Απ'
όλα τα λογοτεχνικά ρεύματα που γνωρίζω,
ή έστω αναγνωρίζω δειλά δειλά καθώς
διαβάζω όλο και περισσότερα βιβλία,
εκείνο που τέρπει και παράλληλα βασανίζει
την ψυχή μου όσο όλα τα υπόλοιπα μαζί,
είναι ο λεγόμενος μοντερνισμός των
αρχών του περασμένου αιώνα, με κύριο
εκφραστή τον Τζέημς Τζόυς. Σπουδαία τα
οφέλη του μοντερνισμού στην παγκόσμια
λογοτεχνία, δεν το αμφισβητούν αυτό
παρά ελάχιστοι. Εκείνο όμως που
εντυπωσιάζει πολλούς και τρομάζει
κάποιους άλλους, είναι η χρήση της
γλώσσας.
Η
γλώσσα είναι εξαιρετικά εύπλαστο
εργαλείο – σαν χρωματιστή πλαστελίνη.
Μπορείς να την πλάθεις για ώρα μέσα στα
χέρια σου, για να την ζεστάνεις και να
την μετατρέψεις σε λεπτές και μακριές
λωρίδες ή να την στύβεις στην παλάμη
σου με επιμονή, αυξάνοντας την πυκνότητά
της αλλά αφαιρώντας της το σχήμα˙ τα αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις,
μπορούν να είναι εντυπωσιακά.
Ανέκαθεν
με γοήτευε η γλώσσα. Στο σχολείο, αγαπούσα
την ορθογραφία, την γραμματική και το
συντακτικό. Μου άρεσε η έκθεση, αν και
ταλαιπωρήθηκα για να την διδαχθώ. Εκείνο
το παιδικό “Σκέφτομαι και γράφω” ήταν
μια συνεχής – τώρα το συλλογιέμαι! –
άσκηση μαθητείας, ένα μάθημα που με
χαροποιεί που το πέρασα με επιτυχία,
την στιγμή που πολλοί γύρω μου δεν
μπορούν να γράψουν, και ίσως ούτε καν
να σκεφτούν! Στην Αντιγόνη δεν με τραβούσε
η ιστορία της αλλά, οι ασκήσεις/γυμνάσια
που υπέβαλε ο καθηγητής στους μαθητές
του. Είχα γίνει ειδικός στο να εντοπίζω
το απαρέμφατο στο πρωτότυπο κείμενο!
Με
τον καιρό άρχισα να αποβάλλω εκείνη την
μηχανιστική απεικόνιση της γλώσσας
(μετά βίας μπορώ να αναφέρω με σιγουριά
τρία επιρρήματα ή να απαριθμήσω τις
υποκατηγορίες των αντωνυμιών) και στην
θέση της να υιοθετώ μια πιο σφαιρική
αντίληψη˙ έμαθα να οδηγώ
άλλα ξέχασα σχεδόν ολοκληρωτικά τις
λειτουργίες του κινητήρα. Εντόπιζα με
ευκολία τα λάθη στην (αν)ορθογραφία των
άλλων αλλά δεν μπορούσα να αιτιολογήσω
γιατί έπρεπε να προτιμηθεί το τάδε
φωνήεν και όχι το δείνα. Άκουγα φράσεις
όπου το συντακτικό φυτοζωούσε μέσα στα
στόματά τους και δεν τολμούσα να επέμβω
μήπως και φανώ αγενής, παρά το άφηνα να
πεθάνει, εντείνοντας έτσι την στοματική
κακοσμία. Θυμάμαι μια φορά, σε μια
συζήτηση με την παρέα μου είχα
χρησιμοποιήσει την λέξη “εξ ημισείας”
αντί του φτωχότερου και πιο κοινού,“μισό-μισό”
ή στην “μέση”. Είχε γίνει το πείραγμα
του καλοκαιριού! Δεν ήταν μια άσκοπη
επίδειξη εξεζητημένου λόγου από μέρους
μου, απλώς ήθελα να δω πώς ηχούν διάφορες
λέξεις μέσα στις φράσεις, πού θα ήταν
περισσότερο ταιριαστές και πόσο
αναδεικνύουν την δύναμη αυτού που
λέγεται. Με λίγα λόγια, άρχισα να κάνω
μία διαισθητική χρήση της γλώσσας μου
που πολλαπλασιάστηκε μέσω της ανάγνωσης
και των νέων τρόπων έκφρασης που εκείνη
κατά καιρούς μού πρόσφερε. Δεν γράφω
(και κυρίως δεν μιλώ) τέλεια, όμως έμαθα
να αυτοπροσδιορίζομαι μέσω της γλώσσας
και να προσπαθώ να μάθω καλύτερα τον
εαυτό μου, αν εγώ είμαι η γλώσσα μου δεν
θέλω σε καμιά περίπτωση να νιώθω φτωχός
και ανεπαρκής.
Με
μια τέτοια “ασθένεια” να τρώει τις
σάρκες μου, είναι εύλογο πως όταν
συνάντησα πρώτη φορά την ιάσιμη γλώσσα
του Τζέημς Τζόυς, έκλαψα από ευγνωμοσύνη.
Ο Τζόυς έφτιαχνε σχήματα με την πλαστελίνη,
συμπαγή και πυκνά, κάνοντας μερικές
μικροσκοπικές χαρακιές και κοιλότητες
μ' ένα αιχμηρό μαχαίρι, ίσα ίσα για να
προσδώσει ένα σχήμα και όταν ρωτούσε
τους οικείους του, “Κοιτάξτε τι έφτιαξα!”,
εκείνοι κουνούσαν συγκαταβατικά το
κεφάλι τους και απαντούσαν, “Μπράβο Τζιμ!
Είναι πολύ ωραίο!”, χωρίς να ξέρουν αν
είναι όντως ωραίο ή έστω αν είναι κάτι!
Η
γλώσσα του πέρασε από πολλά στάδια μέσα
από τα έργα του για να καταλήξει (πολλοί
κακεντρεχείς ίσως αντιλαμβάνονται την
λέξη “καταλήξει” με την έννοια του
“πεθάνει”!) στο παραληρηματικό και
ακατανόητο Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν.
Πριν φθάσει ως εκεί όμως, έκανε μια στάση
στο Κονάκι του Φιν, το οποίο “είναι
και δεν είναι ο κόσμος της Αγρύπνιας
των Φίννεγκαν”. Τα κείμενα που
συγκεντρώνονται σε αυτό το βιβλίο είναι
μερικά μικρά έπη/θρύλοι της Ιρλανδίας,
με έκταση όχι μεγαλύτερη από τρεις
σελίδες το καθένα, “που εστιάζουν στις
ιστορικές ή μυθολογικές στιγμές οι
οποίες διαμόρφωσαν την Ιρλανδία”. Τα
κείμενα αυτά βρέθηκαν ανάμεσα στα
χειρόγραφα του Τζόυς, αλλά επειδή ήταν
ανάκατα (και όχι εμφανώς ξεχωρισμένα)
με τα χιλιάδες χειρόγραφα της Αγρύπνιας
και επειδή κάποια κομμάτια του κειμένου
του Φιν χρησιμοποιήθηκαν από τον Τζόυς
σε μερικά όψιμα κεφάλαια της Αγρύπνιας,
θεωρήθηκε λανθασμένα ότι το Κονάκι του
Φιν αποτελεί τις πρώιμες γραφές της
Αγρύπνιας. “Το Κονάκι του Φιν – ένα
μέρος όπου κόσμος πάει κι έρχεται –
γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στον Οδυσσέα
και την Αγρύπνια των Φίννεγκαν. Το Κονάκι
του Φιν είναι ολοκληρωμένο έργο από
μόνο του και συνάμα μια θαυμάσια, κωμική
και ευκολοδιάβαστη εισαγωγή στα κομβικά
θέματα και στους χαρακτήρες του διαβόητου
δύσκολου μεταγενέστερου έργου”.
“Κυρά,
ήταν ανείπωτα θεσπέσια η όλη εκείνη
αίσθηση. Η θάλασσα, με μια όμορφη απόχρωση
με τα καλύτερα θέλγητρα της φύσης
κοσμημένη, με τα κύματά της τα καλότροπα
(κι όλα τα κακότροπα τα λερά τ' απαίσια
και τα τραχιά από του Μπέλφαστ και του
Λάγκαν Λαφ τη γειτονιά δεόντως κλειδωμένα
σ' έναν περιστεριώνα) κι έμοιαζαν
πανέμορφα μες στης νυχτιάς τη μέση κι
αυτός να είναι όσο πιο εμφατικά γινόταν
ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη
θέση και οι καιρικές συνθήκες άλλο να
μην είναι δυνατόν να βελτιωθούν. Εύγε
και πάλι εύγε στη θάλασσα την ωραία. Ο
ρόλος όλος τη θέλει μέλι να κυλάει να
φιλάει να λαλάει στον διόλου κενό ολοένα
καινό ωκεανό. Να σου κόβει την ανάσα η
ομορφιά της, της Ιρλανδίας η πιο εύμορφη,
κι όλο να κοιτάζει από εκείνο το ύψος
της μιας γιάρδας εκατοντριανταδύο
γραμμές οι βαθιασθάλασσας ματάκηδες
κοίταζαν Ω κοιταζαντρελαμενοικοίταζαν
βαθιά μες στα βαθυγάλαζα ωκεάνιά της
μάτια.”
Αυτή
η γλώσσα είναι άκρως ποιητική και
αναγνωστικά ελκυστική. Εκείνο που
εντυπωσιάζει στο μικρό αυτό βιβλιαράκι,
πέρα από το ίδια τα κείμενα του Τζόυς,
τον πρόλογο του Danis Rose, την εξαίρετη
μετάφραση και το απολαυστικότατο
επίμετρο του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη,
είναι η εισαγωγή του γνωστού Ιρλανδού
ποιητή Seamus Deane, στην οποία για κάθε
κειμενάκι του Τζόυς προσπαθεί να μας
αποκαλύψει τις συνδέσεις με τα ιστορικά
ή μυθικά πρόσωπα της Ιρλανδίας. Είναι
εκπληκτικό πόση Ιρλανδική ιστορία
χωράει σε μόλις δύο σελίδες γραπτού
λόγου! Βέβαια, αυτή η προσπάθεια
αποκωδικοποίησης (μάλιστα, για τον
Οδυσσέα “ένας κάποιος παράφρων
γραφειοκράτης θα πει ότι ήταν ένας
κώδικας για να επικοινωνεί ο Τζόυς με
τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες!”)
κινείται στα χωράφια της λογοτεχνικής
κριτικής και της φιλολογικής μελέτης.
Για μένα απομένει μόνο η γλώσσα, αυτή
που αναζητούσα από την αρχή.
Συνήθως,
όταν μιλάμε για την γλώσσα ενός συγγραφέα,
εννοούμε το προσωπικό του ύφος, τον
τρόπο που την χρησιμοποιεί για να παράγει
συγκεκριμένα αποτελέσματα. Εκείνοι
όμως, που μέσα στο λογοτεχνικό τους
σύμπαν επινόησαν μια καινούρια γλώσσα,
είτε με μεγάλη είτε με μικρή επιτυχία,
με γεμίζουν με απέραντη ευχαρίστηση
και γλωσσικές γνώσεις που δε θα μπορούσα
ποτέ να φανταστώ (αφού τις φαντάστηκε
πρώτος κάποιος άλλος!!). Αν, λοιπόν,
κάποιος περηφανευτεί ότι μιλάει πολλές
ξένες γλώσσες, απαντήστε πως και εσείς
μιλάτε αρκετές γλώσσες, ότι μιλάτε με
μεγάλη επάρκεια γλίγλικα, ότι όταν είστε
πολύ κουρασμένοι αφήνεστε στην διάλεκτο
των wakish ή τουλάχιστον, μπορείτε να
συνεννοηθείτε αν συναντήσετε κάπου
έναν Χούυμνο.
Ο
Τζόυς στην μετάφραση χάνει πολύ,
υποψιαζόμαστε όλοι μας που γνωρίζουμε
τι και πώς περίπου το γράφει. Ωστόσο, η
προσπάθεια μετάφρασής του παραμένει
αξιοθαύμαστη πράξη και εμένα με βρίσκει
συμπαραστάτη της. Η πρώτη ελληνική
μετάφραση της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν
έγινε πρόσφατα από τον Ελευθέριο
Ανευλαβή, τον γιατρό που είχε γίνει
γνωστός για την αθυροστομία του μέσα
από τις εκπομπές του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου.
Ένας γιατρός που, μάλλον δεν επιθυμεί
να δρέψει δάφνες μεταφραστικής δεινότητας,
αποφασίζει να μεταφράσει αυτό το βιβλίο
του Τζόυς, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει
την μεγάλη αγάπη που τρέφει για τον
συγγραφέα και το συγγραφικό του έργο.
Κάποια στιγμή, όταν μαζέψω τα απαιτούμενα
λεφτά, θα αγοράσω (και ίσως προσπαθήσω
να διαβάσω!) την Αγρύπνια των Φίννεγκαν.
Μέχρι τότε όμως, ευγνωμονώ εκείνον που
πραγμάτωσε τη δυνατότητα να το διαβάσω
στην γλώσσα μου!
Στο
αυτί του βιβλίου του Φίλιπ Ντικ, ο
Άνθρωπος στο ψηλό κάστρο, στα λίγα
βιογραφικά που αναφέρει, λέει επίσης
ότι ο Ντικ έτρεφε μια λατρεία για την
Αγρύπνια των Φίννεγκαν του Τζόυς και
το διάβαζε κάθε τόσο (ή κάπως έτσι τέλος
πάντων). Αυτή η ξεχωριστή μνεία, με έκανε
να φανταστώ ότι η Αγρύπνια, που αν ψάχνεις
μια γενική περίληψή της, θα λέγαμε πως
είναι η καταγραφή της γλώσσας των
ονείρων, με αυτό κατά νου λοιπόν,
φαντάστηκα ότι οι αλλεπάλληλες αναγνώσεις
της Αγρύπνιας πυροδότησαν την φαντασία
του Ντίκ με όλα τα γνωστά θαύματα που
εκείνη γέννησε πάνω στο χαρτί!
Το
τέλος ετούτης της μεγάλης ανάρτησης ας
ταυτιστεί με το τέλος της κηδείας του
Τζόυς, εκεί όπου “ένας Βρετανός υπουργός
είπε ότι η Ιρλανδία θα εκδικείται εις
το διηνεκές την Αγγλία γεννώντας
μεγαλοφυείς συγγραφείς που παράγουν
λογοτεχνικά αριστουργήματα”. Αν κρίνω
από τους Όσκαρ Ουάιλντ, Τζέημς Τζόυς,
Σάμουελ Μπέκετ, Λώρενς Στερν, Τζόναθαν
Σουίφτ, που τους αγαπώ πολύ και τους
θεωρώ κορυφαίους, τότε δεν μου περισσεύουν
και πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλω.
*
Δανείστηκα τον τίτλο του επιμέτρου του
Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη γιατί μου
άρεσε πολύ!
Υ.Γ. 2666 Καθένας χρειάζεται έναν πνευματικό ήρωα! Ποιος είναι ο δικός σας;
-Αγκαλιάζεις τις λέξεις...
ΑπάντησηΔιαγραφή-Εδώ και καιρό πια δεν κοιμάμαι με τις λέξεις.
Συνεχίζω να τις χρησιμοποιώ,
όπως κι εσύ και όλοι,
αλλά τις βουρτσίζω επιμελώς πριν τις φορέσω...
XOYΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ, ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ (σελ.136)
Η αλήθεια είναι πως σ’ ένα διάλογο μπαίνει κανείς όπως σε μια καφετέρια ή σε μια εφημερίδα, ανοίγει το στόμα του ή την πόρτα ή τη σελίδα δίχως ν’ ανησυχεί γι’ αυτό που πρόκειται να έρθει.
ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ
Σαν να λέμε ότι ο Κορτάσαρ είναι ο πνευματικός σας ήρωας ή τα αναφέρετε αυτά για τη συνάφεια που έχουν με τη εν γένει χρήση της γλώσσας που αναφέρω στην ανάρτηση;
ΔιαγραφήΓιατί αν όντως είναι ο ήρωάς σας, να με συγχωρείτε αλλά ο δικός μου ήρωας τον κατατροπώνει!! :-)
Ο Κορτάσαρ θα μπορούσε να είναι ο πνευματικός μου ήρωας, μαζί με άλλους, μέσα στους οποίους πρωτεύουσα θέση κατέχει ο Καμύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ μίστερ Τζόυς δεν ανήκει στους αγαπημένους μου. Υπάρχει κάτι που μ' ενοχλεί στη γραφή του. Ίσως η αφόρητη οίηση που διακρίνω κάτω από τις γραμμές. Και δεν νιώθω να κατατροπώνει κανέναν από τους αγαπημένους μου. Αλλά επειδή εδώ τα παιδία παίζει με τις λέξεις και τη γλώσσα, σας αφήνω να ικανοποιείστε πιστεύοντας στην υπεροχή του ήρωά σας.☺
Σωστά καταλάβατε. Για τη συνάφεια με τη χρήση της γλώσσας το είπα. Προς τούτο και ο Βρεττάκος.
Η γλώσσα και το προσκλητήριο
Και μέσα στο τίποτα, υπάρχει μια γλώσσα,
Περισσεύει το φως και μέσα στο τίποτα
και ρέει προς τα έξω. Περνά στην καρδιά μου,
φλεβίζει στο χέρι μου, ζητά να το ειπώ,
να το γράψω,
Αλλά πώς:
Δε βρίσκω τις λέξεις γιατ’ είν’ απ’ του κόσμου
τον πλούτο πιο λίγες. Πιο λίγες απ’ τα
γεγονότα της άνοιξης. Προσπαθώ, συμμετέχω,
επιμένοντας μ’ όλα τα δάκρυα μου, μ’ όλους
των φλεβών μου τους χτύπους. Προσπαθώ ν’ αποχτήσω
μια επαφή με το φως, μ’ αυτές τις αμέτρητες
λέξεις που λάμπουν, μια επαφή με τη γλώσσα
που θάγραφα ένα προσκλητήριο, σαν την ανατολή του ηλίου:
Με στίχους αχτίνες.
Με στίχους σπαθιά. Με στίχους αγάπη
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Λίγα τα λόγια σας για τον ήρωά μου!! Βέβαια, οι σύγχρονες τάσεις επιβάλλουν την συνεργασία των ηρώων για καλύτερα αποτελέσματα... υπάρχουν κάτι παιδικά, "Η Λεγεώνα των Υπερηρώων", και κάτι χολυγουντιανές ταινίες που τους μπλέκουν όλους μαζί και γεμίζει ο κόσμος ηρωοσύνη! Άρα, φέρτε και τους δικούς σας, δεν υπάρχει θέμα!
ΔιαγραφήΕυχαριστώ για το ποίημα. Θαυμάσιο!