Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο θείος Βάνιας, η Χοντρομπαλού και ένας Άγγελος του παράξενου




Δεν τρέφω καμία ιδιαίτερη εκτίμηση για το θέατρο – ούτε για αυτό που γράφεται ούτε για εκείνο που παίζεται. Νομίζω ότι η λογοτεχνία δεν ζει αρμονικά με το θέατρο. Τα κείμενα που γράφονται είναι από τα πιο βαρετά που υπάρχουν, αποστειρωμένα και ξεψυχισμένα. Μα, θα μου πείτε, γράφονται ειδικά για το θέατρο, εκεί πάνω θα τους εμφυσηθεί ζωή. Τότε, γιατί εκδίδονται; Γιατί δεν βλέπω, σε αντίστοιχη κατανομή, σενάρια κινηματογραφικών ταινιών, που θα είχαν και περισσότερο ενδιαφέρον; Και τούτο το αλλόκοτο επίθετο, “θεατρικός”, μπροστά από τη λέξη συγγραφέας; Λες και πρόκειται για μιαν αναπηρία του λόγου που προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από ευφημισμούς.

Έχω διαβάσει ελάχιστα θεατρικά κείμενα και έχω δει ακόμα λιγότερο θέατρο. Φαίνεται αυτό, καγχάζετε σαρκαστικά! Έχω διαβάσει Ίψεν (ο οποίος έχει μια τεράστια συγγραφική δύναμη, και δυστυχώς για μένα, που έγραψε μόνο θεατρικά), Τσέχωφ, Μπέκετ και Ιονέσκο και όταν τελείωσα την ανάγνωση ένιωσα σαν να με είχαν ληστέψει στη μέση του δρόμου! Δελεάστηκα από την μακρόχρονη πεποίθηση ότι η ανάγνωση θεατρικών κειμένων εμπεριέχει απόλαυση και την πάτησα. Αφού δεν είμαι ηθοποιός, τι στο καλό σκεφτόμουν; Σαν να αγόραζε κάποιος ένα εγχειρίδιο για σκάκι όταν δεν γνωρίζει καν πώς στήνονται τα κομμάτια στην σκακιέρα, μόνο και μόνο επειδή άκουγε όλο και συχνότερα ότι το σκάκι είναι μεγάλη τέχνη. Φυσικά και να εκδίδονται τα θεατρικά κείμενα, άλλα ως τεχνικά εγχειρίδια ειδικού σκοπού. Κάθε φορά που προσπαθώ να τα προσεγγίσω με λογοτεχνική ματιά, μου φαντάζουν θνησιγενή και ανίκανα να ανακινήσουν μέσα μου αισθήματα συμπόνοιας.
Οι τρεις εναπομείναντες συγγραφείς που αναφέρω παραπάνω, όταν απεκδύονται τον θεατρικό μανδύα που τους κρατά σε μια κατάσταση λογοτεχνικού εγκλεισμού, κάνουν πραγματικά θαύματα, ο Ιονέσκο με τον “Μοναχικό” του, ο Μπέκετ με την τριλογία του και ο Τσέχωφ με τα διηγήματά του. Αν είμαι μόνο εγώ που διακρίνω αυτή την διαφορά, τότε είμαι τρελός, και σας παρακαλώ θερμώς να μην ενοχλήσετε τον κόσμο μου! Και μιας και μιλάμε για τρελούς, να μην ξεχάσουμε τον Πόε, τον ηγέτη που συγκέντρωσε υπό την σκέπη του, τις συγγραφικές και αναγνωστικές μάζες και τις οδήγησε προς ένα καλύτερο λογοτεχνικό μέλλον. Πίσω από τη λέξη “διήγημα” πέφτει βαριά και σκοτεινή η σκιά του Πόε. Δυο σημαντικοί επίγονοι του Πόε ήταν ο Γκυ Ντε Μωπασάν και ο Τσέχωφ, συγγραφείς που “θεοποίησαν” το διήγημα και το έστειλαν παρηγοριά στους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Αυτοί απέδειξαν ότι η διηγηματογραφία είναι ύψιστη Δημιουργία και ότι ο Θεός τελικά μπορεί και να υπάρχει.

Ας ασχοληθούμε μόνο με τον Τσέχωφ – το Άγιο Πνεύμα της παραπάνω Αγίας Τριάδας! Ο Τσέχωφ είναι η επιτομή της συντομίας, στις πρώτες πέντε γραμμές έχεις καταλάβει πού βρίσκεσαι, γιατί, ποιος μιλάει, σε ποιον μιλάει και για ποιο θέμα. Αν δε θέλετε να πάνε χαμένα τα λεφτά σας σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής, απλώς διαβάστε λίγο Τσέχωφ. Αν πάλι θέλετε να σκορπίσετε τα λεφτά σας, τότε γραφτείτε σε ένα εργαστήριο δημιουργικής γραφής και περιμένετε υπομονετικά μέχρι ο καθηγητής σας να σας συμβουλέψει να διαβάσετε λίγο Τσέχωφ. Στο βιβλίο “Ώ, γυναίκες, γυναίκες!” συγκεντρώνονται 51 νεανικά διηγήματα τα οποία ο Τσέχωφ έγραψε με ψευδώνυμο (Τι δειλία!, θα σκεφτούν κάποιοι) σε ρώσικα περιοδικά. Η νεαρή ηλικία του συγγραφέα αντανακλάται μέσα στα διηγήματά του – είναι πολύ χιουμοριστικά, με περισσή σκωπτικότητα και έντονη διάθεση εμπαιγμού, χαρακτηριστικά που άφησαν αυτά τα πρώιμα διηγήματα στην σκιά για χρόνια, τόσο παράταιρα με όσα γράφονταν εκείνη την εποχή. Ωστόσο, ο νεαρός Τσέχωφ ήδη μπορούσε να εντοπίζει με ευκρίνεια τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ζωής, με μια εξαιρετική παρατηρητικότητα που δεν αλλοιώθηκε ούτε στο ελάχιστο με τα χρόνια, σε αντίθεση με την αυθάδεια του χιούμορ της νιότης που αναπόφευκτα ωρίμασε μαζί του και τελικά πήρε μια γεύση πίκρας. Ο Μαξίμ Γκόρκι, ο αιώνιος μαθητής του, αποφαίνεται στο επίμετρο του βιβλίου, “Αναμνήσεις από τον Τσέχωφ”, ότι,
 
(...) κανένας δεν καταλάβαινε τόσο καθαρά και λεπτά όσο ο Αντόν Πάβλοβιτς την τραγικότητα των μικροπραγμάτων της ζωής, κανένας πριν από αυτόν δεν μπόρεσε να ζωγραφίσει στους ανθρώπους τόσο αληθινά και ανελέητα τον επαίσχυντο και θλιβερό πίνακα της ζωής τους, μέσα στο θολό χάος της μικροαστικής ρουτίνας.

Εχθρός του ήταν η χυδαιότητα˙ σ' όλη του τη ζωή πάλευε εναντίον της, τη χλεύαζε και την απεικόνιζε με την άφοβη, οξεία πένα του, κατορθώνοντας να βρει τη μούχλα της ακόμα κι εκεί που με την πρώτη ματιά φαινόταν πως τα πάντα ήταν οργανωμένα καλά, βολικά, ακόμα και λαμπρά... Και η χυδαιότητα τον εκδικήθηκε γι' αυτό μ' άσχημο τρόπο, βάζοντας το πτώμα του, το νεκρό σώμα ενός ποιητή, σ' ένα βαγόνι για μεταφορά στρειδιών...

Ο Αντόν Τσέχωφ ήταν ένας μανιακός της γραφής, έγραφε συνεχώς και ταχύτατα. “Γράφε όσο περισσότερο μπορείς! Γράφε, γράφε, γράφε μέχρι να σπάσουν τα δάχτυλά σου!” Οι οδηγίες προς ναυτιλομένους έχουν εκδοθεί στο όμορφο βιβλίο του “Η τέχνη της γραφής”. Στα πρώιμα διηγήματά του γίνονται μόνο κάποιες αχνές νύξεις για την συγγραφική ζωή και τέχνη, και μόνο σε ένα απόσπασμα φαίνεται να ξεσπάει με απίστευτη δριμύτητα, προοίμιο όλων των κατηγοριών που θα δεχθεί στην ζωή του.
 
(...) Ο κόσμος είναι μεγάλος και γενναιόδωρος, μα ένας συγγραφέας δεν φαίνεται να χωρά σε αυτόν! Ο συγγραφέας είναι ένα αιώνιο ορφανό, ένας εξόριστος, ένας αποδιοπομπαίος τράγος, ένα ανυπεράσπιστο παιδί! Χωρίζω το ανθρώπινο είδος σε δυο κατηγορίες: συγγραφείς και ζηλόφθονους! Οι πρώτοι γράφουν, οι δεύτεροι πεθαίνουν από ζήλια και ξοδεύουν τον χρόνο τους συνωμοτώντας και καταστρώνοντας σχέδια εναντίον των πρώτων. Έχω πέσει συχνά θύμα αυτών των συνωμοσιών και θα πέφτω πάντα! Έχουν καταστρέψει τη ζωή μου!
 
Ο όμορφος τίτλος “Ω, γυναίκες, γυναίκες!” (όπως και το εξώφυλλο) είναι αρκετά τσεχωφικός, αλλά νομίζω ότι δεν ταιριάζει καθόλου με την συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων. Υπάρχουν αρκετές γυναίκες εδώ μέσα, που ταλαιπωρούν τους συζύγους τους, και φυσικά ταλαιπωρούνται και εκείνες από αυτούς, όμως, ο θαυμασμός που αναδίδει ο τίτλος είναι παραπλανητικός. Υπάρχει μόνο σαρκασμός που φαίνεται ολοκάθαρα στο ομώνυμο διήγημα, αλλά και στα περισσότερα της συλλογής. Όταν κάποιος διαβάσει όλα τα διηγήματα θα νιώσει ότι “εξαπατήθηκε”, γιατί από τον τίτλο, περίμενε ήδη να συναντήσει διηγήματα άλλου ύφους και περιεχομένου. Αν έπρεπε να επιλεγεί κάποιο διήγημα για να δώσει και τον τίτλο της συλλογής, το “Μετά το πανηγύρι”, “Από το ημερολόγιο ενός βοηθού λογιστή” ή έστω το “Μια υπνωτιστική παράσταση” είναι σαφώς καλύτερες επιλογές. Το λιτό και υπαινικτικό “Ίντριγκες” είναι κατά την γνώμη μου, η τέλεια επιλογή. Ανάλογο προβληματισμό ίσως να σας προκαλέσει και το εξώφυλλο. 
Η μετάφραση της Παυλίνας Παμπούδη είναι πολύ καλή. Ο λόγος του Τσέχωφ είναι στρωτός και απλός και φθάνει πολύ ωραία στην γλώσσα μας μέσω της Αγγλικής οδού! Η μετάφραση βασίστηκε στην αγγλική έκδοση “The undiscovered Chekhov”. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ένα κείμενο να φθάσει σε μας μέσω μιας τρίτης γλώσσας, δεν συμπαθούσα το “σπασμένο τηλέφωνο” όταν ήμουν μικρός και εξακολουθώ να μην το συμπαθώ ούτε τώρα που μεγάλωσα. Το επίμετρο του Γκόρκι, μεταφράστηκε από την Άννα Αβάκοβα, και χωρίς να θέλω να θίξω την συμβολή της (που ήταν καίρια), δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ, γιατί τόσος κόπος; Δεν υπήρχε το επίμετρο στα Αγγλικά;;
Οι εκδόσεις “Ροές” είναι από τις πλέον καλαίσθητες του χώρου και πάντα απολαμβάνω να τις διαβάζω και να τις συλλέγω. Όμως αυτές οι παραφωνίες δεν πέρασαν διόλου απαρατήρητες. Παρόλα αυτά, η απόλαυση που πήρα από την ανάγνωση του βιβλίου, χτύπησε κόκκινο, τα διηγήματα είναι υπέροχα, χρυσαφίζουν μέσα στην λάσπη, και σας το λέω έντιμα, δεν χρειάζεται πολύ κοσκίνισμα για να τα βρείτε. Ξεκινήστε την βιβλιοθηρία!
Υ.Γ. 2666   Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο A book blog και αποτέλεσε την προτελευταία ανάρτησή του πριν την μακρά παύση του που μοιάζει οριστική (έχω καταστρέψει κόσμο!). Ήταν ένα μπλογκ που αγαπούσε την κλασική λογοτεχνία και σίγουρα λείπει χαρακτηριστικά η φωνή του στον ιστοχώρο. Ποτέ δεν περισσεύει κάποιος που μπορεί να μας ξαναμιλήσει για τον Τσέχωφ. 

ΜΑΡΑΜΠΟΥ (με εμφανή σύσπαση των χαρακτηριστικών του προσώπου καθώς πληκτρολογεί ετούτες τις λέξεις): Η απέχθειά μου για τα θεατρικά κείμενα παραμένει αμείωτη. (Το σκέφτεται μια στιγμή. Προσθέτει με ειλικρίνεια) Ίσως, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις. 

Αυλαία

Σχόλια

  1. Ανώνυμος18.7.16

    Αχ ο Τσέχωφ...Νομίζω ότι δεν είχα καταλάβει τίποτα για τη δύναμη της λογοτεχνίας μέχρι να διαβάσω τα διηγήματα του Τσέχωφ. Ξεκίνησα από τη συλλογή Η αγάπη και 32 άλλα διηγήματα της Εστίας, η οποία είναι μακράν η καλύτερη συλλογή που κυκλοφορεί στα μέρη μας. Και λες και δεν τον είχα αγαπήσει αρκετά, ανακάλυψα μετά το Θάλαμο νο 6 και τον Μαύρο μοναχό και πολλά άλλα που ξεχνώ τώρα.
    Τεράστιος συγγραφέας και υπέροχη προσωπικότητα. Επιτέλους κάποιος που μπορείς να θαυμάζεις και για τα δύο!
    Ε.Γ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όλοι βρίσκουμε, αργά ή γρήγορα, τον συγγραφέα που θα μας αποκαλύψει την δύναμη της λογοτεχνίας! Δεν λέω περισσότερα για το ποιος είναι ο δικός μου μύστης, για να υπάρχει ένα μυστήριο γι' αυτούς που επισκέπτονται πρώτη φορά το μπλογκ!!

      "Η αγάπη και άλλα 32 διηγήματα" είναι τελικά η καλύτερη συλλογή του; Μίλα ντε, και όλο ετοιμαζόμουν να την αγοράσω και όλο την άφηνα. Θα επανορθώσω.

      Διαγραφή
  2. Συμφωνώ απόλυτα για τον Τσέχωφ και θα πρόσθετα το εξαιρετικό βιβλίο και θεατρικό "Βόιτσεκ" του Georg Büchner που δεν κατάφερε να αποτελειώσει γιατί πέθανε από τύφο. Κι όμως αυτά τα 12 φύλλα χαρτί που άφησε ημιτελή έχουν έναν μαγνήτη κι ένα αίνιγμα που ο καθένας το ερμηνεύει όπως το οραματίζεται, κι εδώ είναι το ενδιαφέρον.
    Και την Αγριόπαπια του Ίψεν που με απασχολεί ακόμη και σήμερα. Στο έργο o Gregers είναι ένας ψευτοθεραπευτής – απαιτεί πάρα πολλά από τους ανθρώπους οι οποίοι δεν είναι τόσο δυνατοί για να αντέξουν την αιφνιδιαστική εμφάνιση της αποκάλυψης της αλήθειας, ανθρώπους που έχουν ανάγκη να διατηρήσουν σε ισχύ το «ζωτικό ψεύδος». Κι εδώ αναρωτιέται κανείς ν'αφήσουμε την ψευδαίσθηση να μας κάνει ευτυχισμένους ή να ανοίξουμε τα παράθυρα να μπει το φως της αλήθειας? Δύσκολο να απαντηθεί. Κι ενώ στα προηγούμενα δράματά του, ο Ίψεν, κάνει την αλήθεια να χρησιμεύει ως βάση σ'όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, στην αγριόπαπια καταλαμβάνεται ξαφνικά από αμφιβολίες. Δεν έχω βρει την σωστή απάντηση ακόμη κι ας είμαι 55 χρονών.
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Σουμέλα!

      Σ'ευχαριστώ για το σχόλιο και συγγνώμη για την καθυστέρηση. Ναι, μιλάμε για σπουδαίους συγγραφείς. Ο Ίψεν είχε επηρεάσει βαθιά τον νεαρό Τζόυς και μάλιστα, σε ένα γράμμα που του έστειλε εκείνος, κουτσομαθαίνοντας μάλιστα την μητρική γλώσσα του Ίψεν, ο τελευταίος (στα τελευταία του) του απάντησε(!) κάτι που αποτέλεσε και ώθηση για τον Τζόυς! Είναι πολύ σημαντικός ο Ίψεν, και έτσι καταλαγιάζω προσωρινώς τα αντιθεατρικά μου αισθήματα για να το απολαύσω.

      Σημειώνω με χαρά και την αναφορά στο Βόυτσεκ. Εκτιμώντας τις προτάσεις σου, θα το αναζητήσω κάποια στιγμή. Καλή συνέχεια :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!