Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Mission impossible


 
Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με αοριστίες».  
 
Το δοκίμιο του Ορτέγκα υ Γκασσέτ «Η αποστολή του βιβλιοθηκάριου» δεν είναι καθόλου μονοποικιλιακό όπως μπορεί να υποθέσει κάποιος με μια γρήγορη ματιά∙ αντιθέτως οι γεύσεις που αφήνει στο μυαλό είναι πολλές, διαφορετικές και έντονες. Χρησιμοποιεί τα βιβλία, ένα αγαπημένο αντικείμενο του ίνσταγκραμ, και τους βιβλιοθηκονόμους, ένα αγαπημένο αντικείμενο (μη συζήτησης) του Υπουργείου Παιδείας, για να μιλήσει για θέματα πιο βαθιά και ανθρώπινα, πάνω απ’ όλα είναι ένας συναρπαστικός στοχαστής που ξέρει τουλάχιστον να μιλάει κατανοητά – μην τον αποκαλέσετε φιλόσοφο, σας παρακαλώ, θα αρχίσει τις αρλούμπες. Ας γυρίσουμε λίγο στα χωρίς κάρτα αλλαγής μαθητικά χρόνια, κάπου εκεί πριν από τις Πανελλήνιες και στο μάθημα του επαγγελματικού προσανατολισμού (που με απλά λόγια σημαίνει, σε όποια κατεύθυνση και αν κοιτάξεις θα πληρώνεσαι με 3,14 ευρώ/ώρα… π… το λένε κάποιοι ειδικοί!), τότε που τα παιδιά δεν έχουν ιδέα τι θα κάνουν με την ζωή τους. Ποια είναι η αποστολή κάθε ανθρώπου; Σίγουρα όχι να σπουδάσει βιβλιοθηκονομία, σας το λέω ειλικρινά με την όποια ωριμότητα έχω αποκτήσει. Ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ εντοπίζει μία αποστολή σε κάθε άνθρωπο, αυτό που νιώθει ότι πρέπει να κάνει, ο ίδιος, χωρίς εξωτερικές δυνάμεις. Σαφώς και σε νεαρή ηλικία οι προσωπικές αποστολές διαδέχονται η μία την άλλη, αποτελεί ίδιον της νεότητας – εδώ ο Τομ Κρουζ στα 60 του και έχει κάνει ήδη 7 επικίνδυνες αποστολές. Διαβάζοντας αυτές τις πρώτες σκέψεις του συγγραφέα, σκέφτηκα πόσο ωραίο θα ήταν να μπουν μερικά αποσπάσματα από αυτό το θαυμάσιο δοκίμιο σε κάποιο μελλοντικό μάθημα Έκθεσης στις Πανελλήνιες. Κάτι που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τρώει όλα τα παιδιά∙ όχι θέματα για την κλιματική αλλαγή και  άλλες μαλακίες. Τις ουσιώδεις αλλαγές, εξάλλου, τις βιώνουν εντός τους.  
 
Αυτές λοιπόν οι προσωπικές αποστολές άνθιζαν και μαραίνονταν μαζί με τον κάτοχό τους, χωρίς να αποτελούν λίπασμα για κανέναν, πριν τουλάχιστον η κοινωνία ρίξει ένα ευρύτερο βλέμμα στα χωράφια της και ξεχωρίσει κάποιους σπόρους. Όταν το προσωπικό καθήκον μετατράπηκε σε κοινωνική ανάγκη, αναδύθηκε δειλά και η αποστολή του βιβλιοθηκάριου. Και τελευταίο και καταϊδρωμένο το κράτος ήρθε να την επικυρώσει.  
 
[…] «Εάν εφαρμόσουμε αυτό το αξίωμα στο ζήτημα που μας απασχολεί, προκύπτει ότι ένα επάγγελμα δεν γίνεται επίσημο, δεν προσλαμβάνει εγκυρότητα από το Κράτος, παρά μόνο την στιγμή κατά την οποία η συλλογική ανάγκη που αυτό εξυπηρετεί εντείνεται ιδιαίτερα, οπότε και δεν γίνεται πλέον αντιληπτή ως απλή ανάγκη, αλλά ως οξύτατη, επείγουσα ανάγκη. Το Κράτος δεν δέχεται στην επικράτειά του «περιττές» ενασχολήσεις. Η κοινωνία αισθάνεται, ανά πάσα στιγμή, ότι πρέπει να κάνει πολλά πράγματα, αλλά το Κράτος φροντίζει να μην παρεμβαίνει παρά μόνο σε εκείνα που φαίνεται ότι πρέπει απαραιτήτως να γίνουν».  
 
Ίσως αυτό να εξηγεί και την τωρινή απραξία του κράτους απέναντι στους βιβλιοθηκονόμους. Δεν αποτελεί πλέον επείγουσα ανάγκη, και για την κοινωνία μετά βίας θα λέγαμε αποτελεί ανάγκη. Εξηγεί και ο Γκασσέτ στη συνέχεια του δοκιμίου του αυτή την σταδιακή αποκήρυξη της κοινωνίας για την ανάγκη των βιβλιοθηκονόμων∙ και οι στοχασμοί του, να φανταστείτε, σταματούν στο 1935. Αν ζούσε τώρα, θα έφριττε απολύτως. Ευτυχώς, τις σκέψεις του τις συνεχίζει εξίσου απολαυστικά ο Δημήτρης Μαρκόπουλος στο επίμετρό του. Οι βιβλιοθηκονόμοι ξεπηδούν κάπου στην Αναγέννηση, λίγο πριν την εφεύρεση της τυπογραφίας (η οποία ήταν επίσης έντονη κοινωνική ανάγκη), όπου γίνεται αισθητή η ανάγκη για συστηματοποίηση της γνώσης, ώστε οι άνθρωποι να μην ξεκινούν συνεχώς από το μηδέν. Η αποστολή τους εστιάζει κυρίως στην επιστημονική γνώση αλλά δεν θα αργήσει να λάβει εκτεταμένες ιδιότητες. Πιο μετά, στον 19ο αιώνα, η κοινωνική ανάγκη αρχίζει να αποκτά αρνητικό πρόσημο (όπου λίγο πολύ καταλήγει κάθε πρόοδος των ανθρώπων) και να επέρχεται ένας κορεσμός μιας και οι άνθρωποι συνήθισαν να γράφουν πια και για πράγματα που δεν αξίζει να ειπωθούν (οποιαδήποτε ομοιότητα με καταστάσεις και πρόσωπα της πραγματικότητας ΈΧΕΙ άμεση σχέση). Και σε εκείνο το σημείο, ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ προτείνει στους βιβλιοθηκονόμους μια νέα αποστολή. Θα σας αφήσω με την απορία για το αν τελικά ευοδώθηκε. Τέτοιος είμαι!  
 
[…] «Η υπερεπάρκεια βιβλίων και η ανεπάρκεια του περιεχομένου τους έχουν κοινή προέλευση: το γεγονός ότι η παραγωγή πραγματοποιείται χωρίς να υπακούει σε κάποιον σχεδιασμό, αφημένη, σχεδόν πάντα, στην απόλυτη τύχη».  
 
Το καταπληκτικό αυτό δοκίμιο του Ορτέγκα υ Γκασσέτ μπορεί να «εκφωνήθηκε ως εναρκτήριος λόγος στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Βιβλιοθηκάριων της International Federation of Library Associations and Institutions (IFLA)» αλλά μην το φοβάστε. Μεταξύ άλλων καταπληκτικών, αποδεικνύει άθελά του ας πούμε, και γιατί το φλύαρο δοκίμιο της Ιρένε Βαγιέχο είναι όντως τόσο φλύαρο και κακοεπεξεργασμένο, όταν μέσα σε λίγες συγκροτημένες σελίδες μπορείς να εκθέσεις υπέροχες και καλοσχηματισμένες σκέψεις για αυτόν τον συναρπαστικό κόσμο που είναι ο λεγόμενος κόσμος του βιβλίου. Η καλή μετάφραση όπως και ο πρόλογος είναι της Δήμητρας Παπαβασιλείου. Η έκδοση με το ωραίο εξώφυλλο είναι από τις εκδόσεις «Μάγμα» που πάντα προσφέρουν βιβλία τα οποία δεν σου επιτρέπουν να πεις, «Τι βλακεία ήταν αυτό που διάβασα τώρα;». Και αυτό είναι μια νίκη. Ο Ορτέγκα υ Γκασσέτ θα χαμογελούσε. Το ίδιο κάνει και ένας άνεργος βιβλιοθηκονόμος.  
 
«Ιδού η απαρχή του βιβλίου ως γνήσιας ζωντανής λειτουργίας: το γεγονός ότι, εν δυνάμει, λέει εσαεί αυτά που πρέπει να ειπωθούν.»

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!