Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ελάτε όπως είστε (Come as you are)

 
Παιδιά, από μυθιστορηματική βιογραφία σε μυθιστορηματική βιογραφία, σας πάω – θα σέβεστε! Ήδη από την αρχή όμως ο συγγραφέας φροντίζει να μας προειδοποιήσει για το ανώφελο και το επισφαλές όλων των βιογραφιών, μυθιστορηματικών ή μη: «Ονόματα, γεγονότα και τόποι δεν έχουν καμία σχέση με ανθρώπους και γεγονότα της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει βιογραφική αλήθεια και αν ακόμα υπήρχε, δεν θα ξέραμε τι να την κάναμε». Ουπς, τι έχουμε εδώ, λογοτεχνία με ψευδώνυμο; Και μάλιστα αναγνωρίσιμο; Ο Μπαμπασάκης σαν άλλος Τάκης Τσουκαλάς, με το δίκιο του θα αναφωνούσε εδώ, «Με ανώμαλους δεν μιλάω!», γιατί ναι, άλλο όνομα στο βιβλίο, άλλο στη ζωή, άλλο στο facebook… αυτά είναι τρελά πράγματα και καλό είναι να μην γίνονται! Για όνομα του Θεού (που έχει, δεν ξέρω και γω, πόσα ψευδώνυμα)! Κι όμως γίνονται, δεν είναι δα κάτι τόσο κακό. Πολλοί θέλουν να γράψουν σαν τον Πύντσον, απλώς είναι λίγοι εκείνοι που το δοκιμάζουν εμφορούμενοι από το γνήσιο ενδιαφέρον τους προς το έργο του Μεγάλου Δασκάλου – ακόμα και αν φαίνεται ότι επικαλούνται επί ματαίω και βλάσφημα το όνομά του. Επώνυμος, ψευδώνυμος ή ανώνυμος, αν το αξίζεις μπορείς να έχεις λόγο στην λογοτεχνία. Από την άλλη, η λογοτεχνία δεν λογοδοτεί σε κανέναν. Κάποιοι μεγαλομανείς ινστρούχτορες συνηθίζουν να κυκλοφορούν και να οπλοφορούν στο όνομά της. Από μένα δεν έχετε να φοβάστε τίποτα· no, i don’t have a gun.
 
Ξεκινώντας ένα βιβλίο σαν και αυτό, όντας φανατικός αναγνώστης του Πύντσον, νιώθεις ότι όλα τον αφορούν με κάποιον τρόπο. Ο υπότιτλος «Καταραμένο είδωλο» δεν είσαι πλέον σίγουρος αν αναφέρεται στον Kurt Cobain (και όχι στην κατάρα του Πύντσον με το Νόμπελ Λογοτεχνίας), το όνομα του ήρωα του βιβλίου, Homer, απηχεί εντυπωσιακά σε εκείνο της ηρωίδας της «Συλλογής των 49 στο σφυρί», Οιδίπα Μαας, ενώ και αποσπάσματα όπως το παρακάτω, δείχνουν να κλείνουν με φιλικά πειρακτική διάθεση το μάτι στον σπουδαίο Αμερικανό. «Τι σκέφτηκε άραγε εκείνος ο ηλίθιος; αναρωτήθηκε ο Homer. Μήπως νομίζει ότι είμαι σαν κι εκείνον, ότι ανήκω κι εγώ στην ομάδα των ανθρώπων που νοσταλγούν το παρελθόν; Εγώ είμαι νορμάλ άνθρωπος. Ας κρατήσουμε λοιπόν τις αποστάσεις». Και πράγματι κρατάει τις λογοτεχνικές αποστάσεις (αν μπορούσε, ας έκανε και αλλιώς!). 
 
Η πορεία της ανάγνωσης σού προσφέρει πολλά πυντσονικά hints που χαίρεσαι να τα ανακαλύπτεις (ή να νομίζεις ότι το κάνεις), κυρίως όμως ξεκαθαρίζει το εξής: το μεγαλείο και η δύναμη του πρωτοτύπου είναι τόσο μεγάλα που δεν μπορούν να συγκριθούν με καμία ρέπλικα, ακόμα και αν το βιβλίο του «μιμητή» είναι πολύ καλό, και το συγκεκριμένο όντως είναι. Γίνεται φανερό ότι αυτές οι χαοτικές και παρέξενες πλοκές του Πύντσον με όλα τα συμπαρομαρτούντα είναι συγκροτημένες απολύτως συνειδητά και με απαράμιλλη μαεστρία. Το ότι κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν εκείνον δεν είναι απλώς ένα ελιτίστικο σχήμα λόγου αλλά μια πικρή αλήθεια που πληγώνει ακόμα και τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς. Τα τελευταία 50 τουλάχιστον χρόνια κανείς δεν μπορεί να γράψει σαν εκείνον. Ούτε καν. Κάθε ενδεχόμενη προσπάθεια, ωστόσο, είναι πάντα ευπρόσδεκτη:  
 
[…] «Αυτός, ο Homer, καθόταν στο τιμόνι του αυτοκινήτου του – το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε – ένα Present του 1990, είχε σταματήσει στη μέση του δρόμου έτσι χωρίς λόγο και είχε μείνει εκεί στη θέση του οδηγού κοιτώντας ήρεμα και με θαυμασμό εκείνο το σημείο του ορίζοντα όπου συναντιόντουσαν οι δύο άκρες του δρόμου, μια απόρριψη της αρχής του Ευκλείδη, σύμφωνα με την οποία οι δύο παράλληλες γραμμές συναντιούνται στο άπειρο. Το αναποδογυρισμένο V της γραμμής του δρόμου, πλαισιωμένο από το παραλληλόγραμμο του παρμπρίζ, του φαινόταν σαν την ανησυχία σε σχήμα σφήνας που είχε καρφωθεί στην καρδιά του, αυτό θα αντιπροσώπευε το μέλλον, το μέλλον που δεν γνώριζε, αλλά ένιωθε ότι θα μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό, μέλλον αβέβαιο γεμάτο ανασφάλεια που ήλπιζε ότι ποτέ δε θα ερχόταν, αλλά ήταν υποχρεωμένος να προχωρήσει προς αυτό εξαιτίας των αυτοκινήτων που υπήρχαν πίσω του και τον πίεζαν να τραβήξει μπροστά, ένα πλήθος από μέρες που όλο και μεγάλωνε, ένα παρελθόν θορυβώδες που δεν ήθελε να τον αφήσει σε ησυχία».
 
Λοιπόν, για να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, το βιβλίο του Τομάζο Πίντσιο είναι αυτό που λέμε ένα weird βιβλίο όπου «ακόμα κι αν δεν υπήρχε κανένα σημαντικό γεγονός, τα βιβλία έδιναν πάντα την εντύπωση ότι είναι γεμάτα από γεγονότα». Ο ήρωας του βιβλίου, Homer Boda Alienson, είναι ένας τύπος που έχει να κοιμηθεί 18 ολόκληρα χρόνια εξαιτίας της διαφορετικότητας των γύρω του – όταν δηλαδή αντιλαμβάνεται για πρώτη φορά ότι την ώρα που αυτός κοιμάται, οι γύρω του γίνονται όλο και πιο διαφορετικοί, ξεκινώντας η αλλαγή από τους πολύ κοντινούς του ανθρώπους, τους γονείς του. Έχει ως χόμπι και βιοποριστική λύση να στέλνει σε συλλέκτες διαστημικά παιχνίδια, παιχνίδια του μέλλοντος, που ζητούσε από τους γονείς του να του αγοράσουν σε μεγάλες ποσότητες όταν ήταν μικρός. Βρίσκει μια λύση στην αϋπνία του όταν συναντάει τον Kurt και εκείνος του λέει ότι θα τον βοηθούσε να κοιμηθεί εύκολα, η άσπρη σκόνη. Σε αντίθεση, ο Kurt φαίνεται να βρίσκει στο πρόσωπο του Homer, έναν… φανταστικό φίλο.
 
Αν δεν υπήρχε η ισχνή (ή μη) σύνδεση με τον Πύντσον, δύσκολα θα διάβαζα ένα βιβλίο σχετικό με τον Κομπέιν δεδομένου ότι δεν με τρελαίνει η μουσική του και η φήμη που τον περιβάλλει. Θυμάμαι ακόμα με τρόμο πώς είχα καταφέρει να αντέξω τα 90 λεπτά του ντοκιμαντερίστικου φιλμ «Last Days» του Gus Van Sant σε κινηματογράφο της Αθήνας – από τότε έχω να πατήσω στην πόλη, εκείνος ο τρόμος συνεχίζει να με παραλύει, απ’ ό,τι φαίνεται! Παρόλα αυτά, θα χαρακτήριζα ακόμα και σήμερα, εκείνη την αίσθηση και την ανάμνηση από την θέαση της ταινίας για τις τελευταίες μέρες του Κερτ Κομπέιν, επιδραστική, και με τον ίδιο χαρακτηρισμό θα συνόψιζα και το βιβλίο του Πίντσιο. Με εντελώς παράδοξο και αλλόκοτο τρόπο, καταφέρνει να σου περάσει την ιδιότυπη ψυχοσύνθεση του Κομπείν – ξεκολλάτε πια, δεν είχε μόνο ο Joker ιδιότυπη ψυχοσύνθεση!! 
 

 
Από την παλιά και καλή εκείνη εποχή που το «Μεταίχμιο» έπαιρνε τουλάχιστον εκδοτικά ρίσκα για χάρη σοβαρών λογοτεχνικών προσπαθειών – κρίνοντας, εντούτοις, από την συγκαιρινή σπανιότητα του συγκεκριμένου βιβλίου, μάλλον δεν του βγήκαν. Η πολύ ωραία μετάφραση είναι της Φωτεινής Ζερβού. Είπαμε, δεν φτάνει τον κόσμο του Πύντσον αλλά έστω τον κρυφοκοιτάζει από ένα μικρό παράθυρο και καταφέρνει να τον αποτυπώσει στο χαρτί σαν παιδική ζωγραφιά, αλλότριο αλλά αληθινό – μην υποτιμάτε τις παιδικές ζωγραφιές! Για μένα ήταν μια λογοτεχνία με αξιώσεις και το χάρηκα πολύ το βιβλίο. Δεν πρόκειται για μια συγκεκριμένη βιογραφία, αλλά για βιογραφίες πολλών και διάφορων. Βιογραφίες ανθρώπων που νιώθουν ότι όλα γίνονται λίγο πιο διαφορετικά κάθε φορά που ξυπνάνε από τον σύντομο ύπνο τους. Άνθρωποι που θέλουν να παρατείνουν τεχνητά αυτόν τον σύντομο ύπνο τους, ίσως και ως το διηνεκές. Μεταιχμιακοί χρόνοι, επελαύνοντες αιώνες. Ένας αιώνας που πλησιάζει (σε μας μπήκε ήδη!), που σε αναγκάζει να παίξεις και συ με τα… παιχνίδια του μέλλοντος, ακόμα και αν δεν ξέρεις πώς να το κάνεις. Διαφυγή, αποφυγή. Σπασμένες χορδές.
 
«Από την άλλη, ποιος είπε ότι το να υπάρχεις είναι ο μοναδικός τρόπος για να βρίσκεσαι πάνω στη γη;»
 
Υ.Γ. 2666 Παιδιά, σας πάω! 
 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε!