Η λογοτεχνία, παίζεται ή δεν παίζεται; Όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία δεν παίζεται!» συνήθως εννοούμε το αντίθετο, ότι είναι δηλαδή υπερβολικά ωραία και σπουδαία. Από την άλλη, όταν λέμε «Αυτή η λογοτεχνία παίζεται!» συνήθως εννοούμε ότι είναι μέτρια, κάτω των προσδοκιών μας. Αλλά ας μην παίζω και εγώ με τις φράσεις. Η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, πάει και τελείωσε. Ας μην χρονοτριβούμε άλλο. Παίζουμε λογοτεχνία;
Ο τίτλος της ανάρτησης προέρχεται από έναν επικοινωνιακό κώδικα που ανέπτυξα με έναν φίλο μου και ανατρέχουμε σε αυτόν κάθε φορά που παίζουμε τάβλι. Το δανειστήκαμε από τον κανόνα που ισχύει στο σκάκι και δηλώνει πως όταν πιάσεις ένα κομμάτι, πρέπει αναγκαστικά να το παίξεις. Το μεταφέραμε λοιπόν και στο τάβλι για να του εμφυσήσουμε λίγη σοβαρότητα (την οποία στερεοτυπικά στερείται), έτσι όταν πιάνουμε ένα πούλι πρέπει να το κινήσουμε οπωσδήποτε και σε κάθε δισταγμό που μπορεί να γεννηθεί στον παίκτη που έχει σειρά να παίξει, ο άλλος αναφωνεί, Πιαζέ παιζέ! Ηχητικά (προσπαθούμε να) το προφέρουμε με γαλλική προφορά και στην ουσία δεν αποτελεί παρά ένα χαζολογοπαίγνιο που δεν θυμάμαι πια πώς προέκυψε. Όμως βλέποντάς το γραμμένο (πρώτη φορά χρειάστηκε να το γράψω!) παρατηρώ ένα όμορφο παιχνίδισμα των γραμμάτων που τέρπει το βλέμμα. Μπορεί να μην έχει κανένα νόημα παρά μόνο για εμάς τους δυο ταβλαδόρους, όμως δεν είναι και εντελώς απορριπτέο. Εξάλλου, και το OuLiPo στην αρχή του έμεινε κάπως πίσω στην νοηματοδότηση των λεκτικών του παιχνιδιών.
Σ' αυτά τα έργα, πράγματι, η προσπάθεια δημιουργίας αναφέρεται κυρίως σε όλες τις φορμαλιστικές όψεις της λογοτεχνίας: δεσμεύσεις, προγράμματα ή δομές αλφαβητικές, συμφωνικές, φωνηεντικές, συλλαβικές, φωνητικές, διαγραμματικές, προσωδιακές, ριμικές, ρυθμικές, και ψηφιακές. Αντιθέτως, δεν εθίγησαν οι ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ διαστάσεις· το νόημα αφέθηκε στην καλή θέληση του εκάστοτε δημιουργού και παρέμεινε εξωτερικό προς οποιοδήποτε μέλημα δομής. Φαινόταν ευκταίο να κάνουμε ένα βήμα μπροστά, αποπειρώμενοι να θίξουμε το σημασιολογικό πεδίο και να δαμάσουμε τις έννοιες, τις ιδέες, τις εικόνες, τις συγκινήσεις και τα αισθήματα.
https://society6.com/product/oulipo-ambigram_print#s6-1402340p4a1v45 |
Αυτά διατεινόταν μετάξυ άλλων το δεύτερο από τα τρία μανιφέστα του Εργαστηρίου Δυνητικης Λογοτεχνίας. Αυτό το τομίδιο που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Opera είναι υπερπολύτιμο για την ελληνική βιβλιογραφία και εύχομαι να εκδοθούν και άλλα πολλά σχετικά με το κίνημα του OuLiPo και με τα διασκεδαστικά παιχνίδια του. Βασικό μότο του κινήματος θα μπορούσε να είναι η φράση του Robert Louis Stevenson «Η λογοτεχνία είναι παιχνίδι, αλλά πρέπει να παίζεται με την σοβαρότητα την οποία αποδίδουν στο παιχνίδι τους τα παιδιά», μια φράση που έχω υιοθετήσει εδώ και πολλά χρόνια χωρίς καλά καλά να το έχω συνειδητοποιήσει (ίσως να μην έχω ξαναδιαβάσει καν την φράση του Στήβενσον!). Επιπροσθέτως, δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο όμορφος ορισμός για την λογοτεχνία από αυτόν. Οι Ουλιπογράφοι επιδόθηκαν με απεριόριστη σοβαρότητα στα λεκτικά τους παιχνίδια, με πιο παιχνιδιάρη απ' όλους τον Ζορζ Περέκ, έναν εξαιρετικά ιδιοφυή συγγραφέα που με τις εμπνεύσεις του, θέλοντας και μη, αποτέλεσε τη σημαία του κινήματος. «Θεωρώ πραγματικά τον εαυτό μου ως προιόν του OuLiPo. Αυτό σημαίνει πως η ύπαρξή μου ως συγγραφέα εξαρτάται κατά 97% από το γεγονός ότι γνώρισα το OuLiPo σε μια εντελώς κομβική εποχή της της διαμόρφωσής μου, της συγγραφικής μου δουλειάς».
http://www.sociedadlunar.org/blog/juegosdellenguaje/tag/raymond-queneau/ |
Ένα παιχνίδι που διατηρεί μια γοητευτική σύνδεση με τον κόσμο της λογοτεχνίας είναι αναμφίβολα το σκάκι. Δεν χρειάζεται να παίζεις σκάκι για να το αντιληφθείς. Ένα παιχνίδι εντυπωσιακής μαθηματικής ακρίβειας και ανεξελεγκτης φαντασίας δεν γίνεται παρά να γοητεύσει το μυαλό ενός συγγραφέα (και δη Ουλιπιανού, πολλοί από τους οποίους υπήρξαν δεινοί μαθηματικοί και σκακιστές). Δεξιοτέχνης στη λεπτολογία του μοντάζ, ο Περέκ γνωρίζει ότι, όπως ακριβώς κανένας παίκτης του σκακιού δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσει όλους τους πιθανούς συνδυασμούς των μετακινήσεων στην σκακιέρα, έτσι και ο λογοτέχνης, όντας μια σκακιέρα όπου «παίζουν» εκατομμύρια πιόνια, ακόμη και αν είχε διάρκεια ζωής όση το σύμπαν, δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει όλες τις πιθανές παρτίδες. Αποφασίζει, λοιπόν, να εξωθήσει τη λογική του παιχνιδιού στα άκρα, να κυκλώνει και να εξαντλεί κατά το δυνατόν το εκάστοτε θέμα του, έχοντας επίγνωση ότι η γλώσσα πάντα αντέχει και άλλους περαιτέρω ταλανισμούς, αναπλάσεις και μετατροπίες. Έτσι λοιπόν, ακόμα και αν όλα έχουν ειπωθεί (οι ανελέητες μάχες μιας ανθρώπινης ζωής, ο αφοσιωμένος έρωτας της βασίλισσας προς τον βασιλιά, ο κλοιός του θανάτου που τον σφίγγει ολοένα και περισσότερο και συνήθως τον αποτελειώνει στην κάτω δεξιά γωνία) ξέρουμε τουλάχιστον ότι πάντα υπάρχει ένας τρόπος (και σχεδόν έξω από τη θέλησή μας) να ειπωθούν με διαφορετικό τρόπο. Οι αξιοθαύμαστοι Ουλιπογράφοι αποφάσισαν να αυτοπεριοριστούν, να αφαιρέσουν ας πούμε έναν αξιωματικό ή και την ίδια την βασίλισσα, ίσως ακόμα να επιλέξουν να παίξουν σε τριπλή σκακιέρα (“Οι αυτοδεσμευτικοί κανόνες είναι η πρώτη και η τελευταία λέξη του νοήματος: είναι το ίδιο το νόημα”) έχοντας επίγνωση ότι ο σκακιστής είναι κατώτερος από το ίδιο το παιχνίδι (“Ο συγγραφέας είναι λιγότερο σημαντικός από το γραπτό του, και το θέμα εξουσιάζεται από τη διαδικασία γραφής του”) χωρίς να ξεχνούν ούτε στιγμή ωστόσο, ότι το παιχνίδι που παίζεται ήταν και παραμένει το σκάκι (το κρίσιμο στοίχημα είναι η διατήρηση της συνοχής και ενός αναγνώσιμου σημασιολογικού δυναμικού του κειμένου: η προσήλωση στη διαδικασία και στον κανόνα (δεν πρέπει να) αφήνει περιθώρια για την κατασκευή ενός λογοτεχνικού κειμένου μη αναγνώσιμου ως τέτοιου).
Στα κείμενα του τόμου συμπεριλαμβάνεται και το υπέροχο κείμενο του Περέκ, Η ιστορία του Λιπογράμματος, καθώς επίσης και δυο σελίδες από το λιπογράμματο βιβλίο του La disparition (όμορφα μεταφρασμένο από την λιπογράμματη, για τις ανάγκες ετούτου εδώ του τόμου, Σασίλ Ιγγλάση Μαργάλλου). Ρεμόν Κενό, Φρανσουά Λε Λιονέ, Ζακ Ρουμπό, Ερβέ Λε Τελιέ, Ρις Χιουζ, Αχιλλέας Κυριακίδης, Λίζυ Τσιριμώκου, Αντώνης Ιωάννου, Άννα Μανούκα, Στέργιος Μήτας, Μιχάλης Μουλάκης, Ελένη Κοσμα παίζουν και αυτοί τα παιχνίδια τους με σοβαρότητα και προσήλωση. Ο τίτλος του τόμου, Παίζουμε λογοτεχνία;, είναι απλά υπέροχος αλλά τι λέτε να υποστεί την επέλαση του Ουλιπισμού; Δεν θα είχε πλάκα; Προτείνω να του εφαρμόσουμε τον κανόνα Ο+5 και Ρ-7, δηλαδή να αντικαταστήσουμε τη λέξη "λογοτεχνία" με το πέμπτο ουσιαστικό που θα συναντήσουμε στην σειρά του λεξικού και τη λέξη "παίζουμε" με το έβδομο ρήμα που προηγείται αυτής. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με το δικό μου λεξικό, το αποτέλεσμα είναι:
Παίζουμε λογοτεχνία; ---> Παθιάζουμε λόγχη;
Ξέρω, ξέρω, είναι και θέμα λεξικού! Γι' αυτό, παίξτε και σεις και στείλτε μου τις απαντήσεις, τις λέξεις των οποίων θα αντικαταστήσουμε με τους ορισμούς του λεξικού και κατόπιν θα αντικαταστήσουμε τους ορισμούς των ορισμών και πάει λέγοντας! Θα γίνει καλό παιχνίδι!
Παίζουμε λογοτεχνία; ---> Παθιάζουμε λόγχη;
Ξέρω, ξέρω, είναι και θέμα λεξικού! Γι' αυτό, παίξτε και σεις και στείλτε μου τις απαντήσεις, τις λέξεις των οποίων θα αντικαταστήσουμε με τους ορισμούς του λεξικού και κατόπιν θα αντικαταστήσουμε τους ορισμούς των ορισμών και πάει λέγοντας! Θα γίνει καλό παιχνίδι!
https://www.actualitte.com/article/culture-arts-lettres/oulipo-la-litterature-en-jeu-x-l-exposition-potentielle/52002 |
Υ.Γ. 2666 Για το τέλος κράτησα μία εξαιρετική έμπνευση του Ρις Χιουζ, ο οποίος αφού εγκωμίασε το σκάκι για την ομοιότητα που διατηρεί με και την επιρροή που ασκεί στη λογοτεχνία, δημιούργησε ένα πλέγμα ιστοριών που παραπέμπει άμεσα στα τετράγωνα της σκακιέρας. Η βάση των ιστοριών είναι η διαγώνιος, εκείνη που ξεκινά από πάνω αριστερά και καταλήγει κάτω δεξιά. Οι υπόλοιπες ιστορίες διαβάζονται από δεξιά προς τα αριστερά και από πάνω προς τα κάτω. Σύνολο, 17 ιστορίες. Αυτές δημιουργήθηκαν με πρόθεση του συγγραφέα τους. Υπάρχουν και άλλες, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος που έγιναν έξω από την πρόθεσή του αλλά συνεχίζουν να διατηρούν κάποιο νόημα και μια αναγνωστική τέρψη. Αντιγράφω εδώ το σχήμα γιατί στο βιβλίο δεν εμφανίζεται καλά καθώς πέφτει πάνω στο χώρισμα των σελίδων.
Μπήκα
στο δάσος τα μεσάνυχτα
|
Αφότου
κούρδισα το ρολόι του διαδρόμου
|
Για
να μην επέλθει η καταστροφή όσο θα
έλειπα
|
Σαν
σκλάβος που έχει λιώσει στη δουλειά
|
Πήγα
να ερευνήσω την κραυγή
|
(είχε
ακουστεί από το ανοικτό μου παράθυρο)
|
Όσο
η γυναίκα μου με περίμενε υπομονετικά
|
Σε
μια εσοχή στο διάδρομο ήταν
|
Νιώθοντας
πιο θαρραλέος από συνήθως
|
Όταν
το φεγγάρι είχε μόλις ανατείλει
|
Έδεσα
τον ατίθασο δράκο
|
Μ'
ένα σκοινί ξεφτισμένο και με την
απαραίτητη βοήθεια
|
Ενός
αχαλίνωτου στοιχειού
|
Η
ηχώ μιας απόμακρης χρυσής κιθάρας
|
Προσέφερε
τη ρευστή της ομορφιά σε
|
Μια
γριά γυναίκα καθιστή που έπινε
|
Με
βήμα ζωηρό
|
Αποφάσισα
για εξάσκηση να πηδήξω
|
Πέρα
από το λόφο πίσω από το σπίτι μου
|
Βρέθηκα
σ' ένα βάλτο
|
Πάνω
σε μια λάμψη που φωσφόριζε
|
Και
με κατέκλυσε μια επιθυμία
|
Εμένα
να την πάρω σπίτι και να την φυλάξω σε
|
Ένα
μπουκάλι μισογεμάτο με κονιάκ
|
Σφιχτά
κουλουριασμένος σαν τον γαλαξία που
είχα στην τσέπη έτρεξα
|
Από
χαρά όπως κάνουν τα παιδιά όμως
|
Τον
κρέμασα σε ένα σύννεφο με σχήμα
αγκιστριού
|
Αλλά
δεν έβλεπα πού περπατούσα
|
Είχα
μόνο τον ήχο ως οδηγό
|
Για
να μάθω ποιος ήταν αυτός που έπαιζε
|
Ένα
τύμπανο που τάραζε τη νύχτα
|
Ενώ
ο γαλαξίας γινόταν όλο και πιο ψυχρός
στον ουρανό
|
Ένιωθα
νέος καθώς απέφευγα τους κορμούς των
δέντρων
|
Ξέχασα
ότι είμαι πολύ μεγάλος πια και
|
Σαν
εκκρεμές κάποιου γιγάντιου ρολογιού
|
Ένα
τεράστιο κλαδί σάλεψε προς το κεφάλι
μου
|
Και
ψηλάφιζα το μονοπάτι σαν τυφλός
|
Οπότε
τέντωσα τα μάτια μου όπως μπορούσα
|
Καθώς
τα αστέρια στριφογύριζαν στα μάτια
μου
|
Και
οι πλανήτες χόρευαν τις εκλείψεις
τους
|
Ακατάλληλα
ντυμένος
|
Με
εξαρθρωμένους αστραγάλους και μελανιές
στα γόνατα
|
Όταν
δεν υπήρχε χρόνος πια να πεις τι ώρα
είναι
|
Κι
έχασα το δρόμο μου
|
Μέσα
σε λάσπες πηχτές σαν το σιρόπι
|
Ώσπου
φάνηκε μπροστά μου το θαμπό φέγγισμα
|
Εύλοκα
κι αβίαστα σαν δύο πυγολαμπίδες
|
Σαν
εραστές κατάσκοποι
|
Φορώντας
μπότες πολύ στενές
|
Έπρεπε
να προχωρήσω κουτσαίνοντας αντί
περπατώντας
|
Και
ο κόσμος έμοιαζε να είναι πιο ασφαλής
|
Επειδή
δεν μπορούσα να σπεύσω προς τον κίνδυνο
|
Όμως
κυνηγούσα ένα αίνιγμα των αναστεναγμών
|
Και
είδα τη μουσική να δονείται
|
Το
φως που αναζητούσα
|
Γύρω
από το αντικείμενο του πάθους, τον
ήλιο
|
Ξανά
ευτυχισμένος όμως μετά από τόσα χρόνια
|
Για
τις υπόλοιπες μακρόσυρτες ώρες
|
Τώρα
που το τέρας με τα λέπια ήταν φυλακισμένο
|
Αποφάσισα
να ξεχάσω καθήκοντα και αγγαρείες
|
Ελπίζοντας
να παγιδεύσω το όνειρο
|
(στην
πραγματικότητα ήταν μια ηλιαχτίδα σε
ιστό αράχνης)
|
Κράτησα
αν' αυτού με δάχτυλα ανυπόμονα
|
Το
φλογισμένο χτύπημα της καρδιάς που
αγαπούσα
|
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.