Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

D’ ye see him?



Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου. Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά! 
 
Με αφορμή το βιβλίο του Ράφαελ Τσίρμπες «Στην άκρη του γκρεμού» που παρουσίασε το μπλογκ «Διαβάζοντας» πριν λίγες μέρες, συζητούσα με μια φίλη για ποιον λόγο δεν μου αρέσει η λογοτεχνία της κρίσης και γιατί δεν διαβάζω τέτοια βιβλία. Η άποψή της ήταν ότι αν ο συγγραφέας καταφέρει να αποστασιοποιηθεί, με ένα τόσο εκρηκτικό υλικό στα χέρια του θα μπορούσε να γράψει αριστουργήματα. Η ένστασή μου έγκειται στο γεγονός ότι ο (κάθε) συγγραφέας δεν θα μπορέσει ποτέ να αποστασιοποιηθεί από μια κατάσταση που τον στροβιλίζει στη δίνη της. Θέλει τουλάχιστον δέκα χρόνια (ή τουλάχιστον, ο ίδιος ο αναγνώστης, χρειάζεται αυτήν την χρονική απόσταση) για να πεις ότι κρίνει τα πράγματα αποστασιοποιημένα και από κει και πέρα, όσο ο χρόνος ξεμακραίνει η ματιά ολοένα και βαθαίνει. Σε μένα, η φράση «λογοτεχνία της κρίσης» ακούγεται ανεστραμμένη, «κρίση της λογοτεχνίας» και αποφεύγω να συσχετιστώ μαζί της. 
 
Δεν θέλω να διαβάζω για αυτό που ζω με όρους και φράσεις της τωρινής μου ζωής. Δεν με ενδιαφέρει τόσο η λογοτεχνία να μιλάει για μένα όσο το να μιλάει σε μένα. Η φράση επίκαιρο βιβλίο θέλω να χαρακτηρίζει βιβλία που έφθασαν ως εμένα από μακρινούς χρόνους, όχι βιβλία που εκπορεύονται από το τώρα και βολοδέρνουν αμήχανα στους δρόμους μιας επισφαλούς μνήμης. Με αυτά κατά νου και με την αφόρητη πραγματικότητα να με πιέζει, διάβασα το μικρό κομψό βιβλίο του Πωλ Γκαντέν, «Φάλαινα», δώρο μιας άλλης φίλης.
 
Και μέσα στις αλληγορικές σελίδες του ανακάλυψα ένα θαυμάσιο πολιτικό σχόλιο που ταξίδεψε μισό αιώνα και πλέον μέχρι να φθάσει στα μάτια μου. Σε ένα ψαροχώρι της Γαλλίας ξεβράζεται μια πελώρια άσπρη φάλαινα και ο κόσμος την αντιμετωπίζει αδιάφορα, κλείνοντας τα μάτια στο συμβολικό της χαρακτήρα και τη μύτη στην απαίσια σαπίλα που αναδίνει. Ο Πιερ μαζί με τη φίλη του Οντίλ, αποφασίζουν να επισκεφτούν την ακτή που κείτεται το κήτος και να χαθούν σε μια δίνη στοχασμών και αναστοχασμών πάνω στο πολύσημο σύμβολο που αντιπροσωπεύει η φάλαινα.
 
[...] «Στον δρόμο έλεγα στην Οντίλ πως η φάλαινα ερχόταν να αποτελειώσει αυτό το χαοτικό σύμπαν, να δώσει την χαριστική βολή σ’ αυτόν τον κόσμο που ’χε μυστικά συντονιστεί μέσα στο αόρατο, πως το κήτος ήταν ένα μνημείο που στήθηκε “επί των ερειπίων” της Ευρώπης.»
 

 
Το βιβλίο θυμίζει έντονα και με σαφήνεια το «Μόμπι Ντικ» («Λόγω της συντομίας της, η αφήγηση του Πώλ Γκαντέν τοποθετείται στους αντίποδες του Μόμπι Ντικ», όπως σημειώνει και ο Γάλλος εκδότης Hubert Nyssen) – η άσπρη φάλαινα δεν είναι πλέον αόρατη και άτρωτη, το φόβητρο και η κρυφή επιθυμία των ανθρώπων. Είναι ένα πτώμα που βυθίζεται λίγο λίγο στην άμμο. Σίγουρα ο Γκαντέν είχε στο μυαλό του την Ευρώπη που την αποτελείωσαν οι πόλεμοί της αλλά και όλον τον πλανήτη που αφήνεται να σαπίσει μπροστά στα αδιάφορα μάτια των ανθρώπων. Η πελώρια δύναμη του κήτους αποστραγγίζεται, δεν χρησιμεύει πια ούτε σαν συμβολική παράσταση.
 
[...] «Ήμασταν μόνοι – μόνοι με την φάλαινα, με εκείνη την ανεξιχνίαστη μάζα από ζελατίνη όπου το κενό έπαιρνε χρώματα τόσο τρυφερά, και με κοινή συμφωνία, χωρίς μια λέξη, ενστερνιστήκαμε την υπόθεσή της. Αυτή η ήττα, αυτό το σιωπηλό σβήσιμο, όλα ξαναγίνονταν παρουσία. Αυτό το σάλιο, αυτό το σάπιο χνάρι που εμφανίστηκε ξαφνικά σε μιαν ακτή την οποία ήδη γνωρίζαμε και που το βλέμμα έπρεπε να ψάξει για να τη βρει, καταλαβαίναμε πως ήταν θέαμα κατανυκτικό. Δεν θα χρειαζόταν προσπάθεια να το αποτυπώσουμε μέσα μας∙ βρισκόταν χαραγμένο εκεί από πάντα, ήταν η πιο αρχέγονη σκέψη μας. Και τι ήμασταν εμείς, εμείς που το κοιτάζαμε, όντα τυχαία, ανυπόστατα, έρμαια των άστρων, ξεβρασμένα στις ακτές μιας Φύσης χωρίς συμβάντα;...»
 
Με μια λυρική έξαρση και στοχαστική διάθεση, ο Γκαντέν γράφει ένα υπέροχο αφήγημα για τον άνθρωπο που είναι εξίσου ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Empedocle» του Αλμπέρ Καμύ. Και αν θέλετε και την άποψή μου για το δημοψήφισμα, διατυπωμένη με την υπέροχη αμφισημία που μόνο η καλή λογοτεχνία μπορεί να κατορθώσει…
 
[...] «Μπορούμε ακόμη να γυρίσουμε πίσω, αν το προτιμάτε, είπα για να τη δοκιμάσω∙ να απαρνηθούμε τη σάπια φάλαινα, και διατηρώντας στο μυαλό μας την ιδέα μιας φάλαινας εκθαμβωτικής, να ζήσουμε στο εξής ευτυχισμένοι.»
 
Η λογοτεχνία είναι η πιο αξιόπιστη μηχανή του χρόνου που διαθέτουμε. Ειλικρινά απορώ ποιος θα ήθελε να δοκιμάσει ένα ταξίδι από το Τώρα στο Τώρα με μια τόσο λειτουργική χρονομηχανή στην κατοχή του! Εγώ την έχω προγραμματίσει για τα πιο μακρινά ταξίδια.
 
Υ.Γ. 2666 Η απελπισμένη κραυγή του Captain Ahab έχει να κάνει και με τους περισσότερους δημοτικούς συμβούλους που αναρωτιέσαι αν τους έχει δει κανείς μετά το πέρας της εκλογικής αναμέτρησης. Ξέρω, μας περνάνε μανίκια… σηκώνουν μανίκια και δουλεύουν, ήθελα να πω.
 
Υ.Γ. 49 Πόσες φίλες είχα το 2015!!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

A portrait of the dancer as a young lady

Το περιτύλιγμα αρλεκινεύει ελαφρώς, δεν διαφωνώ. Η φωτογραφία εξωφύλλου φέρνει στο μυαλό περισσότερο τη Ζέλντα Φιτζέραλντ – που κάνει και μικρό πέρασμα από το βιβλίο – ή μοιάζει με αφίσα από το «Πρόγευμα στο Τίφαννυς». Ο δε υπότιτλος κινείται πολύ στα ρηχά λες προέρχεται από τις «Οικογενειακές ιστορίες» με αποτέλεσμα να προσπαθείς να φανταστείς ποιοι δευτεροκλασάτοι Έλληνες ηθοποιοί θα έπαιζαν τον Τζόυς και τον Μπέκετ. Ο τίτλος το ίδιο – αν και το περιεχόμενο τον δικαιώνει απόλυτα, σε σημείο να τον θεωρώ μέχρι και ευφυή. «“Πώς ξεκινάει η τρέλα, Σάντι;” Έπιασα πάλι τον μικρό κλόουν, έτριψα τον αντίχειρά μου στη ριγέ του φόρμα, τον κράτησα μέσα στη χούφτα μου» . Η ζωή είναι ένα μεγάλο τσίρκο και δυστυχώς για πολύ καιρό δεν ξέρεις ποιον ρόλο σου επιφυλάσσει. Όταν όμως μπαίνεις στον χορό πρέπει να χορέψεις, και ενίοτε αποδεικνύεται οδυνηρά ακατόρθωτο ακόμα και για τις ιδιοφυΐες του είδους.