Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

DIE (BERN)HARD


Θα ξεκινήσω από το συμπέρασμα: αυτός ο συγγραφέας είναι πολύ σκληρός για να πεθάνει! Υπάρχουν συγγραφείς που μας είναι αγαπητοί για διάφορους λόγους, που κατά περιόδους τους αποκαλούμε αγαπημένους χωρίς να θέλουμε να εξηγήσουμε περισσότερα. Οι “αγαπημένοι” ενέχουν και μια υποψία τρυφερότητας, όμως εκείνοι που πραγματικά συνταράσσουν τον κόσμο μας πρέπει να είναι ολίγον οχληροί, μισητοί και προσβλητικοί. Πάντοτε, μου προκαλούσε θυμηδία η φράση “Αυτός ο συγγραφέας άλλαξε την ζωή μου!”, ίσως γιατί άκουγα τα ονόματα των συγγραφέων και κατ' επέκταση σχημάτιζα εντελώς προκατειλημμένος, μια εντύπωση για την ζωή (που μόλις είχε αλλάξει!) του αναγνώστη. Γενικά, θεωρούσα την φράση κάπως υπερβολική, να συμβάλει στην αλλαγή της ζωής μου, ναι, αλλά να αποτελέσει το σημείο καμπής, το μέγα γεγονός, αυτό με ενοχλούσε, ένιωθα κάπως χειραγωγημένος, θλιβερή μαριονέτα, καταλαβαίνετε!


Ο Τόμας Μπέρνχαρντ δεν αποτέλεσε εξαίρεση, αν και συνέβαλε πιο δραστικά στην “αλλαγή”, γιατί όπως συνήθως λέγεται για τα εξελιγμένα αναλγητικά, ήταν διπλής δράσεως! Η περίπτωση Μπέρνχαρντ είναι ιδιάζουσα γιατί καταφέρνει να γίνει ενοχλητικός και με τον τρόπο γραφής του αλλά και με τα γραφόμενά του. Ας ξεκινήσουμε όμως με τα εξωτερικά στοιχεία της γραφής του: ο λόγος του είναι τόσο χειμαρρώδης που θα σταματήσει μόνο στην τελευταία τελεία! Μην αυταπατάσαι, δεν ελέγχεις εσύ την ροή του λόγου, εκείνη σε ελέγχει, και αν νομίζεις ότι βγήκαμε για βαρκάδα, καλύτερα κατέβα πριν αρχίσει η ταραχή! Γι' αυτό εξάλλου και δεν χρειάζονται οι παράγραφοι! Η απουσία τους γίνεται οδυνηρά ενοχλητική όταν έρθει η ώρα να σταματήσεις την ανάγνωση για λόγους φυσικής αναγκαιότητας, θες να κοιμηθείς και το κείμενο σε περιπαίζει, γελάει μαζί σου, με την ανημπόρια σου, άντε στο διάολο, κρεμόμουν εξαντλημένος στην πρώτη τελεία της αριστερής σελίδας και έκλεινα το βιβλίο με θυμό. Τα βιβλία του έχουν εκατοντάδες επαναλήψεις λέξεων και ολόκληρων φράσεων, που προσδίδουν μια απίστευτη μουσικότητα και ρυθμό στο κείμενο, σχεδόν ακούς μουσική.

Σχεδόν όλα τα βιβλία είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, έτσι ώστε έχεις την εντύπωση πως ό,τι λέγεται απηχεί τις απόψεις του ίδιου του συγγραφέα. Αυτή η εντύπωση ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Μπέρνχαρντ σπάνια αναφέρει (μπορεί και καθόλου) το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα, νομίζοντας ότι δεν δανείζει φωνή σε κανέναν, απλώς κάθεται και μας αραδιάζει τα πιστεύω του! Αυτό μπορεί να είναι θανάσιμη παγίδα για άλλους συγγραφείς, στον Μπέρνχαρντ όμως είναι απαράμιλλα γοητευτικό. Τα αποσπάσματα που μπορείς να επιλέξεις είναι πάμπολλα, αν και καταλαβαίνεις αμέσως ότι, έτσι κολοβό καθώς είναι, χάνει μεγάλο μέρος της γοητείας που του πρόσφερε η συνεκτικότητα που είχε με το προηγούμενο κείμενο καθώς και εκείνη που θα έχει με το επόμενο. Επέλεξα ένα απόσπασμα από την αρχή του βιβλίου (μιλάω για τον "Αφανισμό", που διάβασα τελευταίο) γιατί το βρήκα επίκαιρο με την ηλίθια μόδα των selfie που επικρατεί τελευταία.



...περιφρονώ τους ανθρώπους που διαρκώς φωτογραφίζουν και όλην την ώρα περιδιαβαίνουν με τη φωτογραφική τους μηχανή κρεμασμένη στον λαιμό. Διαρκώς αναζητούν ένα θέμα και φωτογραφίζουν τα πάντα ανεξαιρέτως, ακόμα και τα πιο ανόητα. Διαρκώς δεν έχουν τίποτα άλλο στο μυαλό τους παρά μόνο να ποζάρουν και πάντοτε όσο αποκρουστικότερα γίνεται, πράγμα που όμως οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούν. Φυλακίζουν στις φωτογραφίες τους ένα διεστραμμένα παραμορφωμένο κόσμο, που δεν έχει τίποτε κοινό με τον πραγματικό εκτός απ' αυτήν την διεστραμμένη παραμόρφωση, για την οποία ευθύνονται οι ίδιοι. Το φωτογραφίζειν είναι μια ποταπή μανία, που έχει αγκαλιάσει σιγά σιγά ολόκληρη την ανθρωπότητα, επειδή η ανθρωπότητα είναι όχι μόνο ερωτευμένη αλλά ξετρελαμένη με την παραμόρφωση και τη διαστροφή, και πράγματι, φωτογραφίζοντας, αντιλαμβάνεται με τον καιρό ως πραγματικό τον παραμορφωμένο και διεστραμμένο κόσμο. Οι φωτογραφίζοντες διαπράττουν ένα από τα ποταπότερα εγκλήματα που μπορούν να διαπραχθούν, αφού στις φωτογραφίες τους κάνουν τη φύση διεστραμμένη γκροτέσκα εικόνα. Οι άνθρωποι είναι στις φωτογραφίες τους γελοίες, διεστραμμένα αγνώριστες, ναι, ακρωτηριασμένες κούκλες, που τρομαγμένες κοιτάζουν απλανώς τον ποταπό φακό τους, αμβλύνοα, αντιπαθητικά. Το φωτογραφίζειν είναι ένα χαμερπές πάθος, που έχει αγκαλιάσει όλες τις ζώνες της γης και όλα τα στρώματα του πληθυσμού, μια αρρώστια, από την οποία πάσχει ολόκληρη η ανθρωπότητα και από την οποία δεν πρόκειται ποτέ πια να γιατρευτεί. 

Η πλοκή των βιβλίων του είναι μηδαμινή, η γραφή και η ανάγνωσή τους είναι μόνο εγκεφαλική, οι εικόνες που δημιουργούνται είναι ελάχιστες. Ο Μπέρνχαρντ ασκεί μια έντονη κριτική προς πάσα κατεύθυνση, καθιερώνει μια πολεμική, συντάσσει ένα πολιτικοκοινωνικό μανιφέστο. Όπως ο Τζόυς τα έβαλε με την μισητή του Ιρλανδία, έτσι και ο Μπέρνχαρντ τα βάζει πρώτα με τα του (κάποτε αυτοκρατορικού) οίκου του για να μπορεί στην συνέχεια ανενόχλητος να τα βάλει με όλον τον κόσμο! Η Αυστρία και η μόνιμη κατάπτωσή της αποτελεί το μόνιμο θέμα του. Η οικουμενικότητα όμως των σκέψεών του θα αγγίξει πολλούς ανθρώπους ανά τον κόσμο, και όχι μόνο τους Αυστριακούς, για τους οποίους εξάλλου, αμφιβάλλει αν μέσα στην αμβλύνοιά τους μπορούν να καταλάβουν το οτιδήποτε!

...ζούμε πάντοτε με την πλάνη ότι, όπως έχουμε εξελιχθεί εμείς, άσχετα προς τα πού, έχουν εξελιχθεί και οι άλλοι, μα αυτό είναι πλάνη, οι περισσότεροι έχουν μείνει στάσιμοι και δεν έχουν καθόλου εξελιχθεί, ούτε προς την μία ούτε προς την άλλη κατεύθυνση, δεν είναι ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, έχουν μόνο γίνει γέροι και, με τούτο, στον ύψιστο βαθμό αδιάφοροι. Πιστεύουμε ότι θα αιφνιδιαστούμε από την εξέλιξη ενός ανθρώπου που έχουμε πολύ καιρό να τον δούμε, μα, όταν τον ξαναβλέπουμε, αιφνιδιαζόμαστε μόνο από το ότι δεν έχει εξελιχθεί καθόλου, από το ότι είναι μόνο κατά είκοσι χρόνια πιο γέρος και αντί να έχει καλή μορφή, έχει τώρα χοντρή κοιλιά και μεγάλα κακόγουστα δαχτυλίδια στα χοντρά δάχτυλα, που μας φαίνονταν κάποτε πολύ όμορφα.

Οι λέξεις που επαναλαμβάνονται με την μεγαλύτερη συχνότητα στα βιβλία του είναι η “ποταπότητα” και η “αμβλύνοια”, αμφότερες ενδεικτικές της κοσμοθεώρησής του. Ειδικά, η λέξη “αμβλύνοια” με εντυπωσιάζει ιδιαίτερα, είναι πιο δυνατή από τις συνώνυμες “ηλιθιότητα” και “βλακεία”, ίσως γιατί πια απαντάται ελάχιστα, και αποτελεί έξυπνη επιλογή του μεταφραστή, που λειτουργεί εξόχως ιδανικά μέσα στον λόγο του Μπέρνχαρντ. Πολλοί μεταφραστές έχουν συνδυαστεί στο μυαλό μας με τα κείμενα που έχουν μεταφράσει, ως οι μόνοι ικανοί και αρμόδιοι για μια τέτοια απαιτητική δουλειά. Ο Βασίλης Τομανάς είναι ένας τέτοιος μεταφραστής, διαβάζεις και αντιλαμβάνεσαι αμέσως ότι πέρα όλων των άλλων, αν μη τι άλλο και πάνω από όλα, απολαμβάνει πρώτος αυτός το κείμενο που μεταφράζει! 
 

Υπάρχει μια φωτογραφία που απεικονίζει τον Τόμας Μπερνχαρντ να γλείφει ένα μικρό χωνάκι παγωτό. Αυτή η εικόνα είναι πολύ συνδηλωτική των γραπτών που έγραψε αυτός ο συγγραφέας. Το παγωτό, σύμβολο παιδικότητας, φανερώνει μια διάθεση να πει αλήθειες με την αφέλεια και την άγνοια που κουβαλά ένα μικρό παιδί, διατηρώντας όμως την πονηριά και την ειρωνεία ενός ενήλικα, που μας τις πετάει κατάμουτρα, ανενδοίαστα και ασταμάτητα, χωρίς να μπορούμε να του προσάψουμε τίποτε, όπως θα κάναμε απέναντι και σ' ένα παιδί.

Η ανάγνωση του Μπέρνχανρτ είναι δύσκολη, απαιτεί υπομονή και έντονη και συνεχή συνειδητότητα. Η γραφή του από την άλλη, είναι πυρωμένη, καίει συνειδήσεις, συναισθήματα και εν τέλει πυρπολεί τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως το λέει και ο Μίλτος Πασχαλίδης σε κάποιο από τα τραγούδια του, αν δεν φαντάζεσαι φωτιές με κάρβουνα μην παίζεις.

Υ.Γ. 2666 Το κείμενο φιλοξενείται στο μπλογκ Διαβάζοντας, του οποίου η διαχειρίστρια παραμένει στον ύψιστο βαθμό και με την μεγαλύτερη συγκέντρωση, του προσβλητικού και αδυσώπητου και καινοτόμου, ναι, καινοτόμου συγγραφέα, Τόμας Μπέρνχαρντ, παραμένει στον ύψιστο βαθμό και με την μεγαλύτερη συγκέντρωση, θαυμάστριά του, έφη Μαραμπού! Στην "Διόρθωση" υπάρχει η εξής (σπουδαία) φράση: "Κάθε ιδέα και κάθε επιδίωξη μιας ιδέας μέσα μας είναι η ζωή, έφη Ρόιτχαμερ, η απουσία ιδεών είναι ο θάνατος".  Μπορεί οι σπειροειδείς ιδέες του Μπέρνχαρντ να σε πεθαίνουν μέχρι να τις διαβάσεις όμως στο τέλος νιώθεις πιο ζωντανός απ' ό,τι όταν ξεκίνησες, εκτός και αν στα μισά, αποφασίσεις να αυτοκτονήσεις, κάτι για το οποίο ο Τόμας Μπέρνχανρτ δε θα είχε καμιά αντίρρηση!!

Σχόλια

  1. Έχετε κάψει εγκέφαλο;
    Κόβετε φλέβες για δαύτον;
    Πίνετε νερό, (μπίρες, κρασί, ουίσκι) στ' όνομά του;
    Αρχίσατε να βλέπετε τον κόσμο με άλλα μάτια;

    Σας καταλαβαίνω, καθότι μπερνχαρντ-όπληκτη κι εγώ.
    (Σήμερα παράγγειλα έναν ακόμη Μπέρνχαρντ -τη δόση μου- μαζί με άλλα στην Πολιτεία.)
    Κάνουμε ένα κλαμπ αυστηρά για μπερνχαρντικούς τύπους;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μόλις ξέμεινα από τη δόση μου και φοβάμαι το επακόλουθο σύνδρομο στέρησης! Θα ανεφοδιάσω σύντομα όμως. Τι Μπέρνχαρντ πήρατε; Και ποια είναι και τα υπόλοιπα από Πολιτεία; Πείτε, να πάρουμε ιδέες (στη Διόρθωση υπάρχει ένα θαυμάσιο απόσπασμα του Τόμας που μιλάει, καλή ώρα, για τους εκμεταλλευτές ιδεών!), εκτός και αν είναι ευαίσθητα προσωπικά δεδόμένα.

      Διαγραφή

  2. Αυτή ήταν η παραγγελία μου με κριτήριο (πάντα τις πολύ καλές) προσφορές:

    ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ-Μπροχ
    ΠΑΛΙΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ // ΚΩΜΩΔΙΑ-Μπέρνχαρντ
    ΦΙΛΙΚΑ ΠΥΡΑ-Γεοσούα
    ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΚΤΗ-Κάριλ
    Ο ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΜΟΥ-Κάθερ

    Η λίστα επιθυμιών περιέχει άλλα 143 βιβλία, μεταξύ των οποίων επιθυμώ διακαώς και αρκετή ποίηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κατ' αρχήν, για να μείνουμε στο θέμα μας, οι Παλιοί δάσκαλοι του Μπέρνχαρντ είναι όντως κωμωδία, διασκεδαστικότατο και σκαμπρόζικο! Το πρώτο που διάβασα και το λάτρεψα. Έχετε κατά νου, ότι αυτό το βιβλίο γράφτηκε μετά την Ξύλευση, η οποία είχε προκαλέσει τις διαμαρτυρίες ενός διάσημου μουσικού που αναγνώρισε τον εαυτό του στο βιβλίο. Έτσι, οι Παλιοί δάσκαλοι μοιάζουν σαν απάντηση του Μπέρνχαρντ προς όλους εκείνους που κρατούν την τέχνη πίσω και δεν την αφήνουν ελεύθερη να φέρει το νέο. Αυτές είναι δικές μου σκέψεις βλέποντας την εργογραφία και τη σειρά των βιβλίων, στο βιβλίο "Ο άγνωστος Τόμας Μπέρνχαρντ". Για επαλήθευση, αναζητείστε κανένα έγκυρο άρθρο.

      Σχετικά με την παραγγελία σας, έχω να πω ότι το Βιργιλίου θάνατος είναι πολύ καλή κίνηση, καλώς το τσιμπήσατε εγκαίρως. Δύσκολο κείμενο, προσπάθησα ανεπιτυχώς να το διαβάσω, αλλά μέχρι το σημείο που είχα φτάσει το είχα λατρέψει. Η μετάφραση του Γιώργου Κεντρωτή είναι ιδιάζουσα και απ' ό,τι διάβασα έχει κατηγορηθεί ως ακατάλληλη ή ακατανόητη, όμως εγώ προσωπικά την βρήκα ιδιοφυέστατη και όταν διαβάσετε το βιβλίο θα καταλάβετε. Βέβαια, πρέπει να ξέρουμε και πώς ήταν γραμμένο το πρωτότυπο κείμενο.

      Για τα υπόλοιπα βιβλία δεν έχω γνώμη, αξιανάγνωστα να σας βγουν. Ποτέ δεν κατάλαβα τις λίστες! Εξάλλου, ένας καλός αναγνώστης θέλει να τα διαβάσει όλα!! Προς τι λοιπόν οι σημειώσεις; Το δικό μου καλάθι έχει μόλις 5 βιβλία από τα οποία, σκέφτομαι να διαγράψω ένα-δυο! Χαρά στο κουράγιο σας με 143 βιβλία!

      Διαγραφή
  3. Η "Ξύλευση" ήταν το πρώτο βιβλίο του Μπέρνχαρντ που διάβασα (και ερωτεύτηκα γραφή και γραφόμενα). Άρα, θέλω να δω την απάντησή του στο μουσικό.

    Χρόνια περίμενα την καλύτερη τιμή στο "Βιργιλίου θάνατος". Μιας και το χειμώνα διάβασα την τριλογία "Υπνοβάτες" του Μπροχ και καπάκι είδα και μια ενδιαφέρουσα θεατρική παράσταση πάνω στο πρώτο μέρος, είχε ήδη γίνει επιτακτική η ανάγκη για την ανάγνωσή του. Έχω διαβάσει τα σχετικά με την ιδιάζουσα μετάφραση του Κεντρωτή και με ιντριγκάρει το βιβλίο, όσο ιντριγκάρουν εσάς οι "Αόρατες πόλεις".
    Θα θέλατε να μου πείτε γιατί δεν ολοκληρώσατε την ανάγνωσή του;

    Ναι, είναι πολύ άρρωστη η λίστα (μου). Δείχνει μεγάλη (αναγνωστική) απληστία στην περίπτωσή μου. Και δεν κατεβαίνει ποτέ. Πάντα γύρω στα 140-150 κυμαίνεται. Ονειρεύομαι το πλήρωμα του χρόνου, όπου αφαιρώντας διαρκώς, θα φτάσω να επιθυμώ μ ό ν ο μια δεκάδα, άσχετα αν θέλω να διαβάσω όλα τα καλά βιβλία του κόσμου (ΟΛΑ, θέλω να τα ξέρω ό λ α / όχι γιατί είμαι κουτσομπόλα...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δοκίμασα την ανάγνωσή του δύο συνεχόμενους Ιούλιους(!), δεν ξέρω πώς έτυχε έτσι! Στην αρχή, το ξεκίνησα με χαρά, αλλά όταν άρχισαν να σφίγγουν οι ζέστες, η ανάγνωση έγινε δύσκολη. Είτε καλοκαίρι είτε όχι, η ανάγνωση έτσι και αλλιώς είναι δύσκολη, εφάμιλλη του δυσκολότερου Τζόυς, είναι εξάλλου εμφανείς οι ομοιότητες μεταξύ των. Η γλώσσα είναι εξαιρετικά μακροπερίοδη, η σκέψη του ήρωα (του Βιργίλιου) είναι και αυτή εξαντλητικά σπειροειδής και ο αναγνώστης πρέπει να διαθέσει μεγάλη υπομονή για να τα βγάλει πέρα. Πρόκειται όμως για σημαντικότατο κείμενο και η ελάχιστη ανάγνωση αποσπασμάτων αποπνέει μεγάλη γοητεία! Την τρίτη και φαρμακερή, πρέπει να το διαβάσω με σύνεση και επιμονή. Σίγουρα, θα φροντίσω να μην είναι καλοκαίρι :-)

      Διαγραφή
  4. Χθες βράδυ τελείωσα την ανάγνωση του πρώτου βιβλίου του Μπέρνχαρντ που έπιασα στα χέρια μου ("Πρόζα") και, ευτυχώς, στο τέλος διέκρινα το στοιχείο που με έκανε να θέλω να του δώσω και μια δεύτερη ευκαιρία - γιατί, δύο διηγήματα πριν το τέλος, είχα απογοητευτεί πολύ και ανυπομονούσα να τελειώσω το βιβλίο, να το βάλω στη βιβλιοθήκη και να ξεχάσω δια παντός τον συγγραφέα του. Και μετά άρχισε να περιγράφει ένα καταθλιπτικό-υπαρξιακό μούδιασμα τόσο ωραία, που, μολονότι διάβασα προσεκτικά την περιγραφή του, μετά από αρκετές σελίδες δε θυμόμουν τίποτα απολύτως : ένιωσα κάπως σαν να πήγα βόλτα σε ένα σκοτεινό δάσος και να χάθηκα. Κι άρχισα να τον εκτιμώ γι' αυτό. Τελείωσα, δε, με τον "μαραγκό" που με συγκίνησε ιδιαίτερα. Σκέφτομαι, το δεύτερο βιβλίο του που θα διαβάσω, μετά τα παραπάνω σχόλια, να είναι η "Ξύλευση". Ελπίζω να δω τότε τι είναι εκείνο που κάνει ορισμένους να τον έχουν σε τόση εκτίμηση. Χαιρετώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα To love life for what it is (αναρωτιέμαι τι σκέψεις θα έκανε ο Μπέρνχαρντ για το ψευδώνυμό σου!)

      Η Πρόζα είναι μια καλή αρχή αλλά είναι η λάιτ εκδοχή του Μπέρνχαρντ. Λείπουν από κει μέσα οι συντακτικές ακροβασίες και η εξαντλητικότητα των σκέψεων. Αυτό το καταθλιπτικό-υπαρξιακό μούδιασμα που περιγράφεις, εντείνεται στα άλλα βιβλία του. Οι ήρωές του κινούνται στα όρια της τρέλας αλλά δεν τα ξεπερνούν ποτέ (ακόμα και αν πιστεύεις ότι θα έπρεπε να τα είχαν ξεπεράσει ήδη από τις πρώτες σελίδες). Ταυτίζεσαι σε πολλά σημεία με τις σκέψεις τους που εν τέλει δεν σου είναι τόσο ανοίκειες παρα το πεισιθάνατο περίβλημά τους. Η καταθλιπτική θεματολογία, παραδόξως, δεν σου γίνεται φορτική, αλλά στο τέλος καταφέρνει να σε ανακουφίσει με έναν ολότελα απροσδόκητο τρόπο.

      Στον αντίποδα, έχεις μια γραφή που δεν είναι διόλου υποτονική αλλά φτάνει στα όρια των αντοχών της. Με μια έξοχη μουσικότητα που μερικές στιγμές σε παρασύρει άθελά σου έξω από τις βαθυστόχαστες σκέψεις που αναλύονται σε όλη την έκταση των βιβλίων του. Τα βιβλία του είναι περισσότερο φιλοσοφικά δοκίμια, έχουν ελάχιστη πλοκή αλλά αυξημένη ουσία. Σε ένα επίπεδο λίγο πιο κάτω από το υψηλά φιλοσοφικό, οι σκέψεις του για την πολιτικοκοινωνική κατάσταση της χώρας του, θα σε κάνουν να γουρλώνεις τα μάτια σου με την απίστευτη ταύτιση που έχουν με την δικιά μας χώρα.

      Την Ξύλευση δεν την έχω διαβάσει, όμως αν συγγενεύει όπως υποθέτω με τους Παλιούς δασκάλους, θα βρεις εκεί μέσα μεταξύ άλλων και εύστοχη σάτιρα για τα καλλιτεχνικά τεκταινόμενα της Αυστρίας και θα διασκεδάσεις με τις ακρότητες των καλλιτεχνών! Ως φθηνότερη λύση σου προτείνω τους Φτηνοφαγάδες αν και θεωρώ ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να το άφηνες για λίγο αργότερα. Η Ξύλευση νομίζω, είναι η κατάλληλη συνέχεια. Δείξε ανοχή στις 40-50 πρώτες σελίδες με τις ατελείωτες επαναλήψεις και αγκυλώσεις του λόγου, είναι η φάρσα που πάντα επιφυλάσσει ο Μπέρνχαρντ για να αποτρέψει τους αδύναμους αναγνώστες, μετά το ύφος του αμβλύνεται και γίνεται ακαταμάχητο! Καλή δύναμη, σου εύχομαι!

      Ευχαριστώ για το σχόλιο.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !