Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

KK 000


Όχι, δεν πρόκειται για κωμωδία με τον Θανάση Βέγγο, εδώ πρωταγωνιστής είναι ο θάνατος και παρά τα εκατομμύρια των κομπάρσων και των θεατών, στο τέλος, δεν γελούν παρά μόνο ελάχιστοι! Η κοκαΐνη, η κόκα, κυβερνά όλο τον κόσμο, και μόνο κατ' ευφημισμόν μπορείς πια να την αποκαλείς άσπρη σκόνη, όταν αφήνει τόσο αίμα πίσω της!
  
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο κράτησε για τον εαυτό του την πιο τιμητική θέση που μπορεί να βιώσει ένας συγγραφέας, όμως την πλήρωσε με το πιο βαρύ τίμημα. Έγινε, ο ίδιος, μυθιστορηματικός ήρωας στην πραγματική ζωή – κάτι παρόμοιο έγινε και ο Σάλμαν Ρούσντι, περισσότερο εν αγνοία του αλλά με αντίστοιχο βαρύ τίμημα. Η περίπτωση Σαβιάνο εντυπωσιάζει. Συχνά, σκέφτομαι ότι, εξαιτίας των αποκαλύψεών του έχασε την ελευθερία του και πλέον ζει σε καθεστώς εθελούσιας ομηρίας. Όμως, καθώς διαβάζω τα βιβλία του, αρχίζω ν' αναρωτιέμαι εγώ για την κατάσταση της ελευθερίας μου και να διατηρώ βάσιμες αμφιβολίες για την ακεραιότητά της! Παλιότερα είχα δει την ταινία “Γόμορρα” που βασιζόταν στις αποκαλύψεις του Σαβιάνο για τη Μαφία και είχα απογοητευτεί οικτρά, τόσο που δεν μπήκα στο κόπο να διαβάσω και το βιβλίο. Στο τελευταίο του βιβλίο, ασχολείται με τα καρτέλ των ναρκωτικών και τον ανελέητο πόλεμο που έχει ξεσπάσει για την επικράτηση του ενός εναντίον των υπολοίπων και όλων εναντίον του κράτους και της αστυνομίας. Οι θάνατοι σε αυτόν τον σύγχρονο πόλεμο είναι πολλοί, αλλά τα νούμερα δεν λένε και πολλά από μόνα τους. Η απάντηση του Σαβιάνο είναι αποστομωτική: “Νούμερα και αριθμοί. Εγώ βλέπω μόνο αίμα και χρήμα”. Για να υπολογίσεις το αίμα, πρέπει πρώτα να υπολογίσεις το χρήμα. Πόσο χρήμα βλέπει λοιπόν;
 
Δεν υπάρχει αγορά στον κόσμο που να αποδίδει περισσότερο από αυτή της κοκαΐνης. Δεν υπάρχει οικονομική επένδυση στον κόσμο που να αποφέρει τόσα όπως όταν επενδύεις στην κοκαΐνη. Ακόμα και τα ρεκόρ που σημειώνονται στην άνοδο τιμών των μετοχών δεν μπορούν να συγκριθούν με τους “τόκους” που δίνει η κόκα. Το 2012, την χρονιά που βγήκαν στην αγορά το iPhone5 και το mini iPad, η Apple έγινε η πιο κεφαλαιοποιημένη εταιρία που εμφανίστηκε ποτέ σε δελτίο τιμών μετοχών. Οι μετοχές της Apple γνώρισαν άνοδο στο χρηματιστήριο της τάξης του 67 τοις εκατό σε ένα μόνο χρόνο. Μια αξιοσημείωτη άνοδος για τους αριθμούς της οικονομίας. Αν είχες επενδύσει χίλια ευρώ σε μετοχές της Apple στις αρχές του 2012, τώρα θα είχες χίλια εξακόσια εβδομήντα. Όχι κι άσχημα. Αν είχες επενδύσει όμως χίλια ευρώ σε κοκαΐνη στις αρχές του 2012, τώρα θα είχες εκατόν ογδόντα δύο χιλιάδες: εκατό φορές παραπάνω απ' ό,τι επενδύοντας στον μετοχικό τίτλο που σημείωσε το ρεκόρ της χρονιάς!
 
Άρα, πολύ αίμα! Δεν τρέφω καμιά ιδιαίτερη εκτίμηση προς τα ναρκωτικά – το μόνο ναρκωτικό που επιτρέπω στον εαυτό μου είναι η λογοτεχνία (θυμάμαι την φράση του Πεσσόα ότι “η λογοτεχνία είναι η ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί”)! Ωστόσο, αντιλαμβάνομαι την γοητεία που αυτά ασκούν πάνω στους ανθρώπους, η οποία εν πολλοίς, οφείλεται στην άγνοιά τους για τις επιπτώσεις στην υγεία και δευτερευόντως, στην άγνοιά τους γύρω από την ανηλεή εκμετάλλευση που αυτά κρύβουν πίσω από την “αθώα” εμφάνισή τους. Η χρήση ναρκωτικών λοιπόν, είναι μια έτερη, εύκολη και πανάρχαια, ομολογία ότι η ζωή δεν αρκεί. Οι άνθρωποι φαίνεται πως έχουν την ανάγκη τους και ο σύγχρονος τρόπος ζωής το επισημαίνει με τον πλέον εμφατικό τρόπο. 


 

Δεν είναι ηρωίνη, που σε κάνει σαν ζόμπι. Δεν είναι χόρτο, που σε χαλαρώνει και σου κοκκινίζει τα μάτια. Η κόκα είναι ναρκωτικό που σε ωθεί να δράσεις. Με την κόκα μπορείς να κάνεις οτιδήποτε. Προτού σκάσει η καρδιά σου, προτού το μυαλό σου γίνει πουρές, προτού το πουλί σου πλαδαρέψει για πάντα, προτού το στομάχι σου γίνει μια πληγή γεμάτη πύον, πριν απ' όλ' αυτά, θα δουλεύεις περισσότερο, θα διασκεδάζεις περισσότερο, θα πηδάς περισσότερο. Η κόκα είναι η εξαντλητική απάντηση στην πιο επιτακτική ανάγκη της σημερινής εποχής: την απουσία ορίων.
 
Η αφήγηση των ιστοριών του Σαβιάνο νιώθεις ότι έχει βγει από τις καλύτερες μυθιστορηματικές σελίδες του Μπολάνιο. Εγκλήματα, βασανιστήρια, μακιλαδόρες, φτωχές συνοικίες και μέρη του Μεξικού, Σονόρα, Τιχουάνα, Γκουανταλαχάρα, ένα σύμπαν κατευθείαν από την πηγή του 2666. Από τα μεγάλα καρτέλ της δεκαετίας του ΄70 με τα παντοδύναμα μπος της κόκας μέχρι την σύγχρονη εποχή όπου οι πρακτικές του ναρκεμπορίου έχουν γίνει πιο ευέλικτες, τεχνολογικά εξοπλισμένες και ασύλληπτα πιο βίαιες, η συνταγή της επιτυχίας, παραμένει πάνω κάτω η ίδια: απόλυτη εξόντωση των αντιπάλων, λάδωμα των αστυνομικών/δικαστικών/πολιτικών, εκμετάλλευση των φτωχών ανθρώπων που βρίσκουν στην παραγωγή κόκας μια ευκαιρία να ζήσουν υποφερτά και πολλή φιλανθρωπία, αγαθοεργίες, χτίσιμο σχολείων/εκκλησιών, ό,τι χρειάζεται έτσι ώστε να εξαλειφθούν οι τύψεις, οι οποίες σε αυτές τις φτωχές και εξαθλιωμένες περιοχές του πλανήτη είναι ήδη πολύ ισχνές.

 
Το Μεξικό αποτελεί το μάτι του κυκλώνα του σύγχρονου ναρκεμπορίου. Πολλή βία που φέρνει δύναμη που φέρνει χρήμα. Πήρε την σκυτάλη από την Κολομβία ύστερα από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας του Πάμπλο Εσκομπάρ – η βία μεταφέρθηκε στο Μεξικό αλλά η Κολομβία, με έναν πιο “ορθολογικό” τρόπο διαχείρισης, με πολλά μικρά αυτόνομα καρτέλ, συνεχίζει να παράγει παραπάνω από την μισή κοκαΐνη που διακινείται ανά τον κόσμο. Στο βιβλίο γίνεται επίσης λόγος για την ραφινάτη μαφία της Καλαβρίας καθώς και για την ψυχρή και βλοσυρή Ρώσικη μαφία. Τις αφηγήσεις του Σαβιάνο, προσπάθησα να τις αντιπαραβάλω με άλλες που έχω διαβάσει από το κόσμο της λογοτεχνίας. Συνεχώς, πετάριζαν στο μυαλό μου εικόνες και ονόματα συγγραφέων, που όμως δεν κατάφερα να κατονομάσω (για την Κολομβία θα μπορούσα να σκεφθώ το βιβλίο του Βάσκεζ, το οποίο δεν έχω ακόμη διαβάσει και γι' αυτό το άφησα απ' έξω) πέρα από την αδιαμφισβήτητη παρουσία του Μπολάνιο, κυρίως στις αφηγήσεις που αφορούσαν το Μεξικό.

Το βιβλίο του Σαβιάνο, σαφώς και διαθέτει λογοτεχνικές αρετές. Δεν έχει την αυστηρότητα ενός ντοκουμέντου που διανθίζεται κατά τόπους με προσωπικές κρίσεις του γράφοντος (όπως συνέβη με το άλλο συγκλονιστικό ντοκουμέντο για την κρεατοφαγία, το “Τρώγοντας ζώα” του Τζόναθαν Φόερ), αλλά διαθέτει μια αφήγηση πάλλουσα και ζωντανή που σε κάνει να ξεχνιέσαι, να βυθίζεσαι στις ιστορίες του και τις βίαιες καταλήξεις τους. Τα μπος των ναρκωτικών, ετούτοι οι μυθιστοριοποιημένοι ήρωες των αφηγήσεων του Σαβιάνο, διατρέχουν τα στάδια ενός δυνατού μυθιστορηματικού ήρωα με τραγικές, ως επί το πλείστον, καταλήξεις. Όμως ο αναγνώστης δεν προλαβαίνει να ανακουφίσει την οργή που έχει συσσωρεύσει κατά την ανάγνωση, το κενό της εξουσίας καλύπτεται άμεσα, η οργή επανατροφοδοτείται, είναι πολλά τα λεφτά, δεν υπάρχει αρκετός χρόνος για να λάβουμε υπόψιν την συναισθηματική του αποφόρτιση. Όμως στην ουσία, διαβάζεις την πιο πετυχημένη συνταγή γρήγορου χρήματος και μερικά αποσπάσματα του βιβλίου, σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα και στα όσα δεν γνωρίζεις για αυτήν.

Η κόκα είναι εκείνο το συστατικό χωρίς το οποίο δε θα μπορούσε να υπάρχει καμία ζύμη. Ακριβώς όπως το αλεύρι που και στην Ιταλία και στη Νότιο Αμερική καταγράφεται με τόσο περισσότερα μηδενικά όσο μεγαλύτερη είναι η καθαρότητά του. Μηδενικά όπως οι πληγές διαμέσου των οποίων μπορείς να κοιτάξεις τον κόσμο. Μηδενικά σαν βάραθρα να γκρεμιστείς. Μηδέν, όπως ο φακός στο κανοκιάλι με το οποίο παρατηρείς τον αντικατοπτρισμό του άσπρου χρυσού, της καλύτερης κόκας: 000.
 
Το παλιό ρητό “Ο,τι πληρώνεις, παίρνεις” δεν ισχύει στο εμπόριο της κοκαΐνης. Γιατί να πάνε χαμένα τόσα χρήματα για ένα άτομο που είναι βάναυσα εξαρτημένο από την κοκαΐνη και στην απελπισία του θα μπορούσε να σνιφάρει οτιδήποτε; Η κοκαΐνη νοθεύεται σχεδόν ολοκληρωτικά. Η “κομμένη” κοκαΐνη είναι ασύλληπτα προσοδοφόρα και αποφέρει πολλαπλάσια κέρδους. Το σύγχρονο ρητό είναι πλέον “Ό,τι παίρνεις, το πληρώνεις” και μάλιστα πολύ ακριβά σε σχέση με την ποιότητά του. Μια παγκόσμια κοροϊδία λοιπόν, την οποία οι άνθρωποι αποδέχονται και φαίνεται να αποζητούν μάλιστα, αν κρίνουμε από τα ποσοστά ζήτησης της κόκας.

Στο τέλος του (εξαιρετικού και υπεύθυνου για την απώλεια δυο/τριών βραδιών ήρεμου ύπνου) βιβλίου, στις ευχαριστίες, ο συγγραφέας ευχαριστεί τους Έλληνες αναγνώστες που μπαίνουν σε τέτοιο κίνδυνο διαβάζοντας το βιβλίο του. Γιατί όπως δηλώνει, οι μαφίες δεν φοβούνται τόσο τους συγγραφείς όσο φοβούνται τους αναγνώστες. 

Τι ρισκάρεις με το διάβασμα; Πάρα πολλά. Το να ανοίγεις ένα βιβλίο, να ξεφυλλίζεις τις σελίδες του είναι επικίνδυνο. Μόλις ανοίξουν οι σελίδες του Εμίλ Ζολά ή του Βαρλαάμ Σαλάμοφ, δεν μπορείς πια να γυρίσεις πίσω. Το πιστεύω ακράδαντα. Ο ίδιος ο αναγνώστης όμως συχνά αγνοεί ότι, μαθαίνοντας αυτές τις ιστορίες, κινδυνεύει. Δεν αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο. Αν μπορούσα στ΄ αλήθεια να ποσοτικοποιήσω τη ζημιά που υφίστανται οι εξουσίες από τα μάτια που γνωρίζουν, από τα άτομα που θέλουν να μάθουν, θα προσπαθούσα να φτιάξω ένα διάγραμμα. Οι συλλήψεις, οι φυλακές και τα δικαστήρια ισοδυναμούν με το μισό του μισού σε σχέση με τον κίνδυνο που μπορεί να γεννήσει η γνώση των μηχανισμών, των γεγονότων, η αίσθηση να νιώθεις αυτές τις ιστορίες δικές σου, κοντινές σου. 

Σοκαρίστηκα με τις ιστορίες του Σαβιάνο, εκνευρίστηκα με την εκμετάλλευση που υφίστανται οι άνθρωποι, αγανάκτησα με την ηλιθιότητα κάποιων άλλων και με την άγνοια των περισσοτέρων. Μα πιο πολύ ταυτίστηκα και βρήκα ανακούφιση, μέσα σ' αυτό το σκληρό βιβλίο, σε ετούτες τις λιγοστές φράσεις που ακολουθούν και συνοψίζουν την πιο σύντομη αλήθεια που θέλω να κουβαλώ σαν φυλαχτό στο πορτοφόλι μου.   

Τρέφω όμως ακόμα σεβασμό. Σεβασμό για όποιον διαβάζει. Για όποιον αποσπά ένα σημαντικό κομμάτι του χρόνου της ζωής του για να χτίσει μια καινούρια ζωή. Τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από την ανάγνωση, κανείς δεν είναι πιο ψεύτης απ' όποιον ισχυρίζεται ότι το να διαβάζεις ένα βιβλίο είναι μια παθητική πράξη. Το να διαβάζεις, να ακούς, να μελετάς, να καταλαβαίνεις είναι ο μόνος τρόπος για να χτίσεις μια ζωή πέρα απ' τη ζωή, μια ζωή στο πλάι της ζωής. Η ανάγνωση είναι μια επικίνδυνη πράξη, γιατί δίνει μορφή και διαστάσεις στα λόγια, τα ενσαρκώνει και τα σκορπίζει προς όλες τις κατευθύνσεις. Αναποδογυρίζει τα πάντα, κάνει να πέσουν απ' τις τσέπες του κόσμου κέρματα και εισιτήρια και σκόνη.


Υ.Γ. 2666  Η ανάρτηση πρωτοδημοσιεύτηκε στο μπλογκ Διαβάζοντας. Την ξαναθυμήθηκα με αφορμή μια πρόσφατη σχετική ανάρτηση της Δάφνης Χρονοπούλου, όπου αρχίζει να συζητείται μια πρόταση να αποποινικοποιηθούν όλα τα ναρκωτικά, πρόταση που αναφέρει και ο Σαβιάνο στο βιβλίο του, βλέποντας ότι ο πολέμος εναντίον τους απέτυχε οικτρά και η ζήτηση δεν μειώθηκε στο ελάχιστο. Επίσης σήμερα είναι η παγκόσμια μέρα κατά των ναρκωτικών. Το θέμα των ναρκωτικών είναι ένας κύκλος ασύλληπτης βίας και θανάτου που οι περισσότεροι είτε από άγνοια είτε από άρνηση να το δούμε πιο καθαρά, κινούμαστε μόνο στην περιφερειά του. Αν δεν προσπαθήσεις να κρυφοκοιτάξεις το κέντρο του, λίγα πράγματα θα καταλάβεις γι' αυτό το πολυδαίδαλο πρόβλημα. Αναδημοσιεύω και το βίντεο που είχε αναρτήσει η Δάφνη στο μπλογκ της (ελπίζοντας πως δε θα έχει αντίρρηση), το οποίο δείχνει ανάγλυφα όλες τις πτυχές που παρουσιάζονται στο βιβλίο του Σαβιάνο. Φυσικά, οφείλετε να διαβάσετε και τον ίδιο τον Σαβιάνο, έναν απίστευτο συγγραφέα με ικανότητα να πάει την λογοτεχνία ένα βήμα μπροστά. 

Σχόλια

  1. Ενα άλλο βιβλίο με την ίδια περίπου θεμετολογία αλλά μυθιστορημα είναι "Τα Κρυστάλλινα σύνορα" του Carlos Fuente.
    Σουμέλα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Και μόλις τώρα ο τίτλος απέκτησε στα μάτια μου το απόλυτο νόημά του!! Δεν πολυσυμπαθώ τον Φουέντες αλλά θα του δώσω μια ακόμα ευκαιρία λόγω θέματος. Ευχαριστώ πολύ :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !