Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το fresco μούχλιασε


Είναι γεγονός πια. Φαίνεται πως πάντοτε υπήρξα πολύ κακός για να μπορέσω να μπω σε μια Σχολή Καλών Τεχνών. Σε αντίθεση με την λογοτεχνία που ναι μεν την αγαπάω πολύ αλλά όχι τόσο ώστε, κάποια μέρα, να μην θελήσω να την κακοποιήσω, η ζωγραφική στάθηκε πιο άτεγκτη απέναντι στις ορέξεις μου. Δεν μου επέτρεψε ποτέ να απλώσω χέρι πάνω της! Η μόνη πιθανότητα να ζωγραφίσω κάτι αξιόλογο είναι αν αφήσω άθελά μου ένα φλιτζάνι καφέ ή ένα βαζάκι μαρμελάδα να πέσει στο πάτωμα. Κάτι ανάλογο βέβαια, κάνουν και διάφοροι σύγχρονοι ζωγράφοι με τη μόνη διαφορά ότι ύστερα από τη «ζημιά» δηλώνουν σαν αμετανόητα κακομαθημένα παιδιά, ότι αυτό ακριβώς ήθελαν να κάνουν.
 
Η ζωγραφική είναι η τέχνη που χαίρομαι περισσότερο να διατυμπανίζω την άγνοιά μου. Αν αναρωτιέστε τι βλέπω όταν παρατηρώ έναν πίνακα ζωγραφικής, η απάντηση είναι πολύ απλή: χρώματα και σχήματα. Αν με δείτε σε κανέναν εξαντρίκ χώρο, μοντέρνα γκαλερί (πρώην σφαγείο, νούμερο 5 ή και κάποιο λιγότερο διάσημο χώρο) να πίνω μαρτίνι και να κοιτάζω με περισπούδαστο ύφος τους πίνακες, τότε θα ξέρετε και τι ακριβώς σκέφτομαι. Και αν σας μιλήσω και λίγο ελιτίστικα και με αρπαγμένο άτιτιουντ, να με συγχωρέσετε, έχουμε και ένα στάτους να συντηρήσουμε! Πέρα από την (όποια) πλάκα, η ζωγραφική για μένα είναι μεγάλη ανάγκη και συνοδοιπορεί με την λογοτεχνία ακούραστα προς το εκκωφαντικό τίποτα του εσώτερου κόσμου μου (πσσσ, ζωγραφίζω με τις λέξεις!). Πάντα έτσι γινόταν, ο λόγος δημιουργούσε τις πιο εκπληκτικές εικόνες και οι εκπληκτικές εικόνες δημιουργούσαν τα πιο ειλικρινή λόγια. Στη ζωγραφική (τελικά) δεν βλέπω μόνο χρώματα και σχήματα, αλλά διαβάζω και λόγο που κάποιος έγραψε ειδικά για μένα, που δεν μοιάζει με του διπλανού μου θεατή, όπως και στην λογοτεχνία οι εικόνες είναι για τον καθένα ξεχωριστά, σαν όνειρα, τα όνειρα ποτέ δεν θα είναι κοινά, ποτέ δε θα μοιραστούν, κι ας επιμένουν οι ρομαντικοί σε μια ουτοπική κοινοκτημοσύνη.

«Και καρπούς θ' αγοράσω, καρπούς, που μέσα τους η γη ως τον ουρανό ολάκερη άλλη μια φορά υπάρχει. Γιατί τούτο εσύ το γνώριζες: τους μεστούς καρπούς. Αυτούς που μέσα σε πιατέλες μπροστά σου ακουμπούσες και τη βαρύτητά τους με χρώματα αντιζύγιζες. Κι έτσι σαν τους καρπούς έβλεπες τις γυναίκες και έβλεπες και τα παιδιά έτσι, από τα μέσα να ωθούνται στης ύπαρξής τους τις μορφές.»
 
Η σχέση «λογοτεχνία-ζωγραφική» δεν φτάνει ως εμάς, στην προκειμένη περίπτωση, μέσω της μετουσίωσής της σε αφήγηση, αλλά μέσω της δυνατής σύμπραξης δύο σπουδαίων καλλιτεχνικών φύσεων – του Ράινερ Μαρία Ρίλκε (λεκτική εικονοποίηση) και της Πάουλα Μόντερσον-Μπέκερ (εικονοποιητικός λόγος). Οι δυο τους συνδέθηκαν με μια ισχυρότατη φιλία που διέκοψε ο ξαφνικός θάνατος της ζωγράφου και ανάγκασε τον Ρίλκε να γράψει το εκπληκτικό ποίημα, Ρέκβιεμ για μια φίλη. Ξέρουμε αρκετά για τον Ρίλκε, οπότε ας σταθούμε λίγο στην ζωγράφο Πάουλα Μόντερσον-Μπέκερ. Από νωρίς θα συνδεθεί με την ομάδα Βόρπσβεντε – ένα μικρό χωριό κοντά στην Βρέμη – όπου θα αποτέλεσει την καλλιτεχνική αποικία μερικών ζωγράφων που αποτραβιούνται από την μεγαλούπολη και τον ακαδημαισμό για να δημιουργήσουν κοντά στην φύση. Ανήσυχο πνέυμα η Μόντερσον-Μπέκερ κάνει συχνά ταξίδια στο Παρίσι όπου γνωρίζει τις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες και πάντα επιστρέφει στο Βόρπσβεντε με χιλιάδες ερεθίσματα μέσα της. Το 1901 θα παντρευτεί τον ζωγράφο Ότο Μόντερσον και θα προσθέσει το επίθετό του στο δικό της καλλιτεχνικό. Επηρεάζεται βαθύτατα από τον Πολ Σεζάν, τον Πολ Γκωγκέν και τον Βαν Γκογκ. Αδυνατώντας να συνταιριάξει την ζωή με την τέχνη, το 1906 χωρίζει και φεύγει με σκοπό να μείνει μόνιμα στο Παρίσι, όμως έναν χρόνο μετά επιστρέφει στον άντρα της και μένει έγκυος στην κόρη τους. Πεθαίνει στα 31 της, 3 βδομάδες μετά την γέννησή της.
 
«Θα ζητήσω μπρος στο βασιλιά τους να μ'οδηγήσουν, και τους ιερείς με δωροδοκία θα δελεάσω να με ξαπλώσουν μπρος στο ισχυρότερο είδωλο και να φύγουν και τις πύλες του ναού να κλείσουν.»

Τα πιο χαρακτηριστικά ωστόσο έργα της – εκτός από τις αυτοπροσωπογραφίες – είναι αυτά που παρουσιάζουν το θέμα «μητέρα-παιδί». Η χαρά και ο πόνος της μητρότητας, η σχέση μητέρας-παιδιού, αλλά και η βαθιά μοναξιά και η θλίψη που συχνά αποτυπώνονται στην έκφραση των μητέρων είναι οι πιο βασικές όψεις αυτών των έργων. Βέβαια συγκλονιστικό είναι το γεγονός ότι αυτή η ζωγράφος, που επέμεινε τόσο στην απόδοση της μητρότητας, πεθαίνει στη γέννα του δικού της παιδιού. 
 
«Γιατί θες να με πείσεις ότι σ' εκείνες τις κεχριμπαρένιες χάντρες γύρω απ' το λαιμό σου υπήρχε ακόμη βαρύτητα από κείνη τη βαρύτητα, που δεν υπάρχει ποτέ στο επέκεινα των γαληνεμένων εικόνων;»
 
Συνθέτει επίσης, τοπία, νεκρές φύσεις, πορτρέτα καθώς και πολλές αυτοπροσωπογραφίες. Μάλιστα η εκτεταμένη δημιουργία των τελευταίων αποτελεί και μία πιστή αυτοβιογραφία της εσώτερης καλλιτεχνικής της φύσης αλλά και μια ένδειξη ελευθερίας, καθώς θεωρούνται από τα πρώτα στο είδος τους στην ιστορία της ζωγραφικής, [στα οποία] η καλλιτέχνιδα αποδίδει τον εαυτό της γυμνό. Εξέχουσα θέση στο σύνολο του έργου της, έχει το ημιτελές πορτρέτο του Ρίλκε, ίσως το μοναδικό στο κόσμο, η ημιτελής φύση του οποίου κατέληξε να του προσδώσει μια ιδιαίτερη κατοπινή λάμψη. Ο Χ.Β. Πέτσετ (H.W. Petzet) χαρακτηρίζει το έργο προφητικό και διορατικό, εφόσον μπροστά μας, σημειώνει, δεν έχουμε μια φευγαλέα εντύπωση για τον ποιητή του 1906, αλλά πολύ περισσότερο τον ποιητή των Ελεγειών του Ντουίνο και των Σονέτων. [...] Ο Γκ. Μπεμ (G. Boehm) θεωρεί ότι... «Ο Ρίλκε έχει αποτυπωθεί λιγότερο ως πρόσωπο και περισσότερο ως περσόνα, ως μάσκα, ως ένα χωρίς ατομικότητα πρόσωπο, που “βλέπει” και “μιλάει”. Το μέτωπο, τα μάτια, το στόμα: όλες οι αισθήσεις ανοιχτές». [...] Το έργο αποτελεί την πιο δυνατή μαρτυρία για το πώς έβλεπε και τι αναγνώριζε η ζωγράφος στον ποιητή.

«Μην έρχεσαι πίσω. Αν το αντέχεις, μείνε νεκρή με τους νεκρούς. Οι νεκροί έχουν τις δικές τους ασχολίες. Όμως, με τρόπο που να μη σε αποσπά, βοήθησέ με, όπως το μακρινό με βοηθά καμιά φορά: μέσα μου.»






 
Η ζωγράφος για τον ποιητή υπήρξε πολύ ισχυρή καλλιτεχνική επιρροή (χάρη σ' αυτήν ο Ρίλκε γοητεύτηκε τόσο από τον Σεζάν ώστε αργότερα να γράψει και ένα σχετικό έργο, «Επιστολές για τον Σεζάν») αλλά και μια δυνατή και ζεστή ανθρώπινη φιγούρα, που πάλευε με αξιοθαύμαστο ζήλο να συνταιριάξει την ζωή με την τέχνη, «μια έχθρα παλιά»  – μάλιστα, φτάνει στο σημείο, μέσα στο ποίημα να κατηγορήσει τον Άντρα (της) που με την κτητική του αγάπη πνίγει και καταδυναστεύει την ελευθερία της γυναίκας. Το Ρέκβιεμ ξεκινάει με την ζωγράφο να περιφέρεται ακόμα στον κόσμο των ζωντανών γιατί κάτι την απασχολεί και την αποτρέπει από το να βρει την αιώνια γαλήνη. Να είναι το μωρό που δεν πρόλαβε να χαρεί; Ο άντρας της; Ή μήπως η ζωογόνος τέχνη της που έμεινε ανολοκλήρωτη; Ο Ρίλκε πιστός ως στο τέλος στο καλλιτεχνικό όραμα και στο καθήκον του δημιουργού, τα βάζει με τις περιστάσεις που απομάκρυναν αυτή την καλλιτεχνική φύση από το θείο καθήκον της. Θα προσπαθήσω να συνταιριάξω, κατά την κρίση μου, μερικούς στίχους του ποιήματος με τους πίνακες (όπως συμβαίνει και σε μικρή έκταση και στο βιβλίο), για να τονίσω αυτή την μαγική σχέση που έχει για μένα η ζωγραφική όταν συναντά την λογοτεχνία, όπως αναφέρω και στην δεύτερη παράγραφο.

«Εσύ το ώθησες, εσύ το έσπρωξες μπροστά, το έσυρες ως την εστία, όπως σέρνουμε τα ζώα σε θυσία. Κι ήθελες επιπλέον να είναι και χαρούμενο. Τελικά το εξανάγκασες: ήταν χαρούμενο και κύλησε προς τα εκει και παραδόθηκε. Σου φάνηκε, γιατί ήσουν συνηθισμένη στα άλλα μέτρα, ότι θα' τανε για λίγο. Όμως τώρα ήσουν μέσα στον χρόνο, κι ο χρόνος έχει διάρκεια.»
 
Ο τόμος ετούτος συμπληρώνεται με ένα Ρέκβιεμ για τον Βολφ Γκραφ φον Κάλκροϊτ, που γράφτηκε 2 μέρες μετά από εκείνο της Μόντερσον-Μπέκερ και ξεπήδησε από την ίδια πιεστική ανάγκη. Ο Βολφ Γκραφ φον Κάλκροϊτ, προσωπικά (όχι όμως και μεταφραστικά), ήταν άγνωστος στον Ρίλκε – ήταν ένας νεαρός ποιητής και μεταφραστής (μετέφρασε τους Γάλλους συμβολιστές στα γερμανικά, μεταφράσεις που θεωρούνται ακόμα πολύ σημαντικές), που αυτοκτόνησε μόλις στα 19 του χρόνια. Αυτό συγκλόνισε τον Ρίλκε, η σκέψη ότι ένας νεαρός καλλιτέχνης «σφαλίζει τόσο απότομα τις πύλες προς το Ανοικτό», και έτσι έγραψε ένα συγκλονιστικό ποίημα όπου στην αρχή τον ειρωνεύεται διακριτικά και τον «μαλώνει», αν τελικά βρήκε αυτό που περίμενε με την αυτοκτονία του, για να καταλήξει στην συνέχεια ότι έπρεπε, όφειλε να επιμείνει στο όραμά του ως το τέλος, κλείνοντας με έναν χαρακτηριστικό στίχο που συνοψίζει όλη την καλλιτεχνική φιλοσοφία του Ρίλκε και αποτελεί κάτι σαν ρητό (σύμφωνα με την συγγραφέα) στα γερμανικά: «Ποιος μιλάει για νίκη; Η αντοχή είναι το παν»

«Οι γυναίκες πονάνε: το ν' αγαπάς σημαίνει να' σαι μόνος, και οι καλλιτέχνες ιδεάζονται καμιά φορά κατά την εργασία, πως πρέπει να μεταμορφώνουν ό,τι αγαπούν. Και τα δύο εσύ τα ξεκίνησες. Και τα δύο είναι σ' Αυτό που τώρα κάποια φήμη το παραμορφώνει, και το παίρνει από σένα.»

Η μετάφραση των ποιημάτων ανήκει στις Ιωάννα Αγγελάκη, Ευθυμία Αλεξάκη, Καλλιόπη Μαντοπούλου και Χρύσα Μπανιά και συνοδεύεται από την εξής επισήμανση, που της αξίζει μια μνεία, θαρρώ: Η μετάφραση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Διεπιστημονικού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του Πανεπιστημίου Αθηνών το εαρινό εξάμηνο του 2004. Μπράβο τους, λοιπόν, γιατί είναι μια σπουδαία μετάφραση. Η εισαγωγή και τα κριτικά σχόλια ανήκουν στην Αναστασία Αντωνοπούλου. Η ποίηση του Ρίλκε δεν με γοητεύει πια όσο παλιότερα (παραείναι λυρική για τα τωρινά μου γούστα) αλλά κάποια ποιήματα εξακολουθώ να τα βρίσκω εκπληκτικά, όπως αυτά τα δύο Ρέκβιεμ. Αυτό που ακόμα αμείωτα θαυμάζω στον Ρίλκε είναι η επιμονή του στο καλλιτεχνικό όραμα που αναβλύζει από τις χιλιάδες επιστολές του – μερικές από αυτές, ανθολογούνται στον όμορφο τόμο «Η σοφία του Ρίλκε». Ο στοχαστής Ρίλκε με συναρπάζει περισσότερο από τον ποιητή. 


«Στον καθένα που το ίδιο του το αίμα σε έργο διαρκές ανύψωσε, μπορεί να συμβεί, να μην μπορεί πια ψηλά να το κρατήσει και να πέσει με τη βαρύτητά του σύμφωνο, δίχως αξία.»

Επίσης, πιστός και εγώ στο καλλιτεχνικό μου όραμα, έχω να δηλώσω πως όσοι βρίσκετε τις αναρτήσεις μου, μεγάλες, φλύαρες και όχι ιδιαίτερα ουσιώδεις, να ξαναφέρνετε στο μυαλό σας τον στίχο του Ρίλκε (είκοσι γραμμές πιο πάνω τον αναφέρω, έλεος!!): Ποιος μιλάει για νίκη; Η αντοχή είναι το παν.

Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης αποτελεί και μια διακριτική νύξη για το τέλος αυτής της χρονιάς και την έλευση της επόμενης. Υπονοούμενες ειρωνικές ενδείξεις κρίνονται αυτοστιγμεί απορριπτέες!

Σχόλια

  1. Αντιγράφω από το βιβλίο «Η σοφία του Ρίλκε» όλα τα κομμάτια των επιστολών που είχαν ως παραλήπτια την Πάουλα Μόντερσον-Μπέκερ. Ο ανθολόγος Ulrich Baehr τα έχει συγκεντρώσει κάτω από θεματικές κατηγορίες ανάλογα με το θέμα που πραγματεύονται (μοναξιά, τέχνη, έρωτας, κλπ).

    «Όποτε προσδοκούμε κάτι μεγάλο δεν έχουμε κατά νου το τάδε ή το δείνα, καθώς είναι αδύνατον να υπολογίσουμε και να μαντέψουμε· διότι το απροσδόκητο και το απρόβλεπτο είναι το προσδοκώμενο. Είμαι δε ο τελευταίος που θα του προκαλούσε σύγχυση η βραδύτητα μιας πορείας, καθώς αποτελούν για μένα καθημερινή εμπειρία τα μεγάλα διαστήματα που χρειάζεται η τέχνη για να αναπτυχθεί.»

    17 Μαρτίου 1907 [ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΝ]

    *

    «Στέκω και εγώ βουβός και γεμάτος βαθιά ευγνωμοσύνη μπρος στις πύλες τούτης της μοναχικότητας, θεωρώντας ως ύψιστη αποστολή της ένωσης δύο ανθρώπων την αμοιβαία διαφύλαξη της μοναχικότητάς τους. Διότι, αν η πεμπτουσία της αδιαφορίας και του πλήθους συνίσταται στο να μην αποδίδει σε κανέναν την μοναχικότητά του, τότε η αγάπη και η φιλία υπάρχουν για να προσφέρουν στο διηνεκές την ευκαιρία της μοναχικότητας...

    12 Φεβρουαρίου 1902 [ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ]

    *

    «Η μοναξιά είναι μια πραγματικά εσωτερική υπόθεση, και η καλύτερη και πιο ωφέλιμη πρόοδος είναι να το συνειδητοποιήσουμε και να ζήσουμε σύμφωνα προς αυτό. Αφού άλλωστε πρόκειται για πράγματα που δεν είναι εντελώς στο χέρι μας και η επιτυχία, που ουσιαστικά είναι κάτι τόσο απλό, συντίθεται από χιλιάδες πράγματα: ποτέ δεν γνωρίζουμε εξ ολοκλήρου από τι.

    17 Μαρτίου 1907 [ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ]

    *


    Και 2 αποσπάσματα επιστολών προς τον άντρα της ζωγράφου, Ότο Μόντερσον, για να γίνει (αν κάτι τέτοιο είναι δυνατό, μιας και δεν γνωρίζουμε τις συγκυρίες κάτω από τις οποίες γράφτηκαν) μια κριτική αποτίμηση της σχέσης τους, μέσα από τα μάτια του Ρίλκε. Είναι άδικο και άστοχο να διαβαστούν ως τέτοια, αλλά επίσης είναι και αναπόφευκτο.

    «Δεν συμβαίνει συχνά κάτι σπουδαίο να συμπυκνώνεται σε κάτι που να μπορείς να το κρατήσεις με το ένα χέρι, με το ίδιο ανήμπορο χέρι σου. Όπως όταν βρίσκεις ένα μικρό διψασμένο πουλί. Το απομακρύνεις απ' το χείλος του θανάτου και η μικρή καρδιά πάλλεται μεγαλώνοντας μες στο ζεστό, τρεμάμενο χέρι σου, σαν το απώτατο κύμα μιας απέραντης θάλασσας που η ακτή της είσαι εσύ. Και ξαφνικά ξέρεις πως μαζί μ' αυτό το μικρό ζώο, που ανανήφει, ανανήφει και η ζωή απ' το θάνατο. Και το κρατάς ψηλά. Γενιές πουλιών και όλα τα δάση που θα περάσουν πετώντας πάνωθέ τους και όλοι οι ουρανοί, στους οποίους θ' ανέβουν ψηλά. Και είναι όλα αυτά τόσο εύκολα; Όχι: είσαι πολύ δυνατός για να κουβαλάς σε τέτοιες στιγμές τόσο βαρύ φορτίο.»

    23 Οκτωβρίου 1900 [ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΝ]

    *

    «Αυτά είναι εντέλει τα σημαντικά γεγονότα, που αξίζουν στον κόσμο τούτο: ότι δηλαδή ακούει κανείς κάθε λίγο για κάποιον που διατύπωσε όσα ο πρώτος θεωρούσε σκοτεινά κι έκανε πράξη όσα εκείνος είπε σε μια καλή στιγμή. Σε κάτι τέτοια ακουμπά κανείς και αναπτύσσεται. Αυτή η αίσθηση των αγωγών και των γραμμών, που φτάνουν σ' εμάς από μακρινούς μοναχικούς ανθρώπους και συνεχίζουν, ένας Θεός ξέρει προς τα πού και σε ποιον, νομίζω πως είναι η καλύτερη αίσθηση: μας αφήνει στη μοναξιά μας και όμως συνάμα μας εντάσσει σε μια μεγάλη κοινότητα, όπου βρίσκουμε αποκούμπι και αρωγή και ελπίδα.»

    25 Ιουνίου 1902 [ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ]

    *


    Τέλος, να αναφέρουμε ότι ο Ρίλκε είχε αναπτύξει εκτεταμένη αλληλογραφία με την μητέρα του Βολφ Γκραφ φον Κάλκροϊτ. Δεν διασώζονται αυτές οι επιστολες, γιατί όταν η μητέρα διαπίστωσε ότι είχε εκτεθεί υπερβολικά μέσα στα γράμματα, ζήτησε από τον Ρίλκε να καταστρέψει την αλληλογραφία τους, κάτι που εκείνος έπραξε παρόλο που υπήρξε δαιμόνιος επιστολογράφος, ο όγκος και η ποιότητα των οποίων συναγωνίζονταν επάξια το υπόλοιπο δημιουργικό του έργο. Διασώθηκε μόνο μία, εκείνη που ανακοινώνει στην μητέρα την έκδοση του ποιήματος, της 9ης Ιουνίου 1909. Δεν ανθολογείται στον παρόντα τόμο, ενδεχομένως γιατί ο ανθολόγος την έκρινε «ψυχρή» και τυπική, συγκρινόμενη με τις υπόλοιπες που κανείς μας πια δεν μπορεί να διαβάσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος29.12.16

    Καλημέρα,

    Από Ρίλκε είχα διαβάσει το " Το τραγούδι του έρωτα και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου" και μου είχε αρέσει πάρα πολύ Νομίζω πως μπαίνει και το Ρέκβιεμ τώρα στα must read

    Καλές γιορτές
    Φαίη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Φαίη!

      Ναι, δώσε μια ευκαιρία στο Ρέκβιεμ, πρόκειται για ένα κομψό βιβλιαράκι που αξίζει (επιπλέον) και για την μεταφραστική προσπάθεια στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος αλλά και για την αισθητική της έκδοσης (από εκδόσεις Πάπυρος).

      Όπως επίσης, αν συναντήσεις τον τόμο με τις επιστολές του Ρίλκε, διάβασε μερικές και θα δεις ότι θα μαγευτείς αμέσως. Δεν ξέρω αν είναι του γούστου σου, τα βιβλία που περιέχουν την αλληλογραφία συγγραφέων, εγώ πάντως τα λατρεύω. Φυσικά, η γνωριμία με τον Ρίλκε έγινε μέσω του βιβλίου «Γράμματα σ' ένα νέο ποιητή» -- τώρα που έχω διανύσει κάποιο αναγνωστικό δρόμο, δε θεωρώ ότι είναι από τα δυνατά του αλλά από την άλλη... αν δεν ήταν αυτό, θα γινόταν τελικά η γνωριμία μαζί του;;

      Καλή χρονιά και σε σένα. Κάθε ευτυχία. :)

      Διαγραφή
  3. Τι μου θυμίζεις Μαραμπού με τον Ρίλκε που τον διάβαζα στα φοιτητικά μου χρόνια και μάθενα απ'έξω στίχους του από το Βιβλίο των ωρών σε μετάφραση του Δημήτρη Οικονομίδη Οι εκδόσεις των φίλων 1978!
    Μεγαλώνοντας εκτίμησα περισσότερο τα γραπτά του και μάλιστα έχω δυο φορές το ίδιο βιβλίο του με διαφορετικές μεταφράσεις το ένα "Γράμματα σε μια νέα γυναίκα" μετ. Μαρία Μπουκούρα 1985 και Επιστολές σε μια νέα γυναίκα μετ. Μαρία Τοπάλη 2001.
    Το ρέκμιεμ σε μια φίλη επίσης εξαιρετικό. Έτυχε να δώ και μια έκθεση της Paula Modersohn-Becker φέτος το καλοκαίρι και οι πίνακες ήταν πραγματικά δυνατοί και είναι αυτό που λέω εγώ σε αρπάζουν!
    http://www.mam.paris.fr/en/expositions/exhibitions-paula-modersohn-becker
    Καλή Χρονιά με Ειρήνη και Υγεία.
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τι καλά που παρακολούθησες την ζωγραφική έκθεση της Πάουλα Μόντερσον-Μπέκερ!! Αυτό με χαροποίησε ιδιαίτερα από την ανάγνωση, που τελικά γνώρισα το έργο μιας ζωγράφου που αγνοούσα. Και εμένα μου φάνηκαν εκπληκτικοί πίνακες, αν και δεν τους είδα από κοντά :(

      Όσο για τον Ρίλκε, είναι ένας συγγραφέας που εξακολουθώ να αγαπώ και να στέκομαι στις σκέψεις του όταν τις συναντώ. Παρόλο που έχασε κάπως την ένταση που είχε στα πρώιμα ασθενικά μου αναγνωστικά μάτια, δεν ξεθώριασε τελείως η συγκίνηση που μου προκαλεί. (Τι παράξενη αντιστροφή λέξεων και νοημάτων: ενώ τα ασθενικά αναγνωστικά μάτια συνήθως κοιτούν με αχόρταγη ένταση κάποια βιβλία, όταν δυναμώσουν και μάθουν να διακρίνουν, έρχονται αντιμέτωπα με το ξεθώριασμα και την αχλύ -- και αυτό φυσικά είναι προς όφελός τους!).

      Καλή χρονιά Σουμέλα! Ό,τι καλύτερο!

      Υ.Γ. θα επικεντρωθώ και στο Ρέκβιεμ της Αχμάτοβα. Το γυρόφερνα καιρό αλλά δεν το αγόραζα. Αφού σε συγκλόνισε όμως...

      Διαγραφή
  4. Μια που μιλάμε για Ρέκμιεμ ένα ποίημα που με συγκλόνισε και με συγκλονίζει ακόμη είναι το Ρέκβιεμ της Άννα Αχμάτοβα βιβλίο από παλιά σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου.
    Όχι, δεν ζήτησα τον ξένον ουρανό,
    ούτε φτερούγας ξένης προστάσία-
    είμουν με τον λαό μου τότε εδώ
    όπου ο λαός μου ζούσε μες στη δυστυχία...
    (κράτησα την ορθογραφία του βιβλίου εκτός από τους τόνους)
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !