Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Εκδοτική επιτυχία


Σήμερα, η φράση «εκδοτική επιτυχία» είναι συνυφασμένη με την εμπορική επιτυχία. Με άλλα λόγια σημαίνει μόνο ότι, το τάδε βιβλίο  πουλάει (συνήθως ενάντια στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της έκδοσης ή και του ίδιου του περιεχομένου του). Σπανιότερα ίσως και να σημαίνει την ποιοτική καλαισθησία που διαθέτει ένας συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος χωρίς ωστόσο αυτή να επεκτείνεται απαραίτητα και στους τίτλους που επιλέγει.  Υπάρχει όμως και μια τρίτη κατηγορία εκδοτικής επιτυχίας που στους περισσότερους περνά απαρατήρητη, όμως για μένα αποτέλεσε την λυδία λίθο της αναγνωστικής μου ωριμότητας και της οφείλω μεγάλη ευγνωμοσύνη.

Η τεράστια εκδοτική επιτυχία της Αστάρτης! Ένα κερδισμένο στοίχημα πέρα απ' όλα τα προγνωστικά. Όταν είμαστε στα πρώτα βήματα της αναγνωστικής μας ζωής έχουμε μπροστά μας έναν πελώριο κόσμο δυνατοτήτων. Έχουμε μεν τις κεραίες μας ανοιχτές, γεμάτες παράσιτα δε από την αχανή αναμετάδοση άγνωστών μας σημάτων! Όταν ανακαλύψουμε τους κλασικούς, κάπως ξεκαθαρίζει το τοπίο και νιώθουμε πιο σίγουροι. Ακολουθούμε για λίγο καιρό ακόμα μια διακειμενική πορεία που μας ευχαριστεί και μας γνωρίζει νέα σπουδαία κείμενα. Και μετά τι; Πώς θα γίνει η υπέρβαση σε κάτι πιο σύγχρονο, πιο πρωτότυπο, που θα σπάσει (ή θα ανανεώσει) τις «συμβάσεις» που εγκαθίδρυσε η κλασική λογοτεχνία; Στον κόσμο της υπερπληροφόρησης πια, αυτό είναι κάτι εύκολο. Προ ίντερνετ όμως, η διαδικασία αυτή είχε πολλή τύχη, πολύ ένστικτο και συνήθως δεν έδινε και ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Παρατηρώντας με περιέργεια, σαν ένα υβρίδιο επιστήμονα και αναγνώστη, ανακάλυψα ότι η Αστάρτη δίνει πολύ καλά εργαστηριακά αποτελέσματα! Έκτοτε, την ακολουθώ με κλειστά μάτια και πάντοτε δικαιώνομαι. 

Κοιτάξτε τον εκδοτικό της κατάλογο και θα καταλάβετε αμέσως πόσα χρόνια μπροστά είναι αυτός ο εκδοτικός οίκος. Με αφορμή την κυκλοφορία δύο βιβλίων του Μασάντο Ντε Ασίς από  τις εκδόσεις Gutenberg (άλλη μια εκδοτική επιτυχία για τον ελληνικό χώρο. Η μια έκδοση κυκλοφόρησε στην υπερπολύτιμη σειρά Aldina, η άλλη επίκειται) δεν μπορούσα παρά ν' αναγνωρίσω ξανά την διορατικότητα της Αστάρτης και να ξανανιώσω το αίσθημα πηγαίας χαράς όταν ανακάλυψα το συγκεκριμένο βιβλίο. Για πάρα πολλούς αναγνώστες, τις εκδόσεις Αστάρτη ακολουθούν ο χαρακτηρισμός «καλτ» (δεν έχω καταλήξει αν αυτή η λέξη έχει θετικό ή αρνητικό πρόσημο), μια τυπογραφική ατημέλεια των κειμένων της, μια σειρά από αστεία ή και γελοία ακόμα εξώφυλλα, και πολλά άλλα. Όμως όσο φετιχιστής βιβλιόφιλος και να είναι κάποιος, δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα έβαζε το περιεχόμενο ενός βιβλίου πιο κάτω από τον «διάκοσμό» του! Η Αστάρτη σε κερδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο των βιβλίων της – αν υπήρξες ένας φιλοπερίεργος αναγνώστης που δεν εντυπωσιαζόσουν από τις τρέχουσες μόδες ή ένας συγγραφέας που αναζητούσες διακαώς τις νέες λογοτεχνικές πρωτοτυπίες για να εμπλουτίσεις το φάσμα των μελλοντικών σου δυνατοτήτων, τότε ξέρεις για τι σπουδαίο εκδοτικό οίκο μιλάμε, και ενδεχομένως έχεις διαβάσει ήδη και το βιβλίο που σκοπεύω να παρουσιάσω, οπότε μην χάνεις τον πολύτιμο χρόνο σου μαζί μου.   

Κοιτώντας την ιστοσελίδα τους, συγκεκριμένα το ολιγόλογο σημείωμα που περιγράφει την εκδοτική τους παρουσία, αναφέρει το εξής: έφεραν πρώτες το ελληνικό κοινό σε επαφή με Έλληνες συγγραφείς που γνώρισαν εξαιρετική επιτυχία στη συνέχεια, και επίσης πρώτες εξέδωσαν στην Ελλάδα σημαντικά ονόματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Μαρσέλ Αιμέ, Πασκάλ Μπρυκνέρ, Τζό Όρτον, Ντίνο Μπουτζάτι, Ταχάρ Μπεν Ζελούν, Ντομινικ Φερναντέζ, Μάρτιν Παζ, Μάλκομ Λόουρυ, Φρεντερίκ Μπεγκμπεντέ, Ιταλο Σβέβο, Ερνέστο Σάμπατο κ.α). Πολλά από αυτά τα αριστουργήματα επανεκδόθηκαν από άλλους εκδοτικούς οίκους και έγιναν, ας πούμε, πιο θελκτικά για τους περισσότερους αναγνώστες – εντούτοις δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Αστάρτη τα έφερε πρώτη στο φως και ίσως για να τιμήσουμε την προσφορά της θα έπρεπε να τα αγοράζουμε στην πρώτη εκέινη «καλτ» έκδοση, αφ'ενός σαν μια πράξη αναγνώρισης, αφ'ετέρου ως ηθικό και οικονομικό κίνητρο ώστε να συνεχίσει να προσφέρει βιβλία για ιδιαίτερους αναγνώστες, βιβλία για προχωρημένους αναγνώστες, όπως είναι και το μότο της. Παράξενο, αλλά μόλις τώρα συνειδητοποιώ το μότο των εκδόσεων και πόση ταύτιση λόγων και έργων αποπνέει. Αν το είχα στο μυαλό μου κάθε φορά που αγόραζα ένα βιβλίο, απλώς θα περίμενα να επαληθευτεί από την ανάγνωσή του. Τώρα, που το βλέπω ύστερα από τόσο επιτυχημένη εκδοτική πορεία (και αναγνωστική αγαλλίαση), αντιλαμβάνομαι πόσο συνείδητοποιημένος εκδοτικός οίκος υπήρξε από την αρχή. Σε μια πορεία 30 και πλέον χρόνων έκανε τα πιο παρακινδυνευμένα εκδοτικά πειράματα, όμως ούτε ένα δεν στάθηκε ικανό να τινάξει το εργαστήριο στον αέρα. Αν αναγραμματίσεις ελαφρώς την Αστάρτη, παίρνεις την λέξη «σταράτη» και αυτή είναι η μόνη ουσία που πρέπει να θυμάσαι! 



Ας περάσουμε όμως από την διευρυμένη έννοια της «εκδοτικής επιτυχίας» σε μια πιο ειδική, πιο μοδάτη έννοια, περισσότερο συμβατή με την ιντερνετική καθομιλουμένη, την έννοια «αυτό το βιβλίο πουλάει τρελά». Ακόμα και αν το βιβλίο του Ντε Ασίς (μη γελιόμαστε) δεν πουλάει τρελά, το σίγουρο είναι ότι, πουλάει τρέλα, και αυτό είναι ό,τι ευτυχέστερο μπορεί να προσφέρει σ' έναν αναγνώστη, ο σπουδαιότατος αυτός συγγραφέας. Πώς στο καλό γράφτηκε αυτό το βιβλίο το 1880; Τι έμπνευση! Δεν ξέρεις από πού να πιάσεις ένα τόσο μεγαλειώδες βιβλίο. Δε θα ήταν καθόλου υπερβολή ούτε ασέβεια αν λέγαμε οτί το βιβλίο αυτό διατηρεί ανάλογη αιώνια φρεσκάδα και εκκεντρικότητα με τον «Τρίστραμ Σάντι» του Λώρενς Στερν – το έχουν συγκρίνει με αυτό και νομίζω δικαιολογημένα. Σαφέστατα, ο Τρίστραμ Σάντι είναι αξεπέραστο διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όμως και το βιβλίο ετούτο του Ντε Ασίς διατηρεί μία αυτόφωτη μοναδικότητα μέσα στους αδηφάγους χρόνους.

Μορφή και περιεχόμενο κονταροχτυπιούνται σε ένα λογοτεχνικό πεδίο που βγάζει νικητή μόνο τον αναγνώστη. Η κεντρική ιδέα του Ντε Ασίς στηρίζεται στο γεγονός ότι το τέλος της ζωής των ανθρώπων, τους βρίσκει συνήθως χωρίς πλεονάσματα ή ελλείματα από τις περιπέτειες της ζωής, ένα ισολογισμένο τίποτα. Ωστόσο, ο ήρωάς μας κατάφερε να διακρίνει μία μικρή νίκη, ολότελα δική του, την τύχη να μην αποκτήσει απογόνους που θα διαιωνίσουν την ανθρώπινη δυστυχία. Πριν το απορρίψετε ως καταθλιπτικό μυθιστόρημα, θυμηθείτε το «συγγενές» βιβλίο του Στερν, ο οποίος είχε δώσει στον ήρωά του ένα όνομα συνώνυμο της θλίψης (=Τρίστραμ) αλλά για πείτε μου, σας είχε μελαγχολήσει καθόλου η ανάγνωσή του;; Το ίδιο καταφέρνει και ο Ντε Ασίς, βάζοντας τον ήρωά του Μπραζ Κούμπας στην αρχή του βιβλίου, να είναι κυριευμένος από μια έμμονη ιδέα, την εφεύρεση ενός αντικαταθλιπτικού έμπλαστρου που θα διώχνει την ανθρώπινη απελπισία!

[...] Ηδονή της δυστυχίας. Αποστήθισε αυτή την φράση, αναγνώστη. Φύλαξέ τη, βγάζε την κάπου κάπου και δοκίμασε να την μελετήσεις, και αν δεν καταφέρεις να την καταλάβεις, να ξέρεις ότι έχεις χάσει μια από τις πιο λεπτές συγκινήσεις που είναι ικανός να νιώσει ο άνθρωπος.



Εδώ πρέπει να πω δυο λόγια για τον τίτλο που επέλεξε η Αστάρτη για το βιβλίο. Τον βρίσκω πολύ εύστοχο και θεωρώ ότι αντανακλά την κεντρική ιδέα του κειμένου, την μικρή νίκη να μην αποκτήσεις μεταβιβαστές της ανθρώπινης δυστυχίας. Εντούτοις, ο τίτλος πρωτοτύπου είναι «Memorias postumas de Braz Cubas» (1880) όπου μαζί με το «Κίνκας Μπόρμπα» (1892) και «Ντομ Κασμούρο» (1900), αποτελούν μια αρκετά γνωστή τριλογία του Ντε Ασίς και ίσως δε θα έπρεπε να διαταραχθεί αυτή η σχέση. Αν μεταφραζόταν ως «Μεταθανάτια απομνημονεύματα του Μπραζ Κούμπας» θα ήταν ιδανικό και το απόλυτα σωστό – καθότι το βιβλίο ξεκινά με τον θανατό του Κούμπας και την εξιστόρηση της μόλις χαμένης ζωής του, από την άλλη πλευρά, του θανάτου. Μας αφηγείται, ένα φάντασμα δηλαδή. Η κεντρική αφήγηση του κειμένου αφορά την εξιστόρηση της παράνομης ερωτικής σχέσης μεταξύ του Κούμπας και της Βιργίλια, χωρίς όμως να αφήνει απ'έξω όλες τις εκφάνσεις που διαμορφώνουν την ζωή ενός ανθρώπου από την γέννηση έως τον θάνατό του. Και εδώ φαίνεται η σπουδαιότητα ενός μεγάλου συγγραφέα. Συχνά διαβάζω κριτικές για ελληνικά (κυρίως) και ξένα βιβλία, ότι εκφράζουν εντυπωσιακά όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης – κοινότυπη φράση αλλά και αρκετά ψωνίστικη, δε νομίζετε; Γιατί όταν τελικά τα διαβάσεις (κυρίως τα ελληνικά) διαπιστώνεις την πικρή αλήθεια, ότι οι συγγραφείς τους προσπαθούν να φέρουν τον κόσμο στα δικά τους στενά μέτρα πιστεύοντας επιπροσθέτως ότι αποτελούν και το ιδανικό πρότυπο, ενώ οι μεγάλοι συγγραφείς προσπαθούν με πολύ κόπο να διευρύνουν τον εαυτό τους ώστε να αγκαλιάσει όλον τον κόσμο! Ο Ντε Ασίς το καταφέρνει μέσα σε μόλις 200 σελίδες. Ειρήσθω εν παρόδω, να πω ακόμα ότι «όλες οι εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης» δεν περιορίζονται κατ' ανάγκη στην ερωτική επιθυμία και στα παράγωγά της. Πήξαμε στις υγρές σελίδες ανοργασμικού λόγου!

Αυτά σχετικά με το περιεχόμενο. Η μορφή του βιβλίου αποτελεί το άλλο μισό της απόλαυσης. Μια κατηγορία που εξαπολύουμε συχνά προς την μεταμοντέρνα λογοτεχνία (ό,τι και αν σημαίνει «μεταμοντέρνα λογοτεχνία») είναι η αυτοαναφορική της διάθεση, μια επιθυμία για παιχνίδι με την ίδια την διαδικασία της γραφής εντός της αφήγησης. Κάποιοι δυσφορούν με αυτά τα κολπάκια και κάποιοι άλλοι τα βρίσκουν συναρπαστικά. Ο Ντε Ασίς λοιπόν παίζει αυτά τα κολπάκια στα δάχτυλα ήδη από το 1880, αποδίδοντας ένα αποτέλεσμα που συναρπάζει και τον πιο μεταμοντέρνο αναγνώστη. Κάνει συνεχείς αναφορές στον αναγνώστη, αλλά όχι με την συνήθη πρακτική των βιβλιων εκείνης της εποχής, της αποστασιοποίησης, αλλά με εκείνη της ενεργής συνδιάλεξης μαζί του, της ανακατασκευής των ιδεών, της μεταμόρφωσης του κειμένου. Μάλιστα, σε μερικά κεφάλαια φτάνει ακόμα και να «προοικονομήσει» τα λεκτικά παιχνιδιά του κινήματος Oulipo (ή και άλλων μεταμοντέρνων εκδοχών), όπως ας πούμε στο κεφάλαιο με τον «Αρχαίο διάλογο του Αδάμ και της Εύας», όπου είναι γραμμένο με τελίτσες και διάφορα σημεία στίξης να μας κάνουν να φανταζόμαστε την στιχομυθία (πχ. ....;.........!) ή το κεφάλαιο «Πώς δεν έγινα υπουργός», όπου υπάρχουν μόνο τελίτσες που μας αποκρύπτουν τον λόγο, ασχέτως αν ο συγγραφέας στην πορεία μας μισοεξηγεί τον λόγο κ.λπ. Αν αποκόψεις αυτά τα δύο κεφάλαια και προσθέσεις και κάποια ανάλογου ύφους, θα μπορούσες να φτιάξεις ένα κείμενο του Oulipo όπου η κάθε ερμηνεία θα ποικίλει ανάλογα με τον αναγνώστη που την προσεγγίζει. 





[...] 71. Το μειονέκτημα αυτού του βιβλίου:

Άρχισα να μετανιώνω που ανέλαβα να γράψω αυτό το βιβλίο. Όχι ότι το βαριέμαι. Δεν έχω τίποτα άλλο να κάνω. Πραγματικά, είναι μια ευπρόσδεκτη διάσπαση της προσοχής μου από την αιωνιότητα. Το βιβλίο όμως είναι βαρετό, μυρίζει τάφο, ένα rigor mortis. Ένα σοβαρό λάθος, αν και σχετικά μικρό, γιατί το μεγάλο μειονέκτημα αυτού του βιβλίου είσαι εσύ αναγνώστη. Θέλεις να το ζήσεις γρήγορα, να φτάσεις στο τέλος, και το βιβλίο προχωράει με άνετα και αργά βήματα. Σου αρέσει η ευθεία, η σταθερή αφήγηση και ένα εύκολο στυλ, αλλά το βιβλίο αυτό και το στυλ μου είναι σαν ένα ζευγάρι μεθυσμένους. Τρικλίζουν δεξιά, αριστερά, ξεκινάνε και σταματάνε, μουρμουρίζουν, μουγκρίζουν, καγχάζουν, βλαστημούν το Θεό, γλιστράνε, παραπατάνε και πέφτουν...


Η σύμπραξη (εκκεντρικής) μορφής και (αρκετά κοινού) περιεχομένου γίνεται με τόση αρμονία που θα κάνει όλους τους αναγνώστες να το απολαύσουν ολοκληρωτικά. Η μετάφραση είναι της Λήδας Μοσχονά και είναι εξαιρετική. Στον πρόλογο της μεταφράστριας όταν γίνεται αναφορά στο «Ντομ Κασμούρο» υπάρχει υποσημείωση που λέει ότι θα εκδοθεί στο μέλλον από τις εκδόσεις Αστάρτη (ανάλογες υποσημειώσεις υπάρχουν και για άλλα βιβλία που εκδόθηκαν από την Αστάρτη). Δυστυχώς δεν εκδόθηκε ποτέ και αυτό είναι κρίμα γι'αυτές τις πρωτοπόρες εκδόσεις, για να το συνδέσω λίγο με την αρχή της ανάρτησης. Ωστόσο, διαθέτουμε τον «Επιτάφιο για ένα μικρό νικητή» και θα ήταν μεγάλη ευλογία αν στρέφατε την προσοχή σας προς αυτό. Όσον αφορά έμενα, με ένα χρονικό άλμα 136 χρόνων έφτασε στα χέρια μου και στρογγυλοκάθισε με άνεση στην 20άδα με τα καλύτερα βιβλία που διάβασα ποτέ μου.

[...] Το να διαλογίζεται κανείς μονάχος είναι συνηθισμένο πράγμα. Αν όμως επιθυμεί να νιώσει αληθινή, λεπτή ηδονή, θα πρέπει να απομονώνεται μέσα σ' ένα πέλαγος από χειρονομίες και λέξεις, από νεύρα και πάθη. Θα πρέπει να αυτοκηρρύσεται ξένος, απόμακρος και απρόσιτος. Το χειρότερο που μπορούν να του πουν όταν επιστρέφει στον εαυτό του – δηλαδή όταν επιστρέφει στους άλλους και όχι στον εαυτό του – είναι ότι κατέβηκε από τον φιλντισένιο πύργο του. Και τι άλλο είναι αυτός ο μυστικός και λαμπρός πύργος, από αρχιτεκτονική άποψη, παρά η περιφρονητική επιβεβαίωση της πνευματικής ελευθερίας κάποιου; Ευλογημένος ας είναι ο Κύριος, τι εντυπωσιακό τέλος για ένα κεφάλαιο!

Σχόλια

  1. Απαντήσεις
    1. Κατερίνα, υποθέτω χαίρεσαι για την ανακάλυψη αυτού του βιβλίου του Ντε Ασίς. Αν πάλι χαίρεσαι και για την ανάρτησή μου, ακόμα καλύτερα. Όπως και να'χει, χαρά μου! :)

      Διαγραφή
  2. Κι εγώ χαίρομαι που ξετρυπώνεις καλά βιβλία (αγοράζω όλο και πιο επιλεκτικά και δύσκολα λόγω χρημάτων αλλά και γιατί έχω θυμώσει με το ασύδοτο πλασάρισμα των βιβλίων σαν προϊόντα μόδας και τίποτ΄άλλο.Απαξίωση της Λογοτεχνίας και περιφρόνηση του αναγνώστη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Βιβή, σπανίως παρασύρομαι σε ατυχείς επιλογές. Μετά το φιάσκο του Βάσκεζ το φυσάω και δεν κρυώνει! Η πρακτική μου με τα σκουπίδια της λογοτεχνίας είναι ακριβώς η αντίθετη με εκείνη που διατηρώ απέναντι στα κανονικά σκουπίδια -- δεν τα ανακυκλώνω ποτέ!!

      Κράτα τα λεφτά σου γι'αυτό το διαμαντάκι του Ντε Ασίς. Δε ξέρω για την «Ελένα» αλλά το παραπάνω βιβλίο είναι λογοτεχνικό κόσμημα. Καλή συνέχεια.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !