Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Black Mirror



 

Ήθελα να γράψω από τους πρώτους για το βιβλίο του Άρνο Σμιτ για να μπορέσω να χρησιμοποιήσω αυτόν τον τίτλο στην ανάρτηση· γιατί τίποτα δεν μπορεί να με κινητοποιήσει καλύτερα («...μα σε τι ακρότητες μπορεί να παρασύρει τον ρήτορα η γλωσσική ευχέρειά του!») από ένα λογοπαίγνιο! Επιπροσθέτως, ήταν και μια καλή ευκαιρία να αναφερθώ ξανά σε αυτή την σειρά που για μένα αποτελεί μακράν την καλύτερη του 21ου αιώνα. Τώρα θα μου πείτε, έχει καμιά σχέση ο Σμιτ με το «Black Mirror»; Με μια γρήγορη ματιά, όχι. Όσο όμως κλωθογύριζα τα επεισόδια στο μυαλό μου, θυμήθηκα ένα συγκεκριμένο με τίτλο «Metalhead», κάπως αδικημένο από τους θεατές της σειράς, αλλά για μένα ένα από τα καλύτερα. Κάποιες πρώτες συγκρίσεις με το επεισόδιο είναι παραπάνω από εμφανείς. Από εκεί και πέρα, η ίδια η σειρά έχει μία σκωπτικότητα που σε σημεία μοιάζει επίτηδες άτεχνη και τραβηγμένη, μία αυτοϋπονόμευση, έναν εναργή αντισυμβατισμό και όλα αυτά, και περισσότερα, τηρουμένων των αναλογιών, τα βρήκα και στο βιβλίο του Σμιτ. «Ο Δαίμων: ευμενής και χρυσά γερμένος· θεότητα μετά πονηρού θιάσου που πλάστηκε και ξαμολήθηκε πίσω από έναν μακαρίως μαινόμενο: τέτοιος θέλω και εγώ να είμαι, μακαρίως μαινόμενος».

 

Υπάρχει ένας τύπος αναγνωστών που διατείνεται ότι η λογοτεχνία πρέπει να μιλάει με απλά λόγια και ότι δεν χρειάζεται, φέρνοντας συνήθως σαν παράδειγμα τον «Οδυσσέα» του Τζόυς, ολόκληρη μελέτη για να χαρείς ένα βιβλίο, στο διάολο τέτοια λογοτεχνία. Αν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία καλό είναι να ξεκινήσετε νωρίς γιατί ο δρόμος προς την κόλαση δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα. Εγώ πάλι αγαπώ υπέρμετρα και τα ίδια τα δύσκολα κείμενα και τις πολλαπλές δυνατότητες ερμηνείας που ξεπηδούν από αυτά έτσι ώστε η συνεχής ανατροφοδότηση που προκύπτει να αυξάνει και την απόλαυσή μου. Εσείς οι αναγνώστες που μισείτε τα σπόιλερ θα δοκιμάσετε μία δυσάρεστη έκπληξη· γιατί όλο το οπισθόφυλλο είναι ένα ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΣΠΟΙΛΕΡ – εντελώς αθώο όπως κατά βάση είναι όλα τα σπόιλερ, αλλά για εσάς τους πιστούς ίσως να λαμβάνει και τις τερατώδεις διαστάσεις ενός Λεβιάθαν, τι να πω πια! Σε γενικές γραμμές λοιπόν, έχετε το στόρι και σας λείπει η λογοτεχνία. Αρκετοί βολεύεστε με αυτήν την συνθήκη, δεν κρίνω, οι υπόλοιποι όμως βυθιστείτε άφοβα στον κόσμο του Άρνο Σμιτ. Θα βγείτε… χειρότεροι άνθρωποι αλλά καλύτεροι αναγνώστες! «Και είπε την ιστορία της, βυθισμένη στην πολυθρόνα, δίχως μάτια φωσφορίζοντα κι άλλα τέτοια μαγικά (μόνο μια φορά έμπηξα φωνή: η Λίζα πήγε να νερώσει το ρούμι!)».

Νομίζω ότι το ιδιαίτερο και γοητευτικό αυτό βιβλίο το διακρίνουν και το συνοψίζουν οι «απότομες μεταπτώσεις από τον ποιητικό στον κυνικό τόνο» και αυτό προσωπικά με κέρδισε ολοκληρωτικά. Τώρα το πώς γίνονται αυτές οι μεταπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να το περιγράψω και θα σας παραπέμψω στο καταπληκτικό και βοηθητικό επίμετρο – η γνώμη μου είναι ότι μπορείτε να το διαβάσετε και στην αρχή, αλλά είπαμε, εγώ δεν πιστεύω στα σπόιλερ και λοιπούς ξεφτισμένους θεούς – του μεταφραστή του, Γιάννη Κοιλή, ο οποίος τον μελετά χρόνια, τον αγαπά χρόνια και μας τον έφερε εντέλει ολόλαμπρο στα χέρια μας, όχι μέσω Λαμίας, ως είθισται, αλλά μέσω… Ηρακλείου Κρήτης! Οι λάτρεις του Τζόυς θα αγαπήσετε το συγκεκριμένο βιβλίο, εξάλλου χρόνια κατηγορούσαν τον Σμιτ ως μιμητή του Τζόυς και ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα μέχρι που διάβασε τον Ιρλανδό και απέκτησε ιδέα και άρχισε να τον μιμείται με την ησυχία του αγνοώντας επιδεικτικά τις κακές γλώσσες του μισητού κόσμου. Η άτυπη τριλογία «Τα παιδιά του Νομποντάντυ» στην οποία ανήκουν και οι «Μαύροι καθρέφτες», κρύβουν στον τίτλο μια τζοϋσικής έμπνευσης λέξη, Nobodaddy, τα παιδιά δίχως πατέρα. Το βασικό κοινό του Σμιτ και του Τζόυς όμως είναι ότι και οι δύο υπήρξαν σπουδαίοι συγγραφείς και είναι και το μόνο που μας ενδιαφέρει. «Πατρίς-θρησκεία-οικογένεια: για τον Σμιτ απαρτίζουν το δαιμονικό τρίπτυχο, τη σπορά του Λεβιάθαν που πνίγει στα σπάργανα τον ορθό λόγο: η μόνη δυνατότητα απάντησης είναι το σκεπτόμενο - και ως εκ τούτου αντιστεκόμενο – άτομο, τα Παιδιά του Νομποντάντυ!» 

 


Το βιβλίο είναι διάσπαρτο με δυσνόητες αναφορές, με λεξιπλασίες (σαν ασθένεια διαβάζεται αυτό), με στριφνή στίξη, με χίλια δυο εμπόδια, αλλά ασκεί και τόσο απαράμιλλη γοητεία, σαν μαύρη μαγεία ένα πράγμα, βρε τον σατανά τον Σμιτ, «…ασκούμαι στην αμβλύνοια, δηλ. εξωτερικά· εντούτοις, τα χείλη της καρδιάς μου χαμογελούν αυτάρεσκα». Εξάλλου ένας βασικός λόγος που διαβάζω λογοτεχνία δεν είναι για να βρω απαντήσεις αλλά για να συνεχίσω να αναρωτιέμαι. Το έχω ξαναπεί με αφορμή πάλι τον ίδιο μεταφραστή και θα το επαναλάβω και εδώ, είναι μεγάλο πλεονέκτημα ο μεταφραστής ενός έργου να αγαπάει και να εκτιμάει βαθιά τους συγγραφείς που μεταφράζει. Η μετάφραση του Γιάννη Κοιλή είναι ανυπέρβλητη, και ίσως αποτελεί και τον κύριο λόγο που το αγόρασα, γιατί ειδάλλως ίσως φοβόμουν να αναμετρηθώ με τον Άρνο Σμιτ αν μου προσφερόταν σε άλλο περιτύλιγμα. Ωστόσο θα ήθελα να επισημάνω το εξής «ατόπημα»· υπάρχουν αρκετές φράσεις στο έργο του Σμιτ, αγγλικές, γερμανικές, λατινικές, κλπ, που μένουν αμετάφραστες. Προσωπικά δεν με ενοχλεί αυτό, ενισχύει κάπως την συνολική γοητεία του έργου, το έχω πετύχει και σε άλλα βιβλία και γενικά δεν έχω πρόβλημα. Παρόλα αυτά, διαπίστωσα ότι όπου υπήρχαν αγγλικές φράσεις που κουτσοκαταλάβαινα, λάμβανα μια σχετική γνώση της ιστορίας (ακόμα και αν ήταν επουσιώδης) που χανόταν στα άλλα αποσπάσματα των οποίων δεν γνώριζα την γλώσσα. Και αναρωτιέμαι γιατί να μην μεταφράζονταν όλα και να υπήρχαν σε υποσημειώσεις ή με παραπομπές στο τέλος του βιβλίου; Όποιος μου πει, υπάρχει και το Google, ένα έχω να του πω: (μαύρο) Καθρεφτάκι!

Η έκδοση της «Κίχλης» πάντα στα γνωστά ποιοτικά της στάνταρ. Το βιβλίο συνοδεύεται από ωραίες οξυγραφίες του Eberhard Schlotter, φίλου του Άρνο Σμιτ. Επιτρέψτε μου, σας παρακαλώ, να τις νοθεύσω και με δυο εικόνες από το επεισόδιο του «Black Mirror» που θεωρώ ότι ταιριάζουν κάπως. Επίσης, ας γιορτάσουμε το πρώτο βιβλίο (που έπεσε τουλάχιστον στην αντίληψή μου) της «Κίχλης» ολότελα απαλλαγμένο από τον βραχνά του πολυτονικού – δεν θέλω να χαλάσω κανενός το αφήγημα, δεν είμαι τέτοιος χαρακτήρας, αλλά να σας πω και κάτι, μια χαρά διαβάζεται και στο μονοτονικό! Και για να αντισταθμίσω αυτό το αναπάντεχο πλεονέκτημα ας αναφέρω και ένα ατόπημα της έκδοσης – ναι, τελικά, είμαι μισάνθρωπος, πρόβλημα; – που εντοπίζεται στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου στις οποίες δεν παραπέμπει κανείς… Nobodaddy που λένε! Γιατί ρε παιδιά; Το είχα συναντήσει και στην «Θεία Κωμωδία» αν θυμάμαι καλά και είναι κάπως ενοχλητικό για μας τους ψυχαναγκαστικούς. Ναι μεν οι σημειώσεις όπως τονίζει και ο μεταφραστής είναι ήπιες αναφορές σε γερμανικά κείμενα που ίσως ο Έλληνας αναγνώστης δεν είναι εξοικειωμένος με αυτά αλλά δεν έχει σημασία, έπρεπε να φέρουν αριθμητική παραπομπή. Τέλος πάντων, αυτά τα ατοπήματα δεν είναι τίποτα μπροστά στο τεράστιο έργο του Άρνο Σμιτ. Αξίζει να το δοκιμάσετε. Ανοίξτε το μυαλό σας μέχρι να ανοίξουν τα μπαρ.

[…] «Μα πού είναι εκείνο το κράτος, το σύνταγμα του οποίου θα αρχίζει με την υπέροχη φράση: “Ο κόσμος είναι αρκετά μεγάλος, ώστε να μπορούμε να έχουμε όλοι άδικο!”;» 

 



Υ.Γ 2666  «Συνημμένον επιστρέφω τον Μεσσίαν».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!