Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι λέει ο λαός. Κάπως έτσι σκέφτηκε και ο συγγραφέας και σου λέει, Φαντάσου τι θάψιμο θα φάω αφού πεθάνω, δεν γράφω ένα βιβλίο να γίνω αθάνατος; Τώρα με το καθολικό απαγορευτικό, που κάθε σπίτι μια (ταφική) γωνιά του μικρού ιού, με μόνο τους τροφοδιανομείς να το επισκέπτονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όλα θα μοιάζουν θανατερά πληκτικά. Είναι όμως ο θάνατος τόσο πληκτικός όσο το φανταζόμαστε; Αναλόγως την θρησκεία και το μπάτζετ των πιστών τους καθορίζονται αυτές οι μεταφυσικές φαντασιοκοπίες. Για έναν συγγραφέα όμως που ενδιαφέρεται για τον θάνατο μέσα στην ζωή, και για την ζωή μέσα στον θάνατο, τα πράγματα είναι κάπως πιο απλά – μέσα στην περιπλοκότητά τους, γιατί ο τύπος είναι Ιρλανδός και εφάμιλλος του Τζόυς, λένε οι κακές γλώσσες· εγώ λέω, να χαλαρώσετε λίγο, γιατί θα τρίζουν τα κόκαλά του στον τάφο του στη Ζυρίχη. Βέβαια, μία αναπάντεχη σύνδεση μπορεί να αναδυθεί από αυτό που λέγεται ότι είπε η κόρη του Λουτσία Τζόυς, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του: «Τι κάνει κάτω από το έδαφος, εκείνος ο ηλίθιος; Πότε θα αποφασίσει να βγει έξω; Μας παρακολουθεί όλη την ώρα»!
Εδώ και καιρό έχω συνηθίσει το θάψιμο και το κουτσομπολιό από μια μερίδα «αναγνωστών» και έτσι δεν με πειράζει καθόλου τώρα που θα κάτσω να γράψω την άποψή μου για ένα ακόμα μισοδιαβασμένο βιβλίο – δεν με νοιάζει τι λέτε για μένα ψυχούλες μου, η κόλαση είμαι εγώ! Το ότι δεν βρήκα πλέον λόγο να συνεχίσω την ανάγνωση μετά τις 150 σελίδες περίπου δεν σημαίνει καθόλου ότι το βιβλίο δεν διαθέτει πλήθος προτερημάτων, που γίνονται μάλιστα εύκολα αντιληπτά στους προσεκτικούς αναγνώστες. Αυτό όμως που καλώς ή κακώς κρατάει έναν αναγνώστη είναι η ζωντάνια της αφήγησης, ειδάλλως το ενδιαφέρον του φθίνει και αργοπεθαίνει. Το μυθιστόρημα βασίζεται στην εξής απλή και όμορφη σύλληψη: οι νεκροί διατηρούν την συνείδησή τους μετά θάνατον και μπορούν να συνομιλούν με τους άλλους νεκρούς αλλά όχι με τους ζωντανούς· η μόνη σύνδεση με τον κόσμο που άφησαν πίσω είναι μέσω των φρεσκοπεθαμένων ανθρώπων και των ζωντανών νέων που φέρνουν μαζί τους. Αυτό συνοψίζει όλο το μοντέρνο του εγχειρήματος, μετατρέποντας ένα φαινομενικά απλό κείμενο σε κάτι εξαιρετικά απαιτητικό για τους περισσότερους αναγνώστες. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι μάστορας για να πετύχει την σύνδεση με το μυαλό του αναγνώστη και αυτό του το δίνω με μεγάλη χαρά. Φανταστείτε έναν νεκρό που μόλις πεθαίνει. Ο άνθρωπος αυτός έχει ζήσει μία πολύπλοκη ζωή που εμείς αγνοούμε παντελώς και ο συγγραφέας πρέπει να μας την περιγράψει από την ανάποδη και όχι απαραίτητα με συνοχή. Επίσης, αυτός ο άνθρωπος αυτός, εφόσον διατηρεί (αναπάντεχα) την συνείδησή του ενδιαφέρεται μόνο ή κυρίως για τα τελευταία που τον απασχολούσαν πριν πεθάνει, όταν ο επικείμενος θάνατός του μεγαλοποιεί και σατιρίζει όλες τις τετριμμένες και ασήμαντες λεπτομέρειες μιας ζωής που τελειώνει. Πέρα από αυτή την κυρίαρχη συνείδηση (που θα λέγαμε είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου) υπάρχουν δεκάδες άλλες συνειδήσεις που πετάγονται για να πούνε τα δικά τους, άγνωστα σε μας, και άσχετα έως και αδιάφορα ακόμα και για τους ανθρώπους που κάποτε μοιράζονταν μια κοινή ζωή σε έναν κοινό τόπο. Αυτά τα δύο κυρίαρχα δομικά στοιχεία προϋποθέτουν έναν αναγνώστη που δε θα έχει νεκρωμένη την συνείδησή του, αν θέλει να καταλάβει τι παίζει στο βιβλίο.
Ένα ακόμα στοιχείο που ολοκληρώνει την σύνθεση που είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας, είναι αυτό που επισημαίνει ευστοχότατα στο επίμετρο ο μεταφραστής Μιλτιάδης Αργυρόπουλος: «Δυστυχώς όμως, στο παιχνίδι αυτό οι Άλλοι, εκτός από καθρέφτες, είναι και βασικοί ανταγωνιστές. Ο καθένας απαιτεί από τον εαυτό του να είναι θεός στα μάτια των υπολοίπων, γεγονός που τον υποχρεώνει με τη σειρά του να είναι και ο ίδιος πιστός, αφοσιωμένος στην λατρεία του κάθε Άλλου. Και, καθώς θεοί και πιστοί δεν φτιάχνονται από την ίδια στόφα, το οξύμωρο καταδικάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις σε αέναο, άγονο ανταγωνισμό. Η επέκταση του αυτοειδώλου είναι αδύνατη αν δεν μπεις βαθιά στα χωράφια του γείτονα. Κι όσο οι ήρωες του Ο’ Κάιν μαλλιοτραβιούνται ερίζοντας για τους συνοριακούς φράκτες των φαντασιακών τους προσωπικοτήτων, η γνωστή παραβολή των σκαντζόχοιρων του Σοπενάουερ όλο και επαληθεύεται: στην απόσταση κρυώνουμε, στην εγγύτητα κεντρίζουμε ο ένας τον άλλον με τα αγκάθια, κι η αναζήτηση της ιδανικής απόστασης είναι το Άγιο Δισκοπότηρο των ανθρώπινων σχέσεων, όπως θα μπορούσε να μας διαβεβαιώσει οποιοδήποτε ευτυχισμένο παντρεμένο ζευγάρι. Κι ενώ μεν πάνω στη γη ο ιστός των αλληλεξαρτήσεων εκβίαζε τη συναίνεση, στο χώμα του κοιμητηρίου το δόγμα που καθορίζει τις σχέσεις είναι κυνικά απλό: “Αν θες το μοναδικό αγαθό που απέμεινε να διεκδικήσεις, τη θαλπωρή της παρέας μου, φρόντιζε να λες μόνον ό,τι μου αρέσει να ακούω”». Ξέρω, βέβαια, ότι δεν σας αρέσει καθόλου αυτό που ακούτε, γι’ αυτό και σφαζόμαστε κάθε φορά! Δεν πειράζει, μια μέρα (και μια αιωνιότητα) θα τα πάμε καλύτερα, το πιστεύω.
Εντέλει, τι με χάλασε, θα αναρωτιέστε και εσείς. Το βιβλίο βασίζεται εν πολλοίς σε μια φαρσοειδή παρέλαση κουτσομπολιών και κακιών, που αν μη τι άλλο θα έπρεπε να με διασκεδάσει. Ο Ο’ Κάιν διαλέγει με προσοχή τα δικά του πορτραίτα Δουβλινέζων, γιατί κακά τα ψέματα, οι συνδέσεις με τον Τζόυς είναι εμφανείς σε πολλά σημεία, αλλά ο Τζόυς μέσα σε όλα τα εξαιρετικά στοιχεία του έργου του διέθετε και κάτι ακόμα πιο εξαιρετικό: όσο βαρετά και τετριμμένα κι αν εξιστορούσε μια τυχαία ανθρώπινη συνθήκη, είχε το ένστικτο και την ικανότητα, με μία μόνο φράση να το μετατρέψει σε κάτι λαμπρό και αξέχαστο. Και κανείς έκτοτε δεν το κατάφερε με την ίδια άνεση. Η Κατρίνα, η τιμώμενη νεκρή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, τα έχει πάρει στο κρανίο με το σόι της (και δικαίως, γιατί δεν αξίζει να πεθαίνεις για τους συγγενείς σου) και δε θα ησυχάσει η ψυχούλα της αν δεν μάθει ότι τα πράγματα πάνω από το χώμα πάνε τόσο σκατά όσο και από κάτω. Αν όμως δεν είσαι η Φαίη Σκορδά, δεν μπορείς να τρέφεσαι μόνο με κουτσομπολιά και μέχρι να καταφτάσει ένας σοβαρός νεκρός που θα την ικανοποιήσουν τα νέα που θα της φέρει ή θα την ικανοποιήσει και η ίδια η παρουσία του αν τύχει και είναι κάποιος μισητός συγγενής της, η αφηγηματική ικανότητα του Ο’ Κάιν δεν κατάφερε να με κρατήσει για παραπάνω από 150 σελίδες. «Λοιπόν, Κόλι, εγώ είμαι συγγραφέας. Για κάθε βιβλίο που έχεις διαβάσει, εγώ έχω διαβάσει πενήντα. Αν διανοηθείς να ισχυριστείς ότι δεν είμαι συγγραφέας, θα σου κάνω μήνυση». Τι να κάνουμε, δε θα πεθάνουμε κιόλας για μια ανάγνωση.
Αναγνωστική... ζωή σε μας λοιπόν. Δεν έγινε δα και τίποτα τρομερό που ένα βιβλίο πέθανε πριν την ώρα του στα χέρια του αναγνώστη του· το αντίθετο νομίζω, να πεθάνει ο αναγνώστης με το ζωντανό βιβλίο στα χέρια του, θα ήταν ολίγον κρίπι· αν και πολλοί από εσάς, υποψιάζομαι ότι το εύχεστε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.