Υπάρχει ένας τύπος αναγνωστών που διατείνεται ότι η λογοτεχνία πρέπει να μιλάει με απλά λόγια και ότι δεν χρειάζεται, φέρνοντας συνήθως σαν παράδειγμα τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, ολόκληρη μελέτη για να χαρείς ένα βιβλίο, στο διάολο τέτοια λογοτεχνία. Αν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία καλό είναι να ξεκινήσετε νωρίς γιατί ο δρόμος προς την κόλαση δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Εγώ πάλι αγαπώ υπέρμετρα και τα ίδια τα δύσκολα κείμενα και τις πολλαπλές δυνατότητες ερμηνείας που ξεπηδούν από αυτά έτσι ώστε η συνεχής ανατροφοδότηση που προκύπτει να αυξάνει και την απόλαυσή μου. Εσείς οι αναγνώστες που μισείτε τα σπόιλερ θα δοκιμάσετε μία δυσάρεστη έκπληξη· γιατί όλο το οπισθόφυλλο είναι ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΣΠΟΙΛΕΡ – εντελώς αθώο όπως κατά βάση είναι όλα τα σπόιλερ, αλλά για εσάς τους πιστούς ίσως να λαμβάνει και τις τερατώδεις διαστάσεις ενός Λεβιάθαν, τι να πω πια! Σε γενικές γραμμές λοιπόν, έχετε το στόρι και σας λείπει η λογοτεχνία. Αρκετοί βολεύεστε με αυτήν την συνθήκη, δεν κρίνω, οι υπόλοιποι όμως βυθιστείτε άφοβα στον κόσμο του Άρνο Σμιτ. Θα βγείτε… χειρότεροι άνθρωποι αλλά καλύτεροι αναγνώστες! «Και είπε την ιστορία της, βυθισμένη στην πολυθρόνα, δίχως μάτια φωσφορίζοντα κι άλλα τέτοια μαγικά (μόνο μια φορά έμπηξα φωνή: η Λίζα πήγε να νερώσει το ρούμι!)».
Νομίζω ότι το ιδιαίτερο και γοητευτικό αυτό βιβλίο το διακρίνουν και το συνοψίζουν οι «απότομες μεταπτώσεις από τον ποιητικό στον κυνικό τόνο» και αυτό προσωπικά με κέρδισε ολοκληρωτικά. Τώρα το πώς γίνονται αυτές οι μεταπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να το περιγράψω και θα σας παραπέμψω στο καταπληκτικό και βοηθητικό επίμετρο – η γνώμη μου είναι ότι μπορείτε να το διαβάσετε και στην αρχή, αλλά είπαμε, εγώ δεν πιστεύω στα σπόιλερ και λοιπούς ξεφτισμένους θεούς – του μεταφραστή του, Γιάννη Κοιλή, ο οποίος τον μελετά χρόνια, τον αγαπά χρόνια και μας τον έφερε εντέλει ολόλαμπρο στα χέρια μας, όχι μέσω Λαμίας, ως είθισται, αλλά μέσω… Ηρακλείου Κρήτης! Οι λάτρεις του Τζόυς θα αγαπήσετε το συγκεκριμένο βιβλίο, εξάλλου χρόνια κατηγορούσαν τον Σμιτ ως μιμητή του Τζόυς και ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα μέχρι που διάβασε τον Ιρλανδό και απέκτησε ιδέα και άρχισε να τον μιμείται με την ησυχία του αγνοώντας επιδεικτικά τις κακές γλώσσες του μισητού κόσμου. Η άτυπη τριλογία «Τα παιδιά του Νομποντάντυ» στην οποία ανήκουν και οι «Μαύροι καθρέφτες», κρύβουν στον τίτλο μια τζοϋσικής έμπνευσης λέξη, Nobodaddy, τα παιδιά δίχως πατέρα. Το βασικό κοινό του Σμιτ και του Τζόυς όμως είναι ότι και οι δύο υπήρξαν σπουδαίοι συγγραφείς και είναι και το μόνο που μας ενδιαφέρει. «Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια: για τον Σμιτ απαρτίζουν το δαιμονικό τρίπτυχο, τη σπορά του Λεβιάθαν που πνίγει στα σπάργανα τον ορθό λόγο: η μόνη δυνατότητα απάντησης είναι το σκεπτόμενο - και ως εκ τούτου αντιστεκόμενο – άτομο, τα Παιδιά του Νομποντάντυ!»
Το βιβλίο είναι διάσπαρτο με δυσνόητες αναφορές, με λεξιπλασίες (σαν ασθένεια διαβάζεται αυτό), με στριφνή στίξη, με χίλια δυο εμπόδια, αλλά ασκεί και τόσο απαράμιλλη γοητεία, σαν μαύρη μαγεία ένα πράγμα, βρε τον σατανά τον Σμιτ, «…ασκούμαι στην αμβλύνοια, δηλ. εξωτερικά· εντούτοις, τα χείλη της καρδιάς μου χαμογελούν αυτάρεσκα». Εξάλλου ένας βασικός λόγος που διαβάζω λογοτεχνία δεν είναι για να βρω απαντήσεις αλλά για να συνεχίσω να αναρωτιέμαι. Το έχω ξαναπεί με αφορμή πάλι τον ίδιο μεταφραστή και θα το επαναλάβω και εδώ, είναι μεγάλο πλεονέκτημα ο μεταφραστής ενός έργου να αγαπάει και να εκτιμάει βαθιά τους συγγραφείς που μεταφράζει. Η μετάφραση του Γιάννη Κοιλή είναι ανυπέρβλητη, και ίσως αποτελεί και τον κύριο λόγο που το αγόρασα, γιατί ειδάλλως ίσως φοβόμουν να αναμετρηθώ με τον Άρνο Σμιτ αν μου προσφερόταν σε άλλο περιτύλιγμα. Ωστόσο θα ήθελα να επισημάνω το εξής «ατόπημα»· υπάρχουν αρκετές φράσεις στο έργο του Σμιτ, αγγλικές, γερμανικές, λατινικές, κλπ, που μένουν αμετάφραστες. Προσωπικά δεν με ενοχλεί αυτό, ενισχύει κάπως την συνολική γοητεία του έργου, το έχω πετύχει και σε άλλα βιβλία και γενικά δεν έχω πρόβλημα. Παρόλα αυτά, διαπίστωσα ότι όπου υπήρχαν αγγλικές φράσεις που κουτσοκαταλάβαινα, λάμβανα μια σχετική γνώση της ιστορίας (ακόμα και αν ήταν επουσιώδης) που χανόταν στα άλλα αποσπάσματα των οποίων δεν γνώριζα την γλώσσα. Και αναρωτιέμαι γιατί να μην μεταφράζονταν όλα και να υπήρχαν σε υποσημειώσεις ή με παραπομπές στο τέλος του βιβλίου; Όποιος μου πει, υπάρχει και το Google, ένα έχω να του πω: (μαύρο) Καθρεφτάκι!
Η έκδοση της «Κίχλης» πάντα στα γνωστά ποιοτικά της στάνταρ. Το βιβλίο συνοδεύεται από ωραίες οξυγραφίες του Eberhard Schlotter, φίλου του Άρνο Σμιτ. Επιτρέψτε μου, σας παρακαλώ, να τις νοθεύσω και με δυο εικόνες από το επεισόδιο του «Black Mirror» που θεωρώ ότι ταιριάζουν κάπως. Επίσης, ας γιορτάσουμε το πρώτο βιβλίο (που έπεσε τουλάχιστον στην αντίληψή μου) της «Κίχλης» ολότελα απαλλαγμένο από τον βραχνά του πολυτονικού – δεν θέλω να χαλάσω κανενός το αφήγημα, δεν είμαι τέτοιος χαρακτήρας, αλλά να σας πω και κάτι, μια χαρά διαβάζεται και στο μονοτονικό! Και για να αντισταθμίσω αυτό το αναπάντεχο πλεονέκτημα ας αναφέρω και ένα ατόπημα της έκδοσης – ναι, τελικά, είμαι μισάνθρωπος, πρόβλημα; – που εντοπίζεται στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου στις οποίες δεν παραπέμπει κανείς… Nobodaddy που λένε! Γιατί ρε παιδιά; Το είχα συναντήσει και στην «Θεία Κωμωδία» αν θυμάμαι καλά και είναι κάπως ενοχλητικό για μας τους ψυχαναγκαστικούς. Ναι μεν οι σημειώσεις όπως τονίζει και ο μεταφραστής είναι ήπιες αναφορές σε γερμανικά κείμενα που ίσως ο Έλληνας αναγνώστης δεν είναι εξοικειωμένος με αυτά αλλά δεν έχει σημασία, έπρεπε να φέρουν αριθμητική παραπομπή. Τέλος πάντων, αυτά τα ατοπήματα δεν είναι τίποτα μπροστά στο τεράστιο έργο του Άρνο Σμιτ. Αξίζει να το δοκιμάσετε. Ανοίξτε το μυαλό σας μέχρι να ανοίξουν τα μπαρ.
[…] «Μα πού είναι εκείνο το κράτος, το σύνταγμα του οποίου θα αρχίζει με την υπέροχη φράση: “Ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος, ώστε να μπορούμε να έχουμε όλοι άδικο!”;»
Υ.Γ 2666 «Συνημμένον επιστρέφω τον Μεσσίαν».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.