Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Απ’ τον Βορρά μέχρι τον Νότο

Ελάτε βρήκα τον Δανό Zola ∙ μόνο κατά όνομα γιατί τη χάρη την έχει ο (Γ)άλλος. Διάβασα μαζί τα δύο βιβλία του που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά και πιθανότατα δε θα έγραφα τίποτα εδώ (χάλια το 2024 και για εσάς, ξέρω!) αν το ένα από αυτά δεν μου θύμιζε κάπως το πολύ απολαυστικό « Το κορίτσι και το τσιγάρο » του Μπενουά Ντυτέτρ που είχα διαβάσει παλιότερα. «Ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα με τη Σουηδία; Ακούω τον εαυτό μου να λέει, χωρίς να ξέρω πού το πάω. Όλοι τους με κοιτάνε, σαν χαμένοι. Θα σας πω εγώ ποιο είναι το πρόβλημα με τη Σουηδία, συνεχίζω, και ξερνάω ένα σωρό πράγματα, που δεν έχουν θέση πουθενά, και που δεν έχω καμία όρεξη να πω. Τους λέω ότι ο κόσμος εδώ στη Σουηδία είναι τόσο εύθικτοι και τόσο μη μου άπτου, λεσβίες, ανάπηροι, άφυλοι, ψόφιοι και ενάντια σε κάθε χαρά της ζωής, που δεν αντέχονται. Και όχι μόνο δεν αντέχονται, είναι για κλάματα, με κεφαλαία γράμματα. Δεν σταματιέμαι με τίποτα, τώρα που άρχισα, και πριν φύγω από την αίθουσα, τους λέω και ότι η Σουηδία είνα

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Κατά βούληση

Χριστούγεννα πλησιάζουν και ποιος καλύτερος από τον Σοπενάουερ για τον στολισμό; Όταν έχει και τη βοήθεια του καλικάντζαρου του Ουελμπέκ τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο γιορτινά! Ο Μισέλ Ουελμπέκ λέει ότι γνώρισε τη φιλοσοφία του Σοπενάουερ κάπου στα 27∙ εγώ την γνώρισα κάπου στα 22 – σίγουρα όχι στο βάθος που την γνώρισε ο Ουελμπέκ – και ακόμα θυμάμαι την έντονη αίσθηση που μου είχε προκαλέσει. Έκανα την πρακτική μου στη βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής του ΑΠΘ και έψαχνα να βρω κάτι να διαβάσω ανάμεσα σε όλα αυτά τα ακατανόητα βιβλία γύρω μου, που θα μπορούσα λίγο να κατανοήσω. Και έτσι έπεσα στον προβοκατόρικο τίτλο «Τα πάθη του κόσμου». Αυτά τα πάθη τραβάτε και εσείς τώρα που με διαβάζατε. Ας προσέχατε!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.