Μόλις ξεκίνησε ο Μάιος και παρόλο που είμαστε πανέτοιμοι χάρη στο κυβερνητικό πρόγραμμα ΧΑΜ, να τον προϋπαντήσουμε με βήμα ταχύ, παιδιά στην εξοχή, ίσως είναι καλύτερα να τρέξουμε λίγο αυτή την αλλόκοτη εποχή και να μεταφερθούμε στο μέλλον – συγκεκριμένα στον Ιούλιο. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, στον Ιούλιο Βερν που πάντοτε ήταν συνυφασμένος με το μέλλον, και εμείς οι αδαείς, τουλάχιστον στην Ελλάδα, τον καταδικάσαμε σ’ ένα σκληρό παρελθόν απολιθωμένων μεταφράσεων και πρωτόγονων διασκευών. Και μετά αναρωτιέστε κάποιοι αν ο κορονοϊός δημιουργήθηκε σε εργαστήριο· φυσικά και δημιουργήθηκε σε εργαστήριο – τυπογραφίας, ή έστω ωρολογοποιίας! «Αν είναι αλήθεια μαστρο-Ζαχαρία, ότι η υγεία σας επηρεάζει την υγεία των ρολογιών», επαναλάμβαναν οι περισσότεροι, «γιατρευτείτε το συντομότερο!» Ο γέροντας τους κοιτούσε βλοσυρά και δεν αποκρινόταν παρά με νεύματα ή με θλιμμένα λόγια: «Περιμένετε τις πρώτες καλές μέρες, φίλοι μου! Είναι η εποχή που η ύπαρξη αναζωογονείται μέσα στα κουρασμένα σώματα! Πρέπει να έρθει ο ήλιος να μας ζεστάνει όλους!»
Αφήστε με να σας βάλω για λίγο στο εργαστήριο του κριτικού – μη νομίζετε και εγώ σπάνια μπαίνω εδώ μέσα! Η αρχική μου πρόθεση ήταν να ονομάσω ετούτη την ανάρτηση «Σατανικοί μύθοι» και να παρουσιάσω παράλληλα δύο νουβέλες, του Ιουλίου Βερν και του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον αντίστοιχα, που έχουν να κάνουν με… διαβολικές συμφωνίες. Εκτός αυτού, ήθελα να καταδείξω ξανά πόσο έχουν ταλαιπωρηθεί οι συγκεκριμένοι συγγραφείς από ανεκδιήγητες διασκευές και αναγνωστικές παιδικές φαντασιακές καθηλώσεις επί μακρόν στο πρωκτικό κατά Φρόυντ επίπεδο – με απλά λόγια, τους έχετε χεσμένους. Και είναι κρίμα. Η σχέση μου με τον σπουδαίο Στήβενσον αρχίζει να αποκαθίσταται με αργά αλλά σταθερά βήματα και θα φτάσει ως το τέλος. Για τον Βερν όμως, η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη, τουλάχιστον μέχρι να μάθω άπταιστα γαλλικά, και μόνο με αναγνωστικές εκλάμψεις σαν την σημερινή, μπορώ να αποκαταστήσω την ιδιοφυία του εντός μου.
Δεν θα επεκταθώ στην νουβέλα του Στήβενσον «Το πνεύμα του μπουκαλιού» γιατί η σαρωτική νουβέλα του Βερν αξιώνει σχεδόν όλη την προσοχή μου. Αξίζει όμως να την αναφέρω για το εκπληκτικό λογικό της παράδοξο. «Αν και το θέμα του στοιχειωμένου μπουκαλιού ήταν ήδη γνωστό στην Ευρώπη από το σχετικό παραμύθι των Αδελφών Γκριμ (Spiritus familiaris), ο Στήβενσον βασίστηκε με τον δικό του τρόπο και στην ιστορία του Φάουστ και στον Τόμ Γουώκερ και τον Διάβολο του Γουόσινγκτον Ιρβινγκ». Φανταστείτε ένα μαγικό μπουκάλι με ένα διαβολικό πνεύμα εντός του που μπορεί να πραγματοποιήσει κάθε επιθυμία σας με ένα μόνο τίμημα· αν πεθάνετε και είναι ακόμα στην κατοχή σας, θα πάτε στην κόλαση. Ο τρόπος να το αποφύγετε αυτό είναι να το πουλήσετε, σε τιμή όμως, χαμηλότερη από αυτή που το αγοράσατε αλλιώς επιστρέφει σε σας. Το μπουκάλι αλλάζει αιώνες και κατόχους με την τιμή του να πέφτει συνεχώς. Αν, ας πούμε, ερχόσασταν να μου το πουλήσετε 5 σεντ, θα μπορούσατε να με πείσετε για τις μαγικές του ιδιότητες; Και αν τελικά το αγόραζα, θα μπορούσα με την σειρά μου να πείσω κάποιον άλλον να το αγοράσει λιγότερο από 5 σεντ; Αυτό το λογικό παράδοξο και η προσχηματική πλοκή που περιπλέκεται γύρω του περιέχουν κάποιες ωραίες σκέψεις αλλά δεν νομίζω ότι λογοτεχνικά προσφέρει κάτι περισσότερο. Συγγνώμη Λιούις, θα επανορθώσω μια άλλη φορά, στο υπόσχομαι. Η απλοϊκή του γραφή εξάλλου συμβαδίζει με την επιθυμία του συγγραφέα να το προσφέρει στις φυλές της Πολυνησίας, πράγμα που συνέβη καθώς κάποιος ιεραπόστολος το μετέφρασε στη γλώσσα των Σαμόα. Αλλά περνάει η ώρα και πρέπει να μπούμε στο κυρίως θέμα.
Λίγη από την αγάπη μου για την ομορφιά και την πολυπλοκότητα των ρολογιών και της ωρολογοποιίας εξέφρασα στο κείμενο που είχα γράψει για το εξαιρετικό βιβλίο του Τάνπιναρ. Εδώ, θα επιμείνω στην παθιασμένη άποψή μου ότι τα ρολόγια είναι εκπληκτικά προϊόντα και μέσα από ένα τεράστιο πλήθος κακόγουστων – ακόμα και ελβετικών! – ρολογιών, η ελβετική ωρολογοποιία ξεχωρίζει από χιλιόμετρα για την ποιότητά της. Μπορεί πολλοί από εσάς να θεωρείτε βλακεία να κοστίζει ένα ελβετικό ρολόι, απλό ρολόι, χιλιάδες ευρώ, όπως και εγώ θεωρώ βλακεία να κοστίζει ένα iPhone, απλό κινητό, πάνω από 1000 ευρώ. Όποιος έχει δει όμως από κοντά ένα ελβετικό ρολόι ή ένα iPhone τείνει να αναθεωρεί. Είναι κάποιες λεπτομέρειες, ορατές, αδιόρατες και αόρατες που τα καθιστούν έργα τέχνης – τουλάχιστον τα ρολόγια, χέστηκα για τα iPhone! Τέλος πάντων, το θέμα εδώ δεν είναι ιδωμένο μόνο από την καταναλωτική του ή αισθητική του πλευρά. Τα μηχανικά ρολόγια, κυρίως, κρύβουν και ένα απίστευτα πολύπλοκο μηχανισμό, ο οποίος, μαζί με την ίδια την τέχνη της ωρολογοποιίας, μπορεί να καταστεί εξαίσια μεταφορά για την λογοτεχνία, την τέχνη, την ζωή και τον θάνατο. Και πάνω σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο, ξεδιπλώνεται η νουβέλα του Βερν. «Εξάλλου ποιος ενδιαφερόταν την εποχή εκείνη να βάλει τάξη στο πέρασμα του χρόνου;»
Η παραπάνω σκέψη απηχεί κάτι που είχα διαβάσει στα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου «Τα γρανάζια του χρόνου» – που περιμένει υπομονετικά να του διαθέσω τον χρόνο μου – όπου ο συγγραφέας διατύπωνε μια πρωτότυπη σκέψη: η πραγματική δημιουργία του σύγχρονου κόσμου (όπως είναι και ο υπότιτλος), το επαναστατικό ορόσημο που έστρεψε τις ζωές μας σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, ήταν η εφεύρεση του μηχανισμού διαφυγής, η τιθάσευση του χρόνου, η προσωπική αίσθηση ότι τον κουβαλάμε σαν κόσμημα στον καρπό μας. Και απορούσε γιατί αυτή η σύγχρονη επανάσταση δεν είχε την προβολή που της άξιζε, έτσι λοιπόν ξεκίνησε να γράφει την εργασία του. Από την άλλη, χρόνια πριν, ο Ιούλιος Βερν είχε δει μπροστά και έβαζε τον ήρωά του μαστρο-Ζαχαρία να είναι ο εφευρέτης της διαφυγής, ο καλύτερος ωρολογοποιός της Γενεύης και ολόκληρης της Ελβετίας, ένας θεός που απολαμβάνει τιμές και δόξα.
[…] «Όταν οι θετικές επιστήμες έκαναν επιτέλους προόδους, η ωρολογοποιία ακολούθησε την άνθησή τους, παρ’ όλο που τη σταματούσε πάντοτε ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο: η τακτική και συνεχής μέτρηση του χρόνου. Έτσι λοιπόν, μέσα σε αυτή την στασιμότητα, ο μαστρο-Ζαχαρίας επινόησε τον μοχλό διαφυγής, που του επέτρεψε να πετύχει μια μαθηματικά ακριβή κανονικότητα, υποτάσσοντας την κίνηση του εκκρεμούς σε μια σταθερή δύναμη. Αυτή η εφεύρεση τρέλανε τον ωρολογοποιό. Η αλαζονεία, μπαίνοντας στην καρδιά του όπως ο υδράργυρος μέσα στο θερμόμετρο, είχε φτάσει στη θερμοκρασία της παραφροσύνης. Είχε αφεθεί να παρασυρθεί σε υλιστικές σκέψεις και, κατασκευάζοντας τα ρολόγια του, φανταζόταν ότι είχε ανακαλύψει τα μυστικά της ένωσης της ψυχής με το σώμα».
Μέχρι που ξαφνικά, τα ρολόγια-έργα τέχνης που έχει φτιάξει, αρχίζουν να σταματούν χωρίς λόγο και επιστρέφονται συνοδευόμενα με παράπονα στο εργαστήριό του. Και παρά την εξαιρετική ποιότητα και διάταξη των μηχανισμών τους, εξακολουθούν να μην δουλεύουν. Ο Βερν πατάει με τον τρόπο του στον φαουστικό μύθο όπως κάνει και ο Στήβενσον στη δική του νουβέλα. Η αλαζονεία της επιστήμης – ή συνεκδοχικά και της τέχνης, της δημιουργίας – είναι έργο του διαβόλου που πρέπει να αποφευχθεί. Μέσω αυτής της (και θρησκευτικής) αλληγορίας ο Βερν βάζει τον γέρο ήρωά του να θεωρεί ότι η ψυχή είναι η αρχή της κίνησης και το σώμα μας ο ρυθμιστής της (ο μηχανισμός διαφυγής)· όταν λοιπόν το σώμα καταρρέει μπροστά στο θάνατο, η ψυχή του, τα ρολόγια του, αρχίζει να συρρικνώνεται και αν δεν καταφέρει να ζήσει για πάντα, τουλάχιστον δεν πρέπει να πέσει σε… λάθος χέρια. «Ο γερο-ρολογάς έμοιαζε με εξεγερμένο άγγελο που ορθωνόταν ενάντια στον Δημιουργό».
Οι «Εκδόσεις των Συναδέλφων», με πολιτικό προσανατολισμό που μαντεύεις με ευκολία, στην εισαγωγή τους θεωρούν την νουβέλα του Βερν κυρίως μία πολεμική εκ μέρους του απέναντι στα ηθικά ερωτήματα που εγείρει η επιστήμη, στον καπιταλισμό που συντρίβει τον άνθρωπο, κλπ. Εγώ θεωρώ αυτή την άποψη αρκετά μονόπλευρη και περιοριστική, χωρίς να την αγνοώ ωστόσο, και θεωρώ ότι ο Βερν σε αυτό το αξιοπρόσεκτο έργο νεότητας, στέκεται πολύ πολύ πιο ψηλά. Μπορείτε να το διαβάσετε στην καλή μετάφραση της Θεοδώρας Χριστοδούλου-Σκορδαρά και να έρθετε να το συζητήσουμε – ειδικά αν μου δωρίσετε ένα ελβετικό ρολόι, μπορώ να συμφωνήσω σε ό,τι μου πείτε! Διατίθεται δωρεάν και έτσι γλυτώνοντάς σας χρήμα, σας εξασφαλίζει και χρόνο για να το διαβάσετε. Δε θέλω δικαιολογίες!
[…] «… είσαι καλός τεχνίτης και σε αγαπώ, όμως όταν δουλεύεις νομίζεις ότι έχεις στα χέρια σου μόνο χαλκό, χρυσό κι ασήμι, δεν αισθάνεσαι τα μέταλλα που η μεγαλοφυΐα μου τους δίνει ζωή, δεν τα αισθάνεσαι να πάλλονται σαν ζωντανή σάρκα! Γι’ αυτό και δεν θα πεθάνεις από το θάνατο των έργων σου!»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.