Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Λύκε, είσαι εδώ;

Περπατούσαμε εις τα δάση όταν ο λύκος δεν ήταν εδώ· τώρα που το κράτος επέβαλε καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας, η άλλοτε ζωή σαν παραμύθι έγινε ξαφνικά παραμύθι σαν ζωή : Η Κοκκινοσκουφίτσα θα πρέπει να λάβει ειδική άδεια για να επισκεφτεί τη γιαγιά της, ενώ οι εφτά Νάνοι, κρίνεται εξαιρετικά δύσκολο, να καταφέρουν να αθληθούν όλοι μαζί σε εξωτερικό χώρο. Όσο για τον Χάνσελ και την Γκρέτελ θα τους παραχωρηθεί εφάπαξ ειδική άδεια να επισκεφτούν τον φούρνο! «Στο μυαλό της Νόρας άστραψε η σκέψη: “Θεέ μου! Τα παιδιά ξέρουν κάτι που δεν μπορούν να εκφράσουν· τους αρέσει η Κοκκινοσκουφίτσα στο κρεβάτι μαζί με το λύκο!”» . Σε τέτοιες σκοτεινές καταστάσεις πρέπει να τα βρεις με τον εαυτό σου, διαβάζεις μόνο βιβλία που σε ανυψώνουν, είναι ακριβώς εκείνες οι στιγμές που σχεδόν όλοι δηλώνουν ότι ήρθε η στιγμή να διαβάσουν (ανεπιτυχώς, προφανώς!) τον «Οδυσσέα» του Τζόυς! Έλα όμως που σε τέτοιες δύσκολες στιγμές τα μόνα βιβλία που με παρηγορούν και με καθησυχάζουν είναι εκείνα του Τζόυς και τ

Απ’ όλα με ρώσικη

Ο Ναμπόκοφ μιλάει πάντα για λίγο απ’ όλα ακόμα και όταν φαίνεται ότι μιλάει μόνο και εμμονικά για τη λογοτεχνία. Παρόλα αυτά, μιλάει πάντα με την κομψή του αλαζονεία, με το απαράμιλλο στυλ του, με τον παιγνιώδη κυνισμό του, με τις οξυδερκείς αναλύσεις του. Μιλάει απολαυστικά για ιστορίες και μας δείχνει πώς αυτές μετατρέπονται μπροστά στα μάτια μας σε απολαυστικές ιστορίες! «Άλλωστε, η άποψη ότι τελικά η μαγεία που αποπνέει η μεγάλη λογοτεχνία πρέπει να αποσκοπεί στην απόλαυση του αναγνώστη ενισχύεται και από το ακόλουθο περιστατικό: Όταν τον Σεπτέμβριο του 1953, στο Cornell, ο Ναμπόκοφ ζήτησε από τους φοιτητές του να γράψουν σε μια κόλλα χαρτί γιατί είχαν επιλέξει το μάθημά του, με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσε ότι ένας φοιτητής είχε απαντήσει: “Επειδή μου αρέσουν οι ιστορίες”» . Φημολογείται ότι αυτός ο φοιτητής ήταν ο Τόμας Πύντσον! Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει αλλά μετά τον θάνατο του Πύντσον μπορώ να το κοινοποιήσω με άνεση ως αληθές, γιατί δείχνει πολύ κουλ (ο) στα κοινων

Η αισθητική του χιούμορ

Το νούμερο ένα στοιχείο που ψάχνουν όλοι στους άλλους, σε όλων των ειδών τις σχέσεις, είναι το χιούμορ. «Θέλω να με κάνει να γελάω», «Γελάω πολύ με αυτόν τον άνθρωπο», «Είναι απίστευτα αστείος», κλπ. Όταν όμως, σχετικά γρήγορα το χιούμορ εξαπλώνεται σαν ιός πάνω στις παθογένειες της κοινωνίας μας και του (μικρο)κόσμου μας, αμέσως χαρακτηρίζεται άρρωστο, φοράμε την μάσκα (της εκδίκησης) απέναντί του και αναφωνούμε: «Μαλάκα μου, είναι αστείο τώρα αυτό;», «Ο τύπος χρειάζεται άσυλο», «ΜΗΝΥΣΗ…!», κλπ. Το δικαίωμα να γελάς με κάτι είναι ακριβώς ισότιμο με το δικαίωμα να μην γελάς με κάτι. Είναι τόσο απλό – γλυτώνεις και τα έξοδα από τα παράβολα έτσι. Πότε λοιπόν το χιούμορ χάνει το χιούμορ του; Είναι θέμα αισθητικής; Μήπως είναι θέμα χρημάτων; Δεν έχω ιδέα και ούτε με νοιάζει κιόλας. Ξέρω μόνο ότι αν ο καθένας μου έδινε ένα ευρώ για κάθε φορά που τον έκανα να γελάσει, τώρα θα είχα τα λεφτά να ανταπεξέλθω σε όλες τις δικαστικές διαμάχες και θα μου έμεναν και ψιλά να σας κεράσω όλους προφ

Why so serious?

«Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι να πούνε» – στη μεγάλη λογοτεχνία, την επονομαζόμενη κλασική. Είχα καταλήξει ότι μάλλον δε θα διάβαζα ποτέ μου Βίκτορ Ουγκό. Λίγο οι βάναυσες παιδικές διασκευές των βιβλίων του (πώς εκφυλίζουν στα παιδικά/εφηβικά μας μάτια τέτοιους μεγαλειώδεις συγγραφείς, ποτέ δε θα μπορέσω να το χωνέψω), λίγο οι άθλιες εκδόσεις με τις άθλιες μεταφράσεις των «Αθλίων», λίγο η αβάσταχτη (για μένα) λυρικότητα της «Παναγίας των Παρισίων»… ε, δε θέλει και πολύ! Έλα όμως που ένα δοκίμιο για την ειρωνεία ( «Να είσαι εξωτερικά κωμικός και εσωτερικά τραγικός, δεν υπάρχει πιο ταπεινωτικός πόνος, δεν υπάρχει οργή πιο βαθιά» , ορίστε και ένας περιεκτικότατος ορισμός της ειρωνείας δια χειρός του ίδιου του Ουγκό) έπλεκε το εγκώμιο για το συνολικό έργο του και ειδικότερα για το βιβλίο του, με τον απίστευτο τίτλο, «Ο άνθρωπος που γελά». Πόσο μάλλον όταν στην πορεία ανακάλυψα εντελώς τυχαία – That’s Lifo! * – ότι από αυτό το συγκ

Ένας κόμπος η χαρά μου

Στην «Βιογραφία του Τζέημς Τζόυς» , ο βιογράφος του Ρίτσαρντ Έλμαν, παραθέτει ένα περιστατικό όπου η αγαπητή Μις Γουίβερ, φανατική αναγνώστριά του που πλήρωνε χοντρά (κυριολεκτικά) για να τα διαβάζει πρώτη, όταν έλαβε ένα απόσπασμα από τα αρχικά κεφάλαια του «Finnegans Wake», απάντησε στον Τζόυς προς απογοήτευση εκείνου, «δεν λαμβάνω καμία απόλαυση από τα προϊόντα ενός εργοστασίου παραγωγής λογοπαιγνίων» … (από μνήμης το συγκεκριμένο απόσπασμα). Μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση εκείνο το απόσπασμα, γιατί για πολλά χρόνια ονειρευόμουν ότι μπορώ να γίνω κάποτε ένας αξιοσέβαστος βιοτέχνης λογοπαιγνικής παραγωγής. Βέβαια, γρήγορα κατάλαβα πόσο δύσκολο είναι αυτό και όπως εμείς γελάμε με το χιούμορ, αρκετά συχνά γελάει και κείνο μαζί μας! Το πείραμά μου θα αποδεικνυόταν επιεικώς « Ανεκδιήγημα : Λογοατεχνικό είδος» ! Ευτυχώς, υπήρξε κάποιος, ύστερα από δύο αποτυχημένες εκδοχές προσωπικότητας , που πραγματοποίησε το όνειρό μου. Διαβάστε… κομπλεξάρες!

Όλο νάζι!

Ήξερες ότι στο βιβλίο της Katharine Burdekin συναντάμε μία πρώιμη συμπύκνωση σημαντικών κειμένων και ιδεών που μέχρι τότε ήταν απλώς αποκυήματα της φαντασίας κάποιων εκκολαπτόμενων συγγραφέων («The man in the high castle» - 1962, «The handmaid’s tale» - 1985, «Nineteen Eighty-Four» - 1949, «Fahrenheit 451» - 1953, κλπ); Πώς άραγε θα νιώθαμε τώρα αν δεν είχε γεννηθεί αυτό το βιβλίο; «Δεν γίνεται να κόψεις τον πολιτισμό απ’ τη ρίζα και να περιμένεις ν’ ανθίσει στη κορυφή» . Αν πάλι θεωρείς ότι πρότυπο φεμινιστικής λογοτεχνίας είναι τα βιβλία της Μάρως Βαμβουνάκη τότε ρίξ’το αδιάβαστο στην πυρά για να ζεστάνει ακόμα περισσότερο τις προκαταλήψεις σου. Το βιβλίο της είναι γραμμένο το 1936 και όσα ευαγγελίζεται και περιγράφει είναι εξαιρετικά θαρραλέα και διορατικά – αν γραφόταν το 2020, νομίζω, θα δυσκολευόταν πολύ να βρει εκδότη, σε αρκετές περιοχές του πλανήτη. «Δεν μπορείς πραγματικά να εμπιστευτείς έναν θρήσκο άνθρωπο. Αν τα ενδιαφέροντά σου συγκρούονται με την θρησκεία του, δεν θα