Παιδιά, από μυθιστορηματική βιογραφία σε μυθιστορηματική βιογραφία, σας πάω – θα σέβεστε! Ήδη από την αρχή όμως ο συγγραφέας φροντίζει να μας προειδοποιήσει για το ανώφελο και το επισφαλές όλων των βιογραφιών, μυθιστορηματικών ή μη: «Ονόματα, γεγονότα και τόποι δεν έχουν καμία σχέση με ανθρώπους και γεγονότα της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει βιογραφική αλήθεια και αν ακόμα υπήρχε, δεν θα ξέραμε τι να την κάναμε». Ουπς, τι έχουμε εδώ, λογοτεχνία με ψευδώνυμο; Και μάλιστα αναγνωρίσιμο; Ο Μπαμπασάκης σαν άλλος Τάκης Τσουκαλάς, με το δίκιο του θα αναφωνούσε εδώ, «Με ανώμαλους δεν μιλάω!», γιατί ναι, άλλο όνομα στο βιβλίο, άλλο στη ζωή, άλλο στο facebook… αυτά είναι τρελά πράγματα και καλό είναι να μην γίνονται! Για όνομα του Θεού (που έχει, δεν ξέρω και γω, πόσα ψευδώνυμα)! Κι όμως γίνονται, δεν είναι δα κάτι τόσο κακό. Πολλοί θέλουν να γράψουν σαν τον Πύντσον, απλώς είναι λίγοι εκείνοι που το δοκιμάζουν εμφορούμενοι από το γνήσιο ενδιαφέρον τους προς το έργο του Μεγάλου Δασκάλου – ακόμα και αν φαίνεται ότι επικαλούνται επί ματαίω και βλάσφημα το όνομά του. Επώνυμος, ψευδώνυμος ή ανώνυμος, αν το αξίζεις μπορείς να έχεις λόγο στην λογοτεχνία. Από την άλλη, η λογοτεχνία δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Κάποιοι μεγαλομανείς ινστρούχτορες συνηθίζουν να κυκλοφορούν και να οπλοφορούν στο όνομά της. Από μένα δεν έχετε να φοβάστε τίποτα· no, i don’t have a gun.
Ξεκινώντας ένα βιβλίο σαν και αυτό, όντας φανατικός αναγνώστης του Πύντσον, νιώθεις ότι όλα τον αφορούν με κάποιον τρόπο. Ο υπότιτλος «Καταραμένο είδωλο» δεν είσαι πλέον σίγουρος αν αναφέρεται στον Kurt Cobain (και όχι στην κατάρα του Πύντσον με το Νόμπελ Λογοτεχνίας), το όνομα του ήρωα του βιβλίου, Homer, απηχεί εντυπωσιακά σε εκείνο της ηρωίδας της «Συλλογής των 49 στο σφυρί», Οιδίπα Μαας, ενώ και αποσπάσματα όπως το παρακάτω, δείχνουν να κλείνουν με φιλικά πειρακτική διάθεση το μάτι στον σπουδαίο Αμερικανό. «Τι σκέφτηκε άραγε εκείνος ο ηλίθιος; αναρωτήθηκε ο Homer. Μήπως νομίζει ότι είμαι σαν κι εκείνον, ότι ανήκω κι εγώ στην ομάδα των ανθρώπων που νοσταλγούν το παρελθόν; Εγώ είμαι νορμάλ άνθρωπος. Ας κρατήσουμε λοιπόν τις αποστάσεις». Και πράγματι κρατάει τις λογοτεχνικές αποστάσεις (αν μπορούσε, ας έκανε και αλλιώς!).
Η πορεία της ανάγνωσης σού προσφέρει πολλά πυντσονικά hints που χαίρεσαι να τα ανακαλύπτεις (ή να νομίζεις ότι το κάνεις), κυρίως όμως ξεκαθαρίζει το εξής: το μεγαλείο και η δύναμη του πρωτοτύπου είναι τόσο μεγάλα που δεν μπορούν να συγκριθούν με καμία ρέπλικα, ακόμα και αν το βιβλίο του «μιμητή» είναι πολύ καλό, και το συγκεκριμένο όντως είναι. Γίνεται φανερό ότι αυτές οι χαοτικές και παρέξενες πλοκές του Πύντσον με όλα τα συμπαρομαρτούντα είναι συγκροτημένες απολύτως συνειδητά και με απαράμιλλη μαεστρία. Το ότι κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν εκείνον δεν είναι απλώς ένα ελιτίστικο σχήμα λόγου αλλά μια πικρή αλήθεια που πληγώνει ακόμα και τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς. Τα τελευταία 50 τουλάχιστον χρόνια κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν εκείνον. Ούτε καν. Κάθε ενδεχόμενη προσπάθεια, ωστόσο, είναι πάντα ευπρόσδεκτη:
[…] «Αυτός, ο Homer, καθόταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου του – το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε – ένα Present του 1990, είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου έτσι χωρίς λόγο και είχε μείνει εκεί στη θέση του οδηγού κοιτώντας ήρεμα και με θαυμασμό εκείνο το σημείο του ορίζοντα όπου συναντιόντουσαν οι δύο άκρες του δρόμου, μια απόρριψη της αρχής του Ευκλείδη, σύμφωνα με την οποία οι δύο παράλληλες γραμμές συναντιούνται στο άπειρο. Το αναποδογυρισμένο V της γραμμής του δρόμου, πλαισιωμένο από το παραλληλόγραμμο του παρμπρίζ, του φαινόταν σαν την ανησυχία σε σχήμα σφήνας που είχε καρφωθεί στην καρδιά του, αυτό θα αντιπροσώπευε το μέλλον, το μέλλον που δεν γνώριζε, αλλά ένιωθε ότι θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό, μέλλον αβέβαιο γεμάτο ανασφάλεια που ήλπιζε ότι ποτέ δε θα ερχόταν, αλλά ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει προς αυτό εξαιτίας των αυτοκινήτων που υπήρχαν πίσω του και τον πίεζαν να τραβήξει μπροστά, ένα πλήθος από μέρες που όλο και μεγάλωνε, ένα παρελθόν θορυβώδες που δεν ήθελε να τον αφήσει σε ησυχία».
Λοιπόν, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, το βιβλίο του Τομάζο Πίντσιο είναι αυτό που λέμε ένα weird βιβλίο όπου «ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένα σημαντικό γεγονός, τα βιβλία έδιναν πάντα την εντύπωση ότι είναι γεμάτα από γεγονότα». Ο ήρωας του βιβλίου, Homer Boda Alienson, είναι ένας τύπος που έχει να κοιμηθεί 18 ολόκληρα χρόνια εξαιτίας της διαφορετικότητας των γύρω του – όταν δηλαδή αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ότι την ώρα που αυτός κοιμάται, οι γύρω του γίνονται όλο και πιο διαφορετικοί, ξεκινώντας η αλλαγή από τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους, τους γονείς του. Έχει ως χόμπι και βιοποριστική λύση να στέλνει σε συλλέκτες διαστημικά παιχνίδια, παιχνίδια του μέλλοντος, που ζητούσε από τους γονείς του να του αγοράσουν σε μεγάλες ποσότητες όταν ήταν μικρός. Βρίσκει μια λύση στην αϋπνία του όταν συναντάει τον Kurt και εκείνος του λέει ότι θα τον βοηθούσε να κοιμηθεί εύκολα, η άσπρη σκόνη. Σε αντίθεση, ο Kurt φαίνεται να βρίσκει στο πρόσωπο του Homer, έναν… φανταστικό φίλο.
Αν δεν υπήρχε η ισχνή (ή μη) σύνδεση με τον Πύντσον, δύσκολα θα διάβαζα ένα βιβλίο σχετικό με τον Κομπέιν δεδομένου ότι δεν με τρελαίνει η μουσική του και η φήμη που τον περιβάλλει. Θυμάμαι ακόμα με τρόμο πώς είχα καταφέρει να αντέξω τα 90 λεπτά του ντοκιμαντερίστικου φιλμ «Last Days» του Gus Van Sant σε κινηματογράφο της Αθήνας – από τότε έχω να πατήσω στην πόλη, εκείνος ο τρόμος συνεχίζει να με παραλύει, απ’ ό,τι φαίνεται! Παρόλα αυτά, θα χαρακτήριζα ακόμα και σήμερα, εκείνη την αίσθηση και την ανάμνηση από την θέαση της ταινίας για τις τελευταίες μέρες του Κερτ Κομπέιν, επιδραστική, και με τον ίδιο χαρακτηρισμό θα συνόψιζα και το βιβλίο του Πίντσιο. Με εντελώς παράδοξο και αλλόκοτο τρόπο, καταφέρνει να σου περάσει την ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του Κομπείν – ξεκολλάτε πια, δεν είχε μόνο ο Joker ιδιότυπη ψυχοσύνθεση!!
Από την παλιά και καλή εκείνη εποχή που το «Μεταίχμιο» έπαιρνε τουλάχιστον εκδοτικά ρίσκα για χάρη σοβαρών λογοτεχνικών προσπαθειών – κρίνοντας, εντούτοις, από την συγκαιρινή σπανιότητα του συγκεκριμένου βιβλίου, μάλλον δεν του βγήκαν. Η πολύ ωραία μετάφραση είναι της Φωτεινής Ζερβού. Είπαμε, δεν φτάνει τον κόσμο του Πύντσον αλλά έστω τον κρυφοκοιτάζει από ένα μικρό παράθυρο και καταφέρνει να τον αποτυπώσει στο χαρτί σαν παιδική ζωγραφιά, αλλότριο αλλά αληθινό – μην υποτιμάτε τις παιδικές ζωγραφιές! Για μένα ήταν μια λογοτεχνία με αξιώσεις και το χάρηκα πολύ το βιβλίο. Δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη βιογραφία, αλλά για βιογραφίες πολλών και διάφορων. Βιογραφίες ανθρώπων που νιώθουν ότι όλα γίνονται λίγο πιο διαφορετικά κάθε φορά που ξυπνάνε από τον σύντομο ύπνο τους. Άνθρωποι που θέλουν να παρατείνουν τεχνητά αυτόν τον σύντομο ύπνο τους, ίσως και ως το διηνεκές. Μεταιχμιακοί χρόνοι, επελαύνοντες αιώνες. Ένας αιώνας που πλησιάζει (σε μας μπήκε ήδη!), που σε αναγκάζει να παίξεις και συ με τα… παιχνίδια του μέλλοντος, ακόμα και αν δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Διαφυγή, αποφυγή. Σπασμένες χορδές.
«Από την άλλη, ποιος είπε ότι το να υπάρχεις είναι ο μοναδικός τρόπος για να βρίσκεσαι πάνω στη γη;»
Υ.Γ. 2666 Παιδιά, σας πάω!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.