Συχνά εμφανίζονται σε βιβλιοφιλικές ομάδες διάφορες αφελείς ερωτήσεις, «Ποιον λογοτεχνικό ήρωα θα θέλατε να συναντήσετε;», «Με ποιον θα τα πίνατε σε ένα μπαρ;», «Ποιον θα θέλατε να γνωρίσετε στη μάνα σας;», κλπ, που δέχονται εξίσου αφελείς απαντήσεις. Ίσως, μια σωστότερη ερώτηση θα ήταν η εξής, «Ποιος λογοτεχνικός χαρακτήρας θα ήθελε να κάνει παρέα εσάς;» (...) «Επειδή αυτό που είναι πραγματικότητα για τους ανθρώπους, για έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα είναι παραίσθηση. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες έχουν οράματα αληθινής ζωής – ονειρεύονται την πραγματικότητα και μετά χάνονται». Κάπως έτσι θα σκέφτηκε και ο Αλφάου, την εποχή πριν τα σόσιαλ μίντια, αραχτός καθώς ήταν στο καφενείο των τρελών που συνήθιζε να ψαρεύει χαρακτήρες για τα βιβλία του και αναφώνησε ενθουσιασμένος... δεν κάνω μια τρέλα; Αν τυχόν είστε από εκείνους τους αναγνώστες που δεν μπορούν να καταλάβουν πώς γίνεται και χαμογελούν δύο στήθη τότε καλύτερα αποφύγετε αυτό το βιβλίο· δεν το λέω από κουλτουριάρικη υπεροψία μα από γνήσια ανθρώπινη αλληλεγγύη.
[...] «Μια και δεν έχω συζητήσεις ή πράξεις να περιγράφω, θα προσπαθήσω να καταγράψω μερικές σκέψεις, μια κακιά συνήθεια που έχουν οι συγγραφείς να προσπαθούν να πείσουν τους αναγνώστες ότι μπορούν να μπαίνουν στα κλεφτά στο μυαλό των χαρακτήρων τους. Ωστόσο μπορεί να με δικαιολογήσετε, αφού οι χαρακτήρες μου μού ξεφεύγουν συστηματικά κι αρνούνται να μιλήσουν ή έστω να κινηθούν, κι εγώ φυσικά δεν μπορώ ν' αφήσω άδεια τη σελίδα».
Αυτή η άρνηση των χαρακτήρων να πορευτούν με τις οδηγίες του συγγραφέα τους δίνει την αφορμή να γραφτεί αυτό το ιδιόρρυθμο αλλά και διασκεδαστικό βιβλίο. Σύμφωνα με την Μαίρη Μακ Κάρθυ που γράφει το επίμετρο, το «Καφενείο των τρελών» φέρνει στο νου την «Χλωμή φωτιά» – προσωπικό αγαπημένο μου του Ναμπόκοφ – ή το «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» (όπως και τα υπόλοιπα) του Καλβίνο. Δε θα διαφωνήσω σε γενικές γραμμές αλλά ταυτόχρονα ούτε και θα συμφωνήσω για να μην τρομάξω εκείνους τους αναγνώστες που ακούνε Ναμπόκοφ και κρύβονται κάτω από το κρεβάτι. Ο Φελίπε Αλφάου γράφει ένα φαινομενικά λιγότερο ιδιόρρυθμο βιβλίο και αυτό είναι που θα κρατήσει τους μέσους αναγνώστες («...ήταν αυτό που έκανε τ' όνομά του να στέκεται λίγο πιο πάνω από τη μισητή μετριότητα, την οποία απεχθανόνταν όπως όλοι όσοι ανήκαν σ' αυτήν») ως το τέλος.
Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ διηγήματα που μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν μεμονωμένα με μόνο κοινό σημείο θα λέγαμε ότι σε καθένα από αυτά κάποια στιγμή οι χαρακτήρες τους αυτομολούν και εναντιώνονται στις προθέσεις του καθοδηγητή τους – αυτό παρουσιάζεται πολύ χαριτωμένα με τον ίδιο τον συγγραφέα να βάζει μια σημείωση στο τέλος σχεδόν κάθε διηγήματος (ή και εντός του διηγήματος) που παραδέχεται πώς και πότε ξέφυγε ο χαρακτήρας και η κατάσταση από τα χέρια του. Το πρώτο και λίγο το δεύτερο διήγημα ίσως φανούν αρκετά ιδιόρρυθμα και αποτρέψουν κάποιους αναγνώστες από την συνέχεια. Μην κάνετε καμιά τέτοια τρέλα, συνεχίστε να διαβάζετε γιατί ο Αλφάου καταφέρνει σε κάθε ιστορία του να προσδίδει ενδιαφέρουσα πλοκή και να την ενορχηστρώνει με μαεστρική αφήγηση. Στο πρώτο διήγημα... βρισκόμαστε και εμείς στο καφενείο των τρελών όπου γνωρίζουμε για πρώτη φορά όλους τους τρελούς χαρακτήρες που θα πρωταγωνιστήσουν στη συνέχεια. Η σύγχυση του αναγνώστη που θα ακολουθήσει λοιπόν είναι αναμενόμενη και δικαιολογημένη. Τα γνώριμα ονόματα εμφανίζονται στη συνέχεια σε κάθε διήγημα άλλα συνειδητοποιείς σιγά σιγά ότι δεν είσαι σίγουρος αν οι συγγενικές ή άλλες σχέσεις που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, συνεχίζουν και τώρα να είναι οι σωστές, αν υπάρχει αντιστοιχία στις λεπτομέρειες των ζωών τους, κλπ. Αυτό το παιχνίδι του Αλφάου μου άρεσε πολύ· κράτησε ίδια τα ονόματα δίνοντας την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι κράτησε και ίδιες τις πληροφορίες και τις ζωές τους, και έτσι τον βάζει στο κόλπο να ξαναδιαβάσει κάποτε το βιβλίο του ή να πηγαίνει μπρος πίσω στα διηγήματα. Από τη μια, αυτό το παιχνίδι προσφέρει σε κάθε διήγημα την αυτονομία του, και από την άλλη, δίνει την αίσθηση ότι το συγγραφικό του οικοδόμημα το συνέχει κάτι βαθύτερο που θα το ανακαλύψει κάποιος υπομονετικός αναγνώστης σε επόμενες αναγνώσεις. Δεν μου προκαλεί έκπληξη που έμεινε στην αφάνεια όταν πρωτογράφτηκε.
Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ διηγήματα που μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν μεμονωμένα με μόνο κοινό σημείο θα λέγαμε ότι σε καθένα από αυτά κάποια στιγμή οι χαρακτήρες τους αυτομολούν και εναντιώνονται στις προθέσεις του καθοδηγητή τους – αυτό παρουσιάζεται πολύ χαριτωμένα με τον ίδιο τον συγγραφέα να βάζει μια σημείωση στο τέλος σχεδόν κάθε διηγήματος (ή και εντός του διηγήματος) που παραδέχεται πώς και πότε ξέφυγε ο χαρακτήρας και η κατάσταση από τα χέρια του. Το πρώτο και λίγο το δεύτερο διήγημα ίσως φανούν αρκετά ιδιόρρυθμα και αποτρέψουν κάποιους αναγνώστες από την συνέχεια. Μην κάνετε καμιά τέτοια τρέλα, συνεχίστε να διαβάζετε γιατί ο Αλφάου καταφέρνει σε κάθε ιστορία του να προσδίδει ενδιαφέρουσα πλοκή και να την ενορχηστρώνει με μαεστρική αφήγηση. Στο πρώτο διήγημα... βρισκόμαστε και εμείς στο καφενείο των τρελών όπου γνωρίζουμε για πρώτη φορά όλους τους τρελούς χαρακτήρες που θα πρωταγωνιστήσουν στη συνέχεια. Η σύγχυση του αναγνώστη που θα ακολουθήσει λοιπόν είναι αναμενόμενη και δικαιολογημένη. Τα γνώριμα ονόματα εμφανίζονται στη συνέχεια σε κάθε διήγημα άλλα συνειδητοποιείς σιγά σιγά ότι δεν είσαι σίγουρος αν οι συγγενικές ή άλλες σχέσεις που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, συνεχίζουν και τώρα να είναι οι σωστές, αν υπάρχει αντιστοιχία στις λεπτομέρειες των ζωών τους, κλπ. Αυτό το παιχνίδι του Αλφάου μου άρεσε πολύ· κράτησε ίδια τα ονόματα δίνοντας την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι κράτησε και ίδιες τις πληροφορίες και τις ζωές τους, και έτσι τον βάζει στο κόλπο να ξαναδιαβάσει κάποτε το βιβλίο του ή να πηγαίνει μπρος πίσω στα διηγήματα. Από τη μια, αυτό το παιχνίδι προσφέρει σε κάθε διήγημα την αυτονομία του, και από την άλλη, δίνει την αίσθηση ότι το συγγραφικό του οικοδόμημα το συνέχει κάτι βαθύτερο που θα το ανακαλύψει κάποιος υπομονετικός αναγνώστης σε επόμενες αναγνώσεις. Δεν μου προκαλεί έκπληξη που έμεινε στην αφάνεια όταν πρωτογράφτηκε.
[...] «Η αλλαγή και εναλλαγή των προσώπων που θυμίζει ύφασμα μεταξωτό που αλλάζει χρώμα ανάλογα με το φωτισμό, δεν έχει ανάγκη να υποστηριχτεί από την ιδιοτυπία της απώλειας ελέγχου από το συγγραφέα. Αν κάποια πλευρά του βιβλίου έχει φθαρεί από τον χρόνο, είναι αυτή η εκκεντρικότητα», σημειώνει η Μακ Κάρθυ θέλοντας προφανώς να δηλώσει ότι έκτοτε έχουν εμφανιστεί πάμπολλες εκκεντρικότητες ανά την λογοτεχνία και ότι εκείνο που το ξεχωρίζει, όπως ορθότατα υποστηρίζει λίγο παρακάτω είναι το γεγονός ότι πρόκειται για «ένα όμορφα δομημένο και γεμάτο εκπλήξεις βιβλίο». Έτσι λοιπόν αν ο αναγνώστης παραβλέψει την ξεθωριασμένη (ή και ακτινοβόλα, ανάλογα με τις λογοτεχνικές προσλαμβάνουσές του) εκκεντρικότητα του συγγραφέα (και τον ακόμα πιο... προκλητικό πρόλογό του), είναι σίγουρο ότι θα απολαύσει ένα εξαιρετικό κείμενο.
Η κομψή έκδοση ανήκει στις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» που πάντοτε προσπαθούν να κάνουν όμορφες επιλογές, θεματικά και αισθητικά. Το εξώφυλλο είναι σαφέστατα του γούστου μου, δεν το συζητώ, όπως και η άνετη μετάφραση της Ρούλας Κυριακίδου. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε εκδοθεί ξανά από τις ίδιες εκδόσεις παλιότερα και τώρα επιδιώκει να ζήσει μια δεύτερη ζωή που πιστεύω να του την χαρίσετε. «Στο καφενείο των τρελών» ο Αλφάου έχει ως πρωταρχικό θέμα του την ίδια την Ισπανία, μια χώρα που τον ανάγκασε να στραφεί στα αγγλικά γιατί δεν μπορούσε να βρει την αναγνώριση στη δική του γλώσσα, και έτσι όλο το βιβλίο είναι διάσπαρτο με λεπτότατες και αιχμηρές ειρωνείες, κάθε είδους και υφής, ενίοτε και αυτοσαρκαστικές. Πώς τους πετσόκοψες έτσι, ρε hermano?
[...] «Ο Δον Χιλ είχε φωνάξει και είχε χτυπήσει το χέρι του σε τραπέζια καφενείων. Ως πραγματικός Ισπανός πατριώτης που δεν ενδιαφερόταν για τίποτε άλλο εκτός από τη χώρα του, προσέβαλλε την Ισπανία. Έλεγε ότι οι Ισπανοί ήταν απρόσεχτοι και τεμπέληδες, ότι ποτέ δεν προωθούσαν τους εθνικούς θριάμβους και ποτέ δεν φρόντιζαν να καταξιωθούν μπροστά στ' άλλα έθνη. Ο Δον Χιλ ήταν σίγουρος ότι αν ο πατέρας του ήταν Γάλλος ή Άγγλος, όλος ο κόσμος θα είχε μάθει πως ήταν ο μέγας εφευρέτης των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Ο πατριωτισμός και η μανία για τα δακτυλικά αποτυπώματα είχαν συνδυαστεί στο πρόσωπο του Δον Χιλ, και η μίξη αυτή είχε δημιουργήσει ένα αξιοθρήνητο προϊόν. Οι περισσότεροι Ισπανοί της παλιότερης γενιάς απέδιδαν πάντα στον πατριωτισμό όλες σχεδόν τις πράξεις τους. Κι ο Δον Χιλ χτυπούσε τα τραπέζια και φώναζε και προσέβαλλε την Ισπανία. Ευτυχώς οι Ισπανοί είναι αδιάφοροι και τα τραπέζια των καφενείων γερά».
[...] «Ο Δον Χιλ είχε φωνάξει και είχε χτυπήσει το χέρι του σε τραπέζια καφενείων. Ως πραγματικός Ισπανός πατριώτης που δεν ενδιαφερόταν για τίποτε άλλο εκτός από τη χώρα του, προσέβαλλε την Ισπανία. Έλεγε ότι οι Ισπανοί ήταν απρόσεχτοι και τεμπέληδες, ότι ποτέ δεν προωθούσαν τους εθνικούς θριάμβους και ποτέ δεν φρόντιζαν να καταξιωθούν μπροστά στ' άλλα έθνη. Ο Δον Χιλ ήταν σίγουρος ότι αν ο πατέρας του ήταν Γάλλος ή Άγγλος, όλος ο κόσμος θα είχε μάθει πως ήταν ο μέγας εφευρέτης των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Ο πατριωτισμός και η μανία για τα δακτυλικά αποτυπώματα είχαν συνδυαστεί στο πρόσωπο του Δον Χιλ, και η μίξη αυτή είχε δημιουργήσει ένα αξιοθρήνητο προϊόν. Οι περισσότεροι Ισπανοί της παλιότερης γενιάς απέδιδαν πάντα στον πατριωτισμό όλες σχεδόν τις πράξεις τους. Κι ο Δον Χιλ χτυπούσε τα τραπέζια και φώναζε και προσέβαλλε την Ισπανία. Ευτυχώς οι Ισπανοί είναι αδιάφοροι και τα τραπέζια των καφενείων γερά».
Καλημέρα. Να προσθέσω στους προγόνους του βιβλίου το "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα" του Λουίτζι Πιραντέλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάπισσα Ιωάννα
Ναι, το φάντασμα του Πιραντέλλο πλανάται πάνω από το βιβλίο του! Έχεις δίκιο. Ειδικά το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Ταυτότητα» με τον ήρωα που θέλοντας να βρει μια... ταυτότητα ρίχνεται από μια γέφυρα για να αντικαταστήσει την παλιά με μια νέα, θυμίζει έντονα τον μακαρίτη Ματία Πασκάλ -- εσύ το έχεις διαβάσει νομίζω και περιμένω όταν διαβάσεις και του Αλφάου να επιβεβαιώσεις ή να απορρίψεις αυτήν μου την εντύπωση. Ήθελα να το επισημάνω στην ανάρτηση αλλά δίστασα τελευταία στιγμή για να μην φανώ βαθιά πιραντελλικός!
ΔιαγραφήΣε ευχαριστώ για το σχόλιο, σε χαιρετώ.
ΟΚ. Καλημέρα και καλές αναγνώσεις.
ΔιαγραφήΝα' σαι καλά Πάπισσα, καλά διαβάσματα και σε σένα :)
Διαγραφή