Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δουλειά να γίνεται



Τις μέρες που διάβαζα το βιβλίο του Τζέημς Γουντ προσπαθούσα να συναρμολογήσω και μια ντουλάπα από τα Ικέα και δεν ξέρω ποιο από τα δύο μου προκάλεσε μεγαλύτερη εντύπωση. Βρήκα νομίζω ένα συσχετισμό μεταξύ των δύο και είναι και ο λόγος που αποφάσισα να γράψω την ακόλουθη ανάρτηση. Πας στα Ικέα και χαζεύεις διάφορα αντικείμενα, ποιοτικά ή λιγότερα ποιοτικά, που συναρμολογημένα όμως και στη διάταξη που επιθυμεί το μάρκετινγκ του μαγαζιού, δείχνουν ελκυστικά στο μάτι. Τα αγοράζεις και στο σπίτι προσπαθείς να ανασυνθέσεις την εικόνα τους από το μηδέν. Γίνεσαι αυτομάτως ο συγγραφέας τους και για καιρό μετά και ο αναγνώστης τους που θα τα παρατηρεί με αγαλλίαση ή αμφιθυμία. Θα ξέρεις τι πάει λάθος και αν είναι παρατηρητικοί οι επισκέπτες σου θα ξέρουν και εκείνοι. Πολλές φορές όταν διαβάζουμε λογοτεχνία, από την χαμηλότερη έως την υψηλότερη, ενδέχεται να αναφωνήσουμε «Κάτι δεν μου κουμπώνει εδώ πέρα» – και το ίδιο πολύ συχνά συμβαίνει και με τα έπιπλα του Ικέα. Ο Γουντ με το δοκίμιό του είναι εκείνη η επιπλέον βίδα που θα σώσει την κατασκευή και την απόλαυση, γιατί όσοι ασχολούνται συστηματικά με την ανάγνωση γνωρίζουν καλά ότι ήδη κάποια βίδα έχουν χάσει!

«Πρέπει να στηριχθούμε στην παραδοχή ότι σχεδόν κανένα από τα πεζά κείμενα που αναγνωρίζονται ευρέως ως όμορφα /ωραία/ καλογραμμένα/ καλά («γράφει θεϊκά») δεν είναι όντως, και ότι σχεδόν κάθε συγγραφέα, σε κάποια στιγμή της καριέρας του, θα τον επαινέσουν, χωρίς κανένα λόγο, για την «υπέροχη» πρόζα του, όπως σχεδόν όλα τα λουλούδια τα επαινούν κάποια στιγμή για το άρωμά τους». Ο Τζέημς Γουντ στο δοκίμιο «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία» χρησιμοποιεί υπέροχη πρόζα, να το πω πιο απλά γράφει θεϊκά, αλλά κατά διαστήματα ένιωσα ότι μυρίζω ένα κάπως απροσδιόριστο λουλούδι, που δεν μπορεί παρά να μυρίζει όμορφα, όπως άλλωστε σχεδόν όλα τα λουλούδια. Ο λόγος είναι ότι πλέον θέλω και δεν θέλω να ξέρω πώς δουλεύει η λογοτεχνία∙ θα ήθελα να ξέρω πώς δουλεύει από την μια γιατί με συναρπάζει ακόμα η ιδέα κάποτε να κατάφερνα να γράψω λογοτεχνία, και από την άλλη, είμαι σε μια αναγνωστική ηλικία που δεν με συγκινούν πια οι συμβουλές (αν και ο Γουντ δεν παρέχει τόσο συμβουλές, όπως λέει και ο ίδιος «θέλω να δώσω στα ερωτήματα του κριτικού τις απαντήσεις του συγγραφέα»).
 
Μέσα από εκατοντάδες παραδείγματα ο συγγραφέας κριτικός (και όχι κριτικός συγγραφέας, αυτοί είναι είδος προς εξαφάνιση) μας παρουσιάζει πώς λειτουργούν τα εκάστοτε λογοτεχνικά εργαλεία, και στον αντίποδα εκθέτει και κάποιες λίγες κακοτεχνίες. Αναμφίβολα τα παραδείγματα αυτά αντανακλούν λίγο πολύ τις προτιμήσεις του συγγραφέα (όπως συμβαίνει με τον καθένα μας καθώς διαβάζουμε βιβλία) και αυτό έχει τα θετικά του και τα αρνητικά του – εσείς θα αποφασίσετε στην β’ ανάγνωση! Είναι αλλιώς να σου λέει ότι οι συγγραφείς που αγαπάς λειτουργούν μια χαρά και ενίοτε άλλο να σου λέει ότι συγγραφείς που θεωρείς μούφες λειτουργούν επίσης καλά∙ η γεύση κάθε φορά είναι διαφορετική. Πάντως τα παραδείγματά του θεωρητικά μπορούν να δουλέψουν παντού και με μεγάλη επιτυχία. Κεντρικός πυρήνας του βιβλίου είναι ο Φλωμπέρ και αυτό που κατέληξε μετά από αυτόν να θεωρείται το σύγχρονο ρεαλιστικό μυθιστόρημα που πλέον καταναλώνουμε αφειδώς. Ο Γουντ είναι σαν να εκθέτει τα συστατικά που αναγράφονται με διάφορους τρόπους στα βιβλία αλλά κανείς μας δεν διαβάζει ποτέ – εκτός από τις φορές που μας κάθονται βαριά στο στομάχι. Αν το βιβλίο χορταίνει τον αναγνώστη δεν βλέπει τίποτα άλλο, δεν είναι ο εαυτός του μόνο όταν πεινά. Όπως ας πούμε ο Γκας που πεινάει συνεχώς για κατασκευές και όπως εγώ που δυστυχώς δεν χορταίνω καθόλου με την λογοτεχνία του: «“Δεν υπάρχουν περιγραφές στην πεζογραφία, υπάρχουν μόνο κατασκευές”, υποστηρίζει ο Γκας στο ίδιο βιβλίο. Γιατί όμως να πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ των δύο; Κατά τη γνώμη μου, όποιος αρνείται τον χαρακτήρα σε τέτοιο ακραίο βαθμό επί της ουσίας αρνείται το μυθιστόρημα».
 
Το βιβλίο του Γουντ αξίζει να διαβαστεί για την αμεσότητά του και την ουσία του. Δεν είναι τόσο στείρες οδηγίες όσο αφήνει να εννοηθεί ο ατυχής τίτλος του. Εξάλλου η λογοτεχνία θα συνεχίσει να δουλεύει με τον τρόπο που δούλευε πάντα: υποχθόνια. Αν την παίρνεις εύκολα χαμπάρι, τότε μάλλον θέλει ακόμα αρκετή δουλίτσα! Το βιβλίο κυκλοφορεί από τους «Αντίποδες» σε μετάφραση Κώστα Σπαθαράκη. Ωραίο άνοιγμα του εκδοτικού σε κριτικά δοκίμια και αναλύσεις, το επικροτούμε και περιμένουμε την συνέχεια. Ας σπάσουν και κάποιες συμβάσεις τον εκδοτικό χώρο, δεν χάθηκε κι ο κόσμος.  
 
[…] «Όλοι μας έχουμε διαβάσει πολλά μυθιστορήματα στα οποία ο μηχανισμός των συμβάσεων είναι τόσο σκουριασμένος που τελικά τίποτα δεν κινείται. Γιατί, αναρωτιόμαστε, οι άνθρωποι πρέπει να μιλάνε εντός εισαγωγικών; Γιατί μιλούν σε διαλογικές σκηνές; Γιατί τόση «σύγκρουση»; Γιατί οι άνθρωποι μπαίνουν και βγαίνουν από δωμάτια ή αφήνουν το ποτό τους ή παίζουν με το φαγητό τους όσο σκέφτονται κάτι άλλο; Γιατί έχουν πάντα παράνομες σχέσεις; Γιατί υπάρχει πάντα ένας ηλικιωμένος επιζών του Ολοκαυτώματος σε αυτά τα βιβλία; Και σας ικετεύω, ό,τι κι αν κάνετε, μην αναφέρετε την αιμομειξία…»  
 
Υ.Γ. 2666   Χαιρετώ σας αδέρφια, σας αγαπώ. 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!