Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πιαζέ παιζέ



Η λογοτεχνία, παίζεται ή δεν παίζεται; Όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία δεν παίζεται!» συνήθως εννοούμε το αντίθετο, ότι είναι δηλαδή υπερβολικά ωραία και σπουδαία. Από την άλλη, όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία παίζεται!» συνήθως εννοούμε ότι είναι μέτρια, κάτω των προσδοκιών μας. Αλλά ας μην παίζω και εγώ με τις φράσεις. Η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, πάει και τελείωσε. Ας μην χρονοτριβούμε άλλο. Παίζουμε λογοτεχνία;

Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από έναν επικοινωνιακό κώδικα που ανέπτυξα με έναν φίλο μου και ανατρέχουμε σε αυτόν κάθε φορά που παίζουμε τάβλι. Το δανειστήκαμε από τον κανόνα που ισχύει στο σκάκι και δηλώνει πως όταν πιάσεις ένα κομμάτι, πρέπει αναγκαστικά να το παίξεις. Το μεταφέραμε λοιπόν και στο τάβλι για να του εμφυσήσουμε λίγη σοβαρότητα (την οποία στερεοτυπικά στερείται), έτσι όταν πιάνουμε ένα πούλι πρέπει να το κινήσουμε οπωσδήποτε και σε κάθε δισταγμό που μπορεί να γεννηθεί στον παίκτη που έχει σειρά να παίξει, ο άλλος αναφωνεί, Πιαζέ παιζέ! Ηχητικά (προσπαθούμε να) το προφέρουμε με γαλλική προφορά και στην ουσία δεν αποτελεί παρά ένα χαζολογοπαίγνιο που δεν θυμάμαι πια πώς προέκυψε. Όμως βλέποντάς το γραμμένο (πρώτη φορά χρειάστηκε να το γράψω!) παρατηρώ ένα όμορφο παιχνίδισμα των γραμμάτων που τέρπει το βλέμμα. Μπορεί να μην έχει κανένα νόημα παρά μόνο για εμάς τους δυο ταβλαδόρους, όμως δεν είναι και εντελώς απορριπτέο. Εξάλλου, και το OuLiPo στην αρχή του έμεινε κάπως πίσω στην νοηματοδότηση των λεκτικών του παιχνιδιών.

Σ' αυτά τα έργα, πράγματι, η προσπάθεια δημιουργίας αναφέρεται κυρίως σε όλες τις φορμαλιστικές όψεις της λογοτεχνίας: δεσμεύσεις, προγράμματα ή δομές αλφαβητικές, συμφωνικές, φωνηεντικές, συλλαβικές, φωνητικές, διαγραμματικές, προσωδιακές, ριμικές, ρυθμικές, και ψηφιακές. Αντιθέτως, δεν εθίγησαν οι ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ διαστάσεις· το νόημα αφέθηκε στην καλή θέληση του εκάστοτε δημιουργού και παρέμεινε εξωτερικό προς οποιοδήποτε μέλημα δομής. Φαινόταν ευκταίο να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, αποπειρώμενοι να θίξουμε το σημασιολογικό πεδίο και να δαμάσουμε τις έννοιες, τις ιδέες, τις εικόνες, τις συγκινήσεις και τα αισθήματα.
https://society6.com/product/oulipo-ambigram_print#s6-1402340p4a1v45
Αυτά διατεινόταν μετάξυ άλλων το δεύτερο από τα τρία μανιφέστα του Εργαστηρίου Δυνητικης Λογοτεχνίας. Αυτό το τομίδιο που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Opera είναι υπερπολύτιμο για την ελληνική βιβλιογραφία και εύχομαι να εκδοθούν και άλλα πολλά σχετικά με το κίνημα του OuLiPo και  με τα διασκεδαστικά παιχνίδια του. Βασικό μότο του κινήματος θα μπορούσε να είναι η φράση του Robert Louis Stevenson «Η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, αλλά πρέπει να παίζεται με την σοβαρότητα την οποία αποδίδουν στο παιχνίδι τους τα παιδιά», μια φράση που έχω υιοθετήσει εδώ και πολλά χρόνια χωρίς καλά καλά να το έχω συνειδητοποιήσει (ίσως να μην έχω ξαναδιαβάσει καν την φράση του Στήβενσον!). Επιπροσθέτως, δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο όμορφος ορισμός για την λογοτεχνία από αυτόν. Οι Ουλιπογράφοι επιδόθηκαν με απεριόριστη σοβαρότητα στα λεκτικά τους παιχνίδια, με πιο παιχνιδιάρη απ' όλους τον Ζορζ Περέκ, έναν εξαιρετικά ιδιοφυή συγγραφέα που με τις εμπνεύσεις του, θέλοντας και μη, αποτέλεσε τη σημαία του κινήματος. «Θεωρώ πραγματικά τον εαυτό μου ως προιόν του OuLiPo. Αυτό σημαίνει πως η ύπαρξή μου ως συγγραφέα εξαρτάται κατά 97% από το γεγονός ότι γνώρισα το OuLiPo σε μια εντελώς κομβική εποχή της της διαμόρφωσής μου, της συγγραφικής μου δουλειάς».
http://www.sociedadlunar.org/blog/juegosdellenguaje/tag/raymond-queneau/
 
Ένα παιχνίδι που διατηρεί μια γοητευτική σύνδεση με τον κόσμο της λογοτεχνίας είναι αναμφίβολα το σκάκι. Δεν χρειάζεται να παίζεις σκάκι για να το αντιληφθείς. Ένα παιχνίδι εντυπωσιακής μαθηματικής ακρίβειας και ανεξελεγκτης φαντασίας δεν γίνεται παρά να γοητεύσει το μυαλό ενός συγγραφέα (και δη Ουλιπιανού, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν δεινοί μαθηματικοί και σκακιστές). Δεξιοτέχνης στη λεπτολογία του μοντάζ, ο Περέκ γνωρίζει ότι, όπως ακριβώς κανένας παίκτης του σκακιού δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς των μετακινήσεων στην σκακιέρα, έτσι και ο λογοτέχνης, όντας μια σκακιέρα όπου «παίζουν» εκατομμύρια πιόνια, ακόμη και αν είχε διάρκεια ζωής όση το σύμπαν, δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει όλες τις πιθανές παρτίδες. Αποφασίζει, λοιπόν, να εξωθήσει τη λογική του παιχνιδιού στα άκρα, να κυκλώνει και να εξαντλεί κατά το δυνατόν το εκάστοτε θέμα του, έχοντας επίγνωση ότι η γλώσσα πάντα αντέχει και άλλους περαιτέρω ταλανισμούς, αναπλάσεις και μετατροπίες. Έτσι λοιπόν, ακόμα και αν όλα έχουν ειπωθεί (οι ανελέητες μάχες μιας ανθρώπινης ζωής, ο αφοσιωμένος έρωτας της βασίλισσας προς τον βασιλιά, ο κλοιός του θανάτου που τον σφίγγει ολοένα και περισσότερο και συνήθως τον αποτελειώνει στην κάτω δεξιά γωνία) ξέρουμε τουλάχιστον ότι πάντα υπάρχει ένας τρόπος (και σχεδόν έξω από τη θέλησή μας) να ειπωθούν με διαφορετικό τρόπο. Οι αξιοθαύμαστοι Ουλιπογράφοι αποφάσισαν να αυτοπεριοριστούν, να αφαιρέσουν ας πούμε έναν αξιωματικό ή και την ίδια την βασίλισσα, ίσως ακόμα να επιλέξουν να παίξουν σε τριπλή σκακιέρα (“Οι αυτοδεσμευτικοί κανόνες είναι η πρώτη και η τελευταία λέξη του νοήματος: είναι το ίδιο το νόημα”) έχοντας επίγνωση ότι ο σκακιστής είναι κατώτερος από το ίδιο το παιχνίδι (“Ο συγγραφέας είναι λιγότερο σημαντικός από το γραπτό του, και το θέμα εξουσιάζεται από τη διαδικασία γραφής του”) χωρίς να ξεχνούν ούτε στιγμή ωστόσο, ότι το παιχνίδι που παίζεται ήταν και παραμένει το σκάκι (το κρίσιμο στοίχημα είναι η διατήρηση της συνοχής και ενός αναγνώσιμου σημασιολογικού δυναμικού του κειμένου: η προσήλωση στη διαδικασία και στον κανόνα (δεν πρέπει να) αφήνει περιθώρια για την κατασκευή ενός λογοτεχνικού κειμένου μη αναγνώσιμου ως τέτοιου).

Στα κείμενα του τόμου συμπεριλαμβάνεται και το υπέροχο κείμενο του Περέκ, Η ιστορία του Λιπογράμματος, καθώς επίσης και δυο σελίδες από το λιπογράμματο βιβλίο του La disparition (όμορφα μεταφρασμένο από την λιπογράμματη, για τις ανάγκες ετούτου εδώ του τόμου, Σασίλ Ιγγλάση Μαργάλλου). Ρεμόν Κενό, Φρανσουά Λε Λιονέ, Ζακ Ρουμπό, Ερβέ Λε Τελιέ, Ρις Χιουζ, Αχιλλέας Κυριακίδης, Λίζυ Τσιριμώκου, Αντώνης Ιωάννου, Άννα Μανούκα, Στέργιος Μήτας, Μιχάλης Μουλάκης, Ελένη Κοσμα παίζουν και αυτοί τα παιχνίδια τους με σοβαρότητα και προσήλωση. Ο τίτλος του τόμου, Παίζουμε λογοτεχνία;, είναι απλά υπέροχος αλλά τι λέτε να υποστεί την επέλαση του Ουλιπισμού; Δεν θα είχε πλάκα; Προτείνω να του εφαρμόσουμε τον κανόνα Ο+5 και Ρ-7, δηλαδή να αντικαταστήσουμε τη λέξη "λογοτεχνία" με το πέμπτο ουσιαστικό που θα συναντήσουμε στην σειρά του λεξικού και τη λέξη "παίζουμε" με το έβδομο ρήμα που προηγείται αυτής. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το δικό μου λεξικό, το αποτέλεσμα είναι:

Παίζουμε λογοτεχνία;  --->   Παθιάζουμε λόγχη;

Ξέρω, ξέρω, είναι και θέμα λεξικού! Γι' αυτό, παίξτε και σεις και στείλτε μου τις απαντήσεις, τις λέξεις των οποίων θα αντικαταστήσουμε με τους ορισμούς του λεξικού και κατόπιν θα αντικαταστήσουμε τους ορισμούς των ορισμών και πάει λέγοντας! Θα γίνει καλό παιχνίδι! 
https://www.actualitte.com/article/culture-arts-lettres/oulipo-la-litterature-en-jeu-x-l-exposition-potentielle/52002

Υ.Γ. 2666 Για το τέλος κράτησα μία εξαιρετική έμπνευση του Ρις Χιουζ, ο οποίος αφού εγκωμίασε το σκάκι για την ομοιότητα που διατηρεί με και την επιρροή που ασκεί στη λογοτεχνία, δημιούργησε ένα πλέγμα ιστοριών που παραπέμπει άμεσα στα τετράγωνα της σκακιέρας. Η βάση των ιστοριών είναι η διαγώνιος, εκείνη που ξεκινά από πάνω αριστερά και καταλήγει κάτω δεξιά. Οι υπόλοιπες ιστορίες διαβάζονται από δεξιά προς τα αριστερά και από πάνω προς τα κάτω. Σύνολο, 17 ιστορίες. Αυτές δημιουργήθηκαν με πρόθεση του συγγραφέα τους. Υπάρχουν και άλλες, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος που έγιναν έξω από την πρόθεσή του αλλά συνεχίζουν να διατηρούν κάποιο νόημα και μια αναγνωστική τέρψη. Αντιγράφω εδώ το σχήμα γιατί στο βιβλίο δεν εμφανίζεται καλά καθώς πέφτει πάνω στο χώρισμα των σελίδων. 



Μπήκα στο δάσος τα μεσάνυχτα
Αφότου κούρδισα το ρολόι του διαδρόμου
Για να μην επέλθει η καταστροφή όσο θα έλειπα
Σαν σκλάβος που έχει λιώσει στη δουλειά
Πήγα να ερευνήσω την κραυγή
(είχε ακουστεί από το ανοικτό μου παράθυρο)
Όσο η γυναίκα μου με περίμενε υπομονετικά
Σε μια εσοχή στο διάδρομο ήταν
Νιώθοντας πιο θαρραλέος από συνήθως
Όταν το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει
Έδεσα τον ατίθασο δράκο
Μ' ένα σκοινί ξεφτισμένο και με την απαραίτητη βοήθεια
Ενός αχαλίνωτου στοιχειού
Η ηχώ μιας απόμακρης χρυσής κιθάρας
Προσέφερε τη ρευστή της ομορφιά σε
Μια γριά γυναίκα καθιστή που έπινε
Με βήμα ζωηρό
Αποφάσισα για εξάσκηση να πηδήξω
Πέρα από το λόφο πίσω από το σπίτι μου
Βρέθηκα σ' ένα βάλτο
Πάνω σε μια λάμψη που φωσφόριζε
Και με κατέκλυσε μια επιθυμία
Εμένα να την πάρω σπίτι και να την φυλάξω σε
Ένα μπουκάλι μισογεμάτο με κονιάκ
Σφιχτά κουλουριασμένος σαν τον γαλαξία που είχα στην τσέπη έτρεξα
Από χαρά όπως κάνουν τα παιδιά όμως
Τον κρέμασα σε ένα σύννεφο με σχήμα αγκιστριού
Αλλά δεν έβλεπα πού περπατούσα
Είχα μόνο τον ήχο ως οδηγό
Για να μάθω ποιος ήταν αυτός που έπαιζε
Ένα τύμπανο που τάραζε τη νύχτα
Ενώ ο γαλαξίας γινόταν όλο και πιο ψυχρός στον ουρανό
Ένιωθα νέος καθώς απέφευγα τους κορμούς των δέντρων
Ξέχασα ότι είμαι πολύ μεγάλος πια και
Σαν εκκρεμές κάποιου γιγάντιου ρολογιού
Ένα τεράστιο κλαδί σάλεψε προς το κεφάλι μου
Και ψηλάφιζα το μονοπάτι σαν τυφλός
Οπότε τέντωσα τα μάτια μου όπως μπορούσα
Καθώς τα αστέρια στριφογύριζαν στα μάτια μου
Και οι πλανήτες χόρευαν τις εκλείψεις τους
Ακατάλληλα ντυμένος
Με εξαρθρωμένους αστραγάλους και μελανιές στα γόνατα
Όταν δεν υπήρχε χρόνος πια να πεις τι ώρα είναι
Κι έχασα το δρόμο μου
Μέσα σε λάσπες πηχτές σαν το σιρόπι
Ώσπου φάνηκε μπροστά μου το θαμπό φέγγισμα
Εύλοκα κι αβίαστα σαν δύο πυγολαμπίδες
Σαν εραστές κατάσκοποι
Φορώντας μπότες πολύ στενές
Έπρεπε να προχωρήσω κουτσαίνοντας αντί περπατώντας
Και ο κόσμος έμοιαζε να είναι πιο ασφαλής
Επειδή δεν μπορούσα να σπεύσω προς τον κίνδυνο
Όμως κυνηγούσα ένα αίνιγμα των αναστεναγμών
Και είδα τη μουσική να δονείται
Το φως που αναζητούσα
Γύρω από το αντικείμενο του πάθους, τον ήλιο
Ξανά ευτυχισμένος όμως μετά από τόσα χρόνια
Για τις υπόλοιπες μακρόσυρτες ώρες
Τώρα που το τέρας με τα λέπια ήταν φυλακισμένο
Αποφάσισα να ξεχάσω καθήκοντα και αγγαρείες
Ελπίζοντας να παγιδεύσω το όνειρο
(στην πραγματικότητα ήταν μια ηλιαχτίδα σε ιστό αράχνης)
Κράτησα αν' αυτού με δάχτυλα ανυπόμονα
Το φλογισμένο χτύπημα της καρδιάς που αγαπούσα

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !