Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ζωή σε μας

 
Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι λέει ο λαός. Κάπως έτσι σκέφτηκε και ο συγγραφέας και σου λέει, Φαντάσου τι θάψιμο θα φάω αφού πεθάνω, δεν γράφω ένα βιβλίο να γίνω αθάνατος; Τώρα με το καθολικό απαγορευτικό, που κάθε σπίτι μια (ταφική) γωνιά του μικρού ιού, με μόνο τους τροφοδιανομείς να το επισκέπτονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όλα θα μοιάζουν θανατερά πληκτικά. Είναι όμως ο θάνατος τόσο πληκτικός όσο το φανταζόμαστε; Αναλόγως την θρησκεία και το μπάτζετ των πιστών τους καθορίζονται αυτές οι μεταφυσικές φαντασιοκοπίες. Για έναν συγγραφέα όμως που ενδιαφέρεται για τον θάνατο μέσα στην ζωή, και για την ζωή μέσα στον θάνατο, τα πράγματα είναι κάπως πιο απλά – μέσα στην περιπλοκότητά τους, γιατί ο τύπος είναι Ιρλανδός και εφάμιλλος του Τζόυς, λένε οι κακές γλώσσες· εγώ λέω, να χαλαρώσετε λίγο, γιατί θα τρίζουν τα κόκαλά του στον τάφο του στη Ζυρίχη. Βέβαια, μία αναπάντεχη σύνδεση μπορεί να αναδυθεί από αυτό που λέγεται ότι είπε η κόρη του Λουτσία Τζόυς, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του: «Τι κάνει κάτω από το έδαφος, εκείνος ο ηλίθιος; Πότε θα αποφασίσει να βγει έξω; Μας παρακολουθεί όλη την ώρα»!  
 
Εδώ και καιρό έχω συνηθίσει το θάψιμο και το κουτσομπολιό από μια μερίδα «αναγνωστών» και έτσι δεν με πειράζει καθόλου τώρα που θα κάτσω να γράψω την άποψή μου για ένα ακόμα μισοδιαβασμένο βιβλίο – δεν με νοιάζει τι λέτε για μένα ψυχούλες μου, η κόλαση είμαι εγώ! Το ότι δεν βρήκα πλέον λόγο να συνεχίσω την ανάγνωση μετά τις 150 σελίδες περίπου δεν σημαίνει καθόλου ότι το βιβλίο δεν διαθέτει πλήθος προτερημάτων, που γίνονται μάλιστα εύκολα αντιληπτά στους προσεκτικούς αναγνώστες. Αυτό όμως που καλώς ή κακώς κρατάει έναν αναγνώστη είναι η ζωντάνια της αφήγησης, ειδάλλως το ενδιαφέρον του φθίνει και αργοπεθαίνει. Το μυθιστόρημα βασίζεται στην εξής απλή και όμορφη σύλληψη: οι νεκροί διατηρούν την συνείδησή τους μετά θάνατον και μπορούν να συνομιλούν με τους άλλους νεκρούς αλλά όχι με τους ζωντανούς· η μόνη σύνδεση με τον κόσμο που άφησαν πίσω είναι μέσω των φρεσκοπεθαμένων ανθρώπων και των ζωντανών νέων που φέρνουν μαζί τους. Αυτό συνοψίζει όλο το μοντέρνο του εγχειρήματος, μετατρέποντας ένα φαινομενικά απλό κείμενο σε κάτι εξαιρετικά απαιτητικό για τους περισσότερους αναγνώστες. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι μάστορας για να πετύχει την σύνδεση με το μυαλό του αναγνώστη και αυτό του το δίνω με μεγάλη χαρά. Φανταστείτε έναν νεκρό που μόλις πεθαίνει. Ο άνθρωπος αυτός έχει ζήσει μία πολύπλοκη ζωή που εμείς αγνοούμε παντελώς και ο συγγραφέας πρέπει να μας την περιγράψει από την ανάποδη και όχι απαραίτητα με συνοχή. Επίσης, αυτός ο άνθρωπος αυτός, εφόσον διατηρεί (αναπάντεχα) την συνείδησή του ενδιαφέρεται μόνο ή κυρίως για τα τελευταία που τον απασχολούσαν πριν πεθάνει, όταν ο επικείμενος θάνατός του μεγαλοποιεί και σατιρίζει όλες τις τετριμμένες και ασήμαντες λεπτομέρειες μιας ζωής που τελειώνει. Πέρα από αυτή την κυρίαρχη συνείδηση (που θα λέγαμε είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου) υπάρχουν δεκάδες άλλες συνειδήσεις που πετάγονται για να πούνε τα δικά τους, άγνωστα σε μας, και άσχετα έως και αδιάφορα ακόμα και για τους ανθρώπους που κάποτε μοιράζονταν μια κοινή ζωή σε έναν κοινό τόπο. Αυτά τα δύο κυρίαρχα δομικά στοιχεία προϋποθέτουν έναν αναγνώστη που δε θα έχει νεκρωμένη την συνείδησή του, αν θέλει να καταλάβει τι παίζει στο βιβλίο.
 
Ένα ακόμα στοιχείο που ολοκληρώνει την σύνθεση που είχε στο μυαλό του ο συγγραφέας, είναι αυτό που επισημαίνει ευστοχότατα στο επίμετρο ο μεταφραστής Μιλτιάδης Αργυρόπουλος: «Δυστυχώς όμως, στο παιχνίδι αυτό οι Άλλοι, εκτός από καθρέφτες, είναι και βασικοί ανταγωνιστές. Ο καθένας απαιτεί από τον εαυτό του να είναι θεός στα μάτια των υπολοίπων, γεγονός που τον υποχρεώνει με τη σειρά του να είναι και ο ίδιος πιστός, αφοσιωμένος στην λατρεία του κάθε Άλλου. Και, καθώς θεοί και πιστοί δεν φτιάχνονται από την ίδια στόφα, το οξύμωρο καταδικάζει τις διαπροσωπικές σχέσεις σε αέναο, άγονο ανταγωνισμό. Η επέκταση του αυτοειδώλου είναι αδύνατη αν δεν μπεις βαθιά στα χωράφια του γείτονα. Κι όσο οι ήρωες του Ο’ Κάιν μαλλιοτραβιούνται ερίζοντας για τους συνοριακούς φράκτες των φαντασιακών τους προσωπικοτήτων, η γνωστή παραβολή των σκαντζόχοιρων του Σοπενάουερ όλο και επαληθεύεται: στην απόσταση κρυώνουμε, στην εγγύτητα κεντρίζουμε ο ένας τον άλλον με τα αγκάθια, κι η αναζήτηση της ιδανικής απόστασης είναι το Άγιο Δισκοπότηρο των ανθρώπινων σχέσεων, όπως θα μπορούσε να μας διαβεβαιώσει οποιοδήποτε ευτυχισμένο παντρεμένο ζευγάρι. Κι ενώ μεν πάνω στη γη ο ιστός των αλληλεξαρτήσεων εκβίαζε τη συναίνεση, στο χώμα του κοιμητηρίου το δόγμα που καθορίζει τις σχέσεις είναι κυνικά απλό: “Αν θες το μοναδικό αγαθό που απέμεινε να διεκδικήσεις, τη θαλπωρή της παρέας μου, φρόντιζε να λες μόνον ό,τι μου αρέσει να ακούω”». Ξέρω, βέβαια, ότι δεν σας αρέσει καθόλου αυτό που ακούτε, γι’ αυτό και σφαζόμαστε κάθε φορά! Δεν πειράζει, μια μέρα (και μια αιωνιότητα) θα τα πάμε καλύτερα, το πιστεύω.  
 
Εντέλει, τι με χάλασε, θα αναρωτιέστε και εσείς. Το βιβλίο βασίζεται εν πολλοίς σε μια φαρσοειδή παρέλαση κουτσομπολιών και κακιών, που αν μη τι άλλο θα έπρεπε να με διασκεδάσει. Ο Ο’ Κάιν διαλέγει με προσοχή τα δικά του πορτραίτα Δουβλινέζων, γιατί κακά τα ψέματα, οι συνδέσεις με τον Τζόυς είναι εμφανείς σε πολλά σημεία, αλλά ο Τζόυς μέσα σε όλα τα εξαιρετικά στοιχεία του έργου του διέθετε και κάτι ακόμα πιο εξαιρετικό: όσο βαρετά και τετριμμένα κι αν εξιστορούσε μια τυχαία ανθρώπινη συνθήκη, είχε το ένστικτο και την ικανότητα, με μία μόνο φράση να το μετατρέψει σε κάτι λαμπρό και αξέχαστο. Και κανείς έκτοτε δεν το κατάφερε με την ίδια άνεση. Η Κατρίνα, η τιμώμενη νεκρή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, τα έχει πάρει στο κρανίο με το σόι της (και δικαίως, γιατί δεν αξίζει να πεθαίνεις για τους συγγενείς σου) και δε θα ησυχάσει η ψυχούλα της αν δεν μάθει ότι τα πράγματα πάνω από το χώμα πάνε τόσο σκατά όσο και από κάτω. Αν όμως δεν είσαι η Φαίη Σκορδά, δεν μπορείς να τρέφεσαι μόνο με κουτσομπολιά και μέχρι να καταφτάσει ένας σοβαρός νεκρός που θα την ικανοποιήσουν τα νέα που θα της φέρει ή θα την ικανοποιήσει και η ίδια η παρουσία του αν τύχει και είναι κάποιος μισητός συγγενής της, η αφηγηματική ικανότητα του Ο’ Κάιν δεν κατάφερε να με κρατήσει για παραπάνω από 150 σελίδες. «Λοιπόν, Κόλι, εγώ είμαι συγγραφέας. Για κάθε βιβλίο που έχεις διαβάσει, εγώ έχω διαβάσει πενήντα. Αν διανοηθείς να ισχυριστείς ότι δεν είμαι συγγραφέας, θα σου κάνω μήνυση». Τι να κάνουμε, δε θα πεθάνουμε κιόλας για μια ανάγνωση.  
 

 
Αναγνωστική... ζωή σε μας λοιπόν. Δεν έγινε δα και τίποτα τρομερό που ένα βιβλίο πέθανε πριν την ώρα του στα χέρια του αναγνώστη του· το αντίθετο νομίζω, να πεθάνει ο αναγνώστης με το ζωντανό βιβλίο στα χέρια του, θα ήταν ολίγον κρίπι· αν και πολλοί από εσάς, υποψιάζομαι ότι το εύχεστε.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!