Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ελάτε όπως είστε (Come as you are)

 
Παιδιά, από μυθιστορηματική βιογραφία σε μυθιστορηματική βιογραφία, σας πάω – θα σέβεστε! Ήδη από την αρχή όμως ο συγγραφέας φροντίζει να μας προειδοποιήσει για το ανώφελο και το επισφαλές όλων των βιογραφιών, μυθιστορηματικών ή μη: «Ονόματα, γεγονότα και τόποι δεν έχουν καμία σχέση με ανθρώπους και γεγονότα της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει βιογραφική αλήθεια και αν ακόμα υπήρχε, δεν θα ξέραμε τι να την κάναμε». Ουπς, τι έχουμε εδώ, λογοτεχνία με ψευδώνυμο; Και μάλιστα αναγνωρίσιμο; Ο Μπαμπασάκης σαν άλλος Τάκης Τσουκαλάς, με το δίκιο του θα αναφωνούσε εδώ, «Με ανώμαλους δεν μιλάω!», γιατί ναι, άλλο όνομα στο βιβλίο, άλλο στη ζωή, άλλο στο facebook… αυτά είναι τρελά πράγματα και καλό είναι να μην γίνονται! Για όνομα του Θεού (που έχει, δεν ξέρω και γω, πόσα ψευδώνυμα)! Κι όμως γίνονται, δεν είναι δα κάτι τόσο κακό. Πολλοί θέλουν να γράψουν σαν τον Πύντσον, απλώς είναι λίγοι εκείνοι που το δοκιμάζουν εμφορούμενοι από το γνήσιο ενδιαφέρον τους προς το έργο του Μεγάλου Δασκάλου – ακόμα και αν φαίνεται ότι επικαλούνται επί ματαίω και βλάσφημα το όνομά του. Επώνυμος, ψευδώνυμος ή ανώνυμος, αν το αξίζεις μπορείς να έχεις λόγο στην λογοτεχνία. Από την άλλη, η λογοτεχνία δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Κάποιοι μεγαλομανείς ινστρούχτορες συνηθίζουν να κυκλοφορούν και να οπλοφορούν στο όνομά της. Από μένα δεν έχετε να φοβάστε τίποτα· no, i don’t have a gun.
 
Ξεκινώντας ένα βιβλίο σαν και αυτό, όντας φανατικός αναγνώστης του Πύντσον, νιώθεις ότι όλα τον αφορούν με κάποιον τρόπο. Ο υπότιτλος «Καταραμένο είδωλο» δεν είσαι πλέον σίγουρος αν αναφέρεται στον Kurt Cobain (και όχι στην κατάρα του Πύντσον με το Νόμπελ Λογοτεχνίας), το όνομα του ήρωα του βιβλίου, Homer, απηχεί εντυπωσιακά σε εκείνο της ηρωίδας της «Συλλογής των 49 στο σφυρί», Οιδίπα Μαας, ενώ και αποσπάσματα όπως το παρακάτω, δείχνουν να κλείνουν με φιλικά πειρακτική διάθεση το μάτι στον σπουδαίο Αμερικανό. «Τι σκέφτηκε άραγε εκείνος ο ηλίθιος; αναρωτήθηκε ο Homer. Μήπως νομίζει ότι είμαι σαν κι εκείνον, ότι ανήκω κι εγώ στην ομάδα των ανθρώπων που νοσταλγούν το παρελθόν; Εγώ είμαι νορμάλ άνθρωπος. Ας κρατήσουμε λοιπόν τις αποστάσεις». Και πράγματι κρατάει τις λογοτεχνικές αποστάσεις (αν μπορούσε, ας έκανε και αλλιώς!). 
 
Η πορεία της ανάγνωσης σού προσφέρει πολλά πυντσονικά hints που χαίρεσαι να τα ανακαλύπτεις (ή να νομίζεις ότι το κάνεις), κυρίως όμως ξεκαθαρίζει το εξής: το μεγαλείο και η δύναμη του πρωτοτύπου είναι τόσο μεγάλα που δεν μπορούν να συγκριθούν με καμία ρέπλικα, ακόμα και αν το βιβλίο του «μιμητή» είναι πολύ καλό, και το συγκεκριμένο όντως είναι. Γίνεται φανερό ότι αυτές οι χαοτικές και παρέξενες πλοκές του Πύντσον με όλα τα συμπαρομαρτούντα είναι συγκροτημένες απολύτως συνειδητά και με απαράμιλλη μαεστρία. Το ότι κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν εκείνον δεν είναι απλώς ένα ελιτίστικο σχήμα λόγου αλλά μια πικρή αλήθεια που πληγώνει ακόμα και τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς. Τα τελευταία 50 τουλάχιστον χρόνια κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν εκείνον. Ούτε καν. Κάθε ενδεχόμενη προσπάθεια, ωστόσο, είναι πάντα ευπρόσδεκτη:  
 
[…] «Αυτός, ο Homer, καθόταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου του – το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε – ένα Present του 1990, είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου έτσι χωρίς λόγο και είχε μείνει εκεί στη θέση του οδηγού κοιτώντας ήρεμα και με θαυμασμό εκείνο το σημείο του ορίζοντα όπου συναντιόντουσαν οι δύο άκρες του δρόμου, μια απόρριψη της αρχής του Ευκλείδη, σύμφωνα με την οποία οι δύο παράλληλες γραμμές συναντιούνται στο άπειρο. Το αναποδογυρισμένο V της γραμμής του δρόμου, πλαισιωμένο από το παραλληλόγραμμο του παρμπρίζ, του φαινόταν σαν την ανησυχία σε σχήμα σφήνας που είχε καρφωθεί στην καρδιά του, αυτό θα αντιπροσώπευε το μέλλον, το μέλλον που δεν γνώριζε, αλλά ένιωθε ότι θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό, μέλλον αβέβαιο γεμάτο ανασφάλεια που ήλπιζε ότι ποτέ δε θα ερχόταν, αλλά ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει προς αυτό εξαιτίας των αυτοκινήτων που υπήρχαν πίσω του και τον πίεζαν να τραβήξει μπροστά, ένα πλήθος από μέρες που όλο και μεγάλωνε, ένα παρελθόν θορυβώδες που δεν ήθελε να τον αφήσει σε ησυχία».
 
Λοιπόν, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, το βιβλίο του Τομάζο Πίντσιο είναι αυτό που λέμε ένα weird βιβλίο όπου «ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένα σημαντικό γεγονός, τα βιβλία έδιναν πάντα την εντύπωση ότι είναι γεμάτα από γεγονότα». Ο ήρωας του βιβλίου, Homer Boda Alienson, είναι ένας τύπος που έχει να κοιμηθεί 18 ολόκληρα χρόνια εξαιτίας της διαφορετικότητας των γύρω του – όταν δηλαδή αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ότι την ώρα που αυτός κοιμάται, οι γύρω του γίνονται όλο και πιο διαφορετικοί, ξεκινώντας η αλλαγή από τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους, τους γονείς του. Έχει ως χόμπι και βιοποριστική λύση να στέλνει σε συλλέκτες διαστημικά παιχνίδια, παιχνίδια του μέλλοντος, που ζητούσε από τους γονείς του να του αγοράσουν σε μεγάλες ποσότητες όταν ήταν μικρός. Βρίσκει μια λύση στην αϋπνία του όταν συναντάει τον Kurt και εκείνος του λέει ότι θα τον βοηθούσε να κοιμηθεί εύκολα, η άσπρη σκόνη. Σε αντίθεση, ο Kurt φαίνεται να βρίσκει στο πρόσωπο του Homer, έναν… φανταστικό φίλο.
 
Αν δεν υπήρχε η ισχνή (ή μη) σύνδεση με τον Πύντσον, δύσκολα θα διάβαζα ένα βιβλίο σχετικό με τον Κομπέιν δεδομένου ότι δεν με τρελαίνει η μουσική του και η φήμη που τον περιβάλλει. Θυμάμαι ακόμα με τρόμο πώς είχα καταφέρει να αντέξω τα 90 λεπτά του ντοκιμαντερίστικου φιλμ «Last Days» του Gus Van Sant σε κινηματογράφο της Αθήνας – από τότε έχω να πατήσω στην πόλη, εκείνος ο τρόμος συνεχίζει να με παραλύει, απ’ ό,τι φαίνεται! Παρόλα αυτά, θα χαρακτήριζα ακόμα και σήμερα, εκείνη την αίσθηση και την ανάμνηση από την θέαση της ταινίας για τις τελευταίες μέρες του Κερτ Κομπέιν, επιδραστική, και με τον ίδιο χαρακτηρισμό θα συνόψιζα και το βιβλίο του Πίντσιο. Με εντελώς παράδοξο και αλλόκοτο τρόπο, καταφέρνει να σου περάσει την ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του Κομπείν – ξεκολλάτε πια, δεν είχε μόνο ο Joker ιδιότυπη ψυχοσύνθεση!! 
 

 
Από την παλιά και καλή εκείνη εποχή που το «Μεταίχμιο» έπαιρνε τουλάχιστον εκδοτικά ρίσκα για χάρη σοβαρών λογοτεχνικών προσπαθειών – κρίνοντας, εντούτοις, από την συγκαιρινή σπανιότητα του συγκεκριμένου βιβλίου, μάλλον δεν του βγήκαν. Η πολύ ωραία μετάφραση είναι της Φωτεινής Ζερβού. Είπαμε, δεν φτάνει τον κόσμο του Πύντσον αλλά έστω τον κρυφοκοιτάζει από ένα μικρό παράθυρο και καταφέρνει να τον αποτυπώσει στο χαρτί σαν παιδική ζωγραφιά, αλλότριο αλλά αληθινό – μην υποτιμάτε τις παιδικές ζωγραφιές! Για μένα ήταν μια λογοτεχνία με αξιώσεις και το χάρηκα πολύ το βιβλίο. Δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη βιογραφία, αλλά για βιογραφίες πολλών και διάφορων. Βιογραφίες ανθρώπων που νιώθουν ότι όλα γίνονται λίγο πιο διαφορετικά κάθε φορά που ξυπνάνε από τον σύντομο ύπνο τους. Άνθρωποι που θέλουν να παρατείνουν τεχνητά αυτόν τον σύντομο ύπνο τους, ίσως και ως το διηνεκές. Μεταιχμιακοί χρόνοι, επελαύνοντες αιώνες. Ένας αιώνας που πλησιάζει (σε μας μπήκε ήδη!), που σε αναγκάζει να παίξεις και συ με τα… παιχνίδια του μέλλοντος, ακόμα και αν δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Διαφυγή, αποφυγή. Σπασμένες χορδές.
 
«Από την άλλη, ποιος είπε ότι το να υπάρχεις είναι ο μοναδικός τρόπος για να βρίσκεσαι πάνω στη γη;»
 
Υ.Γ. 2666 Παιδιά, σας πάω! 
 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Γελοιότητες

Αρχίσααααμεεεε… πριν από δύο μέρες και η τελετή λήξης φαντάζει πολύ μακρινή για την ώρα. Ο μπλε Διόνυσος έγινε κόκκινος από το θυμό του που οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων βγήκαν σήμερα και ζήτησαν συγγνώμη από Χριστιανούς και λοιπές συλλογικότητες ενώ κάπου σε μια παραλία στην Ελλάδα ο Γέρων Παστίτσιος γελάει χαιρέκακα ανακατεύοντας το φρεντάκι του. Η Μαρία Αντουανέτα κόβει το κεφάλι της ότι η Τελετή Έναρξης ήταν αξιοπρεπέστατη και δεν συμμερίζεται καθόλου την κοινή γνώμη που θεωρεί ότι εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες αρμενίζουν (στον Σηκουάνα). Κάποιοι λιγότερο αιθεροβάμονες υποστηρίζουν χλευαστικά και τελεσίδικα ότι μας τα κάνατε αερόστατο, έλεος κάπου. «Γιατί το γελοίο δεν είναι παρά αυτό το παραπάνω που πέφτει στη ζυγαριά της ζωής με στόχο η τελευταία να μη χαθεί στην άβυσσο της σοβαρότητας» . 

Όντα και μη όντα

  Αφού εξαντλήσαμε τον φυσικό τρόμο ας περάσουμε λίγο και στον υπερφυσικό. Και ο Γκυ ντε Μωπασάν όπως κάθε άξιος δημιουργός μυθοπλασίας μπορεί να μη θυμόταν στην πορεία της ζωής του τι έγραψε στα 24 , γιατί ήταν και πολυγραφότατος ο σατανάς και μεταμορφωνόταν κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό. Τα μυθιστορήματά του ποτέ δεν με άγγιξαν και τα βαριόμουν αλλά εκεί που διέπρεψε είναι στο διήγημα όπως παραδέχονται όλοι ανεξαιρέτως – αλλά και εκεί όμως υπήρξαν κάποιες διαβαθμίσεις ποιότητας και ενάργειας. Ας πούμε δεν μπορώ να διώξω από την καρδιά μου την τρομακτική αίσθηση που φώλιασε εκεί πριν από πολλά χρόνια όταν έτυχε να διαβάσω την συλλογή « Ιστορίες της μέρας και της νύχτας » – και το πιο τρομακτικό είναι ότι συνειδητοποίησα μόλις τώρα που το γράφω ότι μου χάρισαν πρόσφατα την ίδια συλλογή, στην ίδια μετάφραση, αλλά από τις εκδόσεις «Gema» και νιώθω ήδη ένα ρίγος να με διατρέχει στην σκέψη ότι μπορώ(;) να την ξαναδιαβάσω! Από την άλλη, ετούτες οι υπερφυσικές ιστορίες της συλλογής φαίνετ