Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εδώ γελάμε

 
 
Χιούμορ; Γίναμε τώρα! Θα μπορούσε έτσι μικρή και περιεκτική να ήταν όλη η ανάρτηση και να τελείωνε εδώ αναίμακτα και αγέλαστα. Αλλά πρέπει να πούμε δυο λόγια παραπάνω γιατί όλοι σας έχετε χιούμορ, σωστά; Το χιούμορ είναι σαν την γνώμη, όλοι έχουν από ένα. Και όλοι έχουν το καλύτερο από όλους τους άλλους, δεν χωράει αμφιβολία. Στη θεωρία πάντα, γιατί στην πράξη, γελάνε και οι πέτρες! Η κάθε χρονιά οφείλει να κλείνει με χιούμορ, η νέα επιβάλλεται να ξεκινάει με τέτοιο, η ζωή να το ακολουθεί πατώντας στα ξέγνοιαστα βήματά του, ακόμα και ο κόσμος να τελειώνει με εκείνο∙ αν κάπου σε όλη αυτή την διαδρομή τα βρίσκει και με την λογοτεχνία, ακόμα καλύτερα. Μας αξίζει γαμώτο να γελάμε σαν μικρά παιδιά, πίνοντας παράλληλα και πολύ νερό – το χιούμορ είναι δώρο. «Τα παιδιά, υποστηρίζει ο Φρόιντ, δεν διαθέτουν καμία αίσθηση του κωμικού, αλλά είναι πιθανό να τα μπερδεύει με τον συγγραφέα ενός διαβόητου και καθόλου αστείου βιβλίου με τίτλο Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο». 
 
Είναι ίσως αλήθεια ότι ένα θεωρητικό βιβλίο για το χιούμορ δεν έχει πολλή πλάκα, όπως και ένα βιβλίο για τη θεωρία λογοτεχνίας μπορεί να μην έχει λογοτεχνική αξία ή ένα βιβλίο μαγειρικής να μην έχει ιδιαίτερη γεύση. Αλλά από όσα βιβλία για το χιούμορ έχω διαβάσει ετούτο είχε το περισσότερο, το πιο κατανοητό (είμαι θιασώτης της θεωρίας ότι το χιούμορ δεν χρειάζεται σώνει και ντε να είναι κατανοητό, πρέπει να στηρίζεται στις ασυνάφειες για να ευδοκιμεί αλλά πάντα παραδόξως και περιέργως οφείλει να παρουσιάζεται ακατανόητα κατανοητό, με τρόπους που εξηγεί καλύτερα ο συγγραφέας) και χρήσιμο. Ο Τέρι Ίγκλετον χωρίζει το βιβλίο του σε 5 κεφάλαια, όπου αναλύει αρχικά τις επικρατούσες θεωρίες για το γέλιο, τη μεθοδολογία του, την εξέλιξη του χιούμορ ιστορικά και ύστερα την σύνδεσή του καθώς και την δύναμη πυρός του σε αντιπαράθεση με την πολιτική, ευρύτερα.
 
[…] Η Αλένκα Ζουπάντσιτς, σε μια πρωτότυπη μελέτη της για την κωμωδία, αντιμετωπίζει τα αστεία ως μικρόκοσμους της «παράδοξης και ενδεχομενικής συγκρότησης του κόσμου μας». Τα αστεία φέρνουν στο προσκήνιο της συνείδησης την τυχαία, αθεμελίωτη φύση της κατανόησής μας. Είναι, κατά μία έννοια, η κρυμμένη αλήθεια της συμβολικής τάξης της γλώσσας, με την ορθολογική, φαινομενικά φυσική της εκδοχή της πραγματικότητας. Τα σημαίνοντα που συγκροτούν αυτή τη τάξη είναι στην πραγματικότητα αυθαίρετα σημάδια και ήχοι, και, προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτα, ασαφή και ελεύθερα, ώστε να συνδυάζονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ακόμη και παράλογους και εξωφρενικούς. Αυτά, λοιπόν, που παράγουν νόημα πρέπει επίσης λογικά να παράγουν και α-νόημα (nonsense). Το καθένα είναι αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη του άλλου. Η Ζουπάντσιτς κάνει λόγο για «καθολικό α-νόημα ως προϋπόθεση κάθε νοήματος».
 
Έχοντας χαρακτηριστεί ήδη αρκετές φορές σκατόψυχος για το χιούμορ μου, απάνθρωπο σκουλήκι που αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του ως μαριονέτες, κλπ, ένα έχω να δηλώσω ως φτωχή και μίζερη υπεράσπισή μου: πλάκα έκανα ρε παιδιά! Ναι ξέρω, αυτό το «πλάκα έκανα» γίνεται ολοένα και πιο κατακριτέο στον κόσμο μας, αλλά πρέπει κάποτε και οι δήμιοι να καταλάβουν πώς λειτουργεί πριν αφήσουν τα χέρια με το τσεκούρι να πέσει προς τα κάτω. «Η θεωρία της ανωτερότητας είναι ορθή ως προς το γεγονός ότι χαμογελάμε με τις ατέλειες των άλλων, αλλά σφάλλει στο σημείο που υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει απλώς και μόνο επειδή μας αρέσει να τους κοιτάζουμε αφ’ υψηλού. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεγάλο μέρος του χιούμορ στηρίζεται στην προσβολή και την κακομεταχείριση».
 
Η μία θεωρία είναι αυτή της ανωτερότητας που αναφέρεται παραπάνω, και ενστερνίζεται και ο Μπερξόν, ότι τέλος πάντων αν τους συμπαθούμε όλους δεν θα γελάσουμε ποτέ. Η έτερη επικρατούσα είναι πιο ψυχαναλυτική, εκείνη της απελευθέρωσης, που λέει ότι σε έναν εύτακτο κόσμο γεμάτο συμβιβασμούς πρέπει να επιδιώκεται μια απελευθέρωση ψυχικής ενέργειας για να μην πάμε για τρέλες (ξέρετε πού). Μια αναρχία εκ μέρους εκείνου που προσπαθεί να καταβάλει το εγώ οδηγώντας το σε ψυχικές εκκενώσεις – χέσε μας ρε Φρόιντ, χριστουγεννιάτικο. Χοντρικά, τις ανέλυσα τις θεωρίες, το καταλάβατε φαντάζομαι!
 
«Ένα άλλο πρόβλημα με τη θεωρία της ασυνάφειας είναι ότι είναι περιγραφική και όχι ερμηνευτική. Μας λέει με τι γελάμε, όχι όμως γιατί συμβαίνει αυτό. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να συνδυάσουμε τη θεωρία της ασυνάφειας με τη θεωρία της απελευθέρωσης, η οποία είναι ερμηνευτική. Είδαμε ότι μερικοί θεωρητικοί συνδυάζουν τη θεωρία της ανωτερότητας με τη θεωρία της ασυνάφειας, ή την πρώτη με τη θεωρία της απελευθέρωσης, αλλά η απελευθέρωση και η ασυνάφεια φαίνεται πως αποτελούν τον πλέον γόνιμο συνδυασμό». Το κεφάλαιο με τις Ασυνάφειες, τελικά, είναι το λιγότερο μπερδεψιάρικο και το πιο διασκεδαστικό γιατί δείχνει τους πολύπλοκους τρόπους με τους οποίους γελάμε και όχι τους πιθανούς λόγους. Το γέλιο μπορεί συχνά να είναι αβίαστο, το χιούμορ όμως ποτέ, απαιτεί δημιουργικότητα και επιμονή, και αντίστοιχη καλλιέργεια από τους δέκτες του – για αυτόν ακριβώς τον λόγο, αρκετοί ηλίθιοι δεν βρίσκουν το χιούμορ σου ιδιαίτερα έξυπνο! Σίγουρα, υπάρχουν ποιοτικές και αισθητικές διαβαθμίσεις, από το εντελώς χοντροκομμένο στο πλέον λεπτεπίλεπτο (humor shaming!) και ο καθένας βρίσκει αυτό που τον ικανοποιεί. Εδώ θα σταθώ στο πνεύμα – όχι των Χριστουγέννων, κάτι περισσότερο διαχρονικό – που γεννήθηκε μαζί με τους τζέντλεμεν αλλά ευτυχώς δεν πέθανε μαζί τους – oh dear, δεν υπάρχουν πια αληθινοί τζέντλεμεν. «Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ιδίως το πνεύμα αντιπροσωπεύει μια μικρή νίκη της νόησης επί της ύλης – μιας ευέλικτης δημιουργικής νοημοσύνης επί του ακατανόητου του κόσμου». Ίσως από τα λιγότερο πνευματώδη σημεία του βιβλίου όμως αναμφιβόλως από τα πιο ουσιώδη, κατά την γνώμη μου. 
 

Μία εξαιρετική μελέτη που αν την διάβαζα παλιότερα θα μου έδινε τα θεωρητικά όπλα που ίσως τότε να χρειαζόμουν – τώρα πια έχω βγει στο αντάρτικο∙ αυτοϋπονομευστής. Φυσικά αξίζει να την διαβάσετε όλοι γιατί είναι ευκολότερη από άλλες μελέτες γύρω από το χιούμορ και σίγουρα ευκολότερη από το ίδιο το χιούμορ. Υπέροχη έκδοση από το «Πεδίο», με ωραία μετάφραση από τον Γιώργο Μπαρουξή και με άκρως χριστουγεννιάτικο εξώφυλλο λίγο πριν μπει στον φούρνο – το μόνο που μένει να γίνει αφότου διαβάσετε το βιβλίο είναι να καταφέρετε και να το χωνέψετε!
 
[…] «Συνεπώς, οι απολαύσεις του πνεύματος είναι πολύπλοκες. Απολαμβάνουμε ταυτόχρονα την επιδεξιότητα ως προς τη μορφή, τη μαστοριά της εκτέλεσης, την οικονομία της συνοπτικής γλώσσας, το ελεύθερο παιχνίδι της νόησης, τις αντιστροφές, τις ανατροπές, τις εκπλήξεις και τις μετατοπίσεις του περιεχομένου, τη διανοητική ικανοποίηση επειδή κατανοήσαμε το αστείο και την έκθεση της προσωπικότητας που συνεπάγεται, ενώ η κακεντρέχεια, η αναίδεια ή η περιφρόνηση που μπορεί να κρύβονται πίσω από ένα ευφυολόγημα μας επιτρέπουν μια ορισμένη, έμμεση εκτόνωση. Επιπλέον, αισθανόμαστε μια σαδιστική ικανοποίηση βλέποντας τον στόχο του ευφυολογήματος (χριστουγεννιάτικου οικογενειακού τραπεζιού) να περιέρχεται σε στιγμιαία (διαρκή) αμηχανία».
 
Υ.Γ. 2666 Καλά Χριστούγεννα και καλά κρασιά (δεν κάνω πλάκα τώρα)! 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».