Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Social network

  «Όοοολαα, θέλω να τα ξέρω όλα, όχι επειδή είμαι κουτσομπόλα» τραγουδούσε η Παναγιωτοπούλου και μας θυμίζει ότι το κουτσομπολιό δεν είναι προνόμιο του χωριού πια, δεν έχει καν την πρωτοκαθεδρία εδώ που τα λέμε – εξάλλου ποιο χωριό έχει έξι πατώματα, ζήτημα να έχει έξι κατοίκους. Εμάς όμως δεν μας ενδιαφέρει τόσο η ζωή μέσα στα κτήρια – για αυτό, υπάρχει το facebook και τα τοιαύτα, ξεκατινιαζόσαστε μια χαρά και μόνοι σας, χωρίς εξωτερική υποστήριξη – αλλά περισσότερο η ζωή ανάμεσα στα κτήρια . Η εθνική μας κουτσομπόλα Τατιάνα, επι-μένοντας στα προάστια, αυτές τις άνευρες και κατά περιπτώσεις νεκρές ζώνες κατοικιών, χάνει πολύ υλικό το οποίο αναλαμβάνουν απρόθυμα να αναπληρώσουν διάφοροι παρατρεχάμενοι υφιστάμενοι που ζουν για τρεις και εξήντα σε κάτι χαμόσπιτα πολυσύχναστων συνοικιών. «Οι ζωντανές πόλεις, επομένως, δηλαδή εκείνες στις οποίες οι άνθρωποι μπορούν να αλληλεπιδρούν ο ένας με τον άλλο, είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσες επειδή είναι πλούσιες σε εμπειρίες, σε αντίθεση με τις πόλε

Τελειωμένοι

    Είμαστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλον. Τέλος. Αυτά στην αρχή, βέβαια. Γιατί μετά, ανάθεμα την ώρα που βρέθηκες μπροστά μου. Αυτή η σχέση των σχέσεων όμως, μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί και στα βιβλία. Μόνο που σε μένα λειτούργησε αντίστροφα· ανάθεμα την ώρα που βρέθηκε μπροστά μου, είπα για αυτό το βιβλίο, μου το δάνεισαν επειδή δεν άρεσε (ωραίο προμόσιον), ήθελα από την άλλη να δω και την ταινία του Κάουφμαν , ας πάει στα κομμάτια, θα το ξεκινήσω, με την σκέψη ήδη από την αρχή να βάλω ένα τέλος όταν δω ότι δεν τραβάει το πράγμα. Αλλά, γαμώτο, τραβούσε. Για ελάχιστους αναγνώστες αυτό θα είναι το βιβλίο της ζωής τους, σύμφωνοι. Κι όμως. «Είναι εντυπωσιακό. Όταν βλέπεις κάποιον με τους γονείς του, αποδεικνύεται απτά ότι όλοι είμαστε αποτέλεσμα σύνθεσης» . Όπως ακριβώς και τα αξιανάγνωστα βιβλία, τα συγγραφικά παιδιά των δημιουργών τους – ξεράστε με την ησυχία σας και ελάτε πίσω. Μείνετέ μου πιστοί! Σας αγαπώ !

Εγώ σε λέω αγάπη

  Οι πιο συνηθισμένοι απατεώνες στην Ελλάδα συνήθως ενδύονται τους υδραυλικούς που ζητάνε 55 ευρώ για μια τρόμπα στο καζανάκι και δεν μπορείς και να τους πεις «Χέσε με ρε μάστορα» γιατί μετά πώς θα τραβήξεις καζανάκι; Στη λογοτεχνία από την άλλη, το να χαρακτηρίσεις για οποιονδήποτε λόγο τον Χέρμαν Μέλβιλ απάτη , το κάνεις μόνο αν εξυπηρετεί την πλοκή! «Γιατί οι πιο τερατώδεις απ’ όλους τους υποκριτές είναι αυτοί ακριβώς οι κερδοσκόποι: υποκριτές δι’ αντιστροφής της πραγματικότητας· υποκριτές στην παρουσίαση των πραγμάτων ως σκοτεινών αντί φωτεινών· ψυχές που ευημερούν χρησιμοποιώντας όχι τη δυστυχία, αλλά το μύθευμα της δυστυχίας· δάσκαλοι της αισχρής τέχνης τού να κατασκευάζεις δυστυχία· κίβδηλοι Ιερεμίες· νόθοι Ηράκλειτοι που, μόλις η πένθιμη μέρα περάσει, επιστρέφουν, σαν απατηλοί Λάζαροι ανάμεσα στους επαίτες, για να ευφρανθούν με τα κέρδη που απέκτησαν από τα προσποιητά έλκη της κεφαλής τους – φαύλοι κερδοσκόποι!» . Θα με αναγκάσετε να κατέβω πορεία στον Λευκό Πύργο όλοι εσείς πο

Τι όργιο είσαι συ;

  Οργιάζουν οι φήμες ότι δεν μπορώ να τελειώσω τον «Μεγάλο απατεώνα» του Χέρμαν Μέλβιλ παρά τον χαμό που έκανα μέχρι να βγει αλλά δεν είναι αλήθεια. Η πλοκή του είναι πολύπλοκη (see what I did there?), η δουλειά πολύπλοκη, η ζωή πολύπλοκη – μόνο ο ιός είναι απλή… γρίπη. Κοντοζυγώνω όμως, λίγη υπομονή, μην πιστεύετε στα fake news· τουλάχιστον όχι σε εκείνα που δεν αξίζουν τον κόπο! Το βιβλίο του Φάντε ήταν το δώρο μιας φίλης για ένα λειψό γεύμα που πληρώσαμε χρυσάφι. Το διάβασα βουλιμικά με την επιθυμία να αποδειχθεί το γλυκό που θα καλύψει ομοιόμορφα όλη την πίκρα. Μήπως όμως λειτούργησε τελικά, ως ένα ορεκτικό, λειψό και αυτό, που άργησε να σερβιριστεί;

Ορατή λογοτεχνία

  Ίσως και θεόρατη, γιατί όχι; Εκκινώντας από τις «Αόρατες Πόλεις» – βιβλίο που ψιλοβαριέμαι και έχω παρατήσει δις, συγγνώμη Καλβίνο – και συγκεκριμένα τη Διομίρα , περιμένοντας και στο ΚΤΕΛ κανένα μισάωρο γιατί ο οδηγός είχε πεταχτεί για καφέ, ο Σπύρος Γλύκας ξεκινάει το ταξίδι εντός και εκτός των ορίων της επιστημονικής φαντασίας. «Του φαινόταν αστείο αλλά και συνάμα τραγικό ότι πέντε οικογένειες – πόσα άτομα άραγε να τις αποτελούν, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μακρινών συγγενών τους; – ευθύνονταν ουσιαστικά για τη μερική καταστροφή της Γης πριν από δυόμιση αιώνες. Κι αυτές οι ίδιες ήταν εκείνες που έβαλαν τα θεμέλια για την ανασυγκρότηση των πάντων, για να φτάσουμε σήμερα σε έναν πλανήτη με δεκατέσσερις επαρχίες και πρωτεύουσα τη μοναδική πόλη που παρέμενε εκτός θόλων. Σ’ αυτήν την πόλη βασίλευε ακόμα η οικογενειοκρατία» #Μαραμπού_δε_γμσαι; Όλες οι ουτοπίες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστοπία, όμως, είναι δυστοπία με τον δικό της μοναδικό τρόπο! 

ReJoyce

    Ακόμα δεν έχω απομυθοποιήσει τον Τζέημς Τζόυς, κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό, όλοι απομυθοποιούνται στο τέλος, και ο εαυτός μας μαζί – απλώς η σειρά απομυθοποίησης καθορίζει και την επιτυχή ή μη έκβαση του μυστήριου ετούτου πειράματος για το οποίο ελάχιστες οδηγίες χρήσεως έχουν γραφτεί· φρόντισε τουλάχιστον να απομυθοποιηθείς πρώτος, δες το και λίγο εγωιστικά! Έτσι, συνεχίζω να διαβάζω με ευχαρίστηση και θαυμασμό πράγματα για τον Τζόυς, συν τοις άλλοις επιμένω να αγαπώ την ιρλανδική και την ιταλική λογοτεχνία, μην με ρωτάτε τι και πώς, απλώς συμβαίνει· εξάλλου, Έλληνας είμαι, υπήρχε περίπτωση να μου αρέσει η ελληνική λογοτεχνία; «Οι Ιρλανδοί, καταδικασμένοι να εκφράζονται σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική τους, τη σφράγισαν με το πνεύμα τους και ανταγωνίστηκαν άλλες πολιτισμένες χώρες για τη δόξα. Αυτό ονομάστηκε τελικά αγγλική λογοτεχνία. Ο Σάμιουελ Μπέκετ, χρόνια αργότερα, υπήρξε ακόμη πιο εύγλωττος. Είπε ότι η Καθολική Εκκλησία και η αγγλική κυριαρχία “γαμήσανε τους Ιρλα