Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Στης γοργόνας το φτερό


Μου αρέσει ο Μίλτος Πασχαλίδης. Μια ξαδέρφη μου με πειράζει, «Άσε με ρε, δεν τον μπορώ, τραγουδάει λες και κουβαλάει όλο το βάρος του κόσμου!». Και αν όντως το κουβαλάει; Μερικές φορές σκέφτηκα να αγοράσω κάποιο από τα βιβλία του, γι' αυτή την μικρή πιθανότητα να το κουβαλάει. Αυτό εξάλλου δεν αναζητούμε στην καλή λογοτεχνία; Έναν άνθρωπο να κουβαλάει όλο το βάρος του κόσμου; Στο συγκεκριμένο βιβλίο, τελικά, περιγράφει έναν άλλον που κουβαλάει το βάρος του κόσμου... ινσέψιο φάση. Γιατί ο Αλκαίος αποδεδειγμένα κουβαλούσε ολο το βάρος του κόσμου. Ποια Γιουροβίζιον μου τσαμπουνάς, OPA, νομίζω κάπου το έχασες. Ο Άλκης ρε, όχι ο Γιώργος! Με σύγχυσες τώρα! Τι τι τι τι τι τι ε τι τι δεν καταλαβαίνεις;

Ο Άλκης Αλκαίος είναι ψευδώνυμο και η Πάργα (του) ψευδότοπος – αυτό συνηθίζουν να κάνουν μερικοί σπουδαίοι δημιουργοί, μυθοποιούν τον εαυτό τους και τον τόπο των δημιουργικών τους φαντασιώσεων. Αλλά η απομυθοποίηση πάντα καραδοκεί, και στην περίπτωση της Πάργας, αυτό συμβαίνει συνήθως το πρώτο δεκαήμερο κάθε Ιουλίου! Η απομυθοποίηση του Αλκαίου από την άλλη, δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση, όσοι «τουρίστες» αναγνώστες ή/και κριτικοί κι αν παραθερίσουν γύρω του. Το ποιητικό του σύμπαν είναι περίκλειστο και ανοικτό συνάμα, και ο άνθρωπος-δημιουργός του ακριβώς το ίδιο. Ανοικτός (στο μέτρο του επιθυμητού) για τους φίλους του και περίκλειστος για τους υπόλοιπους. Η ζωή ενός δημιουργού δεν (πρέπει να) απασχολεί κανέναν, όταν το έργο του μπορεί να μιλήσει με επάρκεια εκ μέρους του – και στην περίπτωση του Αλκαίου αυτό γίνεται. Όπως υποστηρίζει και ο ίδιος ο Αλκαίος για τον Κώστα Καρυωτάκη, στο κριτικό του δοκίμιο που είχε γράψει όταν ήταν δεκαοχτώ χρονών: «Βέβαια, ο άνθρωπος Καρυωτάκης μπορεί να μας είναι άχρηστος. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο και για τον ποιητή. Ο δεύτερος μας χρειάζεται, το έργο του μας χρειάζεται. Γιατί είναι έργο αληθινό, και τα έργα τα αληθινά, η γνήσια ποίηση, εκφράζουν τον άνθρωπο τον αληθινό. Το άτομο και η περίσταση χάνονται. Τα διανοητικά αποβλαστήματα, όμως, μένουν και με τον χρόνο μεγαλώνουν και αποκτούν κύρος αδιάβλητο».

Το βιβλίο του Μίλτου Πασχαλίδη μάς μιλάει κυρίως για τον άνθρωπο Αλκαίο και όχι τόσο για τον δημιουργό – όχι, πως αυτό, είναι απαραίτητα και κακό. Είναι η ζώσα μνήμη του Άλκη εντός του, μια δεκαεξάχρονη και βάλε φιλία που τερματίστηκε με τον θάνατο του ποιητή. Είναι η καταγραφή μιας συναισθηματικής προσπάθειας (ή κατάστασης) του συγγραφέα να γνωρίσει στους αναγνώστες, που αγαπούν τα τραγούδια του Αλκαίου, λίγο από το άτομο και τις περιστάσεις εκείνες που τα γέννησαν – πράγματα, που σύμφωνα με όσα είπαμε παραπάνω με αφορμή τον Καρυωτάκη, χάνονται γρήγορα και στο τέλος μένει μόνο το αυθεντικό έργο. Επίσης, είναι ένα μονόπλευρο βιβλίο, χωρίς να φορτίζεται αρνητικά αυτή η λέξη, απλώς περιγράφει μια πραγματικότητα. Οι απαντήσεις του Αλκαίου φιλτράρονται μέσα από το μυαλό και το στόμα του Μίλτου Πασχαλίδη, και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάει ο αναγνώστης εκείνος που ενδεχομένως να θέλει να θεωρήσει το βιβλίο ως κάτι που δεν είναι, φερ' ειπείν, ως κριτικό δοκίμιο. 

«Σε περίμενε, ξέρεις. Εσένα και τον Σωκράτη – για σας τους δυο έλεγε – και κάθε φορά που τραγουδούσατε κάπου κοντά λαχταρούσε να περάσετε, έστω για μια βόλτα. Όλους σας περίμενε τα καλοκαίρια. Δεν ήρθε κανείς. Ποτέ. Πάντα κάτι σας τύχαινε. Ειδικά πέρσι το καλοκαίρι, που έφτασες μέχρι την Πρέβεζα, το είχε σίγουρο. Θα τον πάω για καφέ στα στέκια μου, έλεγε και ήταν ολόχαρος. Δεν ήρθες. Καταλαβαίνω, η δουλειά, η κούραση, το επιπλέον ταξίδι, Αλλά, γαμώτο, ωραία θα ήταν. Θα έπαιρνε μεγάλη δύναμη».
Λέξεις-σφαίρες. Ολόκληρο μυδράλιο.
Άχρηστη σπατάλη. Ήμουν ήδη κατάχαμα με το πρώτο:
Σε περίμενε.

Εγώ, συνόδευσα την ανάγνωση του βιβλίου, με το πρόσφατο αφιέρωμα που έκανε το περιοδικό «Μετρονόμος» (από όπου και το απόσπασμα το σχετικό με τον Καρυωτάκη, καθώς και όσα θα ακολουθήσουν), το οποίο σε μια αντίστροφη πορεία, αγνοεί το άτομο και τις περιστάσεις και επικεντρώνεται στο αληθινό έργο του ποιητή. Είναι τελικά ο Άλκης Αλκαίος, ποιητής; Σύμφωνα με τον ίδιο, όχι! «Πιστεύω ότι δεν γράφω ποίηση, γράφω στίχο, και θα το εξηγήσω. Αυτός που γράφει ποίηση έχει έναν αφηρημένο αποδέκτη. Εγώ ξεκίνησα να γράφω έχοντας συγκεκριμένο αποδέκτη τον Θάνο Μικρούτσικο, που σημαίνει ότι ταυτίζομαι με την αισθητική του, ταυτίζομαι με τα όσα έχει πει για την λαϊκότητα στην τέχνη, για τον λαϊκισμό και όλα αυτά τα συναφή, και του δίνω κάτι το οποίο το επεξεργάζεται και βγαίνει ένα τραγούδι. Αυτό σημαίνει ότι δεν έχω καμιά σχέση με την ποίηση αυτή καθεαυτή, με την έννοια ότι γράφω για κάποιον συγκεκριμένο αποδέκτη». Ό,τι παλαβά και αν ισχυριζόταν ο Αλκαίος, ποιος τον πιστεύει πια; Είπαμε, το άτομο και οι περιστάσεις μετά από λίγο χάνονται και μένει το αληθινό έργο του αληθινού ποιητή! Γι' αυτό και πρέπει όσο το δυνατόν γρηγορότερα, να εκδοθεί επιτέλους μία συγκεντρωτική συλλογή των ποιημάτων του, κριτική κατά προτίμηση, ευχαριστώ. 

Από τους πιο όμορφους ποιητές μας, με αξιοθαύμαστη τεχνική αρτιότητα, βαθιά πολιτικοποιημένος, ερωτικός, με μια ευαισθησία που σχεδόν σε πληγώνει, και μια συμπύκνωση εικόνων και σκέψεων που ξανοίγονται ατρόμητα στ' ανοιχτά του λόγου. Σκεφτείτε για μια στιγμή, πόσοι καλλιτέχνες φέρουν την πολιτική τους στράτευση ως στίγμα μέσα στα έργα τους – τις περισσότερες φορές, αναίτια, ύπαρχουν όμως και κάποιες περιπτώσεις που όντως αποτελεί στίγμα, για την καλλιτεχνική τους αξία. Ωστόσο, αρκετές φορές, αυτή η πολιτική στράτευση ενοχλεί γιατί καπελώνει κάπως το αισθητικό αποτέλεσμα (με τα καλλιτεχνικά και πολιτικά γούστα του καθενός, πάντα). Στην ποίηση του Άλκη Αλκαίου με συναρπάζει ο τρόπος που παίρνει πολιτική θέση (στιβαρή και ενίοτε, ακραία πολεμική) με τον πιο όμορφο αισθητικό τρόπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων ποιημάτων αποτελεί η (μοναδική) ποιητική συλλογή «Εμπάργκο», που μέρος αυτής, μελοποιήθηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο το 1982. Αυτή είναι η πρώτη στιχουργική περίοδος του Αλκαίου, πιο τραχιά και σπηλαιώδης (...) άμεσα συνδεδεμένη με το ιστορικό του παρελθόν, την ιδεολογία και τα αναγνώσματά του, σύμφωνα με το κατατοπιστικό άρθρο του Σπύρου Αραβανή. Σε ένα ακόμα σημαντικό κριτικό άρθρο, του Ηρακλή Οικονόμου αυτή την φορά, αναλύονται οι ιστορικές συνδηλώσεις και οι κοινωνικές προεκτάσεις μερικών σπουδαίων και πασίγνωστων ποιημάτων του «Εμπάργκο» αλλά και μεταγενέστερων ποιημάτων που «εκδόθηκαν» κατευθείαν σε δίσκους (Φλεβάρης 1848, Γαμμαγραφία, Μες στο χημείο του Μαγιού, Κακόηθες μελάνωμα, Ερωτικό, Πόρτο Ρίκο, Ρόζα). 

Αυτή η ιστορική και κοινωνική συνοδοιπορία του ανθρώπου Αλκαίου με την δημιουργική και καινοτόμα ποίηση του καλλιτέχνη Αλκαίου, δίνουν ένα αποτέλεσμα που σε αφήνει άναυδο. Το πεζό του ποίημα «Σβετλάνα» που δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη στις 25/9/1977, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο άρθρο της Μαρίας Γεωργιάδου – μιας κατ' εμέ σημαντικής κριτικού που καλό είναι να την έχουμε από κοντά στο μέλλον, γιατί όπως λέει ο σοφός λαός... Κράτα τους φίλους κοντά σου και τους «εχθρούς» πιο κοντά σου! – που αναλύει το μοτίβο της ανατολής στο έργο του Αλκαίου (από τα πιο εμμονικά μοτίβα του ποιητή) γράφει το εξής: 

[...] Στην πλειονότητα όμως των στίχων όπου εντοπίζεται, το νόημα που λαμβάνει το μοτίβο της ανατολής είναι σταθερά μεταφορικό και συμβολικό. Η ανατολή έπεται της νύχτας και το φως του σκοταδιού, σε μια εικόνα που υποδηλώνει το τέλος μιας δύσκολης, ζοφερής εποχής και την απαρχή μιας νέας, φωτεινότερης, που δικαιώνει τις προσδοκίες, την αναμονή ή και τους αγώνες του ποιητικού υποκειμένου. Η νέα αυτή εποχή σε ορισμένες περιπτώσεις αφορά στο προσωπικό επίπεδο, σε άλλες στο κοινωνικό – εδώ η «ανατολή» συμβολίζει την κοινωνική αλλαγή –, ενώ υπάρχουν στίχοι όπου προσωπικό και κοινωνικό διαπλέκονται σκόπιμα, χωρίς να μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό ποιο από τα δύο κυριαρχεί.
Ο συμβολικός αυτός χαρακτήρας του μοτίβου της αυγής εντοπίζεται ήδη στο ποίημα «Σβετλάνα» (...)
 
Τούτο το πρωί μάς ζωογόνησε / με καινούργια σχέδια
 
και
 
Τούτο το πρωί κάτι άλλαξε μέσα μας / κάτι πέθανε, κάτι γεννήθηκε
 
Εκτός από το μοτίβο της ανατολής, στο ποίημα δεσπόζουσα θέση κατέχει και το μοτίβο του φωτός, το οποίο λειτουργεί συνεκτικά. Χαρακτηριστικοί είναι οι τρεις τελευταίοι στίχοι: Τούτη η μελωδία, Σβετλάνα / είν' η ανάσα του λαού μου που πορεύεται / Φως εκ Φωτός Σου. Ακόμη και η επιλογή του ονόματος «Σβελτάνα» δεν είναι τυχαία, καθώς στα ρώσικα σημαίνει «Φωτεινή». Μεταλαμπάδευση του σοσιαλιστικού οράματος από τη Σοβιετική Ένωση στην πατρίδα του ποιητικού «εγώ», ελπίδα και πίστη, σε ένα τραγούδι φωτεινό κι αισιόδοξο, όπου η πολυπόθητη ανατολή είναι παρούσα και προαναγγέλλει ένα ακόμη λαμπρότερο μέλλον.
  
Ξαναγυρνώντας στο βιβλίο του Πασχαλίδη, να προσθέσω ότι συνοδεύεται από ένα cd με μελοποιήσεις ανέκδοτων και μη ποιημάτων που αναφέρονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μέσα στο βιβλίο. Επίσης, η αφήγηση του Μίλτου ενέχει μία διακριτική και αυτοσαρκαστική αίσθηση του χιούμορ που με έπεισε να διαβάσω και ένα «ολόδικό» του βιβλίο. Όσον αφορά την έκδοση, θα την περιγράψω με δυο λόγια που μπορούν να καταλάβουν όλοι... αισθητική Λιβάνη... και είναι τουλάχιστον κρίμα όταν φιλοξενείται (έστω και εξ αντανακλάσεως) ένας σπουδαίος ποιητής με τόσο υψηλό αίσθημα αισθητικού καθήκοντος! Για το τέλος, δανείζομαι τον καταφατικό στίχο του Αλκαίου, και τον μετατρέπω σε ερώτηση, ελπίζω όχι ρητορική. Είναι παράταιρη εποχή να βρει το δίκιο του ένας στίχος;


Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης είναι και τίτλος ποιήματος του Αλκαίου, εξόχως καββαδιακού. Είτε γιατί ο Νίκος Καββαδίας αποτέλεσε συγγραφική του επιρροή είτε γιατί ήθελε να «καλοπιάσει» τον Θάνο Μικρούτσικο (όπως θεωρήθηκε από κάποιους, ασαφώς αλλά ίσως όχι και αστόχως) που τότε ασχολούνταν με τον δίσκο «Σταυρός του Νότου». Όμως το ξανάπαμε πολλάκις και ελπίζω να μην χρειαστεί να το επαναλάβουμε σε αυτή την ανάρτηση... το άτομο και οι περιστάσεις...!!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !