Δυο χρόνια τώρα ποντάρουμε στην πανδημία και χαΐρι δεν είδαμε. Όπως συμβαίνει και στα καζίνα, οι πολλοί δεν ξέρουν την τύφλα τους (ενώ ισχυρίζονται ότι είναι ειδικοί!) και επιπλέον ποντάρουν διαρκώς στην τύχη τους (που σπανίως είναι καλή) ενώ οι λίγοι που ξέρουν πώς παίζεται το παιχνίδι, ποντάρουν πάντα στους άλλους – και την άγνοιά τους. Στη θεωρία παιγνίων όλοι καλοί είμαστε (θεωρητικά πάντα), στην πράξη δεν μας βγαίνουν τα νούμερα – απόψε τουλάχιστον ποντάρετε πάνω από τις 35000, σίγουρα κερδίζει (τις εντυπώσεις). […] «26. Επειδή το σύνολο των νούμερων της ρουλέτας είναι το 666, ο διαβόητος δαιμονικός αριθμός του Θηρίου της Αποκαλύψεως, μερικοί, όπως ο Χ.Ψ., τον εξορκίζουν με τον σταυρό, που αποτελείται από την μεσαία κολόνα και την τραβέρσα 10-11-12. Εάν τα στοιχήματά του είναι επί μακρόν ανεπιτυχή, ενισχύει την οριζόντια δοκό του σταυρού με την τραβέρσα 13-14-15∙ και, εάν πάλι εξακολουθήσει να χάνει, κάνει τον σταυρό του και φεύγει!
Όταν πριν από πολλά χρόνια είχα διαβάσει το υπέροχο βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη «Ο Χορός των Ρόδων» είχα ενθουσιαστεί γιατί εκτός των άλλων προτερημάτων του είχε καταφέρει να μου μεταδώσει μια ανέμελη και ανάλαφρη όψη των ενδότερων ενός καζίνου. Χωρίς βέβαια να λείπουν οι προσωπικές τραγωδίες που στεγάζονται εντός του, ένιωθα ότι βγάζει στην επιφάνεια τον εθισμό των παικτών στην πιο γκροτέσκα εκδοχή τους. Αρκετές φορές έχω πειστεί ότι θα μπορούσα να ήμουν και εγώ ένας τέτοιος (μ)εθισμένος παίκτης (αν είχα τα λεφτά ή την επιδεξιότητα του Τζόυς στον δανεισμό) γιατί με έλκει έντονα αυτός ο κόσμος – και τα τζάμπα ποτά και φαγητά στο καζίνο! Θα κατέθετα και εκεί την πιο αστεία περσόνα μου περιμένοντας να αποκομίσω κάποιο ισχνό όφελος αν και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο – γιατί όπως συμβαίνει και στη ζωή, η περιρρέουσα δύσθυμη κατάσταση σού απονεκρώνει κάθε χαρά, τουλάχιστον μέχρι να βρεις κουράγιο για το επόμενο ποντάρισμα.
Έτσι, όταν βρήκα το βιβλίο του Ηρακλή Λογοθέτη «Σημειώσεις από τη ρουλέτα» έπαιξα τα ρέστα μου και το αγόρασα – τρόπος του λέγειν, 3 ευρώ το βρήκα. Με έναν ενδεικτικό του περιεχομένου και τιμιότατο υπότιτλο, «για όλους και για κανέναν», το βιβλίο χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, σε προσκαλεί με χαρά στα δύο πρώτα μέρη και σε πετάει όξω με τις κλωτσιές στα δύο τελευταία. Στο παιχνίδι της ανάγνωσης (όπως και της γραφής) πρέπει να ξέρεις ή να έχεις το ένστικτο να αποχωρείς εγκαίρως. Εδώ, η γραφή των δύο τελευταίων μερών δεν είναι περιττή αλλά η ανάγνωσή τους, για πολλούς αναγνώστες, ίσως ναι – μονά ή ζυγά, ο καθένας ποντάρει για λογαριασμό του. «Η ογκούμενη προσδοκία ακόμα μεγαλύτερου κέρδους σέρνει το χορό μέχρι τελικής πτώσεως, γιατί οι άνθρωποι αρέσκονται να βαδίζουν στην πανωλεθρία οραματιζόμενοι θριάμβους».
Το πρώτο μέρος είναι το καλωσόρισμά μας στην Αίθουσα των Στεναγμών και η θυσία μας μπροστά στο μηχανικό ζώο που γουργουρίζει στο κέντρο της, τη ρουλέτα. Ο συγγραφέας μάς ξεναγεί εκεί μέσα με όπλα την εναργή του παρατηρητικότητα και την κατά αρκετά διαστήματα υψηλή λογοτεχνία του (παρά την κάποια οίηση στην γραφή που διέκρινα αλλά που δεν έφτασε να με ενοχλήσει ανεπανόρθωτα). Το δεύτερο μέρος είναι συνέχεια του πρώτου, με την διαφορά ότι την υψηλή λογοτεχνία την δανείζεται από άλλους που έχουν γράψει στα έργα τους για τα καζίνα και τη ρουλέτα, ιδιαιτέρως και ποικιλοτρόπως. Ζέμπαλντ, Γιούνγκερ, Μαίτερλινκ, Πύντσον, Μαλρώ, Ντοστογιέφσκι, έπαιξαν και είτε κέρδισαν είτε έχασαν – λογοτεχνικά και μη.
[…] «Ένας πρώην γκαλερίστας αναλύει τον μανιώδη και εκστατικό τρόπο με τον οποίο έπαιζε μερόνυχτα ολόκληρα ο Φράνσις Μπέικον. Συνδέει μάλιστα τη θεματική του σφαγείου που χαρακτηρίζει αυτόν τον ανατόμο της φρίκης με το χασάπικο της ρουλέτας που, εξαιρώντας το κρέας, παίρνει από τους πελάτες μόνο τα κόκαλα».
Το τρίτο μέρος του βιβλίου μοιάζει σαν ύστερα από απανωτά χαμόγελα της τύχης, εκείνη ξαφνικά να παγώνει, μαζί και το χαμόγελό σου, και όσο η χασούρα της απόλαυσης που γεννούσε ένα μέχρι πρότινος ευφρόσυνο βιβλίο συνεχίζεται, αναρωτιέσαι πώς θα ξεφύγεις από αυτή την κατάσταση στην οποία έχεις βρεθεί, με τις λιγότερες απώλειες. Ο Ηρακλής Λογοθέτης συνθέτει εκεί μια θεωρία των παιγνίων γύρω από τη ρουλέτα, «Προλεγόμενα σε μια μελλοντική θεωρία της ρουλέτας» την ονομάζει, και οι ορισμοί και οι περιπλεγμένες θεωρίες έχουν την τιμητική τους. Ο συγγραφέας προκρίνει εδώ τη μεθοδικότητα απέναντι στο (επιφανειακά) ευχάριστο χάος των προηγούμενων κομματιών, έτσι φρόντισε να είσαι μεθοδικός ή τουλάχιστον να δείχνεις ότι δεν είσαι καθόλου, για να περάσεις σχετικά καλά με αυτό το μέρος. «Η προγραμματική έλλειψη μεθοδικότητας συνιστά, και αυτή, μια μέθοδο: γιατί, φυσικά, προοπτικώς θεωρούμενο, κάθε απρόοπτο μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε μικρής διάρκειας παιχνίδι – ή να μην εμφανιστεί».
Το τέταρτο μέρος (παράρτημα περισσότερο) είναι 37, όσα και τα νούμερα της ρουλέτας, επιτόπιες παρατηρήσεις του συγγραφέα και των τρόπων και των αποτελεσμάτων που φέρνουν κάποιοι συγκεκριμένοι παίκτες που έχει βάλει στο στόχαστρο. Νομίζω ότι αυτό το κεφάλαιο θα έπρεπε να προηγείται της θεωρίας των παιγνίων έτσι ώστε ο αναγνώστης να αντιληφθεί και να χωνέψει την σταδιακή μετάβαση από την λογοτεχνία της αρχής σε κάτι πιο εξειδικευμένο που αναλύεται στα επόμενη μέρη. Μικρό μειονέκτημα αυτού του τέταρτου μέρους είναι το γεγονός ότι επειδή ο αναγνώστης δεν έχει μπροστά του τον «χάρτη» της ρουλέτας και της διάταξης των νούμερων δεν μπορεί να παρακολουθήσει τα πονταρίσματα που κάνουν τα υπό παρατήρηση υποκείμενα στην προσπάθειά τους να κερδίσουν. Μια εκτύπωση του «χάρτη» θα έλυνε διαμιάς το όποιο πρόβλημα – ήδη η μισή απεικόνισή του στο εξώφυλλο, διώχνει το μισό άγχος του αναγνώστη, ήταν τόσο απλό.
Η γενική έκδοση της «Sestina» είναι πολύ καλή και αν σας κεντρίζει η αψυχολόγητη ψυχολογία του παίκτη μπορείτε να αναζητήσετε το βιβλίο, σίγουρα θα βρείτε κάποιες όμορφες ιδέες. Εγώ κρατώ την πυκνή και πλούσια σε μεταφορές γλώσσα του συγγραφέα (με επιφύλαξη, για την οίηση που αρνείται κάποιες φορές να μετουσιωθεί σε ποίηση) και ίσως διαβάσω και κάποιο άλλο βιβλίο του στο ριψοκίνδυνο μέλλον.
«Η πρόληψη, ως αρρώστια ερασιτεχνική, ξεφεύγει από κάθε επαγγελματική θεραπεία».
Υ.Γ. 2022 Όπως έχετε παρατηρήσει για τα υστερόγραφα χρησιμοποιώ το 2666 και μόνο πριν από την αλλαγή του χρόνου το αλλάζω με την νέα χρονολογία. Τίποτα τυχαίο! Σωστά μαντέψατε, έτσι χτίζεται η φήμη ενός κριτικού στην Ελλάδα – στα ψέματα. Καλή χρονιά, λοιπόν… όλα στο κόκκινο, μην τα βλέπετε μαύρα! 😊
Σημ.: Αν δεν σας αρέσουν οι ZZ Top, για εσάς του λαϊκούς υπάρχει και ο Θέμης Αδαμαντίδης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.