Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα μυστικά θα τα πάρω στον τάφο μου


Πόσο αναθεματισμένα πρωτότυπο πρέπει να είναι αυτό το βιβλίο! Αυτό σκέφτηκα όταν πρωτοδιάβασα για την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ και όπως συμβαίνει πάντα, η πραγματικότητα ξεπέρασε κατά πολύ τη φαντασία μου – ή για να ακριβολογώ, η φαντασία του ξεπέρασε τη φαντασία μου. Πάμε μια βόλτα στο νεκροταφείο; Είσαι τρελός, οι νεκροί με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Καλά, ό,τι πεις!
 
Τα έθιμα ταφής ανά τον κόσμο ποικίλουν όπως και οι αντιδράσεις του καθενός μας απέναντι στους νεκρούς. Αν εξαιρέσουμε την αποτέφρωση όπου η εξαφάνιση κάθε ίχνους είναι ολική και μπορείς να την μαζέψεις με άνεση σε ένα σπιτικό φαράσι, η άλλη εναλλακτική που έχουμε, είναι εκείνα τα αντιαισθητικά (ο Ηλίας Πετρόπουλος έχει κάνει μία εξαιρετική συλλογή με τα της «Ελλάδος κοιμητήρια») μίνι μαυσωλεία που τα καθαρίζουμε, τα πλένουμε, τα γυαλίζουμε, σαν να είναι διατηρητέα σπιτάκια ψυχών που αναγκάστηκαν σε έξωση. Εγώ προσωπικά δεν βρίσκω τίποτα το ουσιώδες σε αυτή την φροντίδα, αλλά ας μην επεκταθώ. Εκείνο που αντιλαμβάνομαι όμως όταν επισκέπτομαι ένα νεκροταφείο είναι μια διάθεση των ψυχών (ή ό,τι άλλο τριγυρίζει εκεί πέρα) για συνομιλία – μια συνομιλία όχι με μένα (γιατί αν ισχυριστώ ότι ακούω φωνές νεκρών, τότε μάλλον θα πρέπει να αλλάξω την γκαρνταρόμπα μου με συνολάκια που κουμπώνουν πισθάγκωνα), αλλά μια συνομιλία μεταξύ των, για να ελαφρύνουν τα βάσανα του θανάτου, γιατί ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι ο θάνατος δεν έχει βάσανα; Να πεθάνουν στα γέλια με θεϊκά αστεία, να θυμηθούν παλιές ιστορίες, να ζωντανέψουν πεθαμένους έρωτες ή να θυμώσουν με τον ταφικό τους γείτονα που μισούσαν στην ζωή και τώρα είναι αναγκασμένοι να τον αντικρίζουν αιώνια με το πρώτο φως κάθε σούρουπου. Πάντα το σκεφτόμουν, τι γνώμη έχει άραγε ένας νεκρός για την επιτύμβια πλάκα(!) που του σκάρωσαν οι ζωντανοί; Και για να σας βάλω για τα καλά στο κλίμα του βιβλίου, αντιγράφω το ποίημα υπ' αριθμόν 5,  που είναι το πλέον κατάλληλο:

ΚΑΣΙΟΥΣ ΧΙΟΥΦΕΡ

Επάνω στην ταφόπετρά μου σκάλισαν τις λέξεις:
«Η ζωή του υπήρξε ευγενική κι όλα του μέσα τόσο αρμονισμένα
Που η φύση θα μπορούσε να σταθεί και να φωνάξει στον κόσμον όλο,
Αυτός ήταν άντρας».
Εκείνοι που με γνώρισαν γελούν
Καθώς διαβάζουν την κούφια αυτή ρητορική.

Το επίγραμμά μου θα' πρεπε να' ναι:
«Η ζωή δεν του στάθηκε διόλου ευγενική,
Κι όλα μέσα του ήταν τόσο ανακατωμένα
Που' καμε το βίο του έναν πόλεμο,
Στον οποίο κι έπεσε».
Όσο ζούσα δεν μπόρεσα να χτυπήσω τις κακογλωσσιές.
Τώρα όμως που' μαι πεθαμένος πρέπει να υποταχτώ στο επίγραμμα
Που χάραξε κάποιος τρελός!


 
Πρόκειται για μια εποποιία (πάντα ήθελα να γράψω αυτή την λέξη. Γεια σου Φώκνερ με την Γιοκναπατούφα σου!) ενός αμερικανικού χωριού των Μεσοδυτικών Πολιτειών, του Σπουν Ρίβερ, όπου 243 νεκροί μάς αφηγούνται επιγραμματικά την ζωή τους. Στην ουσία πρόκειται για μονολόγους που αν τους δεις εν συνόλω αποτελούν μια εντυπωσιακή συνομιλία εντός των συνόρων του νεκροταφείου, δηλαδή του ίδιου του βιβλίου, αλλά και έξω από αυτό. Τα περισσότερα επιγράμματα είναι απαισιόδοξες και κυνικές ομολογίες αποτυχημένων ζωών, δοσμένες με ειρωνεία και θλίψη. Ο σημερινός αναγνώστης γοητεύεται από την εκτεταμένη και πολυποίκιλη εξιστόρηση προσωπικών τραγωδιών, την δραματική ένταση τους, τις συνδέσεις και τις δικτυώσεις, και γενικά την σκιαγράφηση ενός ολοζώντανου χωριού που ανασυνθέτεται εμπρός μας έχοντας ως λογοτεχνικό ορμητήριο τα επιγράμματα ψυχρών μνημάτων!



ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΠΟΝ

Όταν πρωτόρθα στο Σπουν Ρίβερ
Δεν ήξερα αν αυτά που μού' λεγαν
Ήταν αλήθεια ή ψευτιά.
Θα μού' φερναν το επίγραμμα
Και θα περίμεναν γύρω στο εργαστήρι όσο δούλευα
Κι έλεγαν «Ήταν τόσο ευγενικός», «Ήταν θαυμάσιος»,
«Ήταν η πιο γλυκιά γυναίκα», «Ήταν συνεπής Χριστιανός».
Και χάραξα γι' αυτούς οτιδήποτε ήθελαν,
Αγνοώντας ολότελα την αλήθεια του.
Όμως αργότερα, ζώντας ανάμεσα στο λαό εδώ πέρα,
Κατάλαβα πόσο κοντά στη ζωή
Ήταν τα επιγράμματα που παράγγελναν για κείνους που πέθαιναν.
Μα και τότε ακόμα χάραζα οτιδήποτε με πλήρωναν να χαράξω
Και γινόμουνα συνένοχος στα ψεύτικα χρονικά
Των ταφόπετρων,
Όπως κάνει ο ιστορικός που γράφει
Χωρίς να ξέρει την αλήθεια,
Ή γιατί του επέβαλαν να την κρύψει.

Αυτό που οι περισσότεροι αναγνώστες αγνοούμε και μας βοηθούν να κατανοήσουμε, οι 25 κριτικογραφίες και η υπέροχη εισαγωγή του Robert Narveson που φιλοξενεί ο τόμος αυτός, είναι ότι ο Έντγκαρ Λι Μάστερς γνώριζε όλη την αλήθεια, ήξερε και την πίσω όψη αυτών των πληρωμένων εγκωμιαστικών επιγραμμάτων. Έχοντας ζήσει στην περιοχή που τοποθετείται το φανταστικό Σπουν Ρίβερ αλλά και στο μεγάλο αστικό κέντρο του Σικάγου, γνωρίζει ότι οι άνθρωποι της πόλης και εκείνοι της επαρχίας δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές και απεικονίζει περίτεχνα αυτή την σύγκρουση μέσα στο βιβλίο του. Κατά τον Narveson: Παρόλο που οι διαμάχες στο Σπουν Ρίβερ εκδηλώνονται με κάμποση μικροψυχία, το κυρίως θέμα είναι βαρυσήμαντο. Ο Masters γράφει για την μεταβατική εκείνη περίοδο της αμερικανικής ιστορίας, οπότε μια κατά βάση αγροτική κοινωνία, με προσήλωση στα ιδανικά του αγροτικού κινήματος κατά τον Jefferson, αγωνιζόταν ενάντια στη μετατροπή της σε κυρίαρχα αστική κοινωνία, του είδους που γνωρίζουμε σήμερα. Απεικονίζει την κοινωνία σαν μιαν αρένα όπου αντικρουόμενες ιδέες μάχονται για να θεσμοποιηθούν. Το παράδειγμα είναι συνδυαστικό – μια κοινωνία με ρευστότητα εξελίξεων και με αβέβαιο μέλλον. Έτσι λοιπόν καταρρίπτεται ο μύθος της αμερικανικής επαρχίας ως ουτοπικής Αρκαδίας, ενός θύλακα ηθικής και τιμιότητας. Πολλές από τις πρώτες κριτικές κατηγόρησαν το έργο του Μάστερς ως άσεμνο, με κύριο θέμα του το σεξ, ασχέτως αν μόνο 38 από το σύνολο των 244 (συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του εισαγωγικού) ποιημάτων έχει σχέση με σεξουαλικές αναφορές. Ο απλός ισχυρισμός του Masters πώς οι άνθρωποι της πόλης και οι άνθρωποι της επαρχίας έχουν κοινά φύση και κίνητρα δεν ήταν μόνο σοκαριστικός, αλλά και απελευθερωτικός, και βοήθησε στο ν' αποχτήσουν τα ποιήματά του φήμη σκανδαλώδη, σημειώνει ο Naverson λίγο παρακάτω.

ΜΙΝΕΡΒΑ ΤΖΟΟΥΝΣ

Είμαι η Μινέρβα, του χωριού η ποιήτρια,
Περίγελος και αναμπαιγμός των αλητών του δρόμου
Για την ασχήμια, τ' αλληθώρισμα και το τραμπαλιστό μου βάδισμα.
Κι όλα αυτά περσότερο όταν ο Γουέλντι το «Θεριό»
Με βίασε, ύστερα από άγριο κυνηγητό.
Κι έπειτα μ' άφησε στην τύχη μου με το γιατρό Μέγιερς·
Και βυθίστηκα στο θάνατο μουδιάζοντας απ' τα πόδια προς τα πάνω,
Σαν κάποιον που προχωρεί ολοένα και βαθύτερα σε παγωμένο ρεύμα.
Θα βρεθεί κανείς να πάει στην εφημερίδα του χωριού,
Και να μαζέψει σ' ένα βιβλίο τους στίχους που' γραψα; – 
Δίψασα τόσο γι' αγάπη!
Πείνασα τόσο για ζωή! 

 
Ο Μάστερς δεν ήταν φανατικός αντι-πουριτανιστής όπως τον κατηγόρησαν,  αλλά ήταν υπέρμαχος της άποψης ότι ο καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να βρει το νόημα της ζωής του, όπως αυτός πιστεύει ότι του αρμόζει. Ο συγγραφέας θεωρούσε ότι στο βιβλίο του «οι μέθυσοι μπήκαν πρώτοι, δεύτεροι τοποθετήθηκαν οι άνθρωποι με περιορισμένο μυαλό, και τελευταίοι πήραν θέση οι ήρωες και τα πεφωτισμένα πνεύματα, σαν ένα είδος Θείας Κωμωδίας». Όσοι έχουν διαβάσει την Θεία Κωμωδία του Δάντη σίγουρα θα έχουν παρατηρήσει ότι το πιο ενδιαφέρον μέρος του έργου είναι η Κόλαση, και ότι ο Παράδεισος με την υπερβατική και θεοποιημένη σύνθεσή του, φαντάζει κάπως υποδεέστερος. Αν έλειπε όμως αυτό το μέρος, τότε το όλο έργο θα ήταν αναμφίβολα λειψό. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ – παρόλο που η διάκριση μεταξύ μέθυσων και εκείνων με το περιορισμένο μυαλό δεν γίνεται εύκολα φανερή, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται μια υφολογική και θεματική διαφορά στα τελευταία ποιήματα (περίπου στα τελευταία 60 από τα 244 συνολικά). Αν στο πρώτο μέρος υπερισχύουν τα ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων (οι μοιχείες, οι δολοφονίες, οι δολοπλοκίες, ο αλκοολισμός, η ματαιοδοξία κλπ), αυτά που εξόργισαν τόσο τους κριτικούς και το κοινό της εποχής, στο δεύτερο, παρατηρείται μια στροφή των “νεκρών” αφηγητών προς την υπερβατικότητα, την φύση και το θείο. Τελικά μέσα σε αυτήν την Ανθολογία δεν είναι όλες οι ζωές κατεστραμμένες και άθλιες, αλλά οι περισσότερες, όπως ίσως συμβαίνει και στην πραγματική ζωή! Το σίγουρο είναι ότι αν κομματιάσεις την Ανθολογία (όπως έκαναν κάποιες εκδόσεις) δε θα μπορέσεις να ανακαλύψεις την μεγαλοσύνη αυτής της ποιητικής σύνθεσης. Σε αυτή την ανάρτηση δε θα αντιγράψω κάποιο από τα «υπερβατικά» ποιήματα, όχι γιατί στερείται ομορφιάς, κάθε άλλο, αλλά γιατί εκείνα τα «αισχρά» ποιήματα με την κοφτερή ειρωνεία είναι περισσότερο διασκεδαστικά και χτυπούν στο ψαχνό. Να θυμάσαι όμως αναγνώστη, ότι είναι απαραίτητη η μετάβαση από την Κόλαση στον Παράδεισο, μην δυσπιστείς, προσπάθησε να το χαρείς.





ΙΝΟΧ ΝΤΑΝΛΑΠ

Πόσες φορές, στα είκοσι χρόνια
Που ήμουνα ηγέτης σας, φίλοι του Σπουν Ρίβερ,
Παραμελήσατε την συνέλευση και το μυστικοσυμβούλιο,
Κι αφήσατε την ευθύνη στα χέρια μου
Της φύλαξης και της σωτηρίας της υπόθεσης του λαού; –
Μερικές φορές γιατί ήσασταν άρρωστοι·
Ή γιατί ήταν άρρωστη η γιαγιά σας·
Ή γιατί ήπιατε τόσο που σας πήρε ο ύπνος·
Ή άλλοτες λέγατε: «Αυτός είναι ο ηγέτης μας,
Όλα θα πάνε καλά· μάχεται για μας·
Δεν έχουμε να κάνουμε άλλο παρά ν' ακολουθούμε».
Όμως ω, πώς με βλαστημήσατε σαν απότυχα,
Και με καταραστήκατε, λέγοντας πως σας πρόδωσα,
Επειδή άφησα για μια στιγμή την αίθουσα της μυστικοσυνεδρίασης,
Όταν οι εχθροί του λαού, που συνεδρίαζαν εκεί,
Περίμεναν και παραφυλούσαν μια ευκαιρία για να συντρίψουν
Τα Ιερά Δικαιώματα του Λαού.
Κοινέ όχλε! Άφησα την μυστικοσυνεδρίαση
Για να πάω στο ουρητήριο!

Ένα άλλο κατηγορητήριο που εξαπέλυσαν εναντίον του Μάστερς, πέρα από την ρεαλιστική απεικόνιση των ανθρώπων της αμερικανικής επαρχίας, ήταν η χρήση της γλώσσας, η «μη-ποίηση», η ποιητική πρόζα, η ξερή και άσχημη γλώσσα, χωρίς φτιασίδια και ρυθμό. Αξίζει να διαβάσετε τις 25 κριτικογραφίες του τέλους, όπου γνωστοί κριτικοί αποθεώνουν ή κατακεραυνώνουν τον Μάστερς, με μπροστάρη τον Έζρα Πάουντ που χάρη στην λογοτεχνική διορατικότητα που τον χαρακτήριζε, δίνει το στίγμα για την αθανασία της Ανθολογίας του Σπουν Ρίβερ, μέσω της πρώτης πρώτης φράσης: «Επιτέλους! Επιτέλους η Αμερική ανακάλυψε έναν ποιητή!» Τώρα πια, αυτή η γλώσσα δεν ξενίζει τόσο, αλλά αξίζει πραγματικά να μάθετε γιατί προκάλεσε τόση πολεμική εκείνη την εποχή. Αντιγράφω ένα μικρό κομμάτι της πιο εύστοχης κριτικής κατά την γνωμη μου, αυτής του John Cowper Powys (1929): «Υπάρχει ένας καθαρά φιλοσοφικός λόγος γιατί η πραγματική σπουδαιότητα του επιτεύγματος του Masters υπάρχει περίπτωση να εκτιμηθεί από τις επόμενες γενεές παρά από τους συγχρόνους του. Γεγονός είναι ότι η φιλοσοφία του για τη ζωή, όπως αυτή που ασπάζονται οι μεγάλοι ξεχασμένοι ποιητές στην βιβλιοθήκη του, δεν είναι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη· αλλά βρίθει μιας στωικής παραίτησης που σε επηρεάζει έμμεσα και πλαγίως, σα μια αθέατη «μαύρη» παγωνιά που διαπερνάει την ατμόσφαιρα [...] Στο πιο χαρακτηριστικό έργο του Masters, στην πρώτη Ανθολογία, το ποιητικό στοιχείο είναι επίτηδες καταπιεσμένο προς χάριν του αξιολύπητου και του ανθρώπινου. Όταν όμως, σε σπάνιες στιγμές, αυτό το στοιχείο βγαίνει ανεμπόδιστο στην επιφάνεια – ενώ ως περιβάλλον παραμένει πάντα η μικρή αγροτική κοινωνία –, έχουμε ένα μοναδικό αποτέλεσμα!» Φυσικά, το πιο διασκεδαστικό στις κριτικές είναι όταν θάβουν ένα βιβλίο που προορίζεται να μείνει αθάνατο. Σχεδόν χαμογελάς με χαιρεκακία!

ΡΟΤΖΕΡ ΙΣΤΟΝ

Ω, πόσες φορές ο Έρνεστ Χάιντ και εγώ
Συζητούσαμε για την ελευθερία της βούλησης.
Η αγαπημένη μου παρομοίωση ήταν η αγελάδα του Πρίκετ
Η δεμένη έξω στο γρασίδι, κι ελεύθερη, ξέρετε, όσο
Έφτανε το μάκρος του σκοινιού της.
Μια μέρα, καθώς συζητούσαμε έτσι, κοιτάζοντας την αγελάδα
Που τέντωνε το σκοινί της για να βγει απ' το μέρος
Που' χε ολότελα μασήσει,
Ξεριζώθηκε το παλούκι, και τινάζοντας το κεφάλι της,
Όρμησε ενάντιά μας.
«Τι σημαίνει τούτο, ελευθερία της βούλησης ή κάτι άλλο;»
είπε ο Έρνεστ τρέχοντας.
Έπεσα καθώς με τρύπησε θανάσιμα με τα κέρατά της.  

Διαβάστε και μια απίθανη σύμπτωση: όπου αυτό είναι εφικτό προσπαθώ να συνταιριάζω το βιβλίο που διαβάζω με έναν σελιδοδείκτη από την πληθώρα σελιδοδεικτών που διαθέτω – συνήθως εκείνοι της Άγρας είναι οι πιο κατάλληλοι επειδή διαθέτουν μικρό κειμενάκι που μπορείς να συνδέσεις με το θέμα του εκάστοτε βιβλίου. Χωρίς ιδιαίτερο κόπο βρήκα τον κατάλληλο σελιδοδείκτη, εκείνον με τον Clarence Darrow να λέει, «Δεν έχω σκοτώσει ποτέ κανέναν, έχω όμως διαβάσει πολλών τις νεκρολογίες με μεγάλη ευχαρίστηση». Τι ταιριαστό! Μάλιστα, αναρωτήθηκα ποιος είναι αυτός ο Darrοw και να κοιτάξω αργότερα να δω τι βιβλία έχει γράψει. Όταν έφτασα στην βιογραφία του Μάστερς στο τέλος του βιβλίου, διάβασα το εξής: 1898 - Εγκαθίσταται στο Σικάγο, όπου δουλεύει ένα διάστημα ως φοροεισπράκτορας, προτού αρχίσει να δικηγορεί με συνέταιρο τον Clarence Darrow!!! Το 1912 η συνεργασία του με τον Darrow διαλύεται ενώ το 1915 κυκλοφορεί η Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ. Ωστόσο, δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου ότι η φράση αυτή του Darrow ειπώθηκε με αφορμή το Σπουν Ρίβερ και δεν αποτέλεσε απλώς μια σύμπτωση που βρήκε πρόσφορο έδαφος σε έναν μαγεμένο αναγνώστη της επόμενης εκατονταετηρίδας! Θα είχε ενδιαφέρον αν η Άγρα ανέφερε με ποια αφορμή γράφτηκαν μερικά από τα τσιτάτα των σελιδοδεικτών της – δίνω ιδέα, τώρα.




Και εννοείται ότι για να αναδειχθεί στην ολότητά του ένα τόσο μεγαλειώδες αριστούργημα χρειάζεται και κάτι ακόμα. Αυτή την «βρόμικη δουλειά» την έχει αναλάβει, ευτυχώς για την Ελλάδα, ο εκδοτικός οίκος Gutenberg! Ο εκδοτικός που έχει πλήρη συναίσθηση τι βιβλία εκδίδει. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι ένα «δευτερεύον» στοιχείο. Όπως και στην Θεία Κωμωδία του Δάντη που διάβασα πέρσι περίπου ίδια εποχή, έτσι και εδώ, το σχήμα του βιβλίου είναι μεγάλο ενώ τα ποιήματα (μπορούν να είναι έως και πολύ) μικρά – περισσότερο εδώ στην Ανθολογία. Σπατάλη χαρτιού λέτε. Κι όμως, ένα τέτοιο βιβλίο δεν πρέπει να διαβάζεται στα πεταχτά, πρέπει να διαβάζεται στο γραφείο, με όσο το δυνατόν πιο ελεύθερο πνεύμα. Παρατηρώντας το βιβλίο τώρα που τελείωσε, με το άσπρο εξώφυλλό του, σαν μια μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα, μοιάζει τόσο ταιριαστό με το θέμα του και την λογοτεχνική αθανασία που του αξίζει!  Τα ποιήματα-επιγράμματα αναπαύονται πάνω στις ευρύχωρες σελίδες και στοχάζονται σε δύο γλώσσες. Η μετάφραση του κυρίως μέρους του έργου ανήκει στον Σπύρο Αποστόλου, ενώ η μετάφραση της Σπουνιάδας και του Επιλόγου στην Αγγελική Ιωάννου (όπως και το επιτάφιο ποιήμα 243). Οι 25 κριτικογραφίες καθώς και η εισαγωγή του Robert Narveson και ο πρόλογος του ίδιου του συγγραφέα, ανήκουν στην Κλαίρη Παπαμιχαήλ. Εξαιρετικές μεταφράσεις όλες τους. Μια μικρή ένσταση που εντόπισα αφορά στον πλουτοκράτη του Σπουν Ρίβερ, Thomas Rhodes, όπου στην μετάφραση του Αποστόλου μεταφράζεται ως «Ρόουτζ» ενώ σε εκείνη της Ιωάννου στην Σπουνιάδα, ως «Ρόουντς». Μικρή η διαφορά θα πείτε, επειδή όμως αυτός ο χαρακτήρας αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο όλης της ποιητικής σύνθεσης, ίσως θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η σύγχυση με την αναίτια μεταγραφή του ονόματος.

Αν έχουν μια αξία τα φετινά Χριστούγεννα είναι ότι μπορείτε να κάνετε δώρο στον εαυτό σας αυτό το σπουδαίο βιβλίο. Πηγαίνετε κόντρα στην γέννηση του Χριστού με μια σειρά θανάτων! Άσε που θα είστε και στο πνεύμα του καταραμένου 2016!! Σε λίγο θα αλλάξει η χρονιά και δε θα υπάρχει πια θάνατος! Εγώ μόνο τούτο θα πω ακόμα, με τόσα θαυμαστά βιβλία που ανακαλύπτω κατά καιρούς, σχεδόν άθελά μου, σίγουρα θα γράψετε πάνω στον τάφο μου: Πέθανε από ευχάριστη λογοτεχνική έκπληξη!

ΑΛΦΡΕΝΤ ΜΟΪΡ

Γιατί δεν καταβροχθίστηκα από την αυτοκαταφρόνια,
Και δεν σάπισα από την αδιαφορία
Και την ανίσχυρη επανάσταση σαν τον Οργισμένο Τζόουνς;
Γιατί, μ' όλα μου τα στραβοπατήματα,
Ξέφυγα τη μοίρα του Γουίλαρντ Φλιουκ;
Και γιατί, μ' όλο που καθόμουν στο μπαρ του Μπέρτσαρντ,
Σαν κανένας κράχτης του μαγαζιού για ν' αγοράζουν
Ποτά τα παιδιά, η κατάρα του πιοτού
Έπεφτε πάνω μου σαν περαστική βροχή
Κι άφηνε την καρδιά μου στεγνή και καθαρή;
Και γιατί δε σκότωσα κανένανε ποτέ
Όπως ο Τζακ ΜακΓκουάιρ;
Μ' αντίθετα ανέβηκα λιγάκι στη ζωή,
Και το οφείλω σ' ένα βιβλίο που διάβασα.
Μα γιατί πήγα στο Μείσον Σίτι,
Όπου έτυχε να δω το βιβλίο στη βιτρίνα,
Με το φανταχτερό του εξώφυλλο να μου χτυπάει στα μάτια;
Και γιατί η καρδιά μου αποκρίθηκε στο βιβλίο,
Καθώς το διάβαζα πάλι και πάλι;



Υ.Γ. 2666 Yes, Masters!

Σχόλια

  1. Μια τόσο ευφυής ανάρτηση κι ούτε ένα σχόλιο;
    Της αξίζει τουλάχιστον το δικό μου κλισέ επιτύμβιο: "Δεν πρόλαβε να διαβάσει όσα βιβλία ήθελε".

    ΥΓ. "Ο Φρενίατρος" του Ντε Ασίς, χρόνια στη λίστα, ήρθε χτες μαζί με άλλα.
    Προς το παρόν, φωκνερίζομαι άγρια, με τον Αβεσσαλώμ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαίρομαι που εμφανιστήκατε εσείς γιατί φοβήθηκα ότι θα πάει "άκλαφτη"! Ήταν τεράστια ανάρτηση και "πέθανε" τους περισσότερους αναγνώστες. Ευχαριστώ για την επιμονή σας.

      Θα πάρω και εγώ τον «Φρενίατρο» - όσο για την «Ελένα» άκουσα ότι δεν στέκεται στο ύψος άλλων σημαντικότερων έργων του. Τουλάχιστον, σε ανταμείβει η ξεχωριστή έκδοση του Γκούτενμπεργκ.

      Σε άλλη εποποιία είστε χωμένη εσείς! Εκεί, στο Νότο...

      Υ.Γ. Ποια άλλα; :p

      Διαγραφή
    2. Σιγά μη και δε ρωτούσατε. Έτσι θα 'κανα κι εγώ. Χαχαχα.

      Οι φωνές του ποταμού Παμάνο-Ζάουμε Καμπρέ
      Σάνσετ παρκ-Πολ Όστερ
      Σταθερό πάθος -Φιλίπ Σολλέρς
      Γύρνα σπίτι άγγελέ μου-Τόμας Γουλφ
      Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς- Λέον Τολστόι

      Διαγραφή
    3. Ε μα, ναι! Όταν λέτε, «ήρθε μαζί με άλλα» είναι φυσικός νόμος να ρωτήσω! Ου γαρ έρχεται μόνον :p

      Καλοδιάβαστα και γιορτινά! Για το «Γύρνα σπίτι Άγγελέ μου» έχω δεχτεί ισχυρότατες πιέσεις για να το διαβάσω. Σχετικά με τα υπόλοιπα, στέκομαι πολύ μακριά τους για την ώρα. Τον Φιλίπ Σολλέρς δεν τον είχα ξανακούσει καν. Να το, το κέρδος, λοιπόν.

      Διαγραφή
  2. Αντιγράφω εδώ, με την άδειά της, ένα ποστ που ανάρτησε στο φβ η Roza Selavi, σχετικό με τον Σπύρο Αποστόλου, μεταφραστή της Ανθολογίας του Σπουν Ρίβερ. Νομίζω ότι είναι μια καλή αφορμή να ανακαλύψουμε και τον συγγραφέα Σπύρο Αποστόλου.

    Ιδού:

    Γράφει ο Μάρκος Μέσκος για τον Σπύρο Αποστόλου:

    Από την Αθήνα, λοιπόν, καλοκαίρι του '91, είχα λάβει έναν φάκελο με αποστολέα το όνομα Σπύρος Αποστόλου – τ' όνομά του τελείως άγνωστο! Μέσα στον φάκελο με το βιβλιαράκι με το περίεργο δοκίμιο Το καλύτερο ποίημα του αιώνα, επρόκειτο για τη «μοναξιά» του ποιητή Γιώργου Κοτζιούλα. (Εδώ να μου επιτραπεί να πω: σύμπτωση πρώτη, η κοινή μας αγάπη για τον Κοτζιούλα.) Έκτοτε σιωπή. Δεν είδα πουθενά κείμενό του. Πέρασαν χρόνια για να μάθω τυχαία από τον εκδότη εκείνου του δοκιμίου ότι ο Σπύρος Αποστόλου πέθανε! Έτσι ξερά – πέθανε... Χωρίς άλλες λεπτομέρειες χάθηκε ο άνθρωπος – ο δικός μας, έλεγα μέσα μου.
    Πρόσφατα, κάποιο βραδάκι στην πρωτεύουσα, κάτι άλλο σχετικό: μέσα στη στοά της «Όπερας» χάζευα τις βιτρίνες. Κάπου αριστερά το ανύπαρκτο «Θεμέλιο», δεξιά το μαγαζί (του νεκρού πλέον) Λάζαρου Γεωργιάδη, απέναντι η είσοδος του υπογείου σινεμά και, λίγο πιο κάτω, στην προθήκη ενός καταστήματος το βιβλίο του Edgar Lee Masters, Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ! Δηλαδή μπροστά μου ο ποιητής που αγαπούσα για τη συγκλονιστική του απλότητα. Κι ο μεταφραστής; Έσκυψα και διάβασα: Σπύρος Αποστόλου/ Λες να είναι «ο δικός μας» είπα, γιατί δεν θυμόμουν καλά τ' όνομά του.
    Μπήκα μέσα και το ξεφύλισσα συγκινημένος.
    [...] Αργά νύχτα στο σπίτι των οικείων άνοιξα την Ανθολογία, να δω κυρίως εάν ο μεταφραστής ήταν «ο δικός μας» Σπύρος Αποστόλου. Και ήταν! Στο χρονολόγιο της ζωής του (κάπου στο τέλος των σελίδων) όλες οι βασικές πληροφορίες και τα έργα του – σύμπτωση δεύτερη και τρίτη· από δω και πέρα όμως, για όσες συμπτώσεις προκύψουν δεν φταίω εγώ. Τα κείμενα του Σπύρου Αποστόλου θα φταίνε.
    Το έργο του λοιπόν το λογοτεχνικό, εκτός του δοκιμίου εκείνου της γνωριμίας μας, αποτελείται από αρκετές μεταφράσεις και πέντε (συνολικά) ποιητικές συλλογές. Το εκμαγείο είναι ο τίτλος μιας απ' αυτές. Τον τίτλον αυτόν και τη δίμηνη παρουσία του διαπραγματεύεται (όσο διαπραγματεύεται) στο Ημερολόγιό του ο συγγραφέας που αναζητά το πρόσχημα, «μέσα από αναφορές αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και με πλαίσιο ένα λαϊκό προάστιο της Αθήνας", για να θίξει τα θέματά του, τα προσδιοριστικά:
    Κορφολογώ λοιπόν και αντιγράφω:

    27 Ιουλίου '79

    Στη γενιά μας πέφτει το άχαρο έργο ν' αποκαλύψει και να πολεμήσει τον εχθρό που βρίσκεται εντός των τειχών, ή ορθότερα, μέσα στις γραμμές μας. Έναν εχθρό με τέλεια παραλλαγή, με προσωπείο φίλου, με τίτλους αγωνιστικούς και πολλές φορές θωρακισμένου με παράσημα και με την αναγνώριση όλων.

    1 Αυγούστου '79

    Κάποτες θα πρέπει ν' αγωνιστούμε ζεστά για το δικαίωμα στην αποτυχία. Είναι κάτι σαν το δικαίωμα στη ζωή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το Ημερολόγιο σταματάει κάπου στις 9 Αυγούστου του έτους των προηγούμενων ημερών. Σύμφωνώντας -διαφωνώντας με όσες συμπτώσεις ακόμα υπάρχουν ώς το τέλος των σελίδων και παρακάμπτοντας τον Ανορθόγραφο Επιγραφοποιό (μια ακόμη ποιητική συλλογή με αρετές του Σπύρου Αποστόλου, που, φαντάζομαι, θα θέλαμε όλοι μας ποιήματά της να διαβαστούν μετά θάνατον, πράγμα που έγινε) απομένει να πούμε λίγα ακόμη για το νεκροστόλισμα, από τον ίδιον, του «Χρονικού μιας αποτυχίας»:
    Ο «δικός μας» φίλος φυσικά δεν είναι ανυποψίαστος, ούτε αδιάβαστος. Κάποια σήματα στα ενδεικτικά αποσπάσματα του βιβλίου, και λόγω συμπτώσεων κοινά, αποκαλύπτουν τον κρυφό και περίεργο και προικισμένο συγγραφέα που γνωρίζει τις δισημίες του λόγου. Είτε σαρκάζει, είτε υπομειδιά αισθανόμενος κάποιαν απόμακρη δύναμη. Ή μήπως βασανιζόμενος έτσι από τον ανικανοποίητο μοραλισμό των πράξεών του;
    Μακρινός ο στόχος, κάτι σαν αναζήτηση της Ουτοπίας, όσο κι αν ξορκίζει την άγρια ματαιότητα.
    Αλλά μια και ο λόγος περί συμπτώσεων, να πούμε ακόμη ότι η κακή σύμπτωση, στην κοινωνία των λαϊκών ανθρώπων, ονομάζεται κακιά ώρα. Όπως εκείνη (στις 22 Δεκεμβρίου 1991) που από «απροσδόκητο καρδιακό επεισόδιο», σαν άλλος ήρωας του «Σπουν Ρίβερ», τον πήρε μαζί της. Δηλαδή, έναν άγνωστο πνευματικόν άνθρωπο, σαν εκείνους που λογαριάζουμε, τους αόρατους συμπάσχοντες και συμπαθούντες, αλλά μηδέποτε ανταμωμένους στη ζωή.
    (Και όμως υπάρχοντες).

    Θεσσαλονίκη, Μάιος 1996

    Απόσπασμα από το κείμενο του Μάρκου Μέσκου «ΣΥΜΠΤΩΣΕΙΣ / Σπύρος Αποστόλου: Το ημερολόγιο του Εκμαγείου, χρονικό μιας αποτυχίας», το οποίο εμπεριέχεται στον τόμο Προσωπικά Κείμενα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2014, σελ. 202-210.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Rosa Mund,

    αν ποτέ δείτε αυτό το σχόλιο, σας είναι εύκολο να αφήσετε ένα υπέροχα διαλεγμένο ποιητικό δείγμα γραφής του Σπύρου Αποστόλου;

    Υ.Γ. Ρητορικές ερωτήσεις, θα πείτε. Φυσικά και θα δείτε/ σας είναι εύκολο/ να αφήσετε! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !