Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Είναι και χρόνος


Μόλις ξεκίνησε ο Μάιος και παρόλο που είμαστε πανέτοιμοι χάρη στο κυβερνητικό πρόγραμμα ΧΑΜ, να τον προϋπαντήσουμε με βήμα ταχύ, παιδιά στην εξοχή, ίσως είναι καλύτερα να τρέξουμε λίγο αυτή την αλλόκοτη εποχή και να μεταφερθούμε στο μέλλον – συγκεκριμένα στον Ιούλιο. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, στον Ιούλιο Βερν που πάντοτε ήταν συνυφασμένος με το μέλλον, και εμείς οι αδαείς, τουλάχιστον στην Ελλάδα, τον καταδικάσαμε σ’ ένα σκληρό παρελθόν απολιθωμένων μεταφράσεων και πρωτόγονων διασκευών. Και μετά αναρωτιέστε κάποιοι αν ο κορονοϊός δημιουργήθηκε σε εργαστήριο· φυσικά και δημιουργήθηκε σε εργαστήριο – τυπογραφίας, ή έστω ωρολογοποιίας! «Αν είναι αλήθεια μαστρο-Ζαχαρία, ότι η υγεία σας επηρεάζει την υγεία των ρολογιών», επαναλάμβαναν οι περισσότεροι, «γιατρευτείτε το συντομότερο!» Ο γέροντας τους κοιτούσε βλοσυρά και δεν αποκρινόταν παρά με νεύματα ή με θλιμμένα λόγια: «Περιμένετε τις πρώτες καλές μέρες, φίλοι μου! Είναι η εποχή που η ύπαρξη αναζωογονείται μέσα στα κουρασμένα σώματα! Πρέπει να έρθει ο ήλιος να μας ζεστάνει όλους!»
 
Αφήστε με να σας βάλω για λίγο στο εργαστήριο του κριτικού – μη νομίζετε και εγώ σπάνια μπαίνω εδώ μέσα! Η αρχική μου πρόθεση ήταν να ονομάσω ετούτη την ανάρτηση «Σατανικοί μύθοι» και να παρουσιάσω παράλληλα δύο νουβέλες, του Ιουλίου Βερν και του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον αντίστοιχα, που έχουν να κάνουν με… διαβολικές συμφωνίες. Εκτός αυτού, ήθελα να καταδείξω ξανά πόσο έχουν ταλαιπωρηθεί οι συγκεκριμένοι συγγραφείς από ανεκδιήγητες διασκευές και αναγνωστικές παιδικές φαντασιακές καθηλώσεις επί μακρόν στο πρωκτικό κατά Φρόυντ επίπεδο – με απλά λόγια, τους έχετε χεσμένους. Και είναι κρίμα. Η σχέση μου με τον σπουδαίο Στήβενσον αρχίζει να αποκαθίσταται με αργά αλλά σταθερά βήματα και θα φτάσει ως το τέλος. Για τον Βερν όμως, η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη, τουλάχιστον μέχρι να μάθω άπταιστα γαλλικά, και μόνο με αναγνωστικές εκλάμψεις σαν την σημερινή, μπορώ να αποκαταστήσω την ιδιοφυία του εντός μου. 
 
Δεν θα επεκταθώ στην νουβέλα του Στήβενσον «Το πνεύμα του μπουκαλιού» γιατί η σαρωτική νουβέλα του Βερν αξιώνει σχεδόν όλη την προσοχή μου. Αξίζει όμως να την αναφέρω για το εκπληκτικό λογικό της παράδοξο. «Αν και το θέμα του στοιχειωμένου μπουκαλιού ήταν ήδη γνωστό στην Ευρώπη από το σχετικό παραμύθι των Αδελφών Γκριμ (Spiritus familiaris), ο Στήβενσον βασίστηκε με τον δικό του τρόπο και στην ιστορία του Φάουστ και στον Τόμ Γουώκερ και τον Διάβολο του Γουόσινγκτον Ιρβινγκ». Φανταστείτε ένα μαγικό μπουκάλι με ένα διαβολικό πνεύμα εντός του που μπορεί να πραγματοποιήσει κάθε επιθυμία σας με ένα μόνο τίμημα· αν πεθάνετε και είναι ακόμα στην κατοχή σας, θα πάτε στην κόλαση. Ο τρόπος να το αποφύγετε αυτό είναι να το πουλήσετε, σε τιμή όμως, χαμηλότερη από αυτή που το αγοράσατε αλλιώς επιστρέφει σε σας. Το μπουκάλι αλλάζει αιώνες και κατόχους με την τιμή του να πέφτει συνεχώς. Αν, ας πούμε, ερχόσασταν να μου το πουλήσετε 5 σεντ, θα μπορούσατε να με πείσετε για τις μαγικές του ιδιότητες; Και αν τελικά το αγόραζα, θα μπορούσα με την σειρά μου να πείσω κάποιον άλλον να το αγοράσει λιγότερο από 5 σεντ; Αυτό το λογικό παράδοξο και η προσχηματική πλοκή που περιπλέκεται γύρω του περιέχουν κάποιες ωραίες σκέψεις αλλά δεν νομίζω ότι λογοτεχνικά προσφέρει κάτι περισσότερο. Συγγνώμη Λιούις, θα επανορθώσω μια άλλη φορά, στο υπόσχομαι. Η απλοϊκή του γραφή εξάλλου συμβαδίζει με την επιθυμία του συγγραφέα να το προσφέρει στις φυλές της Πολυνησίας, πράγμα που συνέβη καθώς κάποιος ιεραπόστολος το μετέφρασε στη γλώσσα των Σαμόα. Αλλά περνάει η ώρα και πρέπει να μπούμε στο κυρίως θέμα. 
 
Λίγη από την αγάπη μου για την ομορφιά και την πολυπλοκότητα των ρολογιών και της ωρολογοποιίας εξέφρασα στο κείμενο που είχα γράψει για το εξαιρετικό βιβλίο του Τάνπιναρ. Εδώ, θα επιμείνω στην παθιασμένη άποψή μου ότι τα ρολόγια είναι εκπληκτικά προϊόντα και μέσα από ένα τεράστιο πλήθος κακόγουστων – ακόμα και ελβετικών! – ρολογιών, η ελβετική ωρολογοποιία ξεχωρίζει από χιλιόμετρα για την ποιότητά της. Μπορεί πολλοί από εσάς να θεωρείτε βλακεία να κοστίζει ένα ελβετικό ρολόι, απλό ρολόι, χιλιάδες ευρώ, όπως και εγώ θεωρώ βλακεία να κοστίζει ένα iPhone, απλό κινητό, πάνω από 1000 ευρώ. Όποιος έχει δει όμως από κοντά ένα ελβετικό ρολόι ή ένα iPhone τείνει να αναθεωρεί. Είναι κάποιες λεπτομέρειες, ορατές, αδιόρατες και αόρατες που τα καθιστούν έργα τέχνης – τουλάχιστον τα ρολόγια, χέστηκα για τα iPhone! Τέλος πάντων, το θέμα εδώ δεν είναι ιδωμένο μόνο από την καταναλωτική του ή αισθητική του πλευρά. Τα μηχανικά ρολόγια, κυρίως, κρύβουν και ένα απίστευτα πολύπλοκο μηχανισμό, ο οποίος, μαζί με την ίδια την τέχνη της ωρολογοποιίας, μπορεί να καταστεί εξαίσια μεταφορά για την λογοτεχνία, την τέχνη, την ζωή και τον θάνατο. Και πάνω σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ξεδιπλώνεται η νουβέλα του Βερν. «Εξάλλου ποιος ενδιαφερόταν την εποχή εκείνη να βάλει τάξη στο πέρασμα του χρόνου;»
 
Η παραπάνω σκέψη απηχεί κάτι που είχα διαβάσει στα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου «Τα γρανάζια του χρόνου» – που περιμένει υπομονετικά να του διαθέσω τον χρόνο μου – όπου ο συγγραφέας διατύπωνε μια πρωτότυπη σκέψη: η πραγματική δημιουργία του σύγχρονου κόσμου (όπως είναι και ο υπότιτλος), το επαναστατικό ορόσημο που έστρεψε τις ζωές μας σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, ήταν η εφεύρεση του μηχανισμού διαφυγής, η τιθάσευση του χρόνου, η προσωπική αίσθηση ότι τον κουβαλάμε σαν κόσμημα στον καρπό μας. Και απορούσε γιατί αυτή η σύγχρονη επανάσταση δεν είχε την προβολή που της άξιζε, έτσι λοιπόν ξεκίνησε να γράφει την εργασία του. Από την άλλη, χρόνια πριν, ο Ιούλιος Βερν είχε δει μπροστά και έβαζε τον ήρωά του μαστρο-Ζαχαρία να είναι ο εφευρέτης της διαφυγής, ο καλύτερος ωρολογοποιός της Γενεύης και ολόκληρης της Ελβετίας, ένας θεός που απολαμβάνει τιμές και δόξα.
 
[…] «Όταν οι θετικές επιστήμες έκαναν επιτέλους προόδους, η ωρολογοποιία ακολούθησε την άνθησή τους, παρ’ όλο που τη σταματούσε πάντοτε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: η τακτική και συνεχής μέτρηση του χρόνου. Έτσι λοιπόν, μέσα σε αυτή την στασιμότητα, ο μαστρο-Ζαχαρίας επινόησε τον μοχλό διαφυγής, που του επέτρεψε να πετύχει μια μαθηματικά ακριβή κανονικότητα, υποτάσσοντας την κίνηση του εκκρεμούς σε μια σταθερή δύναμη. Αυτή η εφεύρεση τρέλανε τον ωρολογοποιό. Η αλαζονεία, μπαίνοντας στην καρδιά του όπως ο υδράργυρος μέσα στο θερμόμετρο, είχε φτάσει στη θερμοκρασία της παραφροσύνης. Είχε αφεθεί να παρασυρθεί σε υλιστικές σκέψεις και, κατασκευάζοντας τα ρολόγια του, φανταζόταν ότι είχε ανακαλύψει τα μυστικά της ένωσης της ψυχής με το σώμα».
 

 
Μέχρι που ξαφνικά, τα ρολόγια-έργα τέχνης που έχει φτιάξει, αρχίζουν να σταματούν χωρίς λόγο και επιστρέφονται συνοδευόμενα με παράπονα στο εργαστήριό του. Και παρά την εξαιρετική ποιότητα και διάταξη των μηχανισμών τους, εξακολουθούν να μην δουλεύουν. Ο Βερν πατάει με τον τρόπο του στον φαουστικό μύθο όπως κάνει και ο Στήβενσον στη δική του νουβέλα. Η αλαζονεία της επιστήμης – ή συνεκδοχικά και της τέχνης, της δημιουργίας – είναι έργο του διαβόλου που πρέπει να αποφευχθεί. Μέσω αυτής της (και θρησκευτικής) αλληγορίας ο Βερν βάζει τον γέρο ήρωά του να θεωρεί ότι η ψυχή είναι η αρχή της κίνησης και το σώμα μας ο ρυθμιστής της (ο μηχανισμός διαφυγής)· όταν λοιπόν το σώμα καταρρέει μπροστά στο θάνατο, η ψυχή του, τα ρολόγια του, αρχίζει να συρρικνώνεται και αν δεν καταφέρει να ζήσει για πάντα, τουλάχιστον δεν πρέπει να πέσει σε… λάθος χέρια. «Ο γερο-ρολογάς έμοιαζε με εξεγερμένο άγγελο που ορθωνόταν ενάντια στον Δημιουργό».
 
Οι «Εκδόσεις των Συναδέλφων», με πολιτικό προσανατολισμό που μαντεύεις με ευκολία, στην εισαγωγή τους θεωρούν την νουβέλα του Βερν κυρίως μία πολεμική εκ μέρους του απέναντι στα ηθικά ερωτήματα που εγείρει η επιστήμη, στον καπιταλισμό που συντρίβει τον άνθρωπο, κλπ. Εγώ θεωρώ αυτή την άποψη αρκετά μονόπλευρη και περιοριστική, χωρίς να την αγνοώ ωστόσο, και θεωρώ ότι ο Βερν σε αυτό το αξιοπρόσεκτο έργο νεότητας, στέκεται πολύ πολύ πιο ψηλά. Μπορείτε να το διαβάσετε στην καλή μετάφραση της Θεοδώρας Χριστοδούλου-Σκορδαρά και να έρθετε να το συζητήσουμε – ειδικά αν μου δωρίσετε ένα ελβετικό ρολόι, μπορώ να συμφωνήσω σε ό,τι μου πείτε! Διατίθεται δωρεάν και έτσι γλυτώνοντάς σας χρήμα, σας εξασφαλίζει και χρόνο για να το διαβάσετε. Δε θέλω δικαιολογίες!
 
[…] «… είσαι καλός τεχνίτης και σε αγαπώ, όμως όταν δουλεύεις νομίζεις ότι έχεις στα χέρια σου μόνο χαλκό, χρυσό κι ασήμι, δεν αισθάνεσαι τα μέταλλα που η μεγαλοφυΐα μου τους δίνει ζωή, δεν τα αισθάνεσαι να πάλλονται σαν ζωντανή σάρκα! Γι’ αυτό και δεν θα πεθάνεις από το θάνατο των έργων σου!»
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !