Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου

 
 
 
Όσοι έχετε ένα σχετικό πάθος με το σκάκι, σίγουρα θα έχετε συναντήσει το όνομα του Μαρσέλ Ντυσάν (Marcel Duchamp), είτε σε φωτογραφίες όπου απεικονίζεται ο ίδιος να παίζει σκάκι είτε σε μερικές δημιουργίες του που έχουν ως θέμα το δημοφιλές αυτό παιχνίδι. Όσοι πάλι, έχετε πάθος με την λογοτεχνία, αν ανατρέξετε στο εξώφυλλο της «Σκακιστικής νουβέλας» από τις εκδόσεις Άγρα, θα ευτυχήσετε να κάνετε μια πρώτη γνωριμία μαζί του!

Διαβάζοντας τις συνεντεύξεις που έδωσε ο Μαρσέλ Ντυσάν στον Πιερ Καμπάν (Pierre Cabanne) το 1966, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, παρατήρησα μία συχνότατη αναφορά σε φράσεις όπως: «ήταν διασκεδαστικό», «με διασκέδασε πολύ», «ήταν κάπως αδιάφορο», «μου φάνηκε εντελώς αδιάφορο». Αυτές οι φράσεις περικλείουν την ηθική στάση του Μαρσέλ Ντυσάν, που κράτησε όλη του την ζωή, «ένας από τους πλέον ευφυείς καλλιτέχνες του 20 αιώνα», σύμφωνα με την γνώμη του Αντρέ Μπρετόν. 

Jeune homme triste dans un train [Θλιμμένος νεαρός άντρας μέσα σ' ένα τρένο], 1911

Ξεκίνησε ως ζωγράφος την περίοδο του Φωβισμού και του Κυβισμού αλλά αποξενώθηκε γρήγορα από τα παραδοσιακά μέσα όταν κατάλαβε ότι όλη η ζωγραφική τέχνη αποτελούσε μια οπτική γλώσσα – τη γλώσσα του αμφιβληστροειδούς! Συμπορεύτηκε με τους Σουρεαλιστές, σε μια παράλληλη πορεία, οι οποίοι προσπάθησαν κάπως να ξεφύγουν από την αμφιβληστροειδή γλώσσα. 
 

Le Grand Verre [Το μεγάλο γυαλί], 1915-1923

Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Ντυσάν επινόησε έναν νέο τρόπο προσέγγισης, χρησιμοποιώντας το γυαλί ως επιφάνεια δημιουργίας αντί του μουσαμά, πάνω στον οποίο τα χρώματα ατονούν και βρομίζουν με το πέρασμα των χρόνων. «Το Μεγάλο Γυαλί ήταν μια άρνηση κάθε αισθητικής, με την συνηθισμένη έννοια της λέξης».
 
Air de Paris [Αέρας Παρισιού], 1919

Ο Μαρσέλ Ντυσάν είναι περισσότερο γνωστός για τις δημιουργίες ready-made, βιομηχανικά έτοιμα προϊόντα όπου με κάποιες φράσεις ενσωματωμένες πάνω τους, «επιθυμεί την μεταφορά της σκέψης του θεατή σε άλλες σφαίρες που έχουν περισσότερη σχέση με τον λόγο». Με εντυπωσίασαν πολύ οι φράσεις-λογοπαίγνια (αποτελέσματα των σουρεαλιστικών παιχνιδιών που πραγματοποιούνταν συχνά στις συναντήσεις των Σουρεαλιστών) που συνοδεύουν τα ready-mades, όπου πράγματι, ταξιδεύουν το θεατή σε άλλες νοητικές σφαίρες. Τα λογοπαίγνια λειτουργούν μόνο στην γαλλική γλώσσα, αλλά υπάρχουν μέσα στο βιβλίο, πολλές επεξηγήσεις του μεταφραστή, όπου πετυχαίνει μια κάποια συνάφεια με την ελληνική γλώσσα. 
 
Why not Sneeze Rose Selavy? [Γιατί να μην φτερνιστείς ; η ζωή είναι ρόδινη], 1921

Ο Ντυσάν συνήθιζε να αναφέρεται στις δημιουργίες του με την λέξη πράγματα. Όπως ο ίδιος αναφέρει, η λέξη «art» προέρχεται από τα Σανσκριτικά και σημαίνει «κάνω»! Ο Μαρσέλ Ντυσάν έκανε πράγματα που τον διασκέδαζαν (γι' αυτό και οι τόσες αναφορές της λέξης «διασκεδάζω»), αδιαφορώντας (να και η έτερη λέξη!) για το νόημα που κανονικά θα έπρεπε να φωλιάζει στα έργα του. Δεν αποδεχόταν τον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη ο οποίος είναι υποχρεωμένος να κάνει κάτι, που θεωρεί ότι οφείλει τον εαυτό του στο κοινό. Υπήρξε ένας αντι-καλλιτέχνης, βαθιά καλλιτεχνικός. «Προτιμώ να ζω, να αναπνέω, παρά να δουλεύω. Δεν θεωρώ ότι η δουλειά που έκανα θα έχει μια οποιαδήποτε σημασία από κοινωνική άποψη στο μέλλον. Επομένως, αν θέλετε, η τέχνη μου είναι να ζω˙ κάθε δευτερόλεπτο, κάθε ανάσα είναι έργο που δεν γράφεται πουθενά, που δεν είναι ούτε ορατό ούτε εγκεφαλικό. Είναι ένα είδος μόνιμης ευφορίας». 
 



Η έκδοση της Άγρας είναι πολυτελής, με δεκάδες ιλουστρασιόν φωτογραφίες των «πραγμάτων» του Ντυσάν για τα οποία γίνεται λόγος στο κείμενο της συνέντευξης καθώς και επίμετρο, με επιλεγμένα κείμενα καλλιτεχνών από το κύκλο των Σουρεαλιστών. Μετά την ανάγνωση, αρκεί να πείτε, «Με διασκέδασε πολύ!» ή «Μου φάνηκε εντελώς αδιάφορο!» Είναι σίγουρο ότι, ο Μαρσέλ Ντυσάν, θα συμφωνούσε με οποιαδήποτε από τις δύο γνώμες!

Υ.Γ. 2666 Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις Βολτίτσες. Το ready-made που παρουσιάζεται εκεί είναι δικής μου εμπνεύσεως και σκουριάζει με βραδύτητα στην αυλή μου. Έχω κάνει αμέτρητες κινήσεις με τα φλυτζανάκια του καφέ και τα ποτήρια του νερού. Ο Βασιλιάς έκαψε την γλώσσα του από τον ζεστό καφέ, η Βασίλισσα λέρωσε το θεσπέσιο φόρεμά της, οι Πύργοι στάθηκαν έκθαμβοι μπροστά στην επιβλητικότητα ενός μπουκαλιού με κρασί και τα άλογα ξεδίψασαν πάνω από το χείλος των ποτηριών. Η αναγνωστική παρτίδα χάνεται ή κερδίζεται με κάθε νέα αυγή. 

Σχόλια

  1. Το πιόνι, Κ. Καβάφης (1863- 1933)

    Πολλάκις βλέποντας να παίζουν σκάκι
    ακολουθεί το μάτι μου ένα Πιόνι
    οπού σιγά, σιγά τον δρόμο βρίσκει
    και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
    Με τέτοια προθυμία πάει στην άκρη
    οπού θαρρείς πως βέβαια εδώ θ’ αρχίσουν
    η απολαύσεις του κ’ η αμοιβές του.
    Πολλαίς στον δρόμο κακουχίαις βρίσκει.
    Λόγχαις λοξά το ρίχνουν πεζοδρόμοι·
    τα κάστρα το χτυπούν με ταις πλατειαίς των
    γραμμαίς· μέσα στα δυο τετράγωνά των
    γρήγοροι καβαλλάρηδες γυρεύουν
    με δόλο να το κάμουν να σκαλώση·
    κ’ εδώ κ’ εκεί με γωνιακή φοβέρα
    μπαίνει στον δρόμο του κανένα πιόνι
    απ’ το στρατόπεδο του εχθρού σταλμένο.
    Αλλά γλυτώνει απ’ τους κινδύνους όλους
    και στην υστερινή γραμμή προφθαίνει.
    Τι θριαμβευτικά που εδώ προφθαίνει,
    στην φοβερή γραμμή την τελευταία·
    τι πρόθυμα στον θάνατό του αγγίζει!
    Γιατί εδώ το Πιόνι θα πεθάνη
    κ’ ήσαν οι κόποι του προς τούτο μόνο.
    Για την βασίλισσα, που θα μας σώση,
    για να την αναστήση από τον τάφο
    ήλθε να πέση στου σκακιού τον άδη.

    (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)





    Το Σκάκι, Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899-1986)

    Ασθενικός βασιλιάς, λοξός αξιωματικός, φρενιασμένη
    βασίλισσα, πύργος ευθύς, πολυμήχανος στρατιώτης
    απάνω στην ασπρόμαυρη πορεία
    ψάχνει ο ένας τον άλλο και συγκρούονται σ’ επίμονη μάχη.

    Δεν ξέρουν πως το σίγουρο χέρι
    του παίχτη τους ρυθμίζει τη μοίρα,
    δεν ξέρουν πως μια τρομαχτική νομοτέλεια
    ελέγχει τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους.

    Αλλά κι ο ίδιος ο παίχτης είναι αιχμάλωτος
    (η έκφραση είναι του Ομάρ) μιας άλλης σκακιέρας
    με μαύρες νύχτες και άσπρες μέρες.

    Ο Θεός κινάει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
    Μα άραγε ποιος Θεός, πίσω από το Θεό, κινάει το νήμα
    της σκόνης και του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;

    (μετ. Δημήτρης Καλοκύρης)





    Τ᾿ ἄλογο τοῦ σκακιοῦ

    «Προσεκτικὸ κι ἀσάλευτο, βουβὸ κι ἀφαιρεμένο,
    στὸ μαῦρο ἢ τ᾿ ἄσπρο, ὑπάκουο, πηδάει καὶ περιμένει.
    Στὸ μαῦρο ἢ τ᾿ ἄσπρο, ἀσάλευτο, βαθειὰ συλλογισμένο,
    τὸ σκυθρωπὸ κι ἀμίλητο παιχνίδι λογαριάζει.

    Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη, κι ἄλλη σκέψη.
    Τριγύρω οἱ ξύλινοί του ἐχθροὶ κι οἱ ἐπίβουλοι σκοποί τους.
    Τὶ νὰ σκεφτεῖ, νὰ σοφιστεῖ καὶ τί νὰ λογαριάσει;
    Μὲς τὰ στενὰ τετράγωνα ἐσώθηκεν ἡ σκέψη
    κι ἔγινε πιὰ μονότονη καὶ γνώριμη ἡ ζωή του.

    Μιὰ κίνηση, ἄλλη κίνηση, μιὰ σκέψη, ἡ ἴδια σκέψη!
    Τὸ σιωπηλὸ παιχνίδι του μετρᾶ καὶ λογαριάζει,
    μὰ ὅμως τὸ ξέρει πὼς γραφτὸ σ᾿ ὅλη εἶναι τὴ ζωή του,
    νὰ ὁρμᾶ μέσα στοὺς ξύλινους ἐχθρούς του καὶ νὰ πέφτει,
    στὸ μαῦρο ἢ στ᾿ ἄσπρο, ἡρωικά, κοντὰ στὸ βασιλιά του».

    Μιχαήλ Στασινόπουλος



    ΥΓ. Ωραία η Σκακιστική νουβέλα.
    Νουβέλα για Scrabble έχει γραφτεί;

    ΥΓ451. Μην έχοντας άλλον τρόπο, διάλεξα την ποιητική οδό, για να σχολιάσω.
    https://www.youtube.com/watch?v=KUm9cWB5m1k

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τα είπατε όλα! Δώσατε ματ με έναν υπέροχο συνδιασμό ποιημάτων!!

      Εγώ το μόνο που θα προσθέσω είναι το εξής: χρησιμοποιώντας ως όχημα το σκάκι, ένα σύμβολο με παγκόσμια γλώσσα, όλοι οι ποιητές φανέρωσαν με σαφή τρόπο την ποιητική τους δυναμική αλλά και την προσωπική τους κοσμοθεωρία -- ο Αναγνωστάκης με την αγωνιστικότητά του αλλά και την πικρία για τους χαμένους αγώνες, ο Μπόρχες με την εμμονή του με τον χρόνο και το όνειρο και ο Καβάφης με την λεπτότατη ειρωνεία του που συμπνυκώνει στο ταπεινό πιόνι μια ολάκερη ανθρώπινη ζωή (για τον Στασινόπουλο δεν έχω άποψη). Ειδικά το ποίημα του Καβάφη το λατρεύω... πόσο Καβαφικό!! :)

      Νουβέλα για το σκραμπλ δεν έχω κατά νου, νουβέλα με τίτλο Σκράμπλ όμως, έχω. Την συναντώ συνεχώς στο βιβλιοπωλείο (http://www.protoporia.gr/skrampl-p-261823.html) και τώρα που ξανακοιτάω το οπισθόφυλλο, γιατί να μην την αγοράσω για την πάρτη μου;; Πάντως, λατρεύω και το σκραμπλ -- αρκύ να πέζο με άτομα που ξαίρουν σοστά ελοινυκά!!

      Υ.Γ. 451 (αλήθεια πόσοι βαθμοί Κελσίου είναι;) Φυσικά, διαθέτετε και έναν άλλο τρόπο. Να μην σχολιάσετε καθόλου! Δε σας το προτείνω όμως, απλώς σας το υπενθυμίζω.

      Διαγραφή
  2. Και απορίες λύνουμε. Και μπρίκια κολλάμε, άμα λάχει.

    232,7 βαθμούς Κελσίου – τόσο είναι στα καθ’ ημάς τα 451 Φάρεναϊτ.
    Τουτέστιν, 451 βαθμοί Φαρενάιτ – περίπου 233 βαθμοί Κελσίου. (Λένε οι επαΐοντες των μετατροπών).

    [Ήγουν, τουτέστι, δηλαδή, με άλλα λόγια, ήτοι
    η Αφροδίτη είσαι συ, εσ’ είσ’ η Αφροδίτη.
    ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ]

    ΥΓ.1934 (Αλμπέρτο Μοράβια)
    Είστε για μια παρτίδα σκραμπλ με άρηστα αιλινηκά;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν γνώριζα το βιβλίο του Μοράβια, ευχαριστώ για την πληροφορία. Έχω διαβάσει μόνο "Τα διηγήματα που σκόρπισαν στον δρόμο" τα οποία βρήκα θαυμάσια. Κάτι στον Μοράβια μού αρέσει πολύ. Και κυρίως το όνομά του, δεν ξέρω πόσο συνηθισμένο είναι το όνομα ''Αλμπέρτο Μοράβια" στην χώρα του, όμως μοιάζει ιδιαζόντως λογοτεχνικό, σχεδόν ψευδώνυμο (μωρέ λες;).

      Πώς θα παίξουμε σκραμπλ; Για πείτε. Όσο να πεις, δεν μπορείς να παίξεις δια αλληλογραφίας, όπως θα συνέβαινε αν επιλέγατε το σκάκι (πέρα και πίσω από την πλάκα, αυτό το σκάκι δια αλληλογραφίας μού φάνταζε πάντα πολύ χρονοβόρο αλλά και ιδιαίτερα ελκυστικό σαν ιδέα -- τώρα με το διαδίκτυο, καταποντίστηκε).

      Διαγραφή
    2. Σωστά μαντέψατε. Alberto Moravia, ψευδώνυμο του Alberto Pincherle.
      Έχω διαβάσει από παλιά το "Εγώ κι αυτός", που το είχα βρει ευρηματικό και έξυπνο και μετά ακολούθησε το πολύ ενδιαφέρον "1934", έτος γέννησης αγαπημένου μου προσώπου, και τέλος "Ο άνθρωπος που κοιτάζει". Στον κινηματογράφο έχω δει την "Περιφρόνηση" (Γκοντάρ) και τον "Κομφορμιστή" (Μπερτολούτσι) βασισμένα στα ομώνυμα βιβλία του.

      Η ερώτηση για το σκραμπλ ήταν ρητορική. Δεν έχω να προτείνω κάτι. Η αδερφή μου παίζει διαδικτυακό σκραμπλ παθιασμένα, αλλά υποθέτω ότι κάθε φορά έχει τυχαίους και όχι συγκεκριμένους αντιπάλους.

      Διαγραφή
    3. Τώρα που το λέτε, το επιβεβαίωσα και εγώ. Είναι ψευδώνυμο. Ίσως να το είχα διαβάσει και να μην το θυμόμουν. Όμως, κάθε φορά που βλέπω το όνομα "Αλμπέρτο Μοράβια" σκέφτομαι, τι ωραίο λογοτεχνικό ψευδώνυμο! Θέλω να διαβάσω τον Κομφορμιστή αλλά δεν με εμπνέουν πολύ οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Πάντως, χάρη σε σας, θα στρέψω ξανά το ενδιαφέρον μου προς αυτόν.

      Αν είναι κάποιος καλαίσθητος ιστότοπος και όχι μια πλατφόρμα τύπου zoo.gr, τότε θα έχει ενδιαφέρον. Όπως συμβαίνει και με το σκάκι, μπορείς να παίξεις και με συγκεκριμένους παίκτες, αρκεί να έχουν φτιάξει ηλεκτρονικό λογαριασμό. Αν δεν σας κάνει κόπο, ρωτήστε την αδερφή σας να μάθουμε λεπτομέρειες.

      Διαγραφή
  3. Σας αγαπάω και τους δυο!Ναι,για παίξτε ένα σκραμπλάκι,θα είστε φοβεροί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Να παίξουμε όλοι μαζί! Άραγε Βιβή θα σου φτάνουν μόνο 7 γράμματα για να συνθέσεις λέξη; :-p

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !