Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Για βραβείο είμαι

Εσύ είσαι για βραβείο; Μην πεις κάτι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου. Φυσικά και είσαι για βραβείο! Οι περισσότεροι στην Ελλάδα, μετά τα πανηγύρια είμαστε για τα βραβεία. Βραβείο να' ναι και ό,τι να' ναι! Βραβείο κριτικής και βραβείο υποκριτικής. Βραβείο μετάφρασης και βραβείο παράφρασης. Βραβείο συγγραφής και βραβείο αντιγραφής. Βραβείο ποίησης και βραβείο κακοποίησης. Βραβείο λογοτεχνίας και βραβείο κακοτεχνίας. Δείξε μου το βραβείο σου να σου πω ποιος δεν είσαι! Εξυπακούεται ότι οι περισσότεροι δεν αξίζουν τα βραβεία που παίρνουν – μια ματιά στην δημιουργική δουλειά τους το επιβεβαιώνει περίτρανα και μεταξύ των άλλων, εντείνει και την διασκεδαστική γελοιότητα όλων των εμπλεκόμενων μερών.

Αν τύχει όμως και κάποιος το αξίζει; Λέμε ρε παιδί μου, συμβαίνουν και ατυχίες μερικές φορές! Τι γίνεται τότε; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να περάσεις τα σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια των τυπολατριών μιας βράβευσης; Αρκεί ένα «ευχαριστώ» – Αλλά και τι θα μπορούσε να πει κανείς με μια τέτοια ευκαιρία εκτός από τη λέξη «ευχαριστώ!», που κι αυτή ακόμα του κάθεται στο λαιμό και τον βαραίνει για καιρό ακόμα στο στομάχι – ή θα φανέρωνε αγνωμοσύνη και έπαρση από την πλευρά του βραβευμένου; Μερικές φορές σκέφτομαι πως δεν είναι διόλου τυχαίο που τα βραβεία συνήθως φέρουν φαλλικό σχήμα, αργά ή γρήγορα, κάποιος από κει μέσα θα ουρλιάξει αγανακτισμένος, «Πάρ'το και βάλ'το στον κώλο σου»! Στην περίπτωση του Τόμας Μπέρνχαρντ, σίγουρα ήταν αρκετοί αυτοί που σκέφτηκαν να ουρλιάξουν στην προσπάθειά τους να τον βραβεύσουν. Από την άλλη, και μόνο η παρουσία του Μπέρνχαρντ στις βραβεύσεις του, αποτελούσε την πιο εύγλωττη δήλωση για το πού θα έπρεπε να βάλουν όλα αυτά τα κωλοβραβεία τους. Αλλά ούτως ή άλλως τα βραβεία δεν συνιστούν τιμή, έλεγα στη συνέχεια, η τιμή είναι μια διαστροφή, πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει τιμή. Οι άνθρωποι μιλάνε για τιμή και πρόκειται για κακεντρέχεια, αδιάφορο για τι είδους τιμή γίνεται λόγος, έλεγα.

Αγοράζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο, ομολογώ ότι περίμενα να βρω στην ολότητα των εννέα «κεφαλαίων»-βραβεύσεων, αυτό το απαράμιλλο προβοκατόρικο ύφος του που τόσο λατρεύω. Δεν το βρήκα παντού (ή τουλάχιστον, όχι στις ποσότητες που θα ήθελα). Βέβαια αυτό δεν υπονομεύει την αξία του βιβλίου, κάθε άλλο – μερικά «κεφάλαια» αποτελούν έξοχα δείγματα διηγημάτων στα οποία ο Μπέρνχαρντ περιγράφει την ανάγκη του για τα χρηματικά έπαθλα των βραβείων, έτσι ώστε να ξεμπερδέψει από πιεστικές εκκρεμότητες ή να αγοράσει ένα σπίτι, τουλάχιστον τέσσερις τοίχους γύρω μου, ή ένα άμαξι, που θα το κάνει σωρό από λαμαρίνες ένας Γιουγκοσλάβος που έπεσε πάνω του και εγκατέλειψε αιμόφυρτο τον συγγραφέα. Ακόμα και αυτό το βιβλίο που αρχικά «υπόσχεται» κάτι διαφορετικό, δεν μπορεί εν τέλει να ξεφύγει από το ταλέντο του συγγραφέα του και την εμμονή του να γράφει ιδιαίτερη αλλά και υψηλής ποιότητας λογοτεχνία.

Εκεί που δίνει ρέστα είναι όταν περιγράφει το πώς του απονεμήθηκε το Αυστριακό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας – το Μικρό, όχι το Μεγάλο, μην μπερδεύεστε. Θα σας τα εξηγήσει ο ίδιος ο Μπέρνχαρντ όταν έρθει η ώρα της ανάγνωσης! – όπου, κατά την διάρκεια της ομιλίας του εκνεύρισε τόσο πολύ τον Υπουργό Πολιτισμού που έφυγε αγανακτισμένος κοπανώντας την πόρτα της αίθουσας. Μόνο και μόνο γιατί ειπώθηκε κάτι για το κράτος... γνωστά πράγματα, συμβαίνουν ακόμα. Ο Μπέρνχαρντ φροντίζει να μας ενημερώνει διαρκώς για την δυσκολία που αντιμετώπιζε στην συγγραφή και εκφώνηση των ομιλιών του – δεν του κατέβαινε καμιά καλή ιδέα, και συνήθως τις άφηνε για την τελευταία στιγμή, καταλήγοντας να γράφει 1-2 σελίδες φιλοσοφικών και «σκοτεινών» στοχασμών, φόβος, πόνος, θάνατος, τα ξέρετε! Πάγωνε το αίμα των παρευρισκομένων!

[...] Δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε, αλλά δεν είμαστε απολύτως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα παραπάνω από το χάος. 
Ευχαριστώ ιδιαιτέρως εκ μέρους μου, αλλά και εν ονόματι των υπόλοιπων βραβευθέντων από την κριτική επιτροπή, όλους τους παρευρισκομένους.



Αυτές οι ομιλίες (υπάρχουν τρεις ομιλίες στο τέλος του βιβλίου), αποτέλεσμα ελλιπούς επεξεργασίας και «διανοητικής αμηχανίας», δείχνουν λιγότερο μπερνχαντικές (χωρίς ωστόσο και να είναι). Αν θέλετε να πάρετε μια γερή δόση Μπέρνχαρντ δεν έχετε παρά να διαβάσετε το κείμενό του που ρίχνει την αυλαία, το σχετικό με την παραίτησή του από την Ακαδημία Γλώσσας και Ποίησης. Σταχυολογώ υπεύθυνα:

[...] Αν και ένας μόνο ποιητής ή συγγραφέας είναι γελοίος και, αδιάφορο πού, με δυσκολία υποφερτός από την κοινωνία των ανθρώπων, τότε πόσο πιο γελοία και απαράδεκτη, είναι μια ολόκληρη ορδή συγγραφέων και ποιητών και άλλων που θεωρούν εαυτούς συγγραφείς και ποιητές, στοιβαγμένων στον ίδιο σωρό!
 
[...] Αλλά σ' αυτή την Επετηρίδα τυπώνονται κάθε φορά, και κάθε φορά μόνο τέτοια, κάτι λεγόμενα δοκίμια που έχουν αραχνιάσει πριν πάνε καν στον στοιχειοθέτη και που όπως είπαμε δεν έχουν καμία σχέση ούτε με γλώσσα ούτε με ποίηση ούτε με πνεύμα γενικά, επειδή βγαίνουν από γραφομηχανές που πάσχουν από χρόνια εμπλοκή, γραφομηχανές ανιαρών φαφλατάδων, ακέφαλων και ανεγκέφαλων που παριστάνουν ότι κάτι είναι. (...) Κρίμα που αυτή η Επετηρίς τυπώνεται σε ένα τόσο πολύτιμο χαρτί, εντελώς ακατάλληλο για να φουντώσει μέσα στη σόμπα μου στο Όλσντορφ.


 [...] Όταν πεθαίνει κάποιο μέλος της η Ακαδημία (Γλώσσας και Ποίησης!) του Ντάρμστατ δημοσιεύει πάντοτε αυτομάτως μια αγγελία θανάτου μέσα σε μαύρο πλαίσιο με ένα πανομοιότυπο πάντα κείμενο (για την γλώσσα και την ποίηση του οποίου μπορεί να διαφωνήσει κανείς). Μπορεί και να προλάβω να το ζήσω πριν πεθάνω, να στείλει η Ακαδημία μια αγγελία θανάτου όχι στην μνήμη κάποιου αξιότιμου μέλους της, αλλά στη δική της.

Η μετάφραση είναι αρκετά καλή και ανήκει στον Σπύρο Μοσκόβου. Αξίζει να διαβάσετε και αυτό το «παράταιρο» βιβλιαράκι για να μπορέσετε να σχηματίσετε σφαιρικότερη γνώμη αυτού του σπουδαιότατου συγγραφέα. Έτσι και αλλιώς κανείς δεν πρόκεται να σας δώσει βραβείο ανάγνωσης, εκτός ίσως από τον ίδιο σας τον εαυτό.

Τα πάντα θα είναι ξεκάθαρα, θα έχουν μια όλο και μεγαλύτερη και βαθύτερη διαύγεια, και τα πάντα θα είναι ψυχρά, με μια όλο και πιο αποτρόπαια παγωνιά. Στο μέλλον θα έχουμε τη γεύση μιας διαρκώς διαυγούς και διαρκώς παγερής ημέρας.
 
Υ.Γ. 2666  Καλό χειμώνα! Τα κεφάλια μέσα!

Σχόλια

  1. Βραβείο για την επιμονή στην ανάρτηση, όταν άλλοι (όπως εγώ) περί άλλα τυρβάζουν.


    Ένσταση: Τι "Καλό χειμώνα! Τα κεφάλια μέσα!";

    "Καλό καλοκαίρι!
    Κι’ ας φυσάει κι’ ας κάνει κρύο σήμερα…
    Ας ανοίγουνε τα σχολεία κι’ οι βιοπαλαιστές τα κεφάλια μέσα και πάλι.
    Εμείς δεν αναγνωρίζουμε τον χειμώνα. Ούτε τις διακοπές αναγνωρίζουμε. Μόνο το ταξίδι αναγνωρίζουμε, την ατελείωτη περιπλάνηση, την μπουόνα βεντούρα. Είμεθα «τουριστικά στοιχεία», που λέγαν κι’ οι παλιοί.
    ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Βραβείο και σε σας για την επιμονή να βρίσκετε ένα ταιριαστό ποίημα για κάθε περίσταση (εντελώς όμως, σε βαθμό εντυπωσιασμού, του δικού μας όχι του δικού σας)!

      Το «καλό χειμώνα» πάσχιζε να ταιριάξει αρμονικά με την τελευταία «παγερή» φράση της ανάρτησης, όμως δεν τα κατάφερε καλά. Δεν έπρεπε να το βάλω στο υστερόγραφο αλλά να το κολλήσω μετά την φράση του Μπέρνχαρντ. Έτσι όπως το έγραψα μοιάζει σαν να ενστερίζομαι την ευχή για καλό χειμώνα, κάτι που δεν είναι και εντελώς ψέμα, εδώ που τα λέμε :p

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Κατά βούληση

Χριστούγεννα πλησιάζουν και ποιος καλύτερος από τον Σοπενάουερ για τον στολισμό; Όταν έχει και τη βοήθεια του καλικάντζαρου του Ουελμπέκ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο γιορτινά! Ο Μισέλ Ουελμπέκ λέει ότι γνώρισε τη φιλοσοφία του Σοπενάουερ κάπου στα 27∙ εγώ την γνώρισα κάπου στα 22 – σίγουρα όχι στο βάθος που την γνώρισε ο Ουελμπέκ – και ακόμα θυμάμαι την έντονη αίσθηση που μου είχε προκαλέσει. Έκανα την πρακτική μου στη βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ και έψαχνα να βρω κάτι να διαβάσω ανάμεσα σε όλα αυτά τα ακατανόητα βιβλία γύρω μου, που θα μπορούσα λίγο να κατανοήσω. Και έτσι έπεσα στον προβοκατόρικο τίτλο «Τα πάθη του κόσμου». Αυτά τα πάθη τραβάτε και εσείς τώρα που με διαβάζατε. Ας προσέχατε!