Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Backup & Recovery


Το data loss όταν μιλάμε για βιβλία του Πύντσον είναι δεδομένο, δεν αναφέρομαι σ’ αυτό. Αναφέρομαι στην γενικότερη αίσθηση που μου προκαλεί η ανάγνωσή τους – στην ανασυγκρότηση και ίαση που νιώθει η ύπαρξη μου ακριβώς μετά, κάτι που είχα περιγράψει ποικιλοτρόπως στις αρκετές αναρτήσεις που του έχω αφιερώσει. Τώρα, δε θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό (μη γελάτε, σιλάνς!), θα επικεντρωθούμε περισσότερο στο βιβλίο του, που είναι ένα από τα πρώτα σπουδαία βιβλία του 21ου αιώνα και το είχα αδικήσει όταν το είχα περιγράψει κάπως επιφανειακά στην αναγνωστική σκυταλοδρομία. Για την τεχνολογία ο λόγος – ένας κόσμος συνωμοσιών, αλγορίθμων της βλακείας, ιδιοτέλειας, poke, κρυψίνοιας, followers και καθυστερημένων. «Εμείς το φτιάχνουμε, εμείς το απενεργοποιούμε. Βλοσυρή σε βλέπω. Εμείς εδώ είμαστε πέρα από το καλό και το κακό, η τεχνολογία είναι κάτι το ουδέτερο, σωστά;» Ναι, καλά, αυτά να τα πεις στους εισηγητές των θεμάτων της έκθεσης των Πανελληνίων! Άντε, κάνε με add, είμαι (reader) block.
 
Αν είσαι από αυτούς που δηλώνεις γραπτώς στο facebook να αλλάξει ο αλγόριθμος ώστε να μπορείς να βλέπεις στο σύνολο των 26 φίλων σου παραπάνω από τους 25 που σου δείχνει συνήθως το σύστημα, τότε δεν είσαι ο αναγνώστης που θα ήθελε να έχει ο Πύντσον. Αν πάλι, εσύ ο ίδιος, τυχαίνει να διαβάζεις το συγκεκριμένο βιβλίο, τότε ίσως να σε ήθελε για αναγνώστη του γιατί ο κόσμος του διαδικτύου είναι αλλόκοτος και παρανοϊκός και εσύ αποτελείς μέρος του (όχι αναλώσιμο, σου ευχόμαστε όλοι). Νιώσε οικεία! Τα μυθιστορήματα που έχουν ως επίκεντρο το διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο είναι είτε καθαρόαιμης επιστημονικής φαντασίας που αντιμετωπίζουν την τεχνολογία ως το τέρας που κρύβεται στην ντουλάπα σου και περιμένει πότε θα κάνεις login για να σε κατασπαράξει είτε σύγχρονα βιβλία που χρησιμοποιούν παραπλεύρως την τεχνολογία ως μέσο αλλοτρίωσης των ηθικών και κοινωνικών αξιών των ανθρώπων. Κανένα που να έχω κατά νου (και με ένα γρήγορο google search) που να αντιμετωπίζει το διαδίκτυο ως έχει· δηλαδή, έναν κόσμο παράλληλο αλλά εξίσου πραγματικό, ένα καθαρτήριο βασανισμένων ψυχών και ένα ενδιαφέρον ψυχαναλυτικό φεστιβάλ, ταυτόχρονα. 
 

 
Λοιπόν, αν διατείνεσαι ότι είσαι παιδί του διαδικτύου θα πρέπει να αντέξεις εδώ, με στωικότητα, αυτήν την συνήθη παράνοια του Πύντσον που δεν αντέχεις στα υπόλοιπα βιβλία του, όπως ακριβώς στωικά, την αντέχει και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, Μαξίν, μια ερευνήτρια υποθέσεων ηλεκτρονικής και λογιστικής απάτης που έχει μπλέξει άσχημα με όλους αυτούς τους geeks και τους υποχθόνιους τύπους του dark web.
 
«Εδώ που τα λέμε, γιαγιά, παππού, με όλο τον σεβασμό», θυμάται τώρα ο Ότις, «καλύτερη ήταν η Αρίθα Φράνκλιν, τότε που αντικατέστησε τελευταία στιγμή τον Παβαρότι στα βραβεία Γκράμι, παλιά, το ’98».
«“Παλιά, το ’98”. Τον παλιό εκείνο καιρό. Έλα δω, εξυπνοπούλι».
 
Η πλοκή τοποθετείται το 2001 και έτσι 3 χρόνια είναι σχεδόν το 1/3 της ζωής ενός μικρού παιδιού, μεγάλη περίοδος, όπως μεγάλη είναι και για την εξέλιξη της τεχνολογίας. Πλέον έχουμε τελειώματα 2018, η Αρίθα πέθανε προσφάτως και η τεχνολογία έχει ταξιδέψει μερικά έτη φωτός μπροστά. Η ουσία όμως παραμένει ίδια. Το 2001 ήταν κομβική χρονιά γιατί τότε είχαν ανθίσει και άρχιζαν ήδη να μαραίνονται οι χιλιάδες εταιρείες πληροφορικής που έδωσαν μια νέα πνοή στο διαδίκτυο όπως το ξέρουμε (και κυρίως, όπως δεν το ξέρουμε) σήμερα. Αυτό που ζούμε μπορεί να μην έχει τα τεχνολογικά σημεία αναφοράς του τότε, αλλά δεν διαφέρει και πολύ στον πυρήνα του (οκταπύρηνο, όχι αστεία).

Σκεφτείτε μία οποιαδήποτε διαδικτυακή εταιρεία, μικρή ή μεγάλη· δεν χρειάζεται να είστε αναγνώστες του makeleio.gr για να αναρωτηθείτε ότι ενδεχομένως αυτή η εταιρεία θα μπορούσε να έχει ιδιοτελείς σκοπούς απέναντί σας, απέναντι στα προσωπικά δεδομένα που της παραχωρείτε, απέναντι στην ελευθερία της έκφρασής σας, απέναντι στο πορτοφόλι σας. «Είναι άραγε όλο αυτό μια ακόμα άσκηση στο φρικάρισμα των απλών ανθρώπων έτσι ώστε να συνεχίσουμε να βελάζουμε και να παρακαλάμε για προστασία»; Δεν είναι συνωμοσιολάγνο σενάριο αυτό – αν ήταν δε θα δίναμε πουθενά τα πιο προσωπικά μας στοιχεία. Ούτε όμως είναι και εντελώς ανέφικτο σενάριο – αλλιώς θα τα δίναμε σε κάθε σπαμ που θα μας ερχόταν στο μέιλ! Είναι απλώς εφικτό. Ευτυχώς το διαδίκτυο είναι σε μεγάλο βαθμό παραμετροποιήσιμο και πολλοί από μας πολύ άχρωμοι για να γίνουμε στόχος (σε ποιον να γίνω στόχος εγώ; Άντε το πολύ πολύ να με διασύρει η λογοτεχνική κριτική των Εξαρχείων, μέχρι εκεί, και πολύ μου είναι). Η διττή συμπεριφορά του διαδικτύου, η ευτυχία που ευαγγελίζεται από την μια και οι δεκάδες κίνδυνοι που προοικονομεί από την άλλη, apple από τη μια και office από την άλλη (ειδικά οι τελευταίες βερσιόν!) το καθιστούν εντελώς ευμετάβλητο μα και ελκυστικό συνάμα. Και αυτόν τον δυισμό, ο Πύντσον τον παίζει στα δάχτυλα στα βιβλία του, λες και πληκτρολογεί με τυφλό σύστημα. Στα προηγούμενα βιβλία του, όταν η παράνοια κορυφωνόταν, έφερνε στο προσκήνιο την προσωποποίηση της εξουσίας με ένα χαρακτηριστικό απρόσωπο «They», «Εκείνοι» – πάντα με κεφαλαίο. Στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν χρειάζεται καν αυτή η προσθήκη, όλοι μας μπορούμε να υποθέσουμε ποιοι είναι «Εκείνοι», και αν δεν μπορούμε, τότε σίγουρα νιώθουμε έναν ύπουλο φόβο που μας υπονομεύει την διάχυτη ευδαιμονία.
 
[…] «Μάξι, ευσυνείδητη Μάξι, κυνηγάς τα στοιχεία όπως πάντα. Αυτοί οι αστικοί μύθοι μπορούν να προσελκύσουν πολύ κόσμο, μαζεύουν από παντού μικρά θραύσματα παραδοξότητας, και μετά από λίγο κανείς δεν μπορεί να δει ολόκληρη την εικόνα και να την πιστέψει, γιατί παραείναι αδόμητη. Αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούμε να επιλέγουμε τα πιο σκανδαλιστικά κομματάκια, προς Θεού, δεν υπάρχει περίπτωση να πιαστούμε κορόιδα, βέβαια, παραείμαστε έξυπνοι και μοδάτοι, αλλά απ’ την άλλη δεν υπάρχει καμιά οριστική απόδειξη ότι δεν είναι αλήθεια κάποια απ’ αυτά. Τα υπέρ και τα κατά και όλο αυτό το πράγμα εκφυλίζεται σε καβγάδες στο διαδίκτυο, προκλητικές κουβέντες, τρολαρίσματα, νήματα που οδηγούν όλο και βαθύτερα μέσα στον λαβύρινθο».
 
Γι' αυτό αγαπώ πολύ το συγκεκριμένο βιβλίο. Γιατί η παράνοια που ο Πύντσον μπορεί να διαχειριστεί με μαεστρία σε πολλά διαφορετικά πλαίσια, εδώ, μπορεί να συντονιστεί με πλήθος αναγνώστες που θα κινούνται, ακόμα και εν αγνοία τους, στο ίδιο μήκος κύματος μ' αυτόν, αφ' ης στιγμής ανοίξουν το wifi τους – ακόμα και αν αντιπαθούν τον τρόπο γραφής του (ειλικρινά, ποτέ δεν θα το καταλάβω αυτό, αυτή η σκέψη μπορεί να με στείλει στο τρελοκομείο). Θα είναι ένα κλασικότατο βιβλίο των επόμενων γενιών. Κομβικό, μια καμπή στην τεχνολογική πορεία του κόσμου. Μπορεί να μην είναι από τα σπουδαιότερα του Πύντσον αλλά είναι ένα σπουδαίο βιβλίο ανεκτίμητης αξίας. Δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για την τεχνολογία. Ο Πύντσον όταν το έγραφε ήταν περίπου 70 χρόνων και ενδεχομένως όχι τόσο εξοικειωμένος με τον κόσμο του διαδικτύου (αν και αυτό το τελευταίο μπορεί να είναι απόρροια του απρόσιτου μύθου που τον περιβάλλει. Μπορεί να είναι ολημερίς στα social media και να τρολάρει τον κόσμο! Πλάκα κάνω, αν συνέβαινε αυτό, δεν θα έγραφε βιβλία. Μόνο οι Έλληνες συγγραφείς γράφουν πιο πολλές λέξεις στο φβ απ’ ό,τι στα βιβλία τους, και στην πλειονότητα είναι ακριβώς αυτά τα ποστ που γίνονται στην πορεία, ανεκδιήγητα βιβλία). Το πώς όμως αφομοίωσε έναν κόσμο που έστω και μόνο λόγω ηλικίας είναι έξω από τα νερά του, και τον μετουσίωσε σε τόσο σύγχρονη λογοτεχνία, είναι δείγμα μεγάλου συγγραφέα. Αυτό και αν είναι δείγμα bleeding edge γραφής!
 
Και μιας και αναφέρθηκα στον τίτλο του βιβλίου, ας μείνω λίγο ακόμα εδώ. Ο Πύντσον συνηθίζει να χρησιμοποιεί αμφίσημους περιπαικτικούς τίτλους και μου αρέσει πολύ αυτό. Βέβαια, να μην είναι σκέτη πρόκληση μόνο ο τίτλος και το βιβλίο να είναι τζούφιο, εξυπακούεται αυτό. Το «bleeding edge» δηλώνει την τεχνολογία αιχμής, όπως είναι και το θέμα του βιβλίου. Στο πρωτότυτο, το «bleeding» υποψιάζομαι ότι έχει πολλές και διαφορετικές έννοιες· μία εξ αυτών είναι το «πληγωμένος» που αντικατοπτρίζεται και σε κάτι φόνους μέσα στο βιβλίο, μην φανταστείτε τίποτα σπλάτερ. Μεταφέροντας όμως την λέξη «πληγωμένος» πίσω στα ελληνικά και στην μεταφορική της διάσταση – γιατί δεν γνωρίζω με σιγουριά αν η μεταφορική της διάσταση διατηρείται και στα αγγλικά – σημαίνει επίσης, μια συναισθηματική και ψυχική κατάρρευση, μια ανάγκη για παρηγοριά, μια ρακένδυτη συμπάθεια που όλοι οι άνθρωποι, κάθε είδους και τάξης, επιζητούν με ζήλο μέσα στις παρανοϊκές ζωές τους.
 
[…] «Τους μεγιστάνες των ακινήτων είναι εύκολο να τους μισήσεις, με αυτούς τους τύπους της υψηλής τεχνολογίας τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Ξέρεις τι λέει η Σούζαν Σόνταγκ».
«“Μ’ άρεσει η γκρίζα τούφα, θα την κρατήσω;”»
«Αν υπάρχει μια ευαισθησία που θέλεις πραγματικά να μιλήσεις γι’ αυτήν και όχι να την επιδείξεις ο ίδιος, χρειάζεσαι “βαθιά συμπάθεια συνδυασμένη με περιφρόνηση”».
«Αυτό με την περιφρόνηση το καταλαβαίνω, αλλά θύμισέ μου πάλι αυτό με τη συμπάθεια».
 
Όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία του μάς θυμίζουν πάλι αυτό με τη συμπάθεια. Ξανά για τον Πύντσον κατέληξα να γράφω. Κράσαρα. Ctrl+Alt+Delete. 
 

 
Θυμήσου την Άλεϊ,
γιορτή κάθε μέρα,
και ήμασταν φρέσκοι στην πόλη…
Μεγάλοι σπασίκλες
με κόκκινα μάτια
και μες στη μαστούρα μας όλοι…
 
Χωρίς ιεραρχία
και μέσα στο χάος
του τόσο μικρού μας σπιτιού,
γινόμασταν κουλ
κι εκατομμυριούχοι
στο διπλό κλικ ενός ποντικιού…
 
Ήταν άραγε αλήθεια,
ή ένα όνειρο μόνο,
μια αμυδρή φευγαλέα προσευχή;
Νιώθαμε να γεμίζει
μοχθηρία η οθόνη
από κάποια ενέργεια κακή…
 
Όταν όλες εκείνες
οι στιγμές οι ωραίες
και οι άσχημες φεύγουν, για δες,
τούτοι οι δρόμοι είν’ γεμάτοι
με λαχτάρα και φούρια
ακριβώς όπως τότε, σαν χτες…  
 
Τώρα είμαι σε άλλο σπίτι,
το ενοίκιο υψηλό,
και η πόλη δεν είν’ όμορφη πια.  
Στο τηλέφωνο πάρε με,
δοκίμασε πάλι,
ίσως κάποτε με βρεις ξανά...
 
Υ.Γ. 2666 Εννοείται ότι δεν προτείνεται απλώς αλλά επιβάλλεται να κάνετε share την συγκεκριμένη ανάρτηση.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!