Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

To B. or not to B.?


Όταν ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ρωτήθηκε κάποτε ποιο βιβλίο θα έπαιρνε μαζί του σ'ένα έρημο νησί, απάντησε: «Δεν έχει σημασία ποιο, αρκεί να είναι του Τρέηβεν». Καταλαβαίνω απόλυτα αυτή την θέση του Αϊνστάιν – και είναι σπανιότατες οι φορές που μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω απόλυτα τον Αϊνστάιν, οπότε αφήστε με να το χαρώ λίγο!
 
Με τον Τρέηβεν (B. Traven) συμβαίνει ό,τι ακριβώς συμβαίνει και με τον Μπολάνιο για τον οποίο μιλούσα πριν μερικές αναρτήσεις – με γοητεύει από τις πρώτες φράσεις. Όχι για τους ίδιους λόγους, αλλά σίγουρα με την ίδια ένταση. Ο Τρέηβεν λοιπόν υπήρξε ένας συγγραφέας-μυστήριο. Κράτησε μυστική την πραγματική του ταυτότητα ως το τέλος της ζωής του και έζησε έτσι όπως του υπαγόρευαν οι στέρεες ιδέες του. Ένας συγγραφέας, αν όχι επαναστατικός (στην γραφή του) σίγουρα επαναστάτης (στις ιδέες του). Όπως μας πληροφορεί το συντομότατο βιογραφικό, πρόκειται, σχεδόν σίγουρα πλέον, για τον επαναστάτη Ρετ Μαρούτ που πήρε μέρος στην βραχύβια Δημοκρατία των Συμβουλίων στην Βαυαρία το 1919. Πολωνικής καταγωγής Γερμανός συγγραφέας, καταδικάστηκε σε θάνατο για την δράση του και κατέφυγε στο Μεξικό όπου και πέθανε το 1969. Στις αναγνωστικές συνειδήσεις ο Τρέηβεν παραμένει τουλάχιστον ένας μεξικανός συγγραφέας (κυρίως λόγω της θεματολογίας των βιβλιων του) αν και στην ουσία, πρόκειται για μια παγκόσμια φωνή πέρα από γλωσσικά και ιδεολογικά σύνορα!

Στον κύκλο των “Μυθιστορημάτων της Ζούγκλας” αλλά και σε όσα βιβλία του κινούνται εκτός κύκλου, ο συγγραφέας κυριαρχείται από την επιθυμία του να αποτινάξει μέσω της γραφής την ταπεινωτική καταπίεση που υφίστανται οι άνθρωποι στα χέρια των εκάστοτε εξουσιαστών. Τα μυθιστορήματά του είναι εξόχως πολιτικά χωρίς όμως να σε χειραγωγούν με οποιονδήποτε τρόπο – στο τέλος τους, κατά έναν μαγικό τρόπο, θα στέκεσαι στην σωστή πλευρά και θα την έχεις επιλέξει εσύ. Το μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά λίγο πριν την έκρηξη της Μεξικανικής Επανάστασης όπου η κυριαρχία του Πορφύριο Ντίας αρχίζει να κλονίζεται και οι εργάτες γης αρχίζουν να συνειδητοποιούν την δεινή κατάσταση που υπέμεναν αγόγγυστα τόσα χρόνια. Ο Κάντιδο ένας καλοκάγαθος ινδιάνος που είναι ευχαριστημένος με το μικρό του χωράφι και τη θαλπερή του οικογενειακή εστία, στην προσπάθεια να σώσει την γυναίκα του έπειτα από μια κρίση οξείας σκωληκοειδητιδας, χρεώνεται ένα υπέρογκο ποσό που τον “σκλαβώνει” σε διετή απάνθρωπη εργασία στους καταυλισμούς υλοτομίας στα βάθη της ζούγκλας. Η γυναίκα του τελικά πεθαίνει και ο Κάντιδο μαζί με τα δυο μικρά παιδιά του, την αδερφή του Μοδέστα και δύο γουρουνάκια ξεκινάει για τα βάθη της Κόλασης, εκεί όπου τα ουρλιαχτά των κρεμασμένων είναι η μόνη μουσική!

Το μόνο που ζητούσαν από έναν πεόν ήταν τυφλή υπακοή, ακόμα και αν τον διέταζαν να πέσει στο νερό με μια πέτρα στο λαιμό. Ο δούλος έχει μόνο μια αρετή κι ένα μόνο δικαίωμα: να θεωρεί σαν ευαγγέλιο τα λόγια του αφεντικού του. Ο δούλος που δεν ασκεί αυτή την αρετή ούτε αυτό το δικαίωμα παραβαίνει τους κανόνες, και, σε αυτή την περίπτωση, ο φόνος ή ο βασανισμός του αποτελεί μια αξιέπαινη πράξη που ποτέ δεν ανταμείβεται όσο της αξίζει.

Στους καταυλισμούς υλοτομίας, νόμος είναι οι ιδιοκτήτες (τρία αδέρφια) και οι επιστάτες. Οι εργάτες χωρίζονται μόνο σε υπάκουους και κρεμασμένους (το αποτέλεσμα της ανυπακοής δηλαδή, η δικαιολογημένη αδυναμία των εργατών να ικανοποιήσουν τις παράλογες απαιτήσεις των ιδιοκτητών). Η τιμωρία είναι να κρεμιούνται ανάποδα στα δέντρα της ζούγκλας σε επίπονες στάσεις, με τα κόκκινα μυρμήγκια να γαζώνουν τα σώματά τους και τα σμήνη των κουνουπιών να μεταγγίζουν το αίμα τους!  Ο Τρέηβεν γράφει ένα σκληρό βιβλίο για τις ζωές αυτών των ανθρώπων χωρίς να ωραιοποιεί τίποτα. Μια περιπετειώδης αφήγηση, κρεμασμένη και μπλεγμένη ωστόσο στα κλαδιά μιας σαρκοβόρας πραγματικότητας! Σιγά σιγά ευδοκιμεί ο ισχνός σπόρος της εξέγερσης και χάρη σε έναν εργάτη, πρώην δάσκαλο, που παλιότερα υπήρξε υποκινητής επαναστατικών ιδεών, θα ξεσπάσει ορμητική και θα συνθλίψει κυριολεκτικά... τα μεγάλα κεφάλια! 

 
Κανείς δε φαινόταν να αναρωτιέται τι θα συνέβαινε μετά από αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή. Ακόμα και ο Μαρτίν Τρινιδάδ δεν είχε παρά μόνο μια αόριστη εικόνα για τα επακόλουθα.
 
Το τέλος του βιβλίου βρίσκει το εξεγερμένο καραβάνι να διασχίζει την αφιλόξενη ζούγκλα κατά την περίοδο των βροχών, με σκοπό να φτάσει στις ιδιοκτησίες των γαιοκτημόνων και να σώσει όλους τους εργάτες εγκαθιδρύοντας την επανάσταση. Εδώ βρίσκεται όλη η μαγεία του βιβλίου – ο Τρέηβεν βάζει την τελευταία τελεία λίγο πριν οι επαναστάτες συναντήσουν αναπόφευκτα τις δυνάμεις του στρατού ή της αστυνομίας (ίσως να περιγράφεται σε κάποιο άλλο βιβλίο των Μυθιστορημάτων της Ζούγκλας) και έτσι δεν μαθαίνουμε την κατάληξη της επανάστασης. Μέσα από τον χαρακτήρα του Μαρτίν Τρινιδάδ, του πρώην δασκάλου που πλέον έχει το προσωνύμιο “Καθηγητής”, ο Τρέηβεν “φιλοσοφεί” πάνω στην επανάσταση, τα κίνητρά της και τα απότελέσματά της. Κάποια στιγμή που το καραβάνι στρατοπεδεύει δίπλα σε ένα ράντσο, προσπαθεί να πείσει τους εργάτες του ράντσου να αποτινάξουν τα δεσμά τους και να ενωθούν μαζί τους. Εκείνοι, όταν σκοτώνουν τους επιστάτες του ράντσου, αρνούνται να φύγουν, λέγοντας ότι πλέον βρήκαν το κομμάτι γης που τους αναλογεί και τόσο καιρό επιθυμούσαν.


 
Οι επαναστάτες που θέλουν εξηγήσεις για τα κίνητρα της επανάστασης είναι ψευτοεπαναστάτες. Η πραγματική επανάσταση, αυτή που είναι ικανή ν' αλλάξει το σύστημα, βρίσκεται ριζωμένη στη ψυχή των αληθινών επαναστατών. Ο ειλικρινής επαναστάτης ποτέ δεν σκέφτεται το προσωπικό όφελος που θ' αποκομίσει από την επανάσταση. Θέλει απλώς ν' ανατρέψει το κοινωνικό σύστημα κάτω απ' το οποίο υποφέρει και βλέπει κι άλλους να υποφέρουν. Και για να το γκρεμίσει και να δει τις ιδέες που θεωρεί δίκαιες να πραγματώνονται, θυσιάζει τον εαυτό του και πεθαίνει.

 Τα βιβλία του Τρέηβεν είναι τροφή για σκέψη. Το συγκεκριμένο το απόλαυσα ιδιαίτερα γιατί μού έφερε στο μυαλό τις καταλήξεις των περισσότερων επαναστάσεων, πώς δηλαδή, καταλύεις έναν εξουσιαστικό μηχανισμό εγκαθιδρύοντας σχεδόν ασυνείδητα έναν δικό σου, ίσως και πιο σκληρό από τον πρώτο. Πώς, με το αίμα που γεννήθηκε η δική σου επανάσταση, θα φροντίσεις να καταπνίξεις τις επόμενες που θα σε αμφισβητήσουν. Αναπόφευκτα αναθυμήθηκα μία σχετική καλοκαιρινή συζήτηση που είχα με μια φίλη, ότι δεν μπορείς να έχεις ισότητα και ελευθερία ταυτόχρονα, αν έχεις ισότητα μοιραία δεν θα έχεις ελευθερία, αν έχεις ελευθερία δε θα έχεις ισότητα. Ίσως μια συζήτηση υπό το κράτος της ηλίασης και της καλοκαιρινής ραστώνης, που απηχεί από μακριά τις απόψεις του Μίλτον Φρίντμαν – μια συζήτηση ωστόσο, που μπλέχτηκε με την ανάγνωση του βιβλίου του Τρέηβεν και έφτιαξε ένα επαναστατικό μίγμα στο κεφάλι μου! 


 
Οι εκδόσεις Άρδην έφτιαξαν μια υπέροχη έκδοση με μια εξαιρετική μετάφραση της Αθανασίας Κοντοχρήστου. Το εξώφυλλο αποτελεί μια εύγλωττη περίληψη του βιβλίου, λεπτομέρεια του πίνακα του Ντιέγκο Ριβέρα, Η υποδούλωση των Ινδιάνων. Κι όμως, αυτό που ξεχωρίζει αναπάντεχα στην έκδοση αυτή, είναι το αυτί του οπισθόφυλλου όπου αναγράφονται όλες οι ελληνικές εκδόσεις των βιβλίων του Τρέηβεν! Έχω βαρεθεί να αντικρίζω εκδόσεις που γράφουν “... στις εκδόσεις μας, κυκλοφορούν τα εξής βίβλια του τάδε συγγραφέα...”. Λες και αναφέρονται σε λοβοτομημένους αναγνώστες που δε θα μπορέσουν να ανακαλύψουν τα υπόλοιπα βιβλία που κυκλοφορούν από άλλες εκδόσεις! Θέλει θάρρος να διαφημίζεις “προιόντα” αντίπαλων “εταιρειών” και αυτό, είναι ιδιαιτέρως εκτιμητέο.

Επιμένοντας θεματικά, ξεκίνησα τον φετινό Αύγουστο με το ονειρικό Πέδρο Πάραμο και τον τελείωσα με την ρεαλιστική αφήγηση του Μπ. Τρέηβεν. Δύο υπέροχες εκδοχές ατόφιας λογοτεχνίας. Να διαβάζετε Μπ. Τρέηβεν, για τις υπέροχες ιδέες του. Για να συνεχίσει να ζει.

Σχόλια

  1. Βιβλίο που σε αρπάζει από την πρώτη στιγμή, πώς να το αφήσεις! Όπως πολύ σωστά περιγράφεις είναι τροφή για σκέψη, διάβασα και το Μεγαλοβιομήχανο επίσης εξαιρετικό και επίκαιρο.
    Τα βρήκα δύσκολα τα βιβλία αλλά ευτυχώς που υπάρχει και το βιβλιοπωλείο "Το Κεντρί" στην Δ. Γούναρη στο Ναυαρίνο, στη Θεσσαλονίκη, ο κος Αντώνης κάνει το παν για να σου βρει ότι βιβλία του ζητήσεις.
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Σουμέλα,

      απλά υπέροχος ο Τρέηβεν, δεν μετανιώνεις για κανένα βιβλίο του. Εξαιρετικότατος ο Μεγαλοβιομήχανος! Και το Πλοίο των νεκρών, επίσης. Αυτό κυκλοφορεί σχετικά εύκολα, αναζήτησέ το. Εγώ ψάχνω τον Θησαυρό της Σιέρα Μάδρε, κάπου θα το εντοπίσω, είμαι σίγουρος.

      Ο κος Αντώνης που λες, είναι ένας τύπος με φουντωτό μαλλί που δούλευε στο Κεντρί; Τώρα πήγε στο Σαιξπηρικόν, αν λέμε τον ίδιο. Πριν ένα μήνα που πήγα Θεσσαλονίκη, το Κεντρί είχε μια κοπέλα, προφανώς υπάλληλος.

      Καλή συνέχεια!

      Διαγραφή
  2. Καλημέρα,
    Ο κύριος Αντώνης δεν έχει πια φουντωτό μαλί σου στέλνω ένα λινκ για να τον δεις.
    http://parallaximag.gr/thessaloniki/to-mikrotero-vivliopolio-tis-polis

    Καλό φθινόπωρο
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαχαχα, όντως ο κύριος Αντώνης δεν έχει πια (φουντωτό) μαλλί!! Εγώ, εννοούσα τον Φράνκι που εμφανίζεται στην δεύτερη φωτογραφία. Ήταν το "δεξί χέρι" του κύριου Αντώνη (όπως λέει το άρθρο) αλλά όσες φορές περνούσα από κει πάντα αυτόν συναντούσα, έτσι που νόμιζα ότι είναι αυτός ο ιδιοκτήτης.

      Όπως και να'χει, σ' ευχαριστώ για το ωραίο άρθρο που μοιράστηκες. Αξίζει το βιβλιοπωλείο αυτό.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!