Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Euphoria

 
 
Όπως λέει ο μέγας Μέλβιλ, «για να γράψεις ένα μεγάλο βιβλίο πρέπει να διαλέξεις ένα μεγάλο θέμα»· και νομίζω ότι ο Γουάλας το βρήκε. Όταν έμαθα ότι έγραψε ένα βιβλίο για την πλήξη, ενθουσιάστηκα. Και τι πιο πληκτικό από την εφορία και τις κρατικές υπηρεσίες, γενικότερα; Έχοντας κάνει τελευταία κάποιες επισκέψεις στον ΟΑΕΔ είδα τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις. Και τρόμαξα. «Το θέμα εδώ, σε σχέση με το χρονικό, είναι ότι κατά το διάστημα που εργάστηκα στην Υπηρεσία έμαθα μερικά πράγματα για την πληκτικότητα, την πληροφορία και την άσκοπη περιπλοκότητα. Για το πώς να αντιμετωπίζεις τα μονοπάτια της πλήξης, όπως θα έκανες με μια περιοχή γεμάτη πεδιάδες, δάση και απέραντες ερημιές. Τα έμαθα όλα αυτά διεξοδικά και λεπτομερειακά εκείνη την χρονιά, και έκτοτε διαπιστώνω συνεχώς, στη δουλειά, στη διασκέδαση, στις φιλικές παρέες, ακόμη και στη θαλπωρή της οικογενειακής ζωής, ότι οι ζωντανοί άνθρωποι δεν μιλούν και πολύ για την πλήξη. Για τα κομμάτια εκείνα της ζωής που είναι, και πρέπει να είναι, πληκτικά. Γιατί αυτή η σιωπή; Ίσως γιατί το ίδιο το θέμα είναι εκ φύσεως πληκτικό… μόνο που τότε βρισκόμαστε και πάλι εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε, πράγμα ανιαρό και ενοχλητικό. Είμαι της γνώμης όμως ότι ίσως να υπάρχει και κάτι άλλο εδώ… Κάτι τεράστιο, που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, κρυμμένο λόγω του μεγέθους του».
 
Το βιβλίο του Γουάλας δεν μου άρεσε σχεδόν καθόλου – οποιαδήποτε ομοιότητα με την φράση του Μέλβιλ πιο πάνω, έχει να κάνει με την έκταση περισσότερο παρά με την σπουδαιότητα. Πειθανάγκασα τον εαυτό μου να συνεχίσει την ανάγνωση ει δυνατόν ως το τέλος, μόνο και μόνο για να μην γράψω ακόμα μια κριτική για βιβλίο που δεν έχω τελειώσει, όπως είχα κάνει κατ’ εξαίρεση με την «Αδηφαγία». Αλλά δεν τα κατάφερα, και δεν με νοιάζει κιόλας. Μου προκέλεσε αφόρητη δυσφορία – η «ευφορία» του τίτλου έχει διττή σημασία, παίζει με την ηχητική συγγένεια των λέξεων «εφορία» και «ευφορία»… γιατί υπήρξαν δυο-τρια άτομα που τελικά τους άρεσε (αδιανόητο) το συγκεκριμένο βιβλίο! Ξέρω ότι πολλοί κριτικοί θα εκνευριστείτε μαζί μου, επειδή τολμώ να γράφω αρνητική κριτική για βιβλίο (που έχω, έστω μερικώς, διαβάσει) και σας χαλάω έτσι την πιάτσα. Επίσης, το ίδιο θα κάνετε και πολλοί (3-4) αναγνώστες που σας άρεσε το βιβλίο. Δεν πειράζει, σκεφτείτε για μια στιγμή πόσο δύσκολο εγχείρημα είναι να συμπληρώσει κανείς το Ε9 και θα σας περάσουν αμέσως τα νεύρα! 
 
Ο Γουάλας της «Λήθης» μού είχε αρέσει πάρα πολύ. Αλλά (όπως, με θλίψη, συμπεραίνω) μέχρι εκεί. Δεν κάνει για μυθιστοριογράφος, το παιδί. Θυμάμαι ακόμα την ισχυρή εντύπωση που μου είχε προκαλέσει το πρώτο διήγημα της συλλογής, «Ο κύριος Αφρατούλης» – το θυμάστε; – όπου μέσα σε σαράντα σελίδες περίπου ο Γουάλας περιέγραφε εκπληκτικά και με όλους τους τεχνικούς δύσκολους όρους τα τεκταινόμενα μιας διαφημιστικής εταιρείας, εστιάζοντας παράλληλα κατά το συνήθειό του στις μικροψυχώσεις και στα άγχη των χαρακτήρων του, σύγχρονων, ως επί το πλείστον, ανθρώπων. Φανταστείτε τώρα αυτό το διήγημα (όπου «διαφήμιση» βάλε «εφορία») αναπτυγμένο σε 600 πυκνογραμμένες και μεγάλου σχήματος σελίδες. Θα το αντέχατε; Αν η απάντηση είναι ναι, τότε αγοράστε ασυζητητί τον «Χλομό βασιλιά» και καλή διασκέδαση. Εγώ δεν χάρηκα διόλου αυτήν την επίφαση μυθιστορήματος, χίλιες φορές να ήταν ας πούμε 60 αυτόνομα διηγήματα εστιασμένα γύρω από την πλήξη και το εργασιακό στρες που πνίγει τους ανθρώπους, ή μικρά δοκιμιακά σπαράγματα για τις ψυχώσεις της σύγχρονης ζωής. Διάβαζα το βιβλίο, μπας και κατάφερνα να απομονώσω μερικά από αυτά τα σπαράγματα. Και δεν φταίει ότι το συγκεκριμένο μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται ημιτελές, μια χαρά τελειωμένο μου φαίνεται. Απλώς, υποψιάζομαι, ότι ο Γουάλας ήταν περισσότερο ένας ιδιαίτερος δοκιμιογράφος με μια καλή (δευτερευόντως) λογοτεχνική φωνή. Αλλά εκεί στο Αμέρικα, ψοφάνε όλοι να γράψουν το Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα – ακόμα και όταν δεν μπορούν. Αν γράψεις το Μεγάλο Αμερικανικό Δοκίμιο, σε έχουν χεσμένο τα media!
 
Αυτό που με ξενερώσε και με εκνεύρισε πιο πολύ, είναι ότι προσπαθώντας να απομονώσω κάποιες ενδιαφέρουσες σκέψεις συνέχισα να διαβάζω ένα μυθιστόρημα με πολύ αχνές συνδέσεις, με χαρακτήρες για τους οποίους ο Γουάλας δεν ενδιαφερόταν παραπάνω από όσο ενδιαφέρομαι εγώ για το σούσι – δηλαδή, καθόλου. Όταν γράφεις ένα βιβλίο τόσο μεγάλο σε έκταση οι χαρακτήρες σου πρέπει να κάνουν σαφή εμφάνιση απο νωρίς και να παίρνουν ενεργό μέρος σε κάποιου είδους πλοκή, όχι να στέκονται σαν ξυλάγγουρα εδώ και κει, σαν άλλοθι, ίσα ίσα για να εκθέσει ο συγγραφέας τις βαθυστόχαστες (δεν αντιλέγω σε αυτό) απόψεις του. Τι να περιμένεις όμως όταν ο «Πρόλογος του συγγραφέα» εμφανίζεται αρκετά κεφάλαια μετά την αρχή, περίπου στην σελίδα 80! Το εγχείρημα του συγγραφέα είναι σαφώς μεταμοντέρνο και δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό. Απλώς δεν του βγήκε. Το κεφάλαιο «Πρόλογος του συγγραφέα» ήταν το πιο ωραίο μέρος του βιβλίου για μένα (και όσα αποσπάσματα ανθολογούνται εδώ, προέρχονται από εκεί) και το μόνο που απόλαυσα πραγματικά. Εκεί μέσα, μας μιλάει ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Ντέιβιντ Γουάλας, ο οποίος πέρασε κάποιον χρόνο ως εξεταστής στην Φορολογική Υπηρεσία (αδιάφορο αν είναι αλήθεια αυτό ή λογοτεχνικό τρικ) και όσα μας περιγράφει στο βιβλίο του είναι το χρονικό αυτό. Μέχρι εδώ καλά. Όταν βγαίνει όμως από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση (το «Εδώ, συγγραφέας!» όπως γράφει χαρακτηριστικά) αρχίζουν τα προβλήματα. Όποιος μάθει ποιοι είναι οι άλλοι χαρακτήρες του βιβλίου και τι στο καλό ζητούν από την ζωή μου, ας αφήσει σχόλιο. Αφού ρε Ντέιβιντ κατά βάθος ήθελες να γράψεις βιβλίο σε πρώτο πρόσωπο, γράψ’ το να πάει στο διάολο, να γουστάρουμε και μεις. Θα μου πείτε, αυτό γούσταρε ο Γουάλας, αυτό έγραψε. Με την σειρά μου θα απαντήσω, αυτό γουστάρω και εγώ, αυτό γράφω! 
 
Είχα λατρέψει τον Γουάλας για εκείνα τα σχοινοτενή, με πλήθος δευτερευουσών προτάσεων, ψυχαναλυτικά πορτρέτα ανθρώπων που πάσχουν από ασθένειες και ολοένα περισσότερο τους ταλαιπωρούν μέσα στο σύγχρονο μοντέλο ζωής: κατάθλιψη, αγχώδης τρόμος, άνοια, ή δε ξέρω και γω τι άλλο. Όντας και ο ίδιος ασθενής, αλλά και εξαίσιος παρατηρητής, έδινε ασύλληπτες περιγραφές που με άφηναν άφωνο. Επίσης, είχα αγαπήσει εκείνες τις εκπληκτικές παρατηρήσεις για τον σύγχρονο τρόπο ζωής (πέρα από τις ασθένειες και τις νευρωτικές ψυχώσεις) που εστίαζαν σε μικροπράγματα της καθημερινότητας που πολλοί, ηθελημένα ή μη, αγνοούμε. Όπως αυτή εδώ: «Σκεφτείτε, από την οπτική γωνία της Υπηρεσίας, τα πλεονεκτήματα του βαρετού, του δυσνόητου, του πληκτικά περίπλοκου. Η Φορολογική Υπηρεσία ήταν μία από τις πρώτες κρατικές υπηρεσίες που έμαθαν ότι παρόμοιες ιδιότητες βοηθούν στο να τις προστατεύουν από τις διαμαρτυρίες του κοινού και τις πολιτικές αντιδράσεις, και ότι η πλήξη που επιφέρει η αδυναμία κατανόησης είναι πολύ αποτελεσματικότερη ασπίδα από την μυστικότητα. Γιατί το μεγάλο μειονέκτημα της μυστικότητας είναι ότι προκαλεί το ενδιαφέρον. Ο κόσμος έλκεται από τα μυστικά· είναι στη φύση του». Χάθηκε να είχε περισσότερα ανάλογα αποσπάσματα σε πιο συμπυκνωμένη μυθιστορηματική δομή! Το πόρισμά μου είναι ότι κατέληξα να τον εκτιμώ μόνο ως διηγηματογράφο ή δοκιμιογράφο με ιδιότυπη λογοτεχνικότητα. Αν εκδοθεί κάποτε κανένα δοκίμιό του, έχει καλώς. Αλλά να πιάσω το «Infinite Jest» (υποθέτοντας ότι κυμαίνεται στην ίδια περίπου μορφή με τον «Χλομό βασιλιά»)… ούτε για αστείο!
 
Η μετάφραση ανήκει στον Γιώργο Κυριαζή – είναι πολύ προσεκτικός μεταφραστής και αυτά τα μεταμοντέρνα κατασκευάσματα με τις σχοινοτενείς περιγραφές και τους όρους από χίλιες δυο πιθανές και απίθανες επιστήμες, τα κουμαντάρει και τα αποδίδει πάρα πολύ καλά, και νομίζω αξίζει να αναφερθεί ξανά, ασχέτως αν εγώ τα χάρηκα μόνο μέχρι την σελίδα 150. Η έκδοση του «Κέδρου» είναι επίσης πολύ καλή. Όμορφη προσεγμένη έκδοση μεγάλου σχήματος και σε πολύ ελκυστική τιμή για το μέγεθός της. Επειδή νιώθω ότι αρχίζετε να πλήττετε δε θα σας κουράσω άλλο όπως έκανε ο Γουάλας με τους δικούς του αναγνώστες. Θέλω να πιστεύω ότι το βιβλίο του ήταν μία ενορχηστρωμένη ωδή στην πλήξη. Ένα πείραμα όχι μόνο να μάθεις για την πλήξη, αλλά να την νιώσεις. Το πείραμα πέτυχε! Εξάλλου, και η λογοτεχνία στην τελική, είναι θέμα χημείας! 
 

Εμφανίζονται ολοένα και περισσότεροι συγγραφείς που έχουν ως όραμά τους να γράψουν το ΥΠΕΡΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ, το βιβλίο που θα περιλαμβάνει όλη την ζωή, όλη την διάνοια, όλο τον χρόνο, και στο τέλος ξεχνάνε να γράψουν το μυθιστόρημα. Δεν την καταλαβαίνω αυτή την λόξα. Θα φοβόμαστε να γράψουμε ένα μυθιστόρημα 250 σελίδων μήπως και μας πούνε φλώρους και ατάλαντους! Κάθε τόσο πέφτουν στα χέρια μου βιβλία μακρινών εποχών – του 15ου, 16ου, 17ου αιώνα – που τα απολαμβάνω πραγματικά. Συνήθως, ελλείψει καλύτερης παρομοίωσης τα χαρακτηρίζω «μεταμοντέρνα» – όχι με τεχνικούς όρους παρμένους από την θεωρία της λογοτεχνίας, την οποία εξάλλου δεν κατέχω επαρκώς – βιβλία, δηλαδή, που διατηρούν μια αλλόκοτη φρεσκάδα και μια μυθιστορηματική δομή που υπερβαίνει κατά πολύ την εποχή τους. Μοιάζουν με διανοητικά κατασκευάσματα ενός σύγχρονου συγγραφέα που κατέχει όλες τις τεχνικές γνώσεις γύρω από την λογοτεχνία και όμως, δεν είναι ενός τέτοιου. Θα μου πείτε ότι ο κόσμος έγινε πολύ πιο περίπλοκος από τότε· ίσως ναι, ίσως και όχι· ειδάλλως δε θα μας έλκυαν ακόμα τόσο πολύ τα βιβλία εκείνων των εποχών. Το βιβλίο του Γουάλας είναι μια ναρκισσιστική μπούρδα που δεν κοιτά μέσα από τον καθρέφτη όπως η «Αλίκη» του Κάρολ, αλλά αντανακλά ένα λογοτεχνικό είδωλο εντελώς αποκρουστικό που αξίζει να το συντρίψεις ακόμα και αν σου προσφέρει ως αντάλλαγμα εφτά χρόνια γρουσουζιά! Θα το πω με μία φράση από την πρόσφατη, πολύ γλυκιά ταινία «Green book» που έθιγε μεταξύ άλλων και το πολιτισμικό δίπολο, την ιδιοφυϊ̈́α απέναντι στο κοινό νου: «[…] η μεγαλοφυΐα δεν αρκεί. Χρειάζεται θάρρος για να αλλάξεις τις καρδιές των ανθρώπων». Πρόκειται για ένα απολύτως πληκτικό βιβλίο. Υπάρχουν βιβλία που ασχολούνται με την πλήξη με μη πληκτικό τρόπο και βιβλία τόσο πληκτικά που δεν σε ενδιαφέρει πλέον αν το θέμα τους είναι η πλήξη ή όχι. Ως αναγνώστης του «Χλομού βασιλιά», ενσωματώθηκα στην δεύτερη ομάδα. «Για μένα, τουλάχιστον καθώς κοιτάζω προς τα πίσω, το πραγματικά ενδιαφέρον ερώτημα είναι γιατί η πληκτικότητα αποτελεί τόσο ισχυρό εμπόδιο για την προσοχή. Γιατί υποχωρούμε μπροστά στο πληκτικό». Μην αναρωτιέστε. ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ… ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ!!
 
 
Υ.Γ. 2666 Με έπιασε μια ακατανίκητη επιθυμία να διαβάσω Κωστάκη Ανάν!
 
[…] Μπαίνεις σε δημόσια υπηρεσία και ζητάς ευγενικά να τα κάνεις όλα πουτάνα. Η κοπέλα στις πληροφορίες σε στέλνει στο γραφείο 314 στον τρίτο όροφο, όπου γριά υπάλληλος μιλάει στο τηλέφωνο. Επιχειρείς να τη διακόψεις, αποτυγχάνεις, δέκα λεπτά αργότερα κλείνει το τηλέφωνο και σε ρωτάει τσαντισμένη αν πέρασες πρώτα από το πρωτόκολλο, εσύ λες όχι με απολογητικό ύφος, γριά σε στέλνει πρωτόκολλο, μετά γραφείο 5, μετά ταμείο και στο τέλος πάλι εδώ. Πας πρωτόκολλο, θλιμμένη υπάλληλος γράφει αριθμό σε χαρτάκι και σου το δίνει χωρίς να σε κοιτάξει ποτέ. Πηγαίνεις γραφείο 5, παίρνεις χαρτάκι προτεραιότητας, περιμένεις 45 λεπτά, έρχεται η σειρά σου, άντρας υπάλληλος με βρωμερή μασχάλη σε ρωτάει ποιος σε έστειλε εδώ, δεν θυμάσαι, υπάλληλος βρίζει αόριστα, αλλά τέλος πάντων, σου κάνει τη χάρη να σε εξυπηρετήσει. Λες ευχαριστώ χωρίς να υπάρχει λόγος, κατεβαίνεις στο ταμείο, τεράστια ουρά, ρωτάς τον τελευταίο "για να τα κάνετε όλα πουτάνα περιμένετε;", σου γνέφει κουρασμένα ναι, περνάνε ώρες, έρχεται μεσημέρι, το ταμείο κλείνει, οι πολίτες διαμαρτύρονται, οι υπάλληλοι λένε ότι δεν φταίνε εκείνοι, τα παράπονά σας στον υπουργό. Πολίτες φεύγουν βρίζοντας και θα ξαναέρθουν αύριο να στηθούν από τις 6 το πρωί στην ουρά, γιατί η προθεσμία για να τα κάνεις όλα πουτάνα λήγει μεθαύριο. Τέλος της ιστορίας.
Συμπέρασμα: Δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος για να τα κάνεις όλα πουτάνα.
 

Σχόλια

  1. Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάλυσή σου, για ένα αμφιλεγόμενο κείμενο. Τη συγκρατώ για περαιτέρω διερεύνηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σ' ευχαριστώ Φώτη. Περιμένω και γω την δική σου γνώμη, όποτε και αν έρθει :)

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος19.2.19

    Ρε συ μήπως φταίει η μετάφραση; Δοκίμασες να διαβάσεις αποσπάσματα στα αγγλικά; Είχα (ακόμα έχω αλλά κάπως λιγότερες) προσδοκίες...

    μ.ν

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Η μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή είναι εγγύηση, πάντα ήταν. Το κάνω σαφές στην ανάρτηση αυτό. Δεν διαβάζω σε άλλες γλώσσες. Μπορείς να το δοκιμάσεις εσύ στα αγγλικά, αν έχεις την επάρκεια, και να μου πεις την γνώμη σου. Μην σου εξαλείψω και τις τελευταίες προσδοκίες, εξάλλου μια απόψη έγραψα, καθόλα προσωπική.

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος20.2.19

      Εσύ το κάνεις σαφές, δεν υπονόησα τίποτα για σένα, εγώ έχω τις αμφιβολίες μου, να κυκλοφόρησε πρόσφατα πόσες σελίδες ο Γουάλας από Κέδρο και τώρα ανακοίνωσε ο Καστανιώτης πως θα κυκλοφορήσει σε δική του μετάφραση και Πρου πάλι πόσες σελίδες. Μα πότε προλαβαίνουν;

      Διαγραφή
    3. Η μετάφραση του "Χλομού βασιλιά" ήταν έτοιμη από καιρό, καθυστέρησε όμως η τελική έκδοση. Ο Κυριαζής είναι από τους καλύτερους μεταφραστές που έχουμε, πολύ προσεκτικός και με ιδιαιτέρως ποιοτικές επιλογές. Βέβαια, όπως κάθε μετάφραση ενδεχομένως να έχει τις αβλεψίες της, κάτι που ωστόσο εγώ δεν μπορώ να διακρίνω στις δικές του, με τις λιγοστές μου δυνάμεις.

      Σε αντίθεση με άλλες μεταφράσεις που βγάζουν εξ αρχής μάτι και τις αναλαμβάνουν εργολαβία. Θέλει προσοχή, γιατί στο κάτω κάτω τα λεφτά μας τους δίνουμε.

      Διαγραφή
    4. Ανώνυμος20.2.19

      Ρε συ ανώνυμε που αφήνεις και υπόνοιες για τον Κυριαζή την παλεύεις καθόλου; έλεος πια, έλεος.
      Ελευθερία

      Διαγραφή
    5. Ανώνυμος21.2.19

      Δηλαδή αν έβαζα από κάτω ένα "Ελευθερία" δεν θα ήμουν ανώνυμος;

      Διαγραφή
  3. Χαίρετε,
    πράγματι τα διηγήματα του ήσαν έξοχα, τα δοκίμιά του πολύ ενδιαφέροντα.
    Στην σκούπα και το σύστημα δεν τα κατάφερε πολύ καλά, κάποια ωραία αποσπάσματα, μα ως εκεί.
    (Το άπειρο αστείο ετοιμάζεται τρία χρόνια τώρα. Μακάρι να αξίζει. Διότι η πρόθεση δεν αγιάζει πάντοτε τον όγκο).
    Δεν ψήνω να διαβάσω τον χλωμό βασιλιά με τίποτα..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλήμερα Αντώνη,

      ναι τα διηγήματά του ήταν υπέροχα. Και τα δοκίμια του θα ήθελα πολύ να διαβάσω, αν κάποτε μεταφραστούν. Από την «Σκούπα και το Σύστημα» διάβασα ελάχιστες σελίδες και δεν μου άρεσε καθόλου -- τουλάχιστον είχα την προνοητικότητα να μην του αφιερώσω και τότε ολόκληρη ανάρτηση! Σκέφτομαι να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία το καλοκαίρι.

      Στον «Χλομό βασιλιά» δύσκολο να επιστρέψω. Μην το απορρίπτεις όμως, είναι πολύ πιο ώριμο από την «Σκούπα» και ενδεχομένως να βρεις στην πλοκή του όσα δεν βρήκα εγώ. Ρίξ' του μια ματιά στο μέλλον. Ευχαριστώ για το σχόλιο. Καλή σου μέρα.

      Διαγραφή
  4. Ανώνυμος20.2.19

    Νομίζω πως αν το συνέχιζες θα σου άρεσε...
    Ελευθερία

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δε θα μου άρεσε, Ελευθερία. Αδυνατούσα να το εκλάβω (άγνωστο γιατί) ως μυθιστόρημα, και αυτή η έλλειψη προοπτικής με έκανε να γυρίζω τις σελίδες εντελώς αδιάφορα. Αν επέμενα, θα το έσερνα ως την μέση με το ζόρι και πάλι θα έγραφα τα ίδια -- ίσως και χειρότερα! Εντούτοις είχε κάποια αξιοσημείωτα κομμάτια και παραμένει ένας πολύ ιδιαίτερος και αξιόλογος συγγραφέας, για μένα. Απλώς στο συγκεκριμένο δεν πέτυχε η αναγνωστική μέθεξη.

      Διαγραφή
  5. Ανώνυμος28.2.19

    Θάνατος στον ελιτισμό του Μπαμπεσάκη, θάνατος. Μη μασάς σύντροφε, θα τους τσακίσουμε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!