Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Social network


 
«Όοοολαα, θέλω να τα ξέρω όλα, όχι επειδή είμαι κουτσομπόλα» τραγουδούσε η Παναγιωτοπούλου και μας θυμίζει ότι το κουτσομπολιό δεν είναι προνόμιο του χωριού πια, δεν έχει καν την πρωτοκαθεδρία εδώ που τα λέμε – εξάλλου ποιο χωριό έχει έξι πατώματα, ζήτημα να έχει έξι κατοίκους. Εμάς όμως δεν μας ενδιαφέρει τόσο η ζωή μέσα στα κτήρια – για αυτό, υπάρχει το facebook και τα τοιαύτα, ξεκατινιαζόσαστε μια χαρά και μόνοι σας, χωρίς εξωτερική υποστήριξη – αλλά περισσότερο η ζωή ανάμεσα στα κτήρια. Η εθνική μας κουτσομπόλα Τατιάνα, επι-μένοντας στα προάστια, αυτές τις άνευρες και κατά περιπτώσεις νεκρές ζώνες κατοικιών, χάνει πολύ υλικό το οποίο αναλαμβάνουν απρόθυμα να αναπληρώσουν διάφοροι παρατρεχάμενοι υφιστάμενοι που ζουν για τρεις και εξήντα σε κάτι χαμόσπιτα πολυσύχναστων συνοικιών. «Οι ζωντανές πόλεις, επομένως, δηλαδή εκείνες στις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλο, είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσες επειδή είναι πλούσιες σε εμπειρίες, σε αντίθεση με τις πόλεις χωρίς ζωή, οι οποίες προσφέρουν πολύ φτωχές εμπειρίες και είναι πληκτικές, ανεξάρτητα από το αν τα κτήριά τους έχουν πολλά χρώματα ή παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία μορφών». Ακούστε που σας λέω, κάτι ξέρω παραπάνω. Βρε μπας και είμαι κατά βάθος μια κυράτσα;
 
[…] «Ο Gehl έχει συνδεθεί ο ίδιος με τη μεταμόρφωση της Κοπεγχάγης σε μια από τις πιο ευχάριστες, φιλικές για τον άνθρωπο πρωτεύουσες του κόσμου, μια μεταμόρφωση που έγινε σταδιακά, ξεκινώντας με την πεζοδρόμηση του κεντρικού εμπορικού δρόμου της περιοχής Stroget το 1962. Σήμερα, ένα εκτεταμένο δίκτυο ελεύθερων χώρων στο κέντρο της πόλης, συνολικής επιφάνειας 100.000 τετραγωνικών μέτρων, είναι κλειστό στα οχήματα και το καλοκαίρι συγκεντρώνει περισσότερους από 250.000 πεζούς τη μέρα. Το επιτυχημένο πείραμα της Κοπεγχάγης είναι αποτέλεσμα επίμονης, πολύχρονης παρατήρησης και καταγραφής της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην πόλη από τον Gehl και τους συνεργάτες του. Στο παρόν βιβλίο παρατίθενται στοιχεία από τις συνεχείς αυτές μελέτες, που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες χρονικές στιγμές, και αφορούν τα δεδομένα πάνω στα οποία στηρίχθηκαν όλες οι παρεμβάσεις που γίνονται σταδιακά, πενήντα χρόνια τώρα, στην πόλη. Η συνεχής τεκμηρίωση και η αργή σταδιακή αλλαγή αποτέλεσαν τα καθοριστικότερα στοιχεία για την επιτυχία του πειράματος: όπως λέει ο Gehl σε πρόσφατη συνέντευξη του, “αν πριν από σαράντα χρόνια πήγαινε κάποιος με την ιδέα να πεζοδρομηθεί όλο το κέντρο της πόλης, θα τον πετούσαν έξω από το Δημαρχείο”(!)».
 

 
Μέσα σε αυτή την σημείωση των μεταφραστών κρύβεται όλο το ζουμί αυτού του εκπληκτικού βιβλίου. Η ομορφιά του από την άλλη κρύβεται στις εμπνευσμένες παρατηρήσεις του συγγραφέα του, γιατί ως γνωστόν η ζωή κάθε κειμένου κρύβεται ανάμεσα στις γραμμές του. Απέκτησα όψιμο ενδιαφέρον για την (χρηστική) αρχιτεκτονική και ψάχνοντας έπεσα σε αυτό το βιβλίο με τον ποιητικό τίτλο. Ευχόμουν να μην πέσω σε κάτι με βαρύ θεωρητικό υπόβαθρο και πολυεπίπεδη πλήξη και ευτυχώς το απέφυγα αυτό. Ο συγγραφέας πετυχαίνει ό, τι δεν καταφέρνουν οι περισσότεροι που γράφουν δοκίμια· μετουσιώνει τις πολύπλοκες παρατηρήσεις του σε απλές, χωρίς ο αναγνώστης να χρειάζεται λυσάρι για να καταλάβει τι εννοεί – αν είναι να θέλουμε λυσσάρι ας διαβάσουμε τον Τζόυς καλύτερα! «Εάν οι χώροι αξίζουν, χρησιμοποιούνται». Όπως και τα βιβλία, ρε κανάγιες. Και εδώ η μεταφορά δεν είναι διόλου τυχαία. Γιατί τι κάνει έναν δημόσιο χώρο – και κατ’ επέκταση, ένα βιβλίο – που φαινομενικά είναι άρτιο, άνετο και πολύχρωμο να μην χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους; Η απάντηση είναι κοινή και στα δύο, η δομή και η ελλιπής γνώση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. 
 


«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση» (θεωρούμε ότι) είπε ο Αντρέ Μπρετόν, αλλά ο Jan Gehl έχει άλλη γνώμη. Οι πόλεις γίνονται ανθρώπινες όταν είναι στην κλίμακα των ανθρώπων. Μπορεί τους ανθρώπους να μας πιάνουν κάθε τόσο ματαιόδοξες φαντασιοκοπίες αλλά η ανθρώπινη κλίμακα είναι συγκεκριμένων προδιαγραφών – τουλάχιστον μέχρι να ενεργοποιηθεί το 5G – και γύρω από αυτήν πρέπει να οργανώνουμε την ζωή μας. Πόσοι από εσάς κοιτάτε ψηλά καθώς περπατάτε στην πόλη; Σχεδόν κανείς· τουλάχιστον, κοιτάτε χαμηλά μπας και βρείτε κανένα 5ευρο. Πόσοι θα καθόσασταν πρόθυμα σε παγκάκι στο κέντρο μιας πλατείας όταν υπάρχουν ελεύθερα καθίσματα στα όριά της; Πόσοι θα βγαίνατε ξανά με χαμόγελο και νταούλια στα χέρια όπως τότε με την νίκη του Σύριζα, σε όμορφες πλατείες να πιείτε στη χαρά του και γενικά να τον πιείτε και να περάσετε καλά; Αυτές είναι ανθρώπινες καταστάσεις και απαιτούν ανθρώπινες λύσεις. «Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρώπινης κατοίκησης, οι δρόμοι και οι πλατείες έχουν αποτελέσει τα βασικά στοιχεία γύρω από τα οποία οργανώθηκαν όλες οι πόλεις. Η ιστορία έχει αποδείξει τις αρετές αυτών των στοιχείων σε τέτοιο βαθμό που, για τους περισσότερους ανθρώπους, οι δρόμοι και οι πλατείες αποτελούν την ίδια την ουσία του φαινομένου “πόλη”. Αυτή η απλή σχέση και η λογική χρήση των δρόμων και των πλατειών – δρόμοι βασισμένοι στο γραμμικό τρόπο της ανθρώπινης κίνησης και πλατείες βασισμένες στη δυνατότητα του ματιού να εξερευνά μια περιοχή – έχουν, τα τελευταία χρόνια, επανέλθει στο προσκήνιο»
 


Ο Jan Gehl μέγιστος παρατηρητής της ανθρώπινης εμπειρίας, ξεκίνησε ως αναμορφωτής του κόσμου του, της Δανίας δηλαδή, και επεκτείνοντας τους συλλογισμούς του κατέδειξε ότι ο άνθρωπος για να μπορέσει να αρθεί, πρέπει πρώτα κατεβεί στα όριά του – σαν τσιτσάτο του Ξενάκη ακούστηκε αυτό, θα το κάψουμε απόψε κυρ Στέφανε! Μπορεί το βιβλίο να είναι πλέον 40 ετών και ο ανθρώπινος πληθυσμός να έχει αυξηθεί – αν και ως προς αυτό κάνει δουλίτσα η πανδημία, σύμφωνα πάντα με την σιωνιστική πολιτική που έχει ενορχηστρωθεί – αλλά οι παρατηρήσεις του παραμένουν αναλλοίωτες. Η αρχή είναι απλή: η ζωή σε μια πόλη βρίσκεται ανάμεσα στα κτήρια, στις ευκαιρίες που δίνονται στους ανθρώπους να βγουν μπροστά στα σπίτια τους και να ξεκινήσουν υπαίθριες δραστηριότητες. Μην βγάλετε τις ψησταριές ακόμα, δεν εννοούσε αυτό! Έχοντας ως πρότυπο την Βενετία (την πιο ανθρώπινη πόλη, χωρίς ίχνος αυτοκινήτων) και άλλες μεσαιωνικές πόλεις που χτίστηκαν με γνώμονα τις ανάγκες του ανθρώπου, συν κάποια πετυχημένα οικοδομικά πειράματα στις Σκανδιναβικές χώρες, δείχνει πόσο σημαντικό είναι οι πόλεις να αναδιαμορφωθούν με μικρές αλλά καίριες επεμβάσεις προς όφελος των ανθρώπων. Το βιβλίο περιέχει εκατοντάδες φωτογραφίες που ενισχύουν τους ήδη στιβαρούς συλλογισμούς του, χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια και υποκεφάλαια που κάνει την ανάγνωση ελκυστική – ακόμα και στη δομή του βιβλίου αποδείχθηκε επαγγελματίας. Αν σας αρέσει η ζωή στην πόλη αυτό το βιβλίο είναι ένα καλό πρώτο βήμα, διαφωτιστικό και ευχάριστο. Θα εκτιμήσετε τα θετικά της και θα αναγνωρίσετε τις ελλείψεις της, αυτό το ηλίθιο κλισέ που λένε συχνά ότι οι πόλεις θεωρούνται απάνθρωπες, αναρωτηθήκατε όμως ποτέ σας γιατί; Υπάρχουν και ανθρώπινες πόλεις. Και θα τις αγοράσω. 
 


[…] «Η ζωή ανάμεσα στα κτήρια είναι δυνητικά μια αυτό-ενισχυόμενη διεργασία. Υπάρχει μια ισχυρή τάση, όταν κάποιοι άνθρωποι ξεκινάνε μια δραστηριότητα στον υπαίθριο χώρο, οι άλλοι άνθρωποι να δείχνουν ενδιαφέρον, για να συμμετάσχουν κι αυτοί ή απλώς για να βιώσουν αυτό που συμβαίνει. Με αυτόν τον τρόπο τα άτομα και τα συμβάντα μπορούν να επηρεάσουν και να προκαλέσουν το ένα το άλλο. Από τη στιγμή που αυτή η διεργασία ξεκινήσει, η συνολική δραστηριότητα είναι πάντοτε σχεδόν μεγαλύτερη και πιο περίπλοκη από το άθροισμα των δραστηριοτήτων που αποτελούσαν αρχικά τα συστατικά της.
Στο σπίτι, τα συμβάντα και τα μέλη της οικογένειας μετακινούνται από δωμάτιο σε δωμάτιο, καθώς το κέντρο της δράσης μετατοπίζεται. Όταν οι ενήλικοι απασχολούνται στην κουζίνα, τα παιδιά παίζουν στο πάτωμα της κουζίνας και ούτω καθεξής.
Στις παιδικές χαρές μπορεί κανείς να παρατηρήσει πώς οι δραστηριότητες παιχνιδιού είναι παρόμοια αυτό-ενισχυόμενες. Αν μερικά παιδιά ξεκινήσουν να παίζουν, κι άλλα παιδιά θα παρακινηθούν να βγουν έξω και να μπουν κι αυτά στο παιχνίδι και η μικρή ομάδα γρήγορα μεγαλώνει. Μια διεργασία έχει ξεκινήσει.
Στο δημόσιο χώρο μπορούν να παρατηρηθούν παρόμοια μοτίβα. Αν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι ή αν κάτι συμβαίνει, ακόμη περισσότεροι άνθρωποι και περισσότερα συμβάντα τείνουν να συγκεντρώνονται και οι δραστηριότητες αποκτούν μεγαλύτερο εύρος και διάρκεια».
 


Η καλαίσθητη έκδοση έρχεται από τις «Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας» και οι μεταφράστριες από τα αγγλικά Γαρυφαλλιά Κατσαβουνίδου και Παρασκευή Ταράνη τα πήγαν αρκετά καλά με τις μη πολύπλοκες έννοιες του Gehl, υπό την επίβλεψη της μετάφρασης από το δανικό πρωτότυπο και από το μάτι του Κωνσταντίνου Thorvald Μπάρλα. Υπήρξε και μια δανική χορηγία μετάφρασης από το Υπουργείο Πολιτισμού της Δανίας – τώρα αν ήταν και δανεική, δεν ξέρω, δεν μας νοιάζουν τα οικονομικά τους, ρε κουτσομπόληδες. Το εξώφυλλο θαυμάσιο. Για το συγκεκριμένο βιβλίο μην έχετε καμία αμφιβολία, θα δείτε την πόλη που ζείτε με εντελώς άλλο μάτι – εκτός και αν ζείτε σε χωριό που τότε θα πρέπει να επαναπροσδιορίσετε και να δείτε την ζωή σας με άλλο μάτι! Για όλα τα υπόλοιπα, «όποτε έχετε αμφιβολία, αφαιρέστε λίγο χώρο».
 
Υ.Γ. 2666  Τα πνευματικά δικαιώματα για το «κανάγιες» ανήκουν στον Αλέξανδρο Ζωγραφάκη. Δεν κρατάω ψιλά πάνω μου, πέρνα μετά από το λογιστήριο να σε βολέψω.
 

 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!