Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

V for Pynchon

 
Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε, τα χέρια θα περάσουμε στους ώμους, παλιά τραγούδια για να θυμηθούμε, ονόματα και βλέμματα και δρόμους. Έτσι είναι όπως τα λέει ο ποιητής! Η λογοτεχνία εδραιώνει ισχυρές φιλίες. Όσες σελίδες και αν διαβάσουμε, χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, μόνο τρόπο να κοιτάμε. Και για μένα, αυτή η αλλαγή θέασης έγινε μέσα από τα βιβλία του Τόμας Πύντσον: μέσα από δρόμους παράνοιας, απορημένα βλέμματα, αστεία ονόματα και τραγουδάκια της κακιάς ώρας. Και έναν Λόγο που και ο ίδιος ο Θεός μόνο να μπεμπεκίσει μπορεί!

Είσαι φέρελπις συγγραφέας και σου κατεβαίνει στο κεφάλι να γράψεις το V., να είναι αυτό η πρώτη σου λογοτεχνική προσπάθεια. Πλάκα μας κάνεις; Πολλοί κριτικοί κατηγορούν τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς για αμετροέπεια, ότι προσπαθούν να στριμώξουν όσα περισσότερα μπορούν στο πρώτο τους βιβλίο, λες και φοβούνται ότι δε θα ξαναγράψουν άλλο. Ο Τόμας Πύντσον σκέφτηκε να πρωτοτυπήσει, δεν προσποιήθηκε ότι μπορεί να πει τα πάντα, αλλά είπε πράγματι, ή καλύτερα έγραψε, τα πάντα, με την μεγαλύτερη δυνατή αρτιότητα, έτσι ώστε οι αποσβολωμένοι κριτικοί να αναγκαστούν να απωλέσουν το μόνο «ενοχοποιητικό» χαρτί που είχαν στα χέρια τους.

Λατρεύω τα πρωτόλεια των μεγάλων συγγραφέων, είναι γεμάτα παρορμητικότητα, ενίοτε δισταγμούς, τεχνική ανεπάρκεια, γοητευτικές ατέλειες. Διαθέτουν επίσης και μια αναζωογονητική ελευθερία. Όπως σημειώνει και ο πάντα διορατικός Ίταλο Καλβίνο στο επίμετρο που έγραψε για το πρωτόλειό του, «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», «... το πρώτο βιβλίο θα ήταν καλύτερα να μην το έγραφε κανείς. Όσο δεν έχεις γράψει το πρώτο σου βιβλίο, έχεις την ελευθερία να αρχίσεις˙ ελευθερία που μπορείς να χρησιμοποιήσεις μόνο μια φορά στη ζωή σου: το πρώτο βιβλίο ήδη σε καθορίζει, ενώ στην πραγματικότητα εσύ είσαι πολύ μακριά από το να καθοριστείς˙ κι αυτόν τον καθορισμό είσαι αναγκασμένος να τον κουβαλάς μαζί σου σε όλη σου τη ζωή, και να προσπαθείς να τον επιβεβαιώσεις ή να τον εμβαθύνεις ή να τον διορθώσεις ή να τον διαψεύσεις, αλλά χωρίς να μπορείς να τον αγνοήσεις». Από τις παραπάνω επιλογές, ο Πύντσον, όπως και πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς (συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Καλβίνο), επιλέγει να τον εμβαθύνει. Βέβαια, το πρωτόλειο του ενός μπορεί να είναι το αριστούργημα του άλλου και αντιστρόφως. Ωστόσο, ασχέτως ποιότητας, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να τα διαβάζεις και να προσπαθείς να τα ερμηνεύσεις. 
 
Ο Πύντσον μέσα στο «ανώριμο» έργο καταλήγει να γράφει ένα έργο της πιο μεστής συγγραφικής του ωριμότητας. Αν είναι έτσι τα πρωτόλεια έργα των συγγραφέων, καλύτερα να περάσουμε μια θηλιά στο λαιμό μας! Ευτυχώς όμως, για όλους τους επίδοξους συγγραφείς, δεν είναι έτσι, ο Πύντσον είναι μια εξαίρεση. Μια εξαίρεση που μας θυμίζει ότι υπάρχουν και μερικοί ελάχιστοι συγγραφείς που δεν γίνονται, γεννιούνται. Στο V. δεν υπάρχουν οι τόσο πολλές εκρήξεις χιούμορ που συναντούμε στα υπόλοιπα βιβλία του (φυσικά, δεν λείπουν εντελώς), δεν υπάρχουν ούτε οι (άλλοτε σε αφθονία) εξαιρετικές μεταφορές της γλώσσας που σε αφήναν με το στόμα ανοιχτό, το βιβλίο όμως διαθέτει μια υπνωτιστική διάθεση (εμπλουτισμένη με μυστήριο και σασπένς) και μια συγγραφική σιγουριά που μόνο ένας 26χρονος μπορεί να μεταδώσει... τι λέω, Θεέ μου, και δεν χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο! Το βιβλίο, αν το κρίνεις από λογοτεχνικής απόψεως μοιάζει θεόπνευστο, αν λάβεις υπόψη και την ηλικία του συγγραφέα του, μοιάζει ολότελα σατανικό.

Ήδη από το πρώτο αυτό βιβλίο, φαίνονται όλα τα μοτίβα που θα ακολουθήσει και θα εξελίξει και στα υπόλοιπα. Ως αντιστάθμισμα στην πολυπλοκότητα των βιβλίων του, σου προσφέρει μία θαυμάσια αφηγηματική γλώσσα, πολύ γέλιο, τροφή για σκέψη και ένα πραγματολογικό δίκτυο αναφορών να έχεις να γκουγκλίζεις έως το θάνατό σου! Πολλοί αναγνώστες χάνονται μέσα στα τόσα ονόματα και θεωρούν αυτήν την παρέλαση ονομάτων μία εκκεντρικότητα του συγγραφέα, μια εύκολη λύση όταν τα βρίσκει σκούρα να αρχίσει να ξεφορτώνεται τους χαρακτήρες. Όμως εκεί κρύβεται όλη η μαγεία – πόσοι από μας δεν έχουν ξεφορτωθεί διάφορους χαρακτήρες στην πορεία της ζωής τους; Ή δεν τους ξαναβρήκαν μπροστά τους όταν πίστεψαν ότι τους είχαν ξεφορτωθεί για πάντα; Ο Πύντσον επιλέγει συνειδητά να μην εμβαθύνει στους χαρακτήρες (όποιοι και αν είναι αυτοί) και έτσι ο αναγνώστης δεν νιώθει καμία ταύτιση. Με τι να ταυτιστώ, αναρωτιέται, με τον ιερέα που προσηλυτίζει τους αρουραίους των υπονόμων, με την ποντικίνα που ονειρεύεται να γίνει μοναχή, με τον κυνηγό αλιγατόρων; Μέσα από αυτά τα σπαράγματα χαρακτήρων όμως, ο Πύντσον οικοδομεί ένα σύμπαν συμπαγές και ενοποιητικό, όπου όλοι βρίσκονται σε κοινή μοίρα, ανθρώπινες φωνές που συγκροτούν έναν κόσμο πολύ οικείο, που παρανοεί, ελπίζει, παλεύει, παραιτείται, αγωνιά, αγαπάει, μισεί, ζει και πεθαίνει. Μετά τις αναγνώσεις των βιβλίων του, βγαίνεις στο κόσμο και αναπηδάς από έκπληξη με την ταύτιση των χάρτινων χαρακτήρων και των ανθρώπων που περπατούν δίπλα σου. Μια διαδρομή με το λεωφορείο μπορεί να αποδειχθεί πρωτόγνωρη εμπειρία!
 
Εντούτοις, η πολυπλοκότητα των βιβλίων του είναι όντως πολύπλοκη, δεν θα το αρνηθούμε! Δίνουν την εντύπωση ενός παζλ, λείπουν κομμάτια. Περισσότερο μου θυμίζουν ένα παιχνίδι που παίζαμε μικροί στις οθόνες αφής (τις παλιές, με τα κέρματα) όπου εμφανιζόταν μια μπερδεμένη φωτογραφία χωρισμένη σε τετράγωνα και εσύ μετακινώντας τα κομμάτια πάνω κάτω δεξιά αριστερά, προσπαθούσες να συναρμολογήσεις την εικόνα. Αυτή η αίσθηση είναι πολύ έντονη στα βιβλία του, στην αρχή δεν ξέρεις τι εικόνα βλέπεις, δεν έχεις ιδέα, μόνο προσπαθείς να απομνημονεύσεις τα ονόματα και να βρεις μερικές συνδέσεις αργότερα. Στην πορεία όταν καταφέρνεις να βγάλεις ένα νόημα νιώθεις ενθουσιασμένος! Μέχρι τότε όμως, ο Πύντσον φροντίζει να σε κρατά σε ένταση με την φαντασία του, με το χιούμορ του και τον όμορφο λόγο του. Αργότερα θα εμφανιστεί νέα θολή εικόνα (όταν ρίξεις άλλο κέρμα) και θα αρχίσει πάλι το παιχνίδι, ίσως να σου θυμίζει την προηγούμενη ίσως και όχι, δεν πρέπει να σε απασχολεί αυτό. Μην ψάχνεις την μεγάλη εικόνα όταν τελειώσεις το μυθιστόρημα, γιατί μάλλον θα απογοητευτείς. Μην ψάχνεις τον προορισμο γιατί δεν υπάρχει, αν ξεκινάς με τον προορισμό στο μυαλό σου, σίγουρα θα χαθείς στα μισά του δρόμου. Το βέβαιο είναι οτι τα βιβλία του Πύντσον είναι πολλαπλώς πολύπλοκα και δομημένα με έναν κώδικα και μια αρχιτεκτονική που έχει βαθύνοια και τελειότητα και δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό από αναγνώστες που θέλουν να μένουν στην επιφάνεια των γεγονότων του βιβλίου.

Είναι σαν να ζεις μες στο καλειδοσκόπιο ενός παράφρονα. Αυτή είναι μια φράση κάπως φαντεζί, ακατανόητη και περιπαικτική. Όποιος μπορεί όμως να στοχαστεί πάνω σε αυτή την φράση, θα έχει πλησιάσει τον πυρήνα των βιβλίων του Πύντσον. Επειδή ο ενθουσιασμός που εκφράζω προς αυτόν (δεν παίρνω ποσοστά, αλήθεια λέω!), ενδέχεται να έχει παρασύρει πόλλους αναγνώστες να αγοράσουν τα βιβλία του και τώρα να τους έχει αναγκάσει να βγουν στον δρόμο με μια σφεντόνα στο χέρι και ακροβολισμένοι να περιμένουν πότε θα πετάξω από μπροστά τους, θα κάνω μια ύστατη προσπάθεια να σώσω το τομάρι μου. Για κάθε επίδοξο αναγνώστη του Πύντσον, προτείνω να διαβάσει την παραπάνω φράση ως μια αντικειμενική αλήθεια: θα άντεχε να ζει (έστω και για τον έναν μήνα που θα διαρκέσει η ανάγνωση) μες στο καλειδοσκόπιο ενός παράφρονα;
 


Μια άλλη σπουδαία φράση από το V. είναι η εξής: Ποιος είμαι εγώ για να γνωρίζω τα κίνητρά μου; Καλά, θα πείτε, 600+ σελίδες αναγννωστικού αχταρμά για δυο φρασούλες! Ναι για δυο «φρασούλες», εκ των οποίων η πρώτη εκφράζει την λογοτεχνική ιδιοφυία του συγγραφέα και η δεύτερη, την βαθύτατη ανθρώπινη ουσία του αναγνώστη. Δεν αρκεί κάποιος να σου απομονώσει τις δυο φρασούλες, πρέπει να παιδευτείς για να τις κατακτήσεις, γι' αυτό άλλωστε διαβάζουμε λογοτεχνία. Η μετάφραση είναι υποδειγματική και ανήκει στον Προκόπη Προκοπίδη, ο Πύντσον έχει προκόψει μεταφραστικά και αυτό είναι κάτι ευτυχές για τους Έλληνες αναγνώστες. Για μένα ο Τόμας Πύντσον είναι ο πιο ευφυής συγγραφέας από όλους τους ζωντανούς που έχω κατά νου και από πολλούς πεθαμένους επίσης. Έπιασε με άνεση τον παλμό του 20ου αιώνα και θα μείνει κλασικός τουλάχιστον για καμιά 200αριά χρόνια ακόμα. Ένας αναγνώστης της εποχής του Τολστόι που διάβαζε εκείνη την εποχή Τολστόι, δεν είχε στο μυαλό του ότι διάβαζε έναν κλασικό του μέλλοντος. Και εδώ που τα λέμε δε θα είχε και καμιά σημασία αν το μάθαινε. Όπως δεν σημαίνει τίποτα για μένα που διαβάζω Πύντσον τώρα που ακόμα ζει. Όμως, όσοι πιστεύετε ότι έχει μια ρομαντική χροιά η αβάσιμη αυτή υποψία, να νομίζεις δηλαδή ότι «ανακάλυψες» έναν μελλοντικό κλασικό πριν αυτός εδραιωθεί ως τέτοιος, τότε, προσπαθήστε να διαβάσετε Πύντσον, είναι μια συνωμοσιολογική παραδοξότητα που και εκείνος σίγουρα θα απολάμβανε!

Για το τέλος, το καίριο απόσπασμα που συμπνυκνώνει καθένα από τα βιβλία του, σαν επιμύθιο μιας γοητευτικής αφήγησης και επινίκειο μιας σπουδαίας γλώσσας, που αποδεικνύει ότι ο Πύντσον δεν είναι μόνο αυτό, αλλά είναι κυρίως αυτό, μια εκκωφαντική εκδήλωση παρηγοριάς. 
 
[...] Μια ακατοίκητη πόλη είναι διαφορετική. Διαφορετική απ' ό,τι θα μπορούσε να δει ένας «φυσιολογικός» παρατηρητής που περιπλανιέται στο σκοτάδι – το οποιοδήποτε σκοτάδι. Αποτελεί κοινό αμάρτημα όσων δεν έχουν πραγματικές ψυχές, όσων δεν έχουν φαντασία, να μην αρκούνται σ' αυτό που έχουν. Η ψυχαναγκαστική τους τάση να συναθροίζονται, ο παθολογικός τους φόβος μήπως μείνουν μόνοι, εκτείνεται πέρα από το κατώφλι του ύπνου˙ κι έτσι, όταν στρίβουν στη γωνία – όπως είμαστε όλοι μας αναγκασμένοι να κάνουμε, όπως το κάναμε στο παρελθόν και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε στο μέλλον, κάποιοι συχνότερα από τους υπόλοιπους – συνειδητοποιούν πως βρίσκονται στο δρόμο... Ξέρεις ποιο δρόμο εννοώ, παιδί μου. Το δρόμο του 20ου αιώνα, το δρόμο που σε κάποια μακρινή στροφή του μας περιμένει – έτσι ελπίζουμε – μια αίσθηση οικειότητας και ασφάλειας. Χωρίς τίποτε να μας το εγγυάται. Βρισκόμαστε στη λανθασμένη άκρη του δρόμου, για λόγους που τους ξέρουν καλύτερα όσοι μας τοποθέτησαν εκεί. Αν μας τοποθέτησαν κάποιοι. Είναι πάντως ένας δρόμος που πρέπει να τον περπατήσουμε.
 
Υ.Γ. 2666   Η ανάρτηση πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ «Διαβάζοντας» και κλείνει μία σειρά αναρτήσεων σχετικών με τον Πύντσον. Είναι κάπως παράδοξο, αλλά η συγκεκριμένη πυντσονική ανάρτηση είναι από τις αγαπημένες μου (πάν' απ' όλα, μετριοφροσύνη!) και το βιβλίο, αν και πρωτόλειο, αποδεικνύεται για μένα, προιόντος του χρόνου, το πιο τρυφερό και ευαίσθητο.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !