Ήρθα και γω λίγες μέρες στο παραθαλάσσιο χωριό μου και με περίμενε αυτό το όμορφο σημειωματάριο αγορασμένο από μία εβραϊκή συνοικία της Κρακοβίας. Μόλις το αντίκρισα άρχισαν να πλατσουρίζουν και κάποιες σκέψεις στις ακτές του μυαλού μου· γιατί δεν υπάρχει κανένας βυθός εκεί μέσα, σας διαβεβαιώνω. Με συναρπάζουν τα άγραφα σημειωματάρια κυρίως γιατί ενισχύουν την εγγενή μου αδυναμία να γράψω σε αυτά. Όταν τα βλέπω στην ολολευκή τους γεωμετρία αδυνατώ να πιστέψω ότι κάποια βρώμικα και στραβά λεκτικά μου σχήματα θα μπορούσαν να βρουν την θέση τους εκεί. Και έτσι τα αφήνω πάντα άγραφα. Είναι κάτι σαν άγραφος νόμος για μένα. Ποια Ελληνίδα μάνα θα έβγαζε το καλό σερβίτσιο αν δεν ήταν σημαντική γιορτή ή έστω Δεκαπενταύγουστος; Και ποιος γιος Ελληνίδας μάνας θα ζητούσε το πορσελάνινο φλιτζάνι για να πιει το διπλό εσπρέσο του ένα πρωινό μιας τυχαίας Δευτέρας;
«Να ονομάσω την άποψη ετούτη σοφή ή ανόητη; αν είναι πράγματι σοφή, έχει κάτι που φαίνεται ανόητο, αν είναι πράγματι ανόητη, τότε φαίνεται να έχει κάποια λογική». -- Μόμπι Ντικ