Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πιαζέ παιζέ



Η λογοτεχνία, παίζεται ή δεν παίζεται; Όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία δεν παίζεται!» συνήθως εννοούμε το αντίθετο, ότι είναι δηλαδή υπερβολικά ωραία και σπουδαία. Από την άλλη, όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία παίζεται!» συνήθως εννοούμε ότι είναι μέτρια, κάτω των προσδοκιών μας. Αλλά ας μην παίζω και εγώ με τις φράσεις. Η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, πάει και τελείωσε. Ας μην χρονοτριβούμε άλλο. Παίζουμε λογοτεχνία;

Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από έναν επικοινωνιακό κώδικα που ανέπτυξα με έναν φίλο μου και ανατρέχουμε σε αυτόν κάθε φορά που παίζουμε τάβλι. Το δανειστήκαμε από τον κανόνα που ισχύει στο σκάκι και δηλώνει πως όταν πιάσεις ένα κομμάτι, πρέπει αναγκαστικά να το παίξεις. Το μεταφέραμε λοιπόν και στο τάβλι για να του εμφυσήσουμε λίγη σοβαρότητα (την οποία στερεοτυπικά στερείται), έτσι όταν πιάνουμε ένα πούλι πρέπει να το κινήσουμε οπωσδήποτε και σε κάθε δισταγμό που μπορεί να γεννηθεί στον παίκτη που έχει σειρά να παίξει, ο άλλος αναφωνεί, Πιαζέ παιζέ! Ηχητικά (προσπαθούμε να) το προφέρουμε με γαλλική προφορά και στην ουσία δεν αποτελεί παρά ένα χαζολογοπαίγνιο που δεν θυμάμαι πια πώς προέκυψε. Όμως βλέποντάς το γραμμένο (πρώτη φορά χρειάστηκε να το γράψω!) παρατηρώ ένα όμορφο παιχνίδισμα των γραμμάτων που τέρπει το βλέμμα. Μπορεί να μην έχει κανένα νόημα παρά μόνο για εμάς τους δυο ταβλαδόρους, όμως δεν είναι και εντελώς απορριπτέο. Εξάλλου, και το OuLiPo στην αρχή του έμεινε κάπως πίσω στην νοηματοδότηση των λεκτικών του παιχνιδιών.

Σ' αυτά τα έργα, πράγματι, η προσπάθεια δημιουργίας αναφέρεται κυρίως σε όλες τις φορμαλιστικές όψεις της λογοτεχνίας: δεσμεύσεις, προγράμματα ή δομές αλφαβητικές, συμφωνικές, φωνηεντικές, συλλαβικές, φωνητικές, διαγραμματικές, προσωδιακές, ριμικές, ρυθμικές, και ψηφιακές. Αντιθέτως, δεν εθίγησαν οι ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ διαστάσεις· το νόημα αφέθηκε στην καλή θέληση του εκάστοτε δημιουργού και παρέμεινε εξωτερικό προς οποιοδήποτε μέλημα δομής. Φαινόταν ευκταίο να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, αποπειρώμενοι να θίξουμε το σημασιολογικό πεδίο και να δαμάσουμε τις έννοιες, τις ιδέες, τις εικόνες, τις συγκινήσεις και τα αισθήματα.
https://society6.com/product/oulipo-ambigram_print#s6-1402340p4a1v45
Αυτά διατεινόταν μετάξυ άλλων το δεύτερο από τα τρία μανιφέστα του Εργαστηρίου Δυνητικης Λογοτεχνίας. Αυτό το τομίδιο που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Opera είναι υπερπολύτιμο για την ελληνική βιβλιογραφία και εύχομαι να εκδοθούν και άλλα πολλά σχετικά με το κίνημα του OuLiPo και  με τα διασκεδαστικά παιχνίδια του. Βασικό μότο του κινήματος θα μπορούσε να είναι η φράση του Robert Louis Stevenson «Η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, αλλά πρέπει να παίζεται με την σοβαρότητα την οποία αποδίδουν στο παιχνίδι τους τα παιδιά», μια φράση που έχω υιοθετήσει εδώ και πολλά χρόνια χωρίς καλά καλά να το έχω συνειδητοποιήσει (ίσως να μην έχω ξαναδιαβάσει καν την φράση του Στήβενσον!). Επιπροσθέτως, δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο όμορφος ορισμός για την λογοτεχνία από αυτόν. Οι Ουλιπογράφοι επιδόθηκαν με απεριόριστη σοβαρότητα στα λεκτικά τους παιχνίδια, με πιο παιχνιδιάρη απ' όλους τον Ζορζ Περέκ, έναν εξαιρετικά ιδιοφυή συγγραφέα που με τις εμπνεύσεις του, θέλοντας και μη, αποτέλεσε τη σημαία του κινήματος. «Θεωρώ πραγματικά τον εαυτό μου ως προιόν του OuLiPo. Αυτό σημαίνει πως η ύπαρξή μου ως συγγραφέα εξαρτάται κατά 97% από το γεγονός ότι γνώρισα το OuLiPo σε μια εντελώς κομβική εποχή της της διαμόρφωσής μου, της συγγραφικής μου δουλειάς».
http://www.sociedadlunar.org/blog/juegosdellenguaje/tag/raymond-queneau/
 
Ένα παιχνίδι που διατηρεί μια γοητευτική σύνδεση με τον κόσμο της λογοτεχνίας είναι αναμφίβολα το σκάκι. Δεν χρειάζεται να παίζεις σκάκι για να το αντιληφθείς. Ένα παιχνίδι εντυπωσιακής μαθηματικής ακρίβειας και ανεξελεγκτης φαντασίας δεν γίνεται παρά να γοητεύσει το μυαλό ενός συγγραφέα (και δη Ουλιπιανού, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν δεινοί μαθηματικοί και σκακιστές). Δεξιοτέχνης στη λεπτολογία του μοντάζ, ο Περέκ γνωρίζει ότι, όπως ακριβώς κανένας παίκτης του σκακιού δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς των μετακινήσεων στην σκακιέρα, έτσι και ο λογοτέχνης, όντας μια σκακιέρα όπου «παίζουν» εκατομμύρια πιόνια, ακόμη και αν είχε διάρκεια ζωής όση το σύμπαν, δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει όλες τις πιθανές παρτίδες. Αποφασίζει, λοιπόν, να εξωθήσει τη λογική του παιχνιδιού στα άκρα, να κυκλώνει και να εξαντλεί κατά το δυνατόν το εκάστοτε θέμα του, έχοντας επίγνωση ότι η γλώσσα πάντα αντέχει και άλλους περαιτέρω ταλανισμούς, αναπλάσεις και μετατροπίες. Έτσι λοιπόν, ακόμα και αν όλα έχουν ειπωθεί (οι ανελέητες μάχες μιας ανθρώπινης ζωής, ο αφοσιωμένος έρωτας της βασίλισσας προς τον βασιλιά, ο κλοιός του θανάτου που τον σφίγγει ολοένα και περισσότερο και συνήθως τον αποτελειώνει στην κάτω δεξιά γωνία) ξέρουμε τουλάχιστον ότι πάντα υπάρχει ένας τρόπος (και σχεδόν έξω από τη θέλησή μας) να ειπωθούν με διαφορετικό τρόπο. Οι αξιοθαύμαστοι Ουλιπογράφοι αποφάσισαν να αυτοπεριοριστούν, να αφαιρέσουν ας πούμε έναν αξιωματικό ή και την ίδια την βασίλισσα, ίσως ακόμα να επιλέξουν να παίξουν σε τριπλή σκακιέρα (“Οι αυτοδεσμευτικοί κανόνες είναι η πρώτη και η τελευταία λέξη του νοήματος: είναι το ίδιο το νόημα”) έχοντας επίγνωση ότι ο σκακιστής είναι κατώτερος από το ίδιο το παιχνίδι (“Ο συγγραφέας είναι λιγότερο σημαντικός από το γραπτό του, και το θέμα εξουσιάζεται από τη διαδικασία γραφής του”) χωρίς να ξεχνούν ούτε στιγμή ωστόσο, ότι το παιχνίδι που παίζεται ήταν και παραμένει το σκάκι (το κρίσιμο στοίχημα είναι η διατήρηση της συνοχής και ενός αναγνώσιμου σημασιολογικού δυναμικού του κειμένου: η προσήλωση στη διαδικασία και στον κανόνα (δεν πρέπει να) αφήνει περιθώρια για την κατασκευή ενός λογοτεχνικού κειμένου μη αναγνώσιμου ως τέτοιου).

Στα κείμενα του τόμου συμπεριλαμβάνεται και το υπέροχο κείμενο του Περέκ, Η ιστορία του Λιπογράμματος, καθώς επίσης και δυο σελίδες από το λιπογράμματο βιβλίο του La disparition (όμορφα μεταφρασμένο από την λιπογράμματη, για τις ανάγκες ετούτου εδώ του τόμου, Σασίλ Ιγγλάση Μαργάλλου). Ρεμόν Κενό, Φρανσουά Λε Λιονέ, Ζακ Ρουμπό, Ερβέ Λε Τελιέ, Ρις Χιουζ, Αχιλλέας Κυριακίδης, Λίζυ Τσιριμώκου, Αντώνης Ιωάννου, Άννα Μανούκα, Στέργιος Μήτας, Μιχάλης Μουλάκης, Ελένη Κοσμα παίζουν και αυτοί τα παιχνίδια τους με σοβαρότητα και προσήλωση. Ο τίτλος του τόμου, Παίζουμε λογοτεχνία;, είναι απλά υπέροχος αλλά τι λέτε να υποστεί την επέλαση του Ουλιπισμού; Δεν θα είχε πλάκα; Προτείνω να του εφαρμόσουμε τον κανόνα Ο+5 και Ρ-7, δηλαδή να αντικαταστήσουμε τη λέξη "λογοτεχνία" με το πέμπτο ουσιαστικό που θα συναντήσουμε στην σειρά του λεξικού και τη λέξη "παίζουμε" με το έβδομο ρήμα που προηγείται αυτής. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το δικό μου λεξικό, το αποτέλεσμα είναι:

Παίζουμε λογοτεχνία;  --->   Παθιάζουμε λόγχη;

Ξέρω, ξέρω, είναι και θέμα λεξικού! Γι' αυτό, παίξτε και σεις και στείλτε μου τις απαντήσεις, τις λέξεις των οποίων θα αντικαταστήσουμε με τους ορισμούς του λεξικού και κατόπιν θα αντικαταστήσουμε τους ορισμούς των ορισμών και πάει λέγοντας! Θα γίνει καλό παιχνίδι! 
https://www.actualitte.com/article/culture-arts-lettres/oulipo-la-litterature-en-jeu-x-l-exposition-potentielle/52002

Υ.Γ. 2666 Για το τέλος κράτησα μία εξαιρετική έμπνευση του Ρις Χιουζ, ο οποίος αφού εγκωμίασε το σκάκι για την ομοιότητα που διατηρεί με και την επιρροή που ασκεί στη λογοτεχνία, δημιούργησε ένα πλέγμα ιστοριών που παραπέμπει άμεσα στα τετράγωνα της σκακιέρας. Η βάση των ιστοριών είναι η διαγώνιος, εκείνη που ξεκινά από πάνω αριστερά και καταλήγει κάτω δεξιά. Οι υπόλοιπες ιστορίες διαβάζονται από δεξιά προς τα αριστερά και από πάνω προς τα κάτω. Σύνολο, 17 ιστορίες. Αυτές δημιουργήθηκαν με πρόθεση του συγγραφέα τους. Υπάρχουν και άλλες, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος που έγιναν έξω από την πρόθεσή του αλλά συνεχίζουν να διατηρούν κάποιο νόημα και μια αναγνωστική τέρψη. Αντιγράφω εδώ το σχήμα γιατί στο βιβλίο δεν εμφανίζεται καλά καθώς πέφτει πάνω στο χώρισμα των σελίδων. 



Μπήκα στο δάσος τα μεσάνυχτα
Αφότου κούρδισα το ρολόι του διαδρόμου
Για να μην επέλθει η καταστροφή όσο θα έλειπα
Σαν σκλάβος που έχει λιώσει στη δουλειά
Πήγα να ερευνήσω την κραυγή
(είχε ακουστεί από το ανοικτό μου παράθυρο)
Όσο η γυναίκα μου με περίμενε υπομονετικά
Σε μια εσοχή στο διάδρομο ήταν
Νιώθοντας πιο θαρραλέος από συνήθως
Όταν το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει
Έδεσα τον ατίθασο δράκο
Μ' ένα σκοινί ξεφτισμένο και με την απαραίτητη βοήθεια
Ενός αχαλίνωτου στοιχειού
Η ηχώ μιας απόμακρης χρυσής κιθάρας
Προσέφερε τη ρευστή της ομορφιά σε
Μια γριά γυναίκα καθιστή που έπινε
Με βήμα ζωηρό
Αποφάσισα για εξάσκηση να πηδήξω
Πέρα από το λόφο πίσω από το σπίτι μου
Βρέθηκα σ' ένα βάλτο
Πάνω σε μια λάμψη που φωσφόριζε
Και με κατέκλυσε μια επιθυμία
Εμένα να την πάρω σπίτι και να την φυλάξω σε
Ένα μπουκάλι μισογεμάτο με κονιάκ
Σφιχτά κουλουριασμένος σαν τον γαλαξία που είχα στην τσέπη έτρεξα
Από χαρά όπως κάνουν τα παιδιά όμως
Τον κρέμασα σε ένα σύννεφο με σχήμα αγκιστριού
Αλλά δεν έβλεπα πού περπατούσα
Είχα μόνο τον ήχο ως οδηγό
Για να μάθω ποιος ήταν αυτός που έπαιζε
Ένα τύμπανο που τάραζε τη νύχτα
Ενώ ο γαλαξίας γινόταν όλο και πιο ψυχρός στον ουρανό
Ένιωθα νέος καθώς απέφευγα τους κορμούς των δέντρων
Ξέχασα ότι είμαι πολύ μεγάλος πια και
Σαν εκκρεμές κάποιου γιγάντιου ρολογιού
Ένα τεράστιο κλαδί σάλεψε προς το κεφάλι μου
Και ψηλάφιζα το μονοπάτι σαν τυφλός
Οπότε τέντωσα τα μάτια μου όπως μπορούσα
Καθώς τα αστέρια στριφογύριζαν στα μάτια μου
Και οι πλανήτες χόρευαν τις εκλείψεις τους
Ακατάλληλα ντυμένος
Με εξαρθρωμένους αστραγάλους και μελανιές στα γόνατα
Όταν δεν υπήρχε χρόνος πια να πεις τι ώρα είναι
Κι έχασα το δρόμο μου
Μέσα σε λάσπες πηχτές σαν το σιρόπι
Ώσπου φάνηκε μπροστά μου το θαμπό φέγγισμα
Εύλοκα κι αβίαστα σαν δύο πυγολαμπίδες
Σαν εραστές κατάσκοποι
Φορώντας μπότες πολύ στενές
Έπρεπε να προχωρήσω κουτσαίνοντας αντί περπατώντας
Και ο κόσμος έμοιαζε να είναι πιο ασφαλής
Επειδή δεν μπορούσα να σπεύσω προς τον κίνδυνο
Όμως κυνηγούσα ένα αίνιγμα των αναστεναγμών
Και είδα τη μουσική να δονείται
Το φως που αναζητούσα
Γύρω από το αντικείμενο του πάθους, τον ήλιο
Ξανά ευτυχισμένος όμως μετά από τόσα χρόνια
Για τις υπόλοιπες μακρόσυρτες ώρες
Τώρα που το τέρας με τα λέπια ήταν φυλακισμένο
Αποφάσισα να ξεχάσω καθήκοντα και αγγαρείες
Ελπίζοντας να παγιδεύσω το όνειρο
(στην πραγματικότητα ήταν μια ηλιαχτίδα σε ιστό αράχνης)
Κράτησα αν' αυτού με δάχτυλα ανυπόμονα
Το φλογισμένο χτύπημα της καρδιάς που αγαπούσα

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!