Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Backup & Recovery


Το data loss όταν μιλάμε για βιβλία του Πύντσον είναι δεδομένο, δεν αναφέρομαι σ’ αυτό. Αναφέρομαι στην γενικότερη αίσθηση που μου προκαλεί η ανάγνωσή τους – στην ανασυγκρότηση και ίαση που νιώθει η ύπαρξη μου ακριβώς μετά, κάτι που είχα περιγράψει ποικιλοτρόπως στις αρκετές αναρτήσεις που του έχω αφιερώσει. Τώρα, δε θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό (μη γελάτε, σιλάνς!), θα επικεντρωθούμε περισσότερο στο βιβλίο του, που είναι ένα από τα πρώτα σπουδαία βιβλία του 21ου αιώνα και το είχα αδικήσει όταν το είχα περιγράψει κάπως επιφανειακά στην αναγνωστική σκυταλοδρομία. Για την τεχνολογία ο λόγος – ένας κόσμος συνωμοσιών, αλγορίθμων της βλακείας, ιδιοτέλειας, poke, κρυψίνοιας, followers και καθυστερημένων. «Εμείς το φτιάχνουμε, εμείς το απενεργοποιούμε. Βλοσυρή σε βλέπω. Εμείς εδώ είμαστε πέρα από το καλό και το κακό, η τεχνολογία είναι κάτι το ουδέτερο, σωστά;» Ναι, καλά, αυτά να τα πεις στους εισηγητές των θεμάτων της έκθεσης των Πανελληνίων! Άντε, κάνε με add, είμαι (reader) block.
 
Αν είσαι από αυτούς που δηλώνεις γραπτώς στο facebook να αλλάξει ο αλγόριθμος ώστε να μπορείς να βλέπεις στο σύνολο των 26 φίλων σου παραπάνω από τους 25 που σου δείχνει συνήθως το σύστημα, τότε δεν είσαι ο αναγνώστης που θα ήθελε να έχει ο Πύντσον. Αν πάλι, εσύ ο ίδιος, τυχαίνει να διαβάζεις το συγκεκριμένο βιβλίο, τότε ίσως να σε ήθελε για αναγνώστη του γιατί ο κόσμος του διαδικτύου είναι αλλόκοτος και παρανοϊκός και εσύ αποτελείς μέρος του (όχι αναλώσιμο, σου ευχόμαστε όλοι). Νιώσε οικεία! Τα μυθιστορήματα που έχουν ως επίκεντρο το διαδίκτυο και τον κυβερνοχώρο είναι είτε καθαρόαιμης επιστημονικής φαντασίας που αντιμετωπίζουν την τεχνολογία ως το τέρας που κρύβεται στην ντουλάπα σου και περιμένει πότε θα κάνεις login για να σε κατασπαράξει είτε σύγχρονα βιβλία που χρησιμοποιούν παραπλεύρως την τεχνολογία ως μέσο αλλοτρίωσης των ηθικών και κοινωνικών αξιών των ανθρώπων. Κανένα που να έχω κατά νου (και με ένα γρήγορο google search) που να αντιμετωπίζει το διαδίκτυο ως έχει· δηλαδή, έναν κόσμο παράλληλο αλλά εξίσου πραγματικό, ένα καθαρτήριο βασανισμένων ψυχών και ένα ενδιαφέρον ψυχαναλυτικό φεστιβάλ, ταυτόχρονα. 
 

 
Λοιπόν, αν διατείνεσαι ότι είσαι παιδί του διαδικτύου θα πρέπει να αντέξεις εδώ, με στωικότητα, αυτήν την συνήθη παράνοια του Πύντσον που δεν αντέχεις στα υπόλοιπα βιβλία του, όπως ακριβώς στωικά, την αντέχει και η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, Μαξίν, μια ερευνήτρια υποθέσεων ηλεκτρονικής και λογιστικής απάτης που έχει μπλέξει άσχημα με όλους αυτούς τους geeks και τους υποχθόνιους τύπους του dark web.
 
«Εδώ που τα λέμε, γιαγιά, παππού, με όλο τον σεβασμό», θυμάται τώρα ο Ότις, «καλύτερη ήταν η Αρίθα Φράνκλιν, τότε που αντικατέστησε τελευταία στιγμή τον Παβαρότι στα βραβεία Γκράμι, παλιά, το ’98».
«“Παλιά, το ’98”. Τον παλιό εκείνο καιρό. Έλα δω, εξυπνοπούλι».
 
Η πλοκή τοποθετείται το 2001 και έτσι 3 χρόνια είναι σχεδόν το 1/3 της ζωής ενός μικρού παιδιού, μεγάλη περίοδος, όπως μεγάλη είναι και για την εξέλιξη της τεχνολογίας. Πλέον έχουμε τελειώματα 2018, η Αρίθα πέθανε προσφάτως και η τεχνολογία έχει ταξιδέψει μερικά έτη φωτός μπροστά. Η ουσία όμως παραμένει ίδια. Το 2001 ήταν κομβική χρονιά γιατί τότε είχαν ανθίσει και άρχιζαν ήδη να μαραίνονται οι χιλιάδες εταιρείες πληροφορικής που έδωσαν μια νέα πνοή στο διαδίκτυο όπως το ξέρουμε (και κυρίως, όπως δεν το ξέρουμε) σήμερα. Αυτό που ζούμε μπορεί να μην έχει τα τεχνολογικά σημεία αναφοράς του τότε, αλλά δεν διαφέρει και πολύ στον πυρήνα του (οκταπύρηνο, όχι αστεία).

Σκεφτείτε μία οποιαδήποτε διαδικτυακή εταιρεία, μικρή ή μεγάλη· δεν χρειάζεται να είστε αναγνώστες του makeleio.gr για να αναρωτηθείτε ότι ενδεχομένως αυτή η εταιρεία θα μπορούσε να έχει ιδιοτελείς σκοπούς απέναντί σας, απέναντι στα προσωπικά δεδομένα που της παραχωρείτε, απέναντι στην ελευθερία της έκφρασής σας, απέναντι στο πορτοφόλι σας. «Είναι άραγε όλο αυτό μια ακόμα άσκηση στο φρικάρισμα των απλών ανθρώπων έτσι ώστε να συνεχίσουμε να βελάζουμε και να παρακαλάμε για προστασία»; Δεν είναι συνωμοσιολάγνο σενάριο αυτό – αν ήταν δε θα δίναμε πουθενά τα πιο προσωπικά μας στοιχεία. Ούτε όμως είναι και εντελώς ανέφικτο σενάριο – αλλιώς θα τα δίναμε σε κάθε σπαμ που θα μας ερχόταν στο μέιλ! Είναι απλώς εφικτό. Ευτυχώς το διαδίκτυο είναι σε μεγάλο βαθμό παραμετροποιήσιμο και πολλοί από μας πολύ άχρωμοι για να γίνουμε στόχος (σε ποιον να γίνω στόχος εγώ; Άντε το πολύ πολύ να με διασύρει η λογοτεχνική κριτική των Εξαρχείων, μέχρι εκεί, και πολύ μου είναι). Η διττή συμπεριφορά του διαδικτύου, η ευτυχία που ευαγγελίζεται από την μια και οι δεκάδες κίνδυνοι που προοικονομεί από την άλλη, apple από τη μια και office από την άλλη (ειδικά οι τελευταίες βερσιόν!) το καθιστούν εντελώς ευμετάβλητο μα και ελκυστικό συνάμα. Και αυτόν τον δυισμό, ο Πύντσον τον παίζει στα δάχτυλα στα βιβλία του, λες και πληκτρολογεί με τυφλό σύστημα. Στα προηγούμενα βιβλία του, όταν η παράνοια κορυφωνόταν, έφερνε στο προσκήνιο την προσωποποίηση της εξουσίας με ένα χαρακτηριστικό απρόσωπο «They», «Εκείνοι» – πάντα με κεφαλαίο. Στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν χρειάζεται καν αυτή η προσθήκη, όλοι μας μπορούμε να υποθέσουμε ποιοι είναι «Εκείνοι», και αν δεν μπορούμε, τότε σίγουρα νιώθουμε έναν ύπουλο φόβο που μας υπονομεύει την διάχυτη ευδαιμονία.
 
[…] «Μάξι, ευσυνείδητη Μάξι, κυνηγάς τα στοιχεία όπως πάντα. Αυτοί οι αστικοί μύθοι μπορούν να προσελκύσουν πολύ κόσμο, μαζεύουν από παντού μικρά θραύσματα παραδοξότητας, και μετά από λίγο κανείς δεν μπορεί να δει ολόκληρη την εικόνα και να την πιστέψει, γιατί παραείναι αδόμητη. Αλλά παρ’ όλα αυτά εξακολουθούμε να επιλέγουμε τα πιο σκανδαλιστικά κομματάκια, προς Θεού, δεν υπάρχει περίπτωση να πιαστούμε κορόιδα, βέβαια, παραείμαστε έξυπνοι και μοδάτοι, αλλά απ’ την άλλη δεν υπάρχει καμιά οριστική απόδειξη ότι δεν είναι αλήθεια κάποια απ’ αυτά. Τα υπέρ και τα κατά και όλο αυτό το πράγμα εκφυλίζεται σε καβγάδες στο διαδίκτυο, προκλητικές κουβέντες, τρολαρίσματα, νήματα που οδηγούν όλο και βαθύτερα μέσα στον λαβύρινθο».
 
Γι' αυτό αγαπώ πολύ το συγκεκριμένο βιβλίο. Γιατί η παράνοια που ο Πύντσον μπορεί να διαχειριστεί με μαεστρία σε πολλά διαφορετικά πλαίσια, εδώ, μπορεί να συντονιστεί με πλήθος αναγνώστες που θα κινούνται, ακόμα και εν αγνοία τους, στο ίδιο μήκος κύματος μ' αυτόν, αφ' ης στιγμής ανοίξουν το wifi τους – ακόμα και αν αντιπαθούν τον τρόπο γραφής του (ειλικρινά, ποτέ δεν θα το καταλάβω αυτό, αυτή η σκέψη μπορεί να με στείλει στο τρελοκομείο). Θα είναι ένα κλασικότατο βιβλίο των επόμενων γενιών. Κομβικό, μια καμπή στην τεχνολογική πορεία του κόσμου. Μπορεί να μην είναι από τα σπουδαιότερα του Πύντσον αλλά είναι ένα σπουδαίο βιβλίο ανεκτίμητης αξίας. Δεν είναι απλώς ένα βιβλίο για την τεχνολογία. Ο Πύντσον όταν το έγραφε ήταν περίπου 70 χρόνων και ενδεχομένως όχι τόσο εξοικειωμένος με τον κόσμο του διαδικτύου (αν και αυτό το τελευταίο μπορεί να είναι απόρροια του απρόσιτου μύθου που τον περιβάλλει. Μπορεί να είναι ολημερίς στα social media και να τρολάρει τον κόσμο! Πλάκα κάνω, αν συνέβαινε αυτό, δεν θα έγραφε βιβλία. Μόνο οι Έλληνες συγγραφείς γράφουν πιο πολλές λέξεις στο φβ απ’ ό,τι στα βιβλία τους, και στην πλειονότητα είναι ακριβώς αυτά τα ποστ που γίνονται στην πορεία, ανεκδιήγητα βιβλία). Το πώς όμως αφομοίωσε έναν κόσμο που έστω και μόνο λόγω ηλικίας είναι έξω από τα νερά του, και τον μετουσίωσε σε τόσο σύγχρονη λογοτεχνία, είναι δείγμα μεγάλου συγγραφέα. Αυτό και αν είναι δείγμα bleeding edge γραφής!
 
Και μιας και αναφέρθηκα στον τίτλο του βιβλίου, ας μείνω λίγο ακόμα εδώ. Ο Πύντσον συνηθίζει να χρησιμοποιεί αμφίσημους περιπαικτικούς τίτλους και μου αρέσει πολύ αυτό. Βέβαια, να μην είναι σκέτη πρόκληση μόνο ο τίτλος και το βιβλίο να είναι τζούφιο, εξυπακούεται αυτό. Το «bleeding edge» δηλώνει την τεχνολογία αιχμής, όπως είναι και το θέμα του βιβλίου. Στο πρωτότυτο, το «bleeding» υποψιάζομαι ότι έχει πολλές και διαφορετικές έννοιες· μία εξ αυτών είναι το «πληγωμένος» που αντικατοπτρίζεται και σε κάτι φόνους μέσα στο βιβλίο, μην φανταστείτε τίποτα σπλάτερ. Μεταφέροντας όμως την λέξη «πληγωμένος» πίσω στα ελληνικά και στην μεταφορική της διάσταση – γιατί δεν γνωρίζω με σιγουριά αν η μεταφορική της διάσταση διατηρείται και στα αγγλικά – σημαίνει επίσης, μια συναισθηματική και ψυχική κατάρρευση, μια ανάγκη για παρηγοριά, μια ρακένδυτη συμπάθεια που όλοι οι άνθρωποι, κάθε είδους και τάξης, επιζητούν με ζήλο μέσα στις παρανοϊκές ζωές τους.
 
[…] «Τους μεγιστάνες των ακινήτων είναι εύκολο να τους μισήσεις, με αυτούς τους τύπους της υψηλής τεχνολογίας τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Ξέρεις τι λέει η Σούζαν Σόνταγκ».
«“Μ’ άρεσει η γκρίζα τούφα, θα την κρατήσω;”»
«Αν υπάρχει μια ευαισθησία που θέλεις πραγματικά να μιλήσεις γι’ αυτήν και όχι να την επιδείξεις ο ίδιος, χρειάζεσαι “βαθιά συμπάθεια συνδυασμένη με περιφρόνηση”».
«Αυτό με την περιφρόνηση το καταλαβαίνω, αλλά θύμισέ μου πάλι αυτό με τη συμπάθεια».
 
Όλα ανεξαιρέτως τα βιβλία του μάς θυμίζουν πάλι αυτό με τη συμπάθεια. Ξανά για τον Πύντσον κατέληξα να γράφω. Κράσαρα. Ctrl+Alt+Delete. 
 

 
Θυμήσου την Άλεϊ,
γιορτή κάθε μέρα,
και ήμασταν φρέσκοι στην πόλη…
Μεγάλοι σπασίκλες
με κόκκινα μάτια
και μες στη μαστούρα μας όλοι…
 
Χωρίς ιεραρχία
και μέσα στο χάος
του τόσο μικρού μας σπιτιού,
γινόμασταν κουλ
κι εκατομμυριούχοι
στο διπλό κλικ ενός ποντικιού…
 
Ήταν άραγε αλήθεια,
ή ένα όνειρο μόνο,
μια αμυδρή φευγαλέα προσευχή;
Νιώθαμε να γεμίζει
μοχθηρία η οθόνη
από κάποια ενέργεια κακή…
 
Όταν όλες εκείνες
οι στιγμές οι ωραίες
και οι άσχημες φεύγουν, για δες,
τούτοι οι δρόμοι είν’ γεμάτοι
με λαχτάρα και φούρια
ακριβώς όπως τότε, σαν χτες…  
 
Τώρα είμαι σε άλλο σπίτι,
το ενοίκιο υψηλό,
και η πόλη δεν είν’ όμορφη πια.  
Στο τηλέφωνο πάρε με,
δοκίμασε πάλι,
ίσως κάποτε με βρεις ξανά...
 
Υ.Γ. 2666 Εννοείται ότι δεν προτείνεται απλώς αλλά επιβάλλεται να κάνετε share την συγκεκριμένη ανάρτηση.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !