Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Είναι τρέλα



Συχνά εμφανίζονται σε βιβλιοφιλικές ομάδες διάφορες αφελείς ερωτήσεις, «Ποιον λογοτεχνικό ήρωα θα θέλατε να συναντήσετε;», «Με ποιον θα τα πίνατε σε ένα μπαρ;», «Ποιον θα θέλατε να γνωρίσετε στη μάνα σας;», κλπ, που δέχονται εξίσου αφελείς απαντήσεις. Ίσως, μια σωστότερη ερώτηση θα ήταν η εξής, «Ποιος λογοτεχνικός χαρακτήρας θα ήθελε να κάνει παρέα εσάς(...) «Επειδή αυτό που είναι πραγματικότητα για τους ανθρώπους, για έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα είναι παραίσθηση. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες έχουν οράματα αληθινής ζωής – ονειρεύονται την πραγματικότητα και μετά χάνονται». Κάπως έτσι θα σκέφτηκε και ο Αλφάου, την εποχή πριν τα σόσιαλ μίντια, αραχτός καθώς ήταν στο καφενείο των τρελών που συνήθιζε να ψαρεύει χαρακτήρες για τα βιβλία του και αναφώνησε ενθουσιασμένος... δεν κάνω μια τρέλα; Αν τυχόν είστε από εκείνους τους αναγνώστες που δεν μπορούν να καταλάβουν πώς γίνεται και χαμογελούν δύο στήθη τότε καλύτερα αποφύγετε αυτό το βιβλίο· δεν το λέω από κουλτουριάρικη υπεροψία μα από γνήσια ανθρώπινη αλληλεγγύη.

[...] «Μια και δεν έχω συζητήσεις ή πράξεις να περιγράφω, θα προσπαθήσω να καταγράψω μερικές σκέψεις, μια κακιά συνήθεια που έχουν οι συγγραφείς να προσπαθούν να πείσουν τους αναγνώστες ότι μπορούν να μπαίνουν στα κλεφτά στο μυαλό των χαρακτήρων τους. Ωστόσο μπορεί να με δικαιολογήσετε, αφού οι χαρακτήρες μου μού ξεφεύγουν συστηματικά κι αρνούνται να μιλήσουν ή έστω να κινηθούν, κι εγώ φυσικά δεν μπορώ ν' αφήσω άδεια τη σελίδα». 
 
Αυτή η άρνηση των χαρακτήρων να πορευτούν με τις οδηγίες του συγγραφέα τους δίνει την αφορμή να γραφτεί αυτό το ιδιόρρυθμο αλλά και διασκεδαστικό βιβλίο. Σύμφωνα με την Μαίρη Μακ Κάρθυ που γράφει το επίμετρο, το «Καφενείο των τρελών» φέρνει στο νου την «Χλωμή φωτιά» – προσωπικό αγαπημένο μου του Ναμπόκοφ – ή το «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» (όπως και τα υπόλοιπα) του Καλβίνο. Δε θα διαφωνήσω σε γενικές γραμμές αλλά ταυτόχρονα ούτε και θα συμφωνήσω για να μην τρομάξω εκείνους τους αναγνώστες που ακούνε Ναμπόκοφ και κρύβονται κάτω από το κρεβάτι. Ο Φελίπε Αλφάου γράφει ένα φαινομενικά λιγότερο ιδιόρρυθμο βιβλίο και αυτό είναι που θα κρατήσει τους μέσους αναγνώστες («...ήταν αυτό που έκανε τ' όνομά του να στέκεται λίγο πιο πάνω από τη μισητή μετριότητα, την οποία απεχθανόνταν όπως όλοι όσοι ανήκαν σ' αυτήν») ως το τέλος.

Το βιβλίο χωρίζεται σε οκτώ διηγήματα που μπορούν κάλλιστα να διαβαστούν μεμονωμένα με μόνο κοινό σημείο θα λέγαμε ότι σε καθένα από αυτά κάποια στιγμή οι χαρακτήρες τους αυτομολούν και εναντιώνονται στις προθέσεις του καθοδηγητή τους – αυτό παρουσιάζεται πολύ χαριτωμένα με τον ίδιο τον συγγραφέα να βάζει μια σημείωση στο τέλος σχεδόν κάθε διηγήματος (ή και εντός του διηγήματος) που παραδέχεται πώς και πότε ξέφυγε ο χαρακτήρας και η κατάσταση από τα χέρια του. Το πρώτο και λίγο το δεύτερο διήγημα ίσως φανούν αρκετά ιδιόρρυθμα και αποτρέψουν κάποιους αναγνώστες από την συνέχεια. Μην κάνετε καμιά τέτοια τρέλα, συνεχίστε να διαβάζετε γιατί ο Αλφάου καταφέρνει σε κάθε ιστορία του να προσδίδει ενδιαφέρουσα πλοκή και να την ενορχηστρώνει με μαεστρική αφήγηση. Στο πρώτο διήγημα... βρισκόμαστε και εμείς στο καφενείο των τρελών όπου γνωρίζουμε για πρώτη φορά όλους τους τρελούς χαρακτήρες που θα πρωταγωνιστήσουν στη συνέχεια. Η σύγχυση του αναγνώστη που θα ακολουθήσει λοιπόν είναι αναμενόμενη και δικαιολογημένη. Τα γνώριμα ονόματα εμφανίζονται στη συνέχεια σε κάθε διήγημα άλλα συνειδητοποιείς σιγά σιγά ότι δεν είσαι σίγουρος αν οι συγγενικές ή άλλες σχέσεις που έχουν αναφερθεί προηγουμένως, συνεχίζουν και τώρα να είναι οι σωστές, αν υπάρχει αντιστοιχία στις λεπτομέρειες των ζωών τους, κλπ. Αυτό το παιχνίδι του Αλφάου μου άρεσε πολύ· κράτησε ίδια τα ονόματα δίνοντας την ψευδαίσθηση στον αναγνώστη ότι κράτησε και ίδιες τις πληροφορίες και τις ζωές τους, και έτσι τον βάζει στο κόλπο να ξαναδιαβάσει κάποτε το βιβλίο του ή να πηγαίνει μπρος πίσω στα διηγήματα. Από τη μια, αυτό το παιχνίδι προσφέρει σε κάθε διήγημα την αυτονομία του, και από την άλλη, δίνει την αίσθηση ότι το συγγραφικό του οικοδόμημα το συνέχει κάτι βαθύτερο που θα το ανακαλύψει κάποιος υπομονετικός αναγνώστης σε επόμενες αναγνώσεις. Δεν μου προκαλεί έκπληξη που έμεινε στην αφάνεια όταν πρωτογράφτηκε. 
 
[...] «Η αλλαγή και εναλλαγή των προσώπων που θυμίζει ύφασμα μεταξωτό που αλλάζει χρώμα ανάλογα με το φωτισμό, δεν έχει ανάγκη να υποστηριχτεί από την ιδιοτυπία της απώλειας ελέγχου από το συγγραφέα. Αν κάποια πλευρά του βιβλίου έχει φθαρεί από τον χρόνο, είναι αυτή η εκκεντρικότητα», σημειώνει η Μακ Κάρθυ θέλοντας προφανώς να δηλώσει ότι έκτοτε έχουν εμφανιστεί πάμπολλες εκκεντρικότητες ανά την λογοτεχνία και ότι εκείνο που το ξεχωρίζει, όπως ορθότατα υποστηρίζει λίγο παρακάτω είναι το γεγονός ότι πρόκειται για «ένα όμορφα δομημένο και γεμάτο εκπλήξεις βιβλίο». Έτσι λοιπόν αν ο αναγνώστης παραβλέψει την ξεθωριασμένη (ή και ακτινοβόλα, ανάλογα με τις λογοτεχνικές προσλαμβάνουσές του) εκκεντρικότητα του συγγραφέα (και τον ακόμα πιο... προκλητικό πρόλογό του), είναι σίγουρο ότι θα απολαύσει ένα εξαιρετικό κείμενο. 
Η κομψή έκδοση ανήκει στις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» που πάντοτε προσπαθούν να κάνουν όμορφες επιλογές, θεματικά και αισθητικά. Το εξώφυλλο είναι σαφέστατα του γούστου μου, δεν το συζητώ, όπως και η άνετη μετάφραση της Ρούλας Κυριακίδου. Το συγκεκριμένο βιβλίο είχε εκδοθεί ξανά από τις ίδιες εκδόσεις παλιότερα και τώρα επιδιώκει να ζήσει μια δεύτερη ζωή που πιστεύω να του την χαρίσετε. «Στο καφενείο των τρελών» ο Αλφάου έχει ως πρωταρχικό θέμα του την ίδια την Ισπανία, μια χώρα που τον ανάγκασε να στραφεί στα αγγλικά γιατί δεν μπορούσε να βρει την αναγνώριση στη δική του γλώσσα, και έτσι όλο το βιβλίο είναι διάσπαρτο με λεπτότατες και αιχμηρές ειρωνείες, κάθε είδους και υφής, ενίοτε και αυτοσαρκαστικές. Πώς τους πετσόκοψες έτσι, ρε hermano?

[...] «Ο Δον Χιλ είχε φωνάξει και είχε χτυπήσει το χέρι του σε τραπέζια καφενείων. Ως πραγματικός Ισπανός πατριώτης που δεν ενδιαφερόταν για τίποτε άλλο εκτός από τη χώρα του, προσέβαλλε την Ισπανία. Έλεγε ότι οι Ισπανοί ήταν απρόσεχτοι και τεμπέληδες, ότι ποτέ δεν προωθούσαν τους εθνικούς θριάμβους και ποτέ δεν φρόντιζαν να καταξιωθούν μπροστά στ' άλλα έθνη. Ο Δον Χιλ ήταν σίγουρος ότι αν ο πατέρας του ήταν Γάλλος ή Άγγλος, όλος ο κόσμος θα είχε μάθει πως ήταν ο μέγας εφευρέτης των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Ο πατριωτισμός και η μανία για τα δακτυλικά αποτυπώματα είχαν συνδυαστεί στο πρόσωπο του Δον Χιλ, και η μίξη αυτή είχε δημιουργήσει ένα αξιοθρήνητο προϊόν. Οι περισσότεροι Ισπανοί της παλιότερης γενιάς απέδιδαν πάντα στον πατριωτισμό όλες σχεδόν τις πράξεις τους. Κι ο Δον Χιλ χτυπούσε τα τραπέζια και φώναζε και προσέβαλλε την Ισπανία. Ευτυχώς οι Ισπανοί είναι αδιάφοροι και τα τραπέζια των καφενείων γερά». 
 


Σχόλια

  1. Καλημέρα. Να προσθέσω στους προγόνους του βιβλίου το "Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα" του Λουίτζι Πιραντέλλο.
    Πάπισσα Ιωάννα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, το φάντασμα του Πιραντέλλο πλανάται πάνω από το βιβλίο του! Έχεις δίκιο. Ειδικά το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Ταυτότητα» με τον ήρωα που θέλοντας να βρει μια... ταυτότητα ρίχνεται από μια γέφυρα για να αντικαταστήσει την παλιά με μια νέα, θυμίζει έντονα τον μακαρίτη Ματία Πασκάλ -- εσύ το έχεις διαβάσει νομίζω και περιμένω όταν διαβάσεις και του Αλφάου να επιβεβαιώσεις ή να απορρίψεις αυτήν μου την εντύπωση. Ήθελα να το επισημάνω στην ανάρτηση αλλά δίστασα τελευταία στιγμή για να μην φανώ βαθιά πιραντελλικός!

      Σε ευχαριστώ για το σχόλιο, σε χαιρετώ.

      Διαγραφή
    2. ΟΚ. Καλημέρα και καλές αναγνώσεις.

      Διαγραφή
    3. Να' σαι καλά Πάπισσα, καλά διαβάσματα και σε σένα :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!