Νιώθω ότι πρέπει να υπερασπιστώ με κάποιον τρόπο την λογοτεχνική αξία των βιβλίων του Ρομπέρτο Σαβιάνο. Το βιβλίο του “Γόμμορα” ξεκινάει με την εξής εικόνα: Το κοντέινερ ταλαντευόταν καθώς ο γερανός το μετέφερε στο πλοίο. Λες κι επέπλεε στον αέρα, το σπρίντερ, ο μηχανισμός που γαντζώνει το κοντέινερ στο γερανό, δεν κατάφερνε να δαμάσει την κίνηση. Οι πρόχειρα κλεισμένες πόρτες άνοιξαν ξαφνικά και δεκάδες σώματα άρχισαν να πέφτουν σαν βροχή. Έμοιαζαν με κούκλες. Στο έδαφος όμως τα κεφάλια συντρίβονταν σαν να ήταν αληθινά κρανία. Και ήταν πράγματι κρανία. Απ' το κοντέινερ έβγαιναν άντρες και γυναίκες. Ακόμη και παιδιά. Νεκροί. Παγωμένοι, στοιβαγμένοι, ο ένας πάνω στον άλλο. Στη σειρά, στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες στο κουτί. Ήταν οι Κινέζοι που δεν πεθαίνουν ποτέ. Οι αθάνατοι που περνούν τα χαρτιά ο ένας στον άλλον.
«Να ονομάσω την άποψη ετούτη σοφή ή ανόητη; αν είναι πράγματι σοφή, έχει κάτι που φαίνεται ανόητο, αν είναι πράγματι ανόητη, τότε φαίνεται να έχει κάποια λογική». -- Μόμπι Ντικ