Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εδώ γελάμε

 
 
Χιούμορ; Γίναμε τώρα! Θα μπορούσε έτσι μικρή και περιεκτική να ήταν όλη η ανάρτηση και να τελείωνε εδώ αναίμακτα και αγέλαστα. Αλλά πρέπει να πούμε δυο λόγια παραπάνω γιατί όλοι σας έχετε χιούμορ, σωστά; Το χιούμορ είναι σαν την γνώμη, όλοι έχουν από ένα. Και όλοι έχουν το καλύτερο από όλους τους άλλους, δεν χωράει αμφιβολία. Στη θεωρία πάντα, γιατί στην πράξη, γελάνε και οι πέτρες! Η κάθε χρονιά οφείλει να κλείνει με χιούμορ, η νέα επιβάλλεται να ξεκινάει με τέτοιο, η ζωή να το ακολουθεί πατώντας στα ξέγνοιαστα βήματά του, ακόμα και ο κόσμος να τελειώνει με εκείνο∙ αν κάπου σε όλη αυτή την διαδρομή τα βρίσκει και με την λογοτεχνία, ακόμα καλύτερα. Μας αξίζει γαμώτο να γελάμε σαν μικρά παιδιά, πίνοντας παράλληλα και πολύ νερό – το χιούμορ είναι δώρο. «Τα παιδιά, υποστηρίζει ο Φρόιντ, δεν διαθέτουν καμία αίσθηση του κωμικού, αλλά είναι πιθανό να τα μπερδεύει με τον συγγραφέα ενός διαβόητου και καθόλου αστείου βιβλίου με τίτλο Το ευφυολόγημα και η σχέση του με το ασυνείδητο». 
 
Είναι ίσως αλήθεια ότι ένα θεωρητικό βιβλίο για το χιούμορ δεν έχει πολλή πλάκα, όπως και ένα βιβλίο για τη θεωρία λογοτεχνίας μπορεί να μην έχει λογοτεχνική αξία ή ένα βιβλίο μαγειρικής να μην έχει ιδιαίτερη γεύση. Αλλά από όσα βιβλία για το χιούμορ έχω διαβάσει ετούτο είχε το περισσότερο, το πιο κατανοητό (είμαι θιασώτης της θεωρίας ότι το χιούμορ δεν χρειάζεται σώνει και ντε να είναι κατανοητό, πρέπει να στηρίζεται στις ασυνάφειες για να ευδοκιμεί αλλά πάντα παραδόξως και περιέργως οφείλει να παρουσιάζεται ακατανόητα κατανοητό, με τρόπους που εξηγεί καλύτερα ο συγγραφέας) και χρήσιμο. Ο Τέρι Ίγκλετον χωρίζει το βιβλίο του σε 5 κεφάλαια, όπου αναλύει αρχικά τις επικρατούσες θεωρίες για το γέλιο, τη μεθοδολογία του, την εξέλιξη του χιούμορ ιστορικά και ύστερα την σύνδεσή του καθώς και την δύναμη πυρός του σε αντιπαράθεση με την πολιτική, ευρύτερα.
 
[…] Η Αλένκα Ζουπάντσιτς, σε μια πρωτότυπη μελέτη της για την κωμωδία, αντιμετωπίζει τα αστεία ως μικρόκοσμους της «παράδοξης και ενδεχομενικής συγκρότησης του κόσμου μας». Τα αστεία φέρνουν στο προσκήνιο της συνείδησης την τυχαία, αθεμελίωτη φύση της κατανόησής μας. Είναι, κατά μία έννοια, η κρυμμένη αλήθεια της συμβολικής τάξης της γλώσσας, με την ορθολογική, φαινομενικά φυσική της εκδοχή της πραγματικότητας. Τα σημαίνοντα που συγκροτούν αυτή τη τάξη είναι στην πραγματικότητα αυθαίρετα σημάδια και ήχοι, και, προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά, πρέπει να είναι αρκετά ευέλικτα, ασαφή και ελεύθερα, ώστε να συνδυάζονται με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους, ακόμη και παράλογους και εξωφρενικούς. Αυτά, λοιπόν, που παράγουν νόημα πρέπει επίσης λογικά να παράγουν και α-νόημα (nonsense). Το καθένα είναι αναγκαία συνθήκη για την ύπαρξη του άλλου. Η Ζουπάντσιτς κάνει λόγο για «καθολικό α-νόημα ως προϋπόθεση κάθε νοήματος».
 
Έχοντας χαρακτηριστεί ήδη αρκετές φορές σκατόψυχος για το χιούμορ μου, απάνθρωπο σκουλήκι που αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του ως μαριονέτες, κλπ, ένα έχω να δηλώσω ως φτωχή και μίζερη υπεράσπισή μου: πλάκα έκανα ρε παιδιά! Ναι ξέρω, αυτό το «πλάκα έκανα» γίνεται ολοένα και πιο κατακριτέο στον κόσμο μας, αλλά πρέπει κάποτε και οι δήμιοι να καταλάβουν πώς λειτουργεί πριν αφήσουν τα χέρια με το τσεκούρι να πέσει προς τα κάτω. «Η θεωρία της ανωτερότητας είναι ορθή ως προς το γεγονός ότι χαμογελάμε με τις ατέλειες των άλλων, αλλά σφάλλει στο σημείο που υποστηρίζει ότι αυτό συμβαίνει απλώς και μόνο επειδή μας αρέσει να τους κοιτάζουμε αφ’ υψηλού. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεγάλο μέρος του χιούμορ στηρίζεται στην προσβολή και την κακομεταχείριση».
 
Η μία θεωρία είναι αυτή της ανωτερότητας που αναφέρεται παραπάνω, και ενστερνίζεται και ο Μπερξόν, ότι τέλος πάντων αν τους συμπαθούμε όλους δεν θα γελάσουμε ποτέ. Η έτερη επικρατούσα είναι πιο ψυχαναλυτική, εκείνη της απελευθέρωσης, που λέει ότι σε έναν εύτακτο κόσμο γεμάτο συμβιβασμούς πρέπει να επιδιώκεται μια απελευθέρωση ψυχικής ενέργειας για να μην πάμε για τρέλες (ξέρετε πού). Μια αναρχία εκ μέρους εκείνου που προσπαθεί να καταβάλει το εγώ οδηγώντας το σε ψυχικές εκκενώσεις – χέσε μας ρε Φρόιντ, χριστουγεννιάτικο. Χοντρικά, τις ανέλυσα τις θεωρίες, το καταλάβατε φαντάζομαι!
 
«Ένα άλλο πρόβλημα με τη θεωρία της ασυνάφειας είναι ότι είναι περιγραφική και όχι ερμηνευτική. Μας λέει με τι γελάμε, όχι όμως γιατί συμβαίνει αυτό. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να συνδυάσουμε τη θεωρία της ασυνάφειας με τη θεωρία της απελευθέρωσης, η οποία είναι ερμηνευτική. Είδαμε ότι μερικοί θεωρητικοί συνδυάζουν τη θεωρία της ανωτερότητας με τη θεωρία της ασυνάφειας, ή την πρώτη με τη θεωρία της απελευθέρωσης, αλλά η απελευθέρωση και η ασυνάφεια φαίνεται πως αποτελούν τον πλέον γόνιμο συνδυασμό». Το κεφάλαιο με τις Ασυνάφειες, τελικά, είναι το λιγότερο μπερδεψιάρικο και το πιο διασκεδαστικό γιατί δείχνει τους πολύπλοκους τρόπους με τους οποίους γελάμε και όχι τους πιθανούς λόγους. Το γέλιο μπορεί συχνά να είναι αβίαστο, το χιούμορ όμως ποτέ, απαιτεί δημιουργικότητα και επιμονή, και αντίστοιχη καλλιέργεια από τους δέκτες του – για αυτόν ακριβώς τον λόγο, αρκετοί ηλίθιοι δεν βρίσκουν το χιούμορ σου ιδιαίτερα έξυπνο! Σίγουρα, υπάρχουν ποιοτικές και αισθητικές διαβαθμίσεις, από το εντελώς χοντροκομμένο στο πλέον λεπτεπίλεπτο (humor shaming!) και ο καθένας βρίσκει αυτό που τον ικανοποιεί. Εδώ θα σταθώ στο πνεύμα – όχι των Χριστουγέννων, κάτι περισσότερο διαχρονικό – που γεννήθηκε μαζί με τους τζέντλεμεν αλλά ευτυχώς δεν πέθανε μαζί τους – oh dear, δεν υπάρχουν πια αληθινοί τζέντλεμεν. «Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ιδίως το πνεύμα αντιπροσωπεύει μια μικρή νίκη της νόησης επί της ύλης – μιας ευέλικτης δημιουργικής νοημοσύνης επί του ακατανόητου του κόσμου». Ίσως από τα λιγότερο πνευματώδη σημεία του βιβλίου όμως αναμφιβόλως από τα πιο ουσιώδη, κατά την γνώμη μου. 
 

Μία εξαιρετική μελέτη που αν την διάβαζα παλιότερα θα μου έδινε τα θεωρητικά όπλα που ίσως τότε να χρειαζόμουν – τώρα πια έχω βγει στο αντάρτικο∙ αυτοϋπονομευστής. Φυσικά αξίζει να την διαβάσετε όλοι γιατί είναι ευκολότερη από άλλες μελέτες γύρω από το χιούμορ και σίγουρα ευκολότερη από το ίδιο το χιούμορ. Υπέροχη έκδοση από το «Πεδίο», με ωραία μετάφραση από τον Γιώργο Μπαρουξή και με άκρως χριστουγεννιάτικο εξώφυλλο λίγο πριν μπει στον φούρνο – το μόνο που μένει να γίνει αφότου διαβάσετε το βιβλίο είναι να καταφέρετε και να το χωνέψετε!
 
[…] «Συνεπώς, οι απολαύσεις του πνεύματος είναι πολύπλοκες. Απολαμβάνουμε ταυτόχρονα την επιδεξιότητα ως προς τη μορφή, τη μαστοριά της εκτέλεσης, την οικονομία της συνοπτικής γλώσσας, το ελεύθερο παιχνίδι της νόησης, τις αντιστροφές, τις ανατροπές, τις εκπλήξεις και τις μετατοπίσεις του περιεχομένου, τη διανοητική ικανοποίηση επειδή κατανοήσαμε το αστείο και την έκθεση της προσωπικότητας που συνεπάγεται, ενώ η κακεντρέχεια, η αναίδεια ή η περιφρόνηση που μπορεί να κρύβονται πίσω από ένα ευφυολόγημα μας επιτρέπουν μια ορισμένη, έμμεση εκτόνωση. Επιπλέον, αισθανόμαστε μια σαδιστική ικανοποίηση βλέποντας τον στόχο του ευφυολογήματος (χριστουγεννιάτικου οικογενειακού τραπεζιού) να περιέρχεται σε στιγμιαία (διαρκή) αμηχανία».
 
Υ.Γ. 2666 Καλά Χριστούγεννα και καλά κρασιά (δεν κάνω πλάκα τώρα)! 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!