσετε προσπαθήστε να έχετε κατά νου και την πανδημία, και εκείνο το ανεκδιήγητο που λέγατε πέρσι, Ευκαιρία να βρω τον άλλον μου εαυτό… ε, αν τον βρείτε, να δω τι θα τον κάνετε, μα τον Θεό! «Κανείς δεν ζει τόσο πολύ ώστε να μάθει πόσο πολύ δεν ενδιαφέρεται κανείς για κανέναν». 


Για μία και μοναδική φορά σκέφτηκα να κάνω χοντρό σπόιλερ στην ανάρτησή μου πιστεύοντας ότι δε θα έχουν φοβερό πρόβλημα οι 35 αναγνώστες μου («Δε γνωρίζω πρόβλημα που να μπορεί ν’ αντισταθεί σε μια απουσία λύσης») αλλά μετά σκέφτηκα, Μην κάνεις τέτοιες μαλακίες γιατί μπορεί να μειωθούν και τα έσοδα μαζί με τους φόλοουερς και τελικά έκανα πίσω. Εξάλλου, οι προσεκτικοί αναγνώστες θα έχετε αναρωτηθεί ήδη από το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο που εμφανίζονται εις διπλούν, τι σκατά συμβαίνει με αυτό το βιβλίο και θα τρέξετε να το ανακαλύψετε. Εγώ αυτό που μπορώ να πω είναι ότι κάποιοι αναγνώστες ίσως λατρέψουν την αρχή και ξενερώσουν ελαφρώς με το plot twist και το αντίστροφο. Σίγουρα θα βρεθούν και κάποιοι, όπως εγώ, που θα τα λατρέψουν όλα. Ας πετάξω και μερικές λέξεις-κλειδιά και όσοι είναι να τσιμπήσετε θα τσιμπήσετε: Blade Runner, Matrix, Πιραντέλλο. Α, θυμίζει και λίγο το «Lost» τότε που απορούσαμε πώς γίνεται να εμφανίζεται πολική αρκούδα στο τροπικό νησί ενώ πριν από λίγες μέρες εδώ στη Θεσσαλονίκη εμφανίστηκε αγριογούρουνο στα παρτέρια της Αριστοτέλους, τίποτα απίθανο πια!

Όσες ομοιότητες και να έχει όμως με έργα της ποπ κουλτούρας, δεν είναι σε καμιά περίπτωση φτηνή απομίμηση. Ο Τελιέ έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο, ευφάνταστο, με χιούμορ, που προβληματίζει και φιλοσοφεί, μακριά από ηλίθιους συναισθηματισμούς που σε κάνουν να δυσφορείς νύχτα και μέρα, σε εξαιρετική μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη, και σε όμορφη έκδοση από την «Opera» που είχε όμως την ανώμαλη έμπνευση να την ντύσει με λευκό απορροφητικό εξώφυλλο – το οποίο δεν είναι πια τίποτα από τα δύο! Τι άλλο να ζητήσει κανείς; 


«Και μια καφετιέρα» συμπληρώνει ο Έιντριαν Μίλερ, «μια κανονική, που να φτιάχνει εσπρέσο». 

«Μη μας ζητάτε το ανέφικτο» στραβομουτσουνιάζει ο πτέραρχος. 

 


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».